Ο Τραμπ, οι ΗΠΑ, το αντιπαγκοσμιοποιητικό ρεύμα και η Ελλάδα

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Α΄ Η αντιπαγκοσμιοποίηση κατά Τραμπ και η Ελλάδα

Του Γιώργου Καραμπελιά

Το γεγονός ότι  το φιλελεύθερο κατεστημένο σε ολόκληρη της Δύση στήριζε με λυσσαλέο κάποτε τρόπο τον Μπάιντεν έκανε ένα μεγάλο μέρος των πατριωτών της αντιπαγκοσμιοποίησης να στηρίζουν τον Τραμπ παρά την στήριξη του τελευταίου στον Ερντογάν. Διαβάζω έτσι σε κόσμιο σχόλιο αναγνώστη στο κείμενό μου «Πρέπει να θρηνούμε για την εκλογή Τραμπ;»: «Η αγαπημένη χώρα της παγκοσμιοποίησης είναι η Κίνα γιατί έχει ολοκληρωτισμό και καπιταλισμό μαζί»!

Όμως το ίδιο κατεστημένο που στρέφεται ενάντια στον Τραμπ στρέφεται ακόμα περισσότερο ενάντια στην Κίνα. Η Κίνα είναι το φόβητρο ολόκληρου του Δυτικού κόσμου, αρχίζοντας από τον Ομπάμα και φθάνοντας στον Τραμπ και τον Μπάϊντεν.Δυστυχώς κάποιοι υποστηρικτές του Τραμπ θεωρούν πως οι επιθέσεις του  ενάντια στην Κίνα συνιστούν «αγώνα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση» και όχι  μια προσπάθεια να διατηρηθεί η πρωτοκαθεδρία της Αμερικής – πολιτική την οποία εγκαινίασε ο Ομπάμα, συνέχισε ο Τραμπ και θα ακολουθήσει αναπόφευκτα και ο Μπάϊντεν.

Ο καθένας ίσως με διαφορετικό τρόπο αλλά ο στόχος είναι κοινός, και συνιστά την πεμπτουσία της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής άσχετα και πέρα από το πρόσωπο και τον κομματικό χρωματισμό του προέδρου. Εξάλλου  το επιτελείο του Μπάιντεν αλλά και ο ίδιος ο εκλεγμένος πρόεδρος  επικρίνουν την διοίκηση Τραμπ, ότι σε τελική ανάλυση δεν αντιμετώπισε αποτελεσματικά την Κίνα παρά τα επικοινωνιακά του σόου.  (Βλ. Joseph R. Biden, «Why America Must Lead Again Rescuing U.S. Foreign Policy After Trump» στο Foreign Affairs Μάρτιος – Απρίλιος  2020). Ο Μπάιντεν και σε αυτό του το άρθρο, πέρα από τη στήριξη στους κατοίκους του Χονγκ Κονγκ, υποστηρίζει πως οι ΗΠΑ θα πρέπει να ενοποιήσουν όλο τον δυτικό κόσμο για να αντιμετωπίσει την Κίνα, αντί να επιτίθενται στην Ευρώπη και τον Καναδά, όπως έκανε ο Τραμπ, γεγονός που ενισχύει εν τέλει την Κίνα.

Συνεχίζει όμως το σχόλιο του αναγνώστη μας:

Ο Τραμπ τα έβαλε με τη Κίνα και ο Τζόνσον πραγματοποίησε το brexit. Άσχετα με το τι συμφέροντα εξυπηρετούν πρόκειται για κινήσεις καθαρά ενάντια στο παγκοσμιοποιητικό δίκτυο. Δεν μπορούμε να λέμε ότι κοιτάνε το συμφέρον τους γιατί απλούστατα δεν υπάρχει “αντιπαγκοσμιοποιητική διεθνής” έτσι ώστε να λέμε ότι δεν μας υποστηρίζουν και ότι είναι ενάντια στα δικά μας συμφέροντα. Οι πολίτες του κάθε έθνους – κράτους είναι αυτοί που θα είναι κατά της παγκοσμιοποίησης για τα συμφέροντα του δικού τους έθνους – κράτους.

Δεν βλέπει όμως πως η διαφορά του “δικού τους” έθνους-κράτους με το δικό μας συνίσταται στο ότι εκείνο είναι ιμπεριαλιστικό και κατά συνέπεια την “αντιπαγκοσμιοποίηση” τη βλέπουν είτε ως απάντηση σε απειλές ανερχόμενων νέων δυνάμεων, κατ’ εξοχήν της Κίνας, είτε ως ρεβάνς για την απώλεια της παλιάς αυτοκρατορίας, όπως η Τουρκία. Γι’ αυτό και αυτή η αντίδραση τείνει να παίρνει συχνά ακροδεξιό και φασιστικό –ισλαμοφασιστικό στην περίπτωση της Τουρκίας– χαρακτήρα.

Η «αντιπαγκοσμιοποίηση»,  δυνάμεων που είτε νιώθουν να χάνουν την παγκόσμια ιμπεριαλιστική πρωτοκαθεδρία, όπως οι ΗΠΑ ή η Μεγάλη Βρετανία ή όσων θέλουν να αντικαταστήσουν τους «αποχωρούντες», όπως κάνει η Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο, έχει κατεξοχήν αντιδραστικά χαρακτηριστικά. Όπως έχει καταδείξει η ιστορική εμπειρία πολύ συχνά  «αντιπαγκοσμιοποιητικές» ιμπεριαλιστικές δυνάμεις υπήρξαν φορείς μιας ολοκληρωτικής ή ακόμα και φασιστικής αντίδρασης. Η Γερμανία έκανε δύο παγκόσμιους πολέμους και στράφηκε προς τον ναζισμό καταγγέλλοντας την αγγλοσαξονική «παγκοσμιοποίηση». Το φαινόμενο Τραμπ, παρότι δεν συγκρίνεται με τη Γερμανία του μεσοπολέμου– ενέχει πρωτοφασιστικά στοιχεία στην βάση του, εξάλλου ο Τραμπ μοιάζει στη συμπεριφορά του τόσο πολύ στον Μουσολίνι.

Παρότι η Αμερική παραμένει ακόμα παγκόσμια υπερδύναμη άρκεσε η μετατροπή της αμερικανόπνευστης και αμερικανοκίνητης  παγκοσμιοποίησης σε μπούμερανγκ για τα συμφέροντα της, με την εμφάνιση της Κίνας, ώστε να εμφανιστεί  μια δήθεν «αντιπαγκοσμιοιποιητική» αντίδραση  ενός σημαντικού μέρους του Αμερικανικού κεφαλαίου. Αυτό,– πετρελαιάδες του σχιστολίθου, κατασκευαστές, πολεμικές βιομηχανίες–  προσπάθησε να ρυμουλκήσει και ένα τμήμα των λευκών λαϊκών στρωμάτων σε μια αντιδραστική συμμαχία. Και βέβαια σε αυτό συνέβαλε καθοριστικά η φιλελεύθερη αστική τάξη των ακτών και μια αριστερά που αδιαφορούν από κοινού για την παράδοση της χώρας τους και υποτιμούν τα λαϊκά στρώματα στέλνοντάς τα μαζικά στον Τραμπ.

Εξ αιτίας λοιπόν του αντιδραστικού χαρακτήρα αυτής της «αντιπαγκοσμιοποίησης» αλά Τραμπ, αυτός θα αδιαφορεί για την κλιματική αλλαγή και το φαινόμενο του θερμοκηπίου, θα υποστηρίζει την εξόρυξη πετρελαίου από σχιστολιθικά πετρώματα, θα υποβαθμίζει το εθνικό σύστημα υγείας, θα πριμοδοτεί τους πλούσιους με την φορολογική ασυδοσία, θα αδιαφορεί για τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων Αμερικανών από τον κορωνοϊό, θα διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες. Όσο δε για την εξωτερική πολιτική θα επιτρέπει στον Ερντογάν να επεκτείνεται, θα εγκαταλείψει τους Κούρδους και θα απειλεί με πόλεμο το Ιράν.

Β΄ Μειονότητες και μετανάστευση στις ΗΠΑ

Σε ότι αφορά την ενίσχυση των μειονοτήτων στο εσωτερικό των ΗΠΑ, που αποτέλεσε το επόμενο σημείο στο οποίο επικεντρώθηκε ο Τραμπ τα πράγματα δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα της Ευρώπης και ακόμα περισσότερο της Ελλάδας. Ακόμα και αν οι αγγλόφωνοι λευκοί προτεστάντες κινδυνεύουν να χάσουν την πλειοψηφία από τους ισπανόφωνους καθολικούς χριστιανούς, αυτή η αλλαγή δεν απειλεί το πολιτιστικό τους υπόδειγμα. Οι Αφροαμερικανοί, είναι απολύτως ενσωματωμένοι στο «Αμερικανικό όνειρο» ενώ διαμαρτύρονται –και ορθά– για τον ρατσισμό που εξακολουθεί να εκδηλώνεται ενάντιά τους.

Όσο για τους διαρκώς αυξανόμενους λατινικής καταγωγής Αμερικανούς δεν αποτελούν έναν πληθυσμό  με αξίες ριζικά διαφορετικές από εκείνες των λοιπών Αμερικανών. Πρόκειται για πληθυσμούς χριστιανικούς που συχνά μάλλον συμμερίζονται την «μάτσο» ιδεολογία των οπαδών του Τραμπ και όχι τον φεμινισμό των υποστηρικτών του Μπάϊντεν. Όπως φάνηκε και στις πρόσφατες εκλογές ένα μεγάλο μέρος  των «Λατίνων» έχει ενσωματωθεί στην αμερικανική κοινωνία, το πολιτισμικό της πρότυπο και την αγγλική γλώσσα, τόσο ώστε να στηρίξει τον Ντόναλντ Τραμπ στη Φλόριδα και στο Τέξας.

Εξ αιτίας της Ωκεάνειας απόστασης των ΗΠΑ από την Αφρική και την Ασία, τουλάχιστον στις δεκαετίες που έρχονται, οι Αμερικανοί δεν απειλούνται  από μια μαζική  μετανάστευση μουσουλμανικών πληθυσμών, δηλαδή πληθυσμών ριζικά διαφορετικών πολιτισμικά και επομένως εν δυνάμει χωριστικών. Στη «χειρότερη» περίπτωση απειλούνται, όπως προείπαμε από την επικράτηση των πιο «σκουρόχρωμων» καθολικών και ευαγγελικών «λατινων». Και δεν πρέπει να  ξεχνάμε πως και στη Λατινική Αμερική κατοικούν κατ’ εξοχήν πληθυσμοί Ευρωπαϊκής προέλευσης, ανάμεικτοι με εγχώριους ιθαγενείς επίσης χριστιανούς.  Άλλωστε, όπως έχουν καταδείξει αρκετοί έγκριτοι Αμερικανοί συγγραφείς το μέλλον της Αμερικής δεν βρίσκεται στην ενίσχυση των φυλετικών μειονοτήτων, ιδιαίτερα των Αφροαμερικανών, αλλά στη δημιουργία ενός μικτού φυλετικά και «χρωματικά» πληθυσμού, μέσα από αυξανόμενες επιμειξίες. Ένα δείγμα αυτής της  πραγματικότητας αποτέλεσε και ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, από μαύρο πατέρα και λευκή μητέρα.

Ως προς το μεταναστευτικό ζήτημα  θα πρέπει να γνωρίζουμε πως οι Ηνωμένες Πολιτείες παραδοσιακά ευνοούν την ελεγχόμενη είσοδο μεταναστευτικών πληθυσμών, γιατί αυτοί ενισχύουν τη δυναμικότητα και εν τέλει τη συνοχή της κοινωνίας τους, αρκεί να μη χαρακτηρίζονται από θρησκευτικά ή πολιτισμικά χαρακτηριστικά που τους εμποδίζουν να ενσωματωθούν στο αμερικάνικο melting pot. Απέναντι σε μία Κίνα που έχει αρχίσει να γερνάει και σε λίγο θα αρχίσει να συρρικνώνεται πληθυσμιακά, οι Αμερικανοί επενδύουν και στην αύξηση του πληθυσμού σε μια ήπειρο ακόμα αραιοκατοικημένη, ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την  κινεζική πρόκληση.  Και επειδή το συντριπτικό ποσοστό των μεταναστών προέρχεται από τη Λατινική Αμερική θεωρούν πως μπορούν να τους ενσωματώσουν χωρίς αγεφύρωτο ρήγμα στην πολιτιστική τους συνέχεια.

Συνεπώς  η αντίδραση του Τραμπ απέναντι στα μεταναστευτικά ρεύματα προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τον φόβο και την αντίδραση ενός σημαντικού μέρους των φτωχών λευκών απέναντι στην είσοδο νέων πληθυσμών που είναι ανταγωνιστές τους στην αγορά εργασίας. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε και τις μαζικές αντιδράσεις των αγγλοϊρλανδικής και γερμανικής καταγωγής Αμερικανών απέναντι στην είσοδο των Ιταλών και των Ελλήνων παλιότερα («απαγορεύεται η είσοδος σε σκύλους και σε Έλληνες»).  Επιπλέον οι περισσότεροι Αμερικανοί πολιτικοί, ανάμεσά τους και ο Μπάιντεν, συμφωνούν για την ανάγκη ελέγχου των μεταναστευτικών ροών. Και την ίδια  άποψη έχουν και οι… Λατινογενείς Αμερικανοί που δεν θέλουν την είσοδο μεγάλων ρευμάτων που απειλούν τις δικές τους θέσεις εργασίας – όπως έγινε στο Τέξας που στήριξαν τον Τραμπ.

Η Ελλάδα και η Ευρώπη

Αντίθετα το δικό μας “‘έθνος-κράτος” βρίσκεται σε ριζικά διαφορετική θέση και απειλείται με ιστορική εξαφάνιση από την επίθεση άλλων “εθνών -κρατών’” όπως η Τουρκία, ενώ και ολόκληρη η Ευρώπη αντιμετωπίζει κίνδυνο ιστορικής συρρίκνωσης και πολιτισμικής αλλοίωσης. Κατά συνέπεια η «παγκοσμιοποίηση» συνιστά άλλου είδους – πραγματική–, απειλή για την Ευρώπη και κατεξοχήν για την Ελλάδα και όχι  μια απειλή σχετικής εξασθένησης της οικονομικής και πολιτικής ηγεμονίας μιας ιμπεριαλιστικής και προστατευμένης από τη γεωγραφία  υπερδύναμης.

Οι ευρωπαϊκές χώρες –κατεξοχήν η Ελλάδα και οι χώρες των Βαλκανίων– αντιμετωπίζουν μία υπαρξιακή απειλή όχι μόνο στα σύνορα, όπως συμβαίνει με εμάς, αλλά στην ίδια την πολιτισμική τους ταυτότητα. Η ενίσχυση των ισλαμικών πληθυσμών σε μια Ευρώπη που περιστοιχίζεται από μουσουλμανικές χώρες με διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμό, ενώ παράλληλα ενισχύεται ο ισλαμισμός και ως πολιτικοθρησκευτική ιδεολογία,  αποτελεί πρόκληση για την διατήρηση της ευρωπαϊκής πολιτιστικής ταυτότητας.

Διότι, όπως έχουμε εξηγήσει, δια μακρών, αλλού, κάτω από την παρούσα συγκυρία μουσουλμανικοί πληθυσμοί μιας σχετικής πυκνότητας και μεγέθους δεν ενσωματώνονται στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, αλλά συγκροτούν αρχικώς γκέτο και εν συνεχεία χωριστές κοινότητες, όπως το κατάλαβε τόσο αργά η γαλλική ελίτ.

Επομένως, η Ευρώπη που εξάλλου είναι πυκνοκατοικημένη, δεν μπορεί να ακολουθήσει  την αμερικανική πολιτική ως προς το μεταναστευτικό. Είναι υποχρεωμένη να περιορίσει στον ύψιστο βαθμό τα μεταναστευτικά ρεύματα, να ενισχύσει τα μέτρα  για τη δημογραφική της ανάκαμψη και την εκνεάνιση του πληθυσμού της και προπαντός να επενδύσει στην εσωτερική της συνοχή. Απέναντι στον κινεζικό και τον ασιατικό ανταγωνισμό γενικότερα και την πληθυσμιακή ιδεολογικοθρησκευτική περικύκλωση από το Ισλάμ δεν διαθέτει κανέναν άλλο δρόμο. Διαφορετικά την περιμένει η αποσύνθεση και η διάλυση.

Όσο για εμάς, στην Ελλάδα, αντιμετωπίζουμε και τις δύο αυτές προκλήσεις και για την εθνική μας ακεραιότητα και για την πολιτισμική μας συνοχή στον ύψιστο βαθμό, όπως τόσες φορές έχουμε καταδείξει.

Η άκριτη εισαγωγή ξένων προτύπων

Συμβαίνει, λοιπόν, κατ’ αναλογία ότι παρατηρείται και στο στρατόπεδο των εθνομηδενιστών. Εκεί πρόκειται για την άκριτη εισαγωγή δυτικοευρωπαϊκών και κατεξοχήν αμερικανικών πολυπολιτισμικών προτύπων. Πρόκειται για μια «κριτική του εθνικισμού» που αφορούσε χώρες ιμπεριαλιστικές και ηγεμονικές –το κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ έκαιγε τις αμερικανικές σημαίες–  η οποία μεταφέρεται στα καθ’ ημάς, σε μια χώρα απειλούμενη στην ίδια την εθνική της υπόσταση. Έτσι δημιουργείται το σχιζοφρενικό φαινόμενο της ελληνικής αριστεράς και των ελληνικών ελίτ που έχοντας συχνά θητεύσει στις δυτικές μητροπόλεις και διαπνεόμενες από μιμητισμό και μειονεξία, οδηγήθηκαν στην άρνηση της ίδιας της εθνικής τους ταυτότητας. Και προφανώς πρόκειται για το σημαντικότερο ιδεολογικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα.

Ωστόσο κάτι ανάλογο –σε μικρότερη έκταση βέβαια– συμβαίνει και στον αντιπαγκοσμιοποιητικό χώρο, ο οποίος, ταυτιζόμενος εν πολλοίς με τον Τραμπ οδηγείται στην  άρνηση του εθνικού συμφέροντος και του αυθεντικού πατριωτισμού.  Και εδώ ένας απίστευτος μιμητισμός μας κάνει να ξεχνάμε  πως ο Τραμπ είναι φιλότουρκος· μας αρκεί που είναι εναντίον της μετανάστευσης και της φυλετικής ισότητας! Λες και αυτό έχει οποιαδήποτε σχέση με την επιχείρηση «αλλαγής πληθυσμού» στην Ελλάδα  αλλά και την Ευρώπη. Και για να μη θεωρηθεί πως η τοποθέτηση μας για τον Τραμπ έχει παλαιοαριστερή ιδεολογική αφετηρία –το γεγονός δηλαδή πώς είναι ακροδεξιός και αισθητικά απεχθής–,διαφορετική είναι η στάση που μπορούμε να έχουμε απέναντι σε ακροδεξιούς ηγέτες της Ευρώπης, όπως τον καγκελάριο της Αυστρίας Κουρτζ, τον Ματέο Σαλβίνι ή ακόμα και τη Μαρίν Λεπέν. Με αυτούς, άσχετα από τις ιδεολογικές τους αφετηρίες και τις ιδεοληψίες που  διατηρούν, είναι δυνατή η συζήτηση σε συγκεκριμένα ζητήματα καθώς τάσσονται ενάντια στον νέο- οθωμανισμό και την ισλαμοποίηση της Ευρώπης.

Η πολιτική συνιστά πριν απ’ όλα διάκριση, και είναι ριζικά διαφορετικό πράγμα η μετανάστευση στις ΗΠΑ από τη μεταναστευτική πίεση της Ελλάδας από την Τουρκία. Διάκριση που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει όλες τις πλευρές και όλους τους Έλληνες. Στην πραγματικότητα δε έτσι συμβαίνει για την πλειοψηφία των Ελλήνων, που συμφωνεί με τις κινητοποιήσεις για τον Τζορτζ Φλόιντ αρκεί να μην εκτρέπονται από τους μπαχαλάκηδες και τους αντίφα, ενώ την ίδια στιγμή αντιτάσσεται  μαζικά στα μεταναστευτικά ρεύματα στην Ελλάδα. Το ένα δεν αναιρεί το άλλο διότι αποτελεί έκφραση της δικής μας ιδιοπροσωπίας. Αυτή τη διάκριση παραβλέπουν ασύγγνωστα και ασύστολα πολλές από τις λεγόμενες ελίτ και δημοσιολογούντες  της χώρας κατεξοχήν του εθνομηδενιστικού στρατοπέδου αλλά και οι ανιστόρητοι υποστηρικτές του Τραμπ.

Πάντως, έχω την υποψία –ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες– πως αυτή η υποστήριξη έχει συχνά πολλές και διαφορετικές αφετηρίες και όχι μόνο την ακροδεξιά trash γοητεία του Τραμπ. Κατεξοχήν τη στάση του για τις μάσκες και τον κορωνοϊό πού βρίσκει θέρμη ανταπόκριση σε ένα σημαντικό τμήμα της άκρας δεξιάς αλλά και της άκρας αριστεράς της χώρας, καθώς επίσης και την εικαζόμενη και μάλλον πραγματική –αν κρίνουμε από τη στάση των ρωσικών μέσων ενημέρωσης– σχέση του με τη Ρωσία του Πούτιν.  Και επειδή στην Ελλάδα οι πολιτικές, ιδεολογικές ακόμα και θρησκευτικές συνάφειες και συνεπαφές με τη Ρωσία είναι εξαιρετικά ισχυρές, ακόμα και στο ίδιο το λαϊκό σώμα, πρόκειται για μια ακόμα συχνή αλλά μη ομολογούμενη αιτία του ελληνικού τραμπισμού. Πάντως, με τον ένα ή άλλο τρόπο στον μικρότερο ή τον μεγαλύτερο βαθμό βλάπτουν τη χώρα.

Από τον Τσάβες… στον Τραμπ

Πως και γιατί λοιπόν  εξελίχθηκαν με τέτοιο τρόπο τα πράγματα ώστε να μεταβάλλεται ο Τραμπ σε ηγέτη της αντιπαγκοσμιοποίησης; Δυστυχώς αυτή η αρνητική εξέλιξη αποτελεί ένα φαινόμενο με ευρύτερες διαστάσεις και ρίζες:

Εάν στη δεκαετία του 1990  και στις αρχές του 2000 το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα ήταν κατεξοχήν αριστερόστροφης κοπής,  μέσα σε 20 ή 30 χρόνια μεταβλήθηκε δραματικά.  Καθώς, δεν αφορά πλέον στις καταστροφές των δασών του Αμαζονίου αλλά στην κοινωνική, οικονομική και εθνική κρίση στο εσωτερικό των ίδιων των δυτικών χωρών, μια αποκλειστικά διεθνιστική και περιβαλλοντική «αντιπαγκοσμιοποίηση» έπαψε να έχει νόημα. Πλέον η αυθεντική αντιπαγκοσμιοποίηση ταυτίζεται παράλληλα και με την υπεράσπιση της πατρίδας, της εθνικής παράδοσης, και με την απόρριψη του πολιτισμικού μετανθρωπισμού.

Σταδιακώς, λοιπόν, το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών,  μετά την κρίση του 2008- 2009, άλλαξε χρώμα και χαρακτήρα. Πλέον σε αυτό πρωτοστατούν κοινωνικά στρώματα παραδοσιοκεντρικά, κατεστραμμένα από την κρίση, συχνότατα δεξιάς ευαισθησίας και προέλευσης. Οι νέοι ήρωες του χώρου δεν είναι πλέον ο Έβο Μοράλες ή ο Τσάβες αλλά… ο Boris Johnson, ο Donald Trump, η Μαρίν Λεπέν.

Σε συνθήκες κρίσης και απειλής της ίδιας της υπόστασης των ευρωπαϊκών κοινωνιών το κίνημα αυτό υποστηρίζει πλέον τον περιορισμό της μετανάστευσης, τη διατήρηση της αριστείας και της παράδοσης στην εκπαίδευση, την υπεράσπιση των εθνικών συνόρων. Έρχεται συνεπώς σε αντίθεση με μία Αριστερά που αρνείται ότι αυτές είναι σήμερα οι κυρίαρχες όψεις της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας και έτσι συντάσσεται με τους πιο ακραίους οπαδούς και φορείς της παγκοσμιοποίησης: με τον Τζορτζ Σόρος, τις ΜΚΟ και τις μεγάλες εταιρείες του διαδικτύου. Η Αριστερά μεταβάλλεται, στην πλειοψηφία της, μαζί με τη φιλελεύθερη Δεξιά στον κατεξοχήν φορέα της παγκοσμιοποίησης, της διάλυσης των εθνικών ταυτοτήτων, της άρνησης του πατριωτισμού.

Πολύ χαρακτηριστική γι’ αυτή τη μετάβαση –που τη ζήσαμε in vivo– υπήρξε η χώρα μας. O ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα   που στο παρελθόν είχε συνδεθεί με το αριστερό αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα ήλθε στην εξουσία ως ο εκφραστής του: άρνηση του χρέους και της επιβολής των διεθνών δανειστών.  Εντούτοις –με ορόσημο το δημοψήφισμα του 2015– μεταβλήθηκε ταχύτατα στο κατεξοχήν όργανό τους στην Ελλάδα, όχι μόνο μέσω της μεταβολής του σε εκτελεστικό όργανο των δανειστών αλλά και της άρνησης των συνόρων μέσα από το μεταναστευτικό. Η Ελλάδα, μία χώρα στην περιφέρεια του δυτικού συστήματος, ήταν μία  από τις τελευταίες –μαζί με την Ισπανία και τους Ποδέμος– όπου ολοκληρώθηκε η παγκοσμιοποιητική μετάλλαξη της παλαιάς αριστεράς.

Πλέον σε όλες τις δυτικές χώρες απέναντι στην κυρίαρχη αξιακή συμμαχία της νεοφιλελεύθερης δεξιάς και της αριστεράς είναι πολύ ισχυρός ο πειρασμός για το αντιπαγκοσμιοποιητικό πατριωτικό κίνημα να ενστερνιστεί και να προσχωρήσει σε ακροδεξιές ή ακόμα και φασίζουσες απόψεις.

Και ακριβώς το μεγάλο στοίχημα είναι το πως θα αποσπάσουμε την αντιπαγκοσμιαποίηση που η χαβιαροαριστερά εγκατέλειψε, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, με τα αιτήματα της ισότητας και της δημοκρατίας, που τα σφετερίζονται οι αντίφα και οι οπαδοί του Σόρος. Γι’ αυτό και θα πρέπει να ενισχυθεί  το διακριτό ρεύμα του δημοκρατικού πατριωτισμού, το οποίο και μάλλον ενδυναμώνεται. Το γεγονός ότι στη Γαλλία ο πρόεδρος Μακρόν εγκαταλείπει τα πολυπολιτισμικά του φληναφήματα ή ότι στο Εργατικό Κόμμα της Αγγλίας ενισχύεται το Blue Labor δηλαδή το τμήμα εκείνο του Εργατικού Κόμματος που θέλει να συνδυάσει την κοινωνική και την πατριωτική διάσταση, συνηγορούν γι’ αυτό. Και αυτός είναι επί δεκαετίες ο δικός μας αγώνας στην Ελλάδα, να ξανασυνδέσουμε τον πατριωτισμό με τη δημοκρατία και τις κοινωνικές και οικολογικές διεκδικήσεις.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ