Η απουσία καινοτομίας στην ελληνική αμυντική βιομηχανία

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Πώς οι πελατειακές πρακτικές του ελληνικού κράτους υπονομεύουν την βιωσιμότητά του

Η επιβίωση του κράτους περνά μέσα από την συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας εφαρμογής του αυτονόητου, της αντιμετώπισης των προβλημάτων με βάση τον κοινού νου. Η δυσκολία εντοπίζεται στην κατανόηση του τι είναι αυτονόητο.
«Καινοτομείν»: καινήν λατομίαν τέμνειν. Δηλαδή ανασκαφή λατομείου προς αναζήτηση νέας φλέβας ορυκτού. Καινήν λατομίαν τέμνειν. Τρεις λέξεις, τρεις έννοιες: Το νέο, η ανασκαφή και φυσικά, το λατομείο.
Προκειμένου να αναγνωρίσουμε τις δυνατότητες της Ελλάδας ως έχει σήμερα να καινοτομεί, είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε στη σύγχρονη ιστορία της χώρας ιδίως από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους.
Στην προεπαναστατική τουρκοκρατούμενη Ελλάδα δεν υπήρξαν δυτικοευρωπαϊκές δομές οικονομίας και κοινωνίας. Από τη μια πλευρά δεν υπήρξαν δομές που να οδηγήσουν στην βιομηχανική επανάσταση και στην επακόλουθη διαστρωμάτωση της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Από την άλλη, η οικονομική άνοδος του τουρκοκρατούμενου χώρου δεν δημιούργησε μια αστική τάξη δυτικοευρωπαϊκής υφής και ο λόγος είναι ότι στον τουρκοκρατούμενο χώρο δεν υπήρξε ούτε φεουδαλισμός δυτικοευρωπαϊκού τύπου.
Την ιδιομορφία, λοιπόν, της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης του ελλαδικού χώρου, γύρω στο 1800, θα την κατανοήσουμε ξεκινώντας όχι από την αντίθεση «φεουδαλικός-αστικός» αλλά κατανοώντας την ιδιότυπη πατριαρχική κοινωνική του οργάνωση.
Σχετικά μικρές ομάδες πληθυσμού βρέθηκαν κάτω από την επιρροή ξενόφερτων καπιταλιστικών σχέσεων που αναπτύχθηκαν σε διεθνές επίπεδο. Η επιρροή αυτή ανάγκασε τις ομάδες εκείνες να αποσπασθούν από την πατριαρχική τουρκοκρατούμενη κοινωνία και να ενταχθούν στο διεθνές καπιταλιστικό κύκλωμα, ιδιαίτερα στην εμπορική και εφοπλιστική του έκφανση. Η πίεση των κοινωνικών ομάδων αυτών για την αναμόρφωση του χώρου καταγωγής των, στάθηκε ατελέσφορη γιατί οι φορείς της οικονομικής ανόδου -οι οποίοι συνέχιζαν να δρουν στο εσωτερικό- δεν είχαν ποτέ αποβάλλει τα κεντρικά πατριαρχικά τους γνωρίσματα.
Η αναγκαστική συνύπαρξη των ομάδων αυτών με άλλες κοινωνικές ομάδες με ισχυρότερη κοινωνική παρουσία, όπως οι προύχοντες–γαιοκτήμονες και οι πρώην ηγέτες των λίγο ως πολύ άτακτων στρατευμάτων του Αγώνα, δημιούργησε εντάσεις και συγκρούσεις οι οποίες, όμως, δεν είχαν πολιτικό ή ιδεολογικό υπόβαθρο αλλά προθέσεις ανακατανομής της πολιτικής ισχύος και του εθνικού πλούτου μέσα στο υφιστάμενο οικονομικο-κοινωνικό πλαίσιο των πατριαρχικών κέντρων ισχύος.
Άτομα και ομάδες απέκτησαν αξιόλογη οικονομική ισχύ, μπορούσαν να ευημερήσουν, όμως δεν μπορούσαν να παίξουν ρόλους ρηξικέλευθους παρά επιδόθηκαν κατά πρώτο λόγο σε μεσιτικές και διαμετακομιστικές εργασίες.
Γι’ αυτό η βιομηχανία και η παραγωγή υλικών και υπηρεσιών αναπτύχθηκαν πολύ λιγότερο από τη ναυτιλία, το εμπόριο και το τραπεζικό σύστημα.
Έλλειπε, δηλαδή, η ουσιώδης διάσταση της αστικής οικονομίας, του αστικού πολιτισμού και της αστικής αυτοσυνείδησης: Η διάσταση η προμηθευτική, δηλαδή αυτό που από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης συνδεόταν πρωταρχικά με την μορφή του καινοτόμου βιομηχάνου ως φορέα και πρακτικού μετουσιωτή του πνεύματος της σύγχρονης επιστήμης και τεχνικής, του πνεύματος της προόδου, και της ρήξης με την στείρα παραδοσιοκρατία.
Η ελάχιστα μεταγενέστερη της ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους έλευση ή επιβολή του κοινοβουλευτισμού, σε συνδυασμό με την καθολική ψηφοφορία, συνεπέφερε μια κοινωνική κινητικότητα ίσως ακόμη εντονότερη από αυτήν που γέννησε η βιομηχανική επανάσταση γιατί δημιούργησε ευκαιρίες πολιτικής και κοινωνικής σταδιοδρομίας για άτομα με αντίστοιχες φιλοδοξίες, αλλά και άνοιξε το δρόμο από την ύπαιθρο στην πόλη σε ευρύτερες μάζες. Και οι δύο αυτές πλευρές διόγκωσαν τον κρατικό μηχανισμό και παράλληλα ενίσχυσαν τον καθοδηγητικό ρόλο του κράτους. Η διόγκωση του κρατικού μηχανισμού εξαιτίας του κοινοβουλευτικού συστήματος και της καθολικής ψηφοφορίας ήταν αναπόδραστη, γιατί εκείνο που είχαν να προσφέρουν τα κόμματα για την προσέλκυση ή την συγκράτηση ψηφοφόρων ήταν οι κρατικές θέσεις, οι οποίες γίνονταν τόσο πιο περιζήτητες όσο η καχεξία της οικονομίας έκανε τις υπόλοιπες επαγγελματικές διεξόδους λιγοστές και αβέβαιες. Εφόσον το κράτος παρέμενε ο πιο σίγουρος και ανθεκτικός εργοδότης, το πρώτο μέλημα των κομμάτων ήταν η κατάκτηση και η νομή του κράτους, ειδάλλως θα έχαναν την πίστη των οπαδών τους και την ικανότητα υπεράσπισης των συμφερόντων τους.
Ο πατριαρχικός ή πελατειακός χαρακτήρας του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, και ταυτόχρονα η σπανιότης των θέσεων εργασίας στην ελεύθερη αγορά εργασίας, είχαν σαν συνέπεια οι μάζες, κυρίως αγροτικής προελεύσεως, αντί να οδηγηθούν στα βιομηχανικά αστικά κέντρα όπως έγινε στην Δύση, να οδηγηθούν στον κρατικό μηχανισμό όπου ενίσχυσαν τον πατριαρχικό και πελατειακό χαρακτήρα και του κρατικού μηχανισμού και των κομμάτων.
Η διόγκωση του κρατικού μηχανισμού για σκοπούς κομματικού οφέλους και ο πελατειακός χαρακτήρας των κομμάτων δεν τα έκαναν μονάχα κρατικιστικά στην πράξη αλλά και «λαϊκά», αφού η ταυτόχρονη ανάγκη εξυπηρέτησης όχι μόνο πλείστων ατόμων αλλά και διάφορων «κλάδων» μέσω του κράτους καθιστούσε ουσιαστικά αδύνατη την άσκηση μονοσήμαντης και συνεπούς ιδεολογικής πολιτικής.
Η βαθμιαία αποσύνθεση των πατριαρχικών δομών στα αστικά κέντρα δημιούργησε το κύριο τμήμα του κοινωνικού κορμού, μιαν ευρύτερη μάζα μικροαστών, μικροϊδιοκτητών, μικρεμπόρων (που σήμερα την λέμε μεσαία τάξη), οι οποίοι μπορούσαν εξίσου καλά να ανήκουν σε ένα δεξιό, κεντρώο, φιλελεύθερο ή και αριστερό κόμμα. Αυτό είχε συνέπεια η μόνη «συνεπής» πολιτική του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, ανεξαρτήτως πολιτικο-ιδεολογικού πρόσημου, να είναι ο κρατισμός.
Σχεδόν διακόσια χρόνια μετά, ελάχιστα έχουν αλλάξει οι δομές και αξίες στο νεοελληνικό κράτος. Ο κρατισμός παραμένει η κυρίαρχη πολιτική, ιδεολογία και πρακτική. Αφού πέρασε από χονδροειδείς μονοπωλιακές πρακτικές όπως το μονοπώλιο στο αλάτι, τα σπίρτα, την ζάχαρη, το πετρέλαιο, το οινόπνευμα και τον καπνό, σήμερα κρατά πιο ευαίσθητους μονοπωλιακούς στόχους όπως η ανώτατη παιδεία, μάλιστα, με συνταγματική απαγόρευση των ιδιωτικών πανεπιστημίων.
-Δύο λεπτά του ευρώ οφειλή προς το κράτος αρκούν για να μην εκδοθεί φορολογική ή ασφαλιστική ενημερότητα σε ιδιωτική εταιρεία προκειμένου να συμμετάσχει σε διαγωνισμό του Δημοσίου ή να εισπράξει χρήματα από το Δημόσιο. Την ίδια στιγμή παραβιάζεται το Σύνταγμα και η Βουλή των Ελλήνων νομοθετεί ώστε οι κρατικές εταιρείες να λαμβάνουν φορολογικές και ασφαλιστικές ενημερότητες παρά την οφειλή εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ.
-Η παρακράτηση εσόδων ιδιωτικών εταιρειών από το Δημόσιο λόγω οφειλών είναι το καθεστώς, ενώ με νομοθετική ρύθμιση κρατικές εταιρείες εισπράττουν το 80% ή και όλο το ποσό.
-Πέλεκυς βαρύς αν δεν καταβληθούν φόροι και ασφαλιστικές εισφορές από ιδιωτική εταιρεία, καθώς είναι ποινικό αδίκημα, αλλά συσσώρευση χρεών στις κρατικές εταιρείες αδιαφορώντας για τις συνέπειες αφού σύντομα κεφαλαιοποιούνται τα χρέη, δηλαδή πληρώνονται από τους φορολογούμενους.
-Διαρκείς προσλήψεις προσωπικού με κριτήρια όχι τις πραγματικές ανάγκες των κρατικών εταιρειών και την αξιοκρατία αλλά τις προεκλογικές ανάγκες των τοπικών υποψηφίων βουλευτών. Διοικήσεις προερχόμενες από αποστράτους των Ενόπλων Δυνάμεων την εντιμότητα των οποίων δεν την κρίνω, πλην όμως την ικανότητα να διαβάζουν και αναλύουν το ισολογισμό μιας Ανωνύμου Εταιρείας την αμφισβητώ σφόδρα.
-Διαγωνισμοί με διαστημικές απαιτήσεις για τις ιδιωτικές εταιρείες, αλλά απευθείας αναθέσεις έναντι οιουδήποτε κόστους στις κρατικές, με βασικό μοχλό πίεσης τον έντιμο, νουνεχή και κυρίως παντελώς ανεξάρτητο από τα κόμματα συνδικαλισμό.
-Βαρύτατες ρήτρες υπερημερίας για καθυστέρηση παραδόσεων ιδιωτικών εταιρειών, αλλά πλήρης ατιμωρησία για τις κρατικές.
-Πλήρης απαρέσκεια στην εφαρμογή των νόμων από τον κρατικό μηχανισμό και βιομηχανία ερμηνειών των Νόμων κατά το δοκούν του εκάστοτε «χειριστή» θεμάτων. Πολυνομία που επιτρέπει τις «ερμηνείες», τη διαπλοκή και την διαφθορά.
Χαρακτηριστικά το Υπουργείο Άμυνας προμηθεύεται μεμονωμένα ανταλλακτικά πτητικών του μέσων και υπηρεσίες με τον Ν.4412/16 αλλά όταν χρειάζεται μόνιμο ανάδοχο παροχής ανταλλακτικών για το ίδιο αντικείμενο, δηλαδή, διεξάγει διαγωνισμό με τον Ν.3978/11 γιατί δεν έχει βρει τον χρόνο και τα μέσα να προσαρμοστεί ακόμη η γενική Διεύθυνση Αμυντικού Εξοπλισμού και Επενδύσεων (ΓΔΑΕΕ).
Η συντριπτική πλειοψηφία των διαγωνισμών δεν τελεσφορεί λόγω της πολυνομίας και εξωγήινων προδιαγραφών που δεν πληροί κανείς, αλλά επιτρέπουν στον κάθε συγγραφέα να επαίρεται ότι έκανε το καθήκον του έναντι της πατρίδος. Το καθήκον αυτό έχει οδηγήσει σε τραγικά χαμηλές διαθεσιμότητες όλων των μέσων των Ενόπλων Δυνάμεων, πράγμα που αφήνει παγερά αδιάφορους τους κρατικούς λειτουργούς. Κυριαρχεί η κατάπτυστη λογική ότι «δεν κάνω τίποτα για να μην πάω φυλακή», αγνοώντας επιδεικτικά ότι στην φυλακή πηγαίνουν οι παρανομούντες και όχι αυτοί που κάνουν την δουλειά τους. Άλλοι κρατικοί λειτουργοί έχουν πιο στρατηγική προσέγγιση η οποία εκφράζεται μέσα από το ρητό: «Σιγά μην κάνω τον τάδε μάγκα», προτιμώντας να βλέπουν πτητικά ή άλλα μέσα να σαπίζουν χρόνια στο έδαφος. Ή ακόμη πιο κατάπτυστη λογική και σε ηγετικά κλιμάκια ότι «εγώ έδωσα τα αεροπλάνα στην Χ κρατική εταιρεία για συντήρηση και αμαρτίαν ουκ έχω!». Τα αποτελέσματα γνωστά: Σοβαρές εργασίες που ιδιωτική εταιρεία εκτελεί σε 4 με 6 μήνες χρειάζονται 4 με 6 χρόνια σε κρατικές εταιρείες και συνήθως με υπερδιπλάσιο κόστος.
Από κοντά και η Δικαιοσύνη. Δέκα με δεκαπέντε έτη για την απονομή δικαιοσύνης! Ο χρόνος απονομής της δικαιοσύνης είναι συστατικό στοιχείο της ίδιας της έννοιας της δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη που δεν απονέμεται σε εύλογο χρονικό διάστημα δεν είναι δικαιοσύνη αλλά εκδίκηση ή ατιμωρησία.
Από την άλλη πλευρά οι λεγόμενες ιδιωτικές εταιρείες αμυντικού χαρακτήρα, όσες και αν ήταν και όσες έχουν απομείνει, έχουν προσαρμοσθεί άψογα στον κρατισμό. Κρατική και ιδιωτική αμυντική βιομηχανία παραμένουν κρατικοδίαιτες, εσωστρεφείς και προσκολλημένες σε πρακτικές του παρελθόντος. Η κρατική «επιβιώνει» με απευθείας αναθέσεις έργων και «γκρίζα» χρηματοδότηση, και η ιδιωτική -όση δεν έχει κλείσει και δεν έχει εμπλοκές με την δικαιοσύνη- με προγράμματα «ουρές» του παρελθόντος. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ιδιωτικών εταιρειών είναι μικρού μεγέθους και λειτουργούσαν παρασιτικά δίπλα στις «μεγάλες» αντλώντας έργο κυρίως ως υποκατασκευαστές των «μεγάλων», εκλιπαρώντας μέρος της πίτας με μόνο στόχο την επιβίωση. Δημιουργούν μύθους και κολακεύουν τις κρατικές εταιρείες με πομφόλυγες του τύπου «η Χ κρατική εταιρεία, με σχεδόν δύο δισεκατομμύρια αρνητική θέση, θα πρέπει να λειτουργεί ως εθνικός πρωταθλητής», μπερδεύοντας τον πρωταθλητή με τον… εκδότη για να το πω ευγενικά.
Αυτοί με την σειρά τους, οι εθνικοί εκδότες, ήλεγχαν το παιχνίδι μην αφήνοντας καμία μικρή εταιρεία, όσο ικανή και να ήταν, να μεγαλώσει, να καινοτομήσει ή να επεκταθεί σε άλλους τομείς. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσαν να μοιράζονται την κρατική πίτα χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, τις περισσότερες φορές επιβάλλοντας μέσω των διεφθαρμένων πρακτικών, προγράμματα παντελώς άχρηστα για τις ανάγκες της χώρας, ή, όσα μπορούσαν να είναι και χρήσιμα, σε υπέρογκες τιμές.
Για να μην αναφερθούμε στα μεγαλύτερα σκάνδαλα στον χώρο της Άμυνας που ακούν στο ονοματεπώνυμο Αντισταθμιστικά Ωφέλη.
Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, τα προγράμματα αυτά δεν περιλάμβαναν προγράμματα «εν συνεχεία» ή Τεχνικής Υποστήριξης, με αποτέλεσμα, με την επέλαση της οικονομικής κρίσης από τη μια πλευρά και την διεφθαρμένη καθεστωτική πολιτική της εγκατάλειψης του υλικού προκειμένου να εκβιασθεί αγορά νέου από την άλλη, να οδηγήσουν τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας σε πλήρη απαξίωση, με μηδενικές διαθεσιμότητες μέσων, προσωπικό σε αναβρασμό και έλλειψη οράματος. Ταυτόχρονα, το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων παραμένει το ίδιο, χωρίς κουλτούρα ανάληψης πρωτοβουλιών, είτε λόγω ευθυνοφοβίας είτε λόγω πλήρους αδυναμίας συμπόρευσης με κάτι διαφορετικό από τις πρακτικές που έχει συνηθίσει στις δεκαετίες της μεταπολίτευσης.
Η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει την χώρα σε απώλεια περίπου του 25% του ΑΕΠ, πράγμα που συναντά κανείς, ιστορικά, μόνο σε κράτη που εξέρχονται πολέμου. Εξετάζοντας διαχρονικά χώρες που ξεπέρασαν τις κρίσεις, κυρίως μετά από πολέμους, και έχτισαν δυναμικές οικονομίες, μπορεί κανείς να αντλήσει σημαντικά συμπεράσματα για τις στρατηγικές που μετήλθαν προκειμένου να δημιουργήσουν νέες οικονομίες. Παρά το γεγονός ότι η κρίση διαρκεί πλέον των δέκα ετών στην χώρα, δεν έχει διαφανεί ακόμη σχέδιο ανάκαμψης οραματικού χαρακτήρα, ικανό να οδηγήσει την οικονομία της χώρας γενικότερα, ειδικότερα την Αμυντική Βιομηχανία σε ανάπτυξη.
Οι αμυντικές ανάγκες της Ελλάδας, η γεωπολιτική θέση και η ευτυχής συγκυρία της εξωτερικής πολιτικής της χώρας προσφέρουν σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης της Αμυντικής Βιομηχανίας της χώρας. Πολλές, μεγάλες, και από πολλές χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ασίας εταιρείες επιθυμούν να συνεργαστούν με ελληνικές ομολόγους τους στον συγκεκριμένο χώρο, διαβλέποντας την θετική προοπτική. Όσες επαφές έχουν γίνει μέχρι τώρα στην κατεύθυνση αυτή των διεθνών συνεργασιών, είτε κατά μόνας, είτε με ομάδες ελληνικών εταιρειών, είτε με εταιρείες του εξωτερικού, είτε με κυβερνητικούς παράγοντες άλλων χωρών, ενώ επιβεβαιώνουν την τάση αυτή, αναδεικνύουν ταυτόχρονα τις παθογένειες της εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας και καταδεικνύουν την διέξοδο.
Η αναβάθμιση σε μείζονα στόχο της τεχνικής υποστήριξης των υπαρχόντων συστημάτων των Ενόπλων Δυνάμεων ώστε να αυξηθεί η διαθεσιμότητά τους και να δημιουργηθεί η απαιτούμενη βιομηχανική βάση, μαζί με την αδήριτη ανάγκη αναδιάρθρωσης της κρατικής και της ιδιωτικής αμυντικής βιομηχανίας αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους και μονόδρομο για την επιβίωσή και ανάπτυξή της Αμυντικής Βιομηχανίας. Οι συνθήκες για την αναδιάρθρωση με την μορφή εξαγορών ή συγχωνεύσεων (που είναι η συνηθέστερη διεθνής πρακτική) με δεδομένη την υπάρχουσα κουλτούρα και την οικονομική συγκυρία, δεν φαίνεται να είναι οι ενδεδειγμένες για την υλοποίηση του στόχου. Εναλλακτική μορφή αναδιάρθρωσης αποτελεί η ίδρυση φορέων με μετόχους υγιείς εταιρείες, παραγωγικές, κερδοφόρες, και καινοτόμες, οι οποίες δεν θα κουβαλούν αμαρτίες του παρελθόντος και θα είναι διατεθειμένες να λειτουργήσουν σε συνθήκες αγοράς με κανόνες και διαφάνεια. Αρχικό κίνητρο για την ίδρυση τέτοιων φορέων μπορεί να αποτελέσει η αναγκαιότητα υλοποίησης νέων (ή και ολοκλήρωση παλαιών) προγραμμάτων που δεν μπορεί να υλοποιήσει καμία εταιρεία από μόνη της, όχι όμως με τις πρακτικές του παρελθόντος, δηλαδή την «επιλογή» υποκατασκευαστών, αλλά την από κοινού ανάληψη της ευθύνης και ρίσκου υλοποίησης του έργου και φυσικά έντιμης συμμετοχής στην λήψη αποφάσεων και βεβαίως στην διανομή κερδών. Τέτοιες κινήσεις έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας όταν οι εταιρείες-μέτοχοι μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά στην υλοποίηση των έργων αλλά ακόμη και στην περίπτωση ύπαρξης ανταγωνισμού οι διαχειριστές τους διαθέτουν την ευρύτητα νου και αίσθηση της αναγκαιότητας συμβιβασμών προκειμένου οι συνέργειες αυτές να οδηγήσουν στην μεγιστοποίηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας.
Ταυτόχρονα, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι στον τομέα της Αμυντικής Βιομηχανίας της χώρας, κυρίως λόγω μεγέθους, δεν υπάρχει χώρος για πολλούς τέτοιους φορείς. Με τα σημερινά δεδομένα ίσως δύο με διαφορετικό προφίλ να ήταν υπεραρκετοί. Με αυτό ως δεδομένο, οι φορείς αυτοί δεν πρέπει να αποτελούν μια κλειστή ελίτ αλλά να είναι ανοικτοί στην συμμετοχή και νέων, πλέον των ιδρυτικών, εταιρειών που θα πληρούν τα ίδια κριτήρια και θα φέρουν προστιθέμενη αξία στον νέο φορέα. Στην ίδια κατεύθυνση η κυβέρνηση πρέπει και ενεργά να στηρίξει την στρατηγική αυτή, εξασφαλίζοντας τον αναγκαίο ζωτικό χώρο λειτουργίας των φορέων, δηλαδή τα εγχώρια προγράμματα, μέσω της λειτουργίας θεσμών όπως η Εθνική Αμυντική Βιομηχανική Στρατηγική (ΕΑΒΣ) και θεσμικών οργάνων όπως Συμβούλιο Εθνικής Αμυντικής Βιομηχανίας (ΣΑΕΒ).
Αν επανέλθουμε, όμως, στον ορισμό της καινοτομίας λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω και ιδίως στις τρεις αρχικές έννοιες της καινοτομίας, «νέο», «ανασκαφή» και «λατομείο», εύκολα συνάγεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει καινοτομία στην χώρα μας σήμερα. Γιατί δεν υπάρχει το «λατομείο». Οι εκρήξεις που ενίοτε ακούγονται από μεμονωμένα άτομα, εταιρείες ή εκπαιδευτικά ιδρύματα, είναι περισσότερο χειροβομβίδες κρότου-λάμψης παρά «φουρνέλα» που θα μετακινήσουν με μέθοδο και οργάνωση τις χωμάτινες μάζες για να αποκαλυφθεί η νέα φλέβα ορυκτού.
Η κρίση από το 2009 είτε έχει τελειώσει είτε όχι, δεν άλλαξε διόλου τις πατριαρχικές–πελατειακές δομές του νεοελληνικού κράτους. Πολιτικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες της χώρας δεν βρήκαν στην κρίση την ευκαιρία αλλαγών αλλά λειτούργησαν με την λογική του «Μπόρα είναι, θα περάσει…», και τώρα που λένε ότι πέρασε συνεχίζουν σαν να μην μεσολάβησε ποτέ. Ακόμη και το πιο εύστοχο σύνθημα «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» ακούστηκε από τα πιο ακατάλληλα χείλη.
Υπάρχει λύση; Ναι, δεν υπάρχουν προβλήματα χωρίς λύση. Η επιβίωση του κράτους περνά μέσα από την συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας εφαρμογής του αυτονόητου, της αντιμετώπισης των προβλημάτων με βάση τον κοινού νου. Η δυσκολία εντοπίζεται στην κατανόηση του τι είναι αυτονόητο.
Θα πήγαινε κάποιος το αυτοκίνητό του για συντήρηση σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων που θα ήταν πέντε φορές αργότερο, τρείς φορές ακριβότερο και θα του έλεγε «αφήστε το όχημά σας, φυσικά θα κάνουμε την συντήρηση αλλά φέρτε μας την βιβλιογραφία και τα εργαλεία, πληρώστε και την εκπαίδευση του προσωπικού μας», μόνο και μόνο επειδή θα ανήκε στο κράτος; Φαντάζομαι όχι. Γιατί τότε πηγαίνει το πλοίο του, το αεροπλάνο του, το ελικόπτερό του ή το οπλικό του σύστημα; Μήπως δεν το αισθάνεται δικό του;
Στον τομέα τουλάχιστον της Αμυντικής Βιομηχανίας, λόγω της αρρήκτου σχέσεως κρατικών αναγκών και βιομηχανίας, έχουμε τη, δυνατότητα να αναζητήσουμε λύσεις κάνοντας το αυτονόητο: Την δημιουργία «λατομείου».
Το «λατομείο» θα προκύψει από την ολοσχερή αναδιοργάνωση της Αμυντικής Βιομηχανίας κρατικής και ιδιωτικής και όχι από την νεκρανάσταση των αντισταθμιστικών ωφελημάτων ή την δημιουργία νέων νόμων που μερικώς θα καταργήσουν τους παλαιούς. Ιδού η καινοτομία. Φυσικά το έχουν κάνει άλλες χώρες πριν από εμάς. Δεν αλλάζει αυτό την επαναστατικότητα της πράξης αφού θα επιφέρει δομικές αλλαγές.
Την δεκαετία του ’80 έγινε το περίφημο δείπνο του προέδρου των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν σε περίπου 100 εκπροσώπους της Αμυντικής Βιομηχανίας των ΗΠΑ. Η «προτροπή» του ήταν σαφής: Μέσα σε 4 χρόνια θα έχετε μείνει μόνο 4, δεν υπάρχει χώρος για περισσότερους. Όπερ και εγένετο με γνωστά αποτελέσματα. Οι ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη παραγωγός και εξαγωγέας αμυντικού υλικού.
Στην ίδια κατεύθυνση, μέσω άλλου δρόμου, προχώρησε η Φινλανδία. Συγκέντρωσε όλες τις αμυντικές βιομηχανικές μονάδες σε έναν φορέα, την εταιρεία «Patria», την οποία στην συνέχεια ιδιωτικοποίησε. Υπάρχουν, φυσικά, και τα παραδείγματα της Ρωσίας και της Τουρκίας στην ίδια κατεύθυνση αλλά με άλλου είδους διαδικασίες. Στην περίπτωσή μας, το πιο εύκολο εγχείρημα φαντάζει το φινλανδικό. Η δημιουργία, όμως, ενός ακόμη κρατικού οργανισμού από ένα κράτος όπως περιγράφηκε νωρίτερα, δεν φαντάζει ιδιαίτερα ευφυής διαδικασία.
Η πρόταση που αναφέρθηκε ανωτέρω, παρουσιάσθηκε πριν μερικά χρόνια στην κυβέρνηση. Η πλατφόρμα αυτή θα διαχειρίζεται τις ανάγκες της χώρας σε προμήθειες αμυντικών υλικών και υπηρεσιών λειτουργώντας με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Η ιδέα δεν υλοποιήθηκε. Ο λόγος απλός. Ο πατριάρχης, ή «καπετάνιος» κατά τον ίδιο, υπουργός ήθελε επικεφαλής του σχήματος να είναι «δικός του» άνθρωπος, να αποκλεισθούν εταιρείες με αντίπαλα ποδοσφαιρικά αισθήματα και φυσικά να έχει τον απόλυτο έλεγχο. Από την άλλη πλευρά, επιχειρηματίες μεγαλύτερου μεγέθους είδαν μιαν απώλεια της ισχύος τους μέσα από το εγχείρημα και μικρότερες εταιρείες με ισχνό κύκλο εργασιών και μόνη δραστηριότητα στην ιστορία τους την εκτέλεση αντισταθμιστικών ωφελημάτων, είδαν απώλεια του ονείρου τους να γίνουν μεγάλες.
Η έλλειψη κουλτούρας συνεργασιών, συλλογικού οράματος, αντίληψης στοιχειωδών οικονομικών μεγεθών σε συνδυασμό με την ευθυνοφοβία των διοικητών κρατικών εταιρειών και την καθεστηκυία πατριαρχική-πελατειακή αντίληψη των κυβερνώντων ότι ο χώρος είναι «δοβλέτι» που τους ανήκει, ήταν οι βασικές αιτίες αποτυχίας του εγχειρήματος. Αυτή είναι μια επιπλέον απόδειξη ότι δεν υπάρχει το «λατομείο».
Οι προτάσεις εξακολουθούν να υπάρχουν και νέοι συσχετισμοί αναπτύσσονται. Το βέβαιον είναι ότι απαιτείται χρόνος, επιμονή, και υπομονή. Απαιτείται, όμως, και όραμα και ισχυρή θέληση από τις κυβερνήσεις. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
*Το κείμενο αυτό έχει δημοσιευθεί στην έντυπη έκδοση του Foreign Affairs The Hellenic Edition, στο τεύχος 62 (Φεβρουάριος – Μάρτιος 2020).
Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΔΑΦΝΗΣ είναι διευθύνων σύμβουλος της AEROSERVICES S.A.
πηγή

ΔΗΜΟΦΙΛΗ