Ο Άρειος Πάγος προ των ευθυνών του

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

του Διονύση Κ. Καραχάλιου

Με το άρθρο 29 του Ν. 4491/2017 τροποποιήθηκε η παράγραφος 1 του άρθρο 758 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η οποία, πλέον, επιτρέπει, μετά την έκδοση οριστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), με την οποία κρίνεται ότι δικαστική απόφαση (εθνικού δικαστηρίου), που εκδόθηκε κατά παράβαση  διάταξης ουσιαστικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μπορεί να ανακληθεί ή να μεταρρυθμισθεί από το Δικαστήριο που την εξέδωσε, μετά από σχετική αίτηση κάποιου εκ των διαδίκων.

Με βάση αυτή τη νέα ρύθμιση, που εισηγήθηκε ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Κοντονής και ψήφισε η τότε κυβερνητική πλειοψηφία, εκκρεμεί πλέον ενώπιον του Αρείου Πάγου (όπως θύμισε η «Εστία», 07.09.2020) σχετική αίτηση της αυτοαποκαλούμενης «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης», με την οποία ζητείται η ανάκληση της αποφάσεως 4/2005 της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, που είχε επικυρώσει την 31/2002 απόφαση του Εφετείου Θράκης, η οποία είχε διατάξει την διάλυση του ως άνω σωματείου, θεωρώντας την ως «αναγκαίο μέτρο για την διαφύλαξη της κοινωνικής ισορροπίας και της γαλήνης μεταξύ των δύο Ελληνικών Κοινοτήτων Θράκης, Μουσουλμανικής και Χριστιανικής, και κατ’ επέκταση της γαλήνης της χώρας».

Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην οποία στηρίζεται η αίτηση ανάκλησης των Μουσουλμάνων της Ξάνθης που, κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάνης αυτοαποκαλούνται Τούρκοι, περιέχει, μεταξύ άλλων, τις εξής κρίσιμες σκέψεις:

·         Το Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι μόνον ο τίτλος και η χρήση του όρου «τουρκικός» μέσα στο καταστατικό του πρώτου προσφεύγοντος αρκούσαν, στην προκειμένη περίπτωση, για να εξαχθεί το συμπέρασμα της επικινδυνότητας του σωματείου για την δημόσια τάξη. Το Δικαστήριο σημειώνει στο σημείο αυτό ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν έθεσαν την χρήση των όρων αυτών μέσα στο πλαίσιό της, έτσι όπως αυτό προκύπτει από το ίδιο το καταστατικό του σωματείου. Πράγματι, ο σκοπός του επιδίκου σωματείου, όπως αναφέρει το καταστατικό του, συνίστατο στην προώθηση και την ανάπτυξη της κουλτούρας των «Τούρκων της Δυτικής Θράκης» και στην δημιουργία δεσμών φιλίας και αλληλεγγύης μεταξύ τους. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, το σωματείο είχε επίσης θεσπίσει πολιτιστικές και αθλητικές δραστηριότητες. Κατά συνέπεια, από το καταστατικό του σωματείου προκύπτει ότι αυτό επεδίωκε ειρηνικούς σκοπούς που στόχευαν στην ενίσχυση των πολιτιστικών δεσμών μεταξύ των μελών μιας μειονότητας. Στο σημείο αυτό, το Δικαστήριο σημειώνει ότι έχει ήδη δεχθεί ότι η εδαφική ακεραιότητα, η εθνική ασφάλεια και η δημόσια τάξη δεν θα μπορούσαν να απειληθούν από την λειτουργία ενός σωματείου, ο σκοπός του οποίου είναι να ευνοήσει τον πολιτισμό μιας περιοχής, ακόμη και αν στοχεύει επίσης εν μέρει την προώθηση της κουλτούρας μιας μειονότητας. Η ύπαρξη μειονοτήτων και διαφορετικών πολιτισμών μέσα σε μία χώρα συνιστά ιστορικό γεγονός που μία δημοκρατική κοινωνία θα πρέπει να ανέχεται, και ακόμη και να προστατεύει και να υποστηρίζει σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου (σκέψη 51).

·         Ακόμη και αν ο πραγματικός και μοναδικός σκοπός του σωματείου ήταν να προωθήσει την ιδέα ότι στην Ελλάδα υπάρχει μία εθνική μειονότητα, τούτο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αφ’ εαυτού ως απειλή για μία δημοκρατική κοινωνία, ακόμη περισσότερο αφού τίποτα μέσα στο καταστατικό του σωματείου δεν υποδήλωνε ότι τα μέλη του εκθείαζαν την προσφυγή στην βία ή σε αντιδημοκρατικά ή αντισυνταγματικά μέσα (σκέψη 53).

·         Όσο εξοργιστικές και απαράδεκτες και να μπορούν να φανούν στα μάτια των αρχών ορισμένες απόψεις ή όροι που χρησιμοποιούνται, η διάδοσή τους δεν θα μπορούσε αυτομάτως να θεωρηθεί μία απειλή για την δημόσια τάξη και την εδαφική ακεραιότητα μιας χώρας. Πράγματι, η ουσία της δημοκρατίας υπάρχει στην ικανότητά της να επιλύει τα προβλήματα με ανοιχτό διάλογο. Μέσα σε μία δημοκρατική κοινωνία βασισμένη πάνω στην υπεροχή του δικαίου, οι πολιτικές ιδέες που αμφισβητούν την καθεστηκυία τάξη και των οποίων η υλοποίηση απαγορεύεται με ειρηνικά μέσα πρέπει να έχουν μία επαρκή δυνατότητα να εκφράζονται μέσω της άσκησης της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι Αυτό απαιτούν οι αξίες που εμπεριέχονται σε ένα δημοκρατικό σύστημα, όπως ο πλουραλισμός, η ανοχή και η κοινωνική συνοχή (σκέψη 56).

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι, το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την παραβίαση του οποίου εγκαλεί την Ελλάδα το ΕΔΔΑ, ορίζει ότι η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι  υπόκειται «σε περιορισμούς, αναγκαίους και υπό του νόμου προβλεπόμενους, σε μια δημοκρατική κοινωνία, για την εθνική ασφάλεια, την δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξεως…. (και) την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων». Σημειωτέον δε ότι οι ίδιοι περιορισμοί προβλέπονται από την ως άνω Ευρωπαϊκή Σύμβαση και για το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 8), για την ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων (άρθρο 9 παρ. 2) και για την ελευθερία της έκφρασης (άρθρο 10). Τούτο ουδέν άλλο μπορεί να σημαίνει παρά την πρωταρχική και θεμελιώδη σημασία που η ως άνω Σύμβαση αποδίδει στην ανάγκη προστασίας μιας δημοκρατικής κοινωνίας, από τους κινδύνους που εκπηδούν από την καταχρηστική ή ασύδοτη άσκηση των προστατευομένων δικαιωμάτων. Όμως, παρά την ως άνω πλήρη θεωρητική κάλυψη (και εδώ η σχετική διαπίστωση έχει καίρια σημασία), στην πράξη, δηλαδή με τις αποφάσεις του, το ΕΔΔΔ μοιάζει να αδιαφορεί πλήρως για τα «πραγματικά δεδομένα», που, έστω και εμμέσως αναγνωρίζει και, τελικά, να αποδίδει απείρως μεγαλύτερη βαρύτητα στα ατομικά δικαιώματα, σε σύγκριση με το δικαίωμα των ευρωπαϊκών κοινωνιών να διασφαλίσουν την (κάθε άλλο παρά αμελητέα) συλλογική προστασία των μελών τους –πολιτών των ευρωπαϊκών κρατών, έναντι ατομικών ή μειονοτικών δράσεων, που, στην πραγματικότητα, δρουν εναντίον τους και σε βάρος τους.

Για να καταδειχθεί η υπέρμετρη και εκτός του γράμματος και κυρίως του πνεύματος των ως άνω διατάξεων, «ευαισθησία» του ΕΔΔΔ, που στην συγκεκριμένη περίπτωση λειτουργεί «απελευθερωτικά» για μια σειρά παρανόμων δραστηριοτήτων ακραίων μουσουλμάνων της Θράκης, οι οποίοι ασύστολα δρουν και εργάζονται, κατευθυνόμενοι από το Τουρκικό Προξενείο της Κομοτηνής, για την εξυπηρέτηση τουρκικών και όχι μειονοτικών συμφερόντων, υπενθυμίζουμε τις καίριες επισημάνσεις της υπ’ αριθμό 4/2005 απόφασης της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, την ανάκληση της οποίας ζητούν οι κατευθυνόμενοι από την Τουρκία μουσουλμάνοι της Ξάνθης:

·         Η δημόσια τάξη, είναι θεμιτός περιορισμός των δικαιωμάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές. Ας σημειωθεί ότι, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενόψει της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ, με την απόφασή του της 17-2-2004 που εκδόθηκε στην υπόθεση Gorzelik και λοιπών κατά της Πολωνίας, μετά από ατομική προσφυγή κατά του Πολωνικού Κράτους, για άρνηση των αρχών αυτού να προβούν στην επίσημη καταχώρηση του σωματείου των προσφυγόντων υπό την επωνυμία « Ένωση των προσώπων σιλεσιανής ιθαγένειας», έκρινε ότι: Η ελευθερία συνεταιρισμού δεν είναι απόλυτη και πρέπει να γίνει δεκτό ότι όταν ένα σωματείο, δια των δραστηριοτήτων του ή των προθέσεων τις οποίες δηλώνει ρητώς ή σιωπηρώς στο πρόγραμμά του, θέτει σε κίνδυνο τους θεσμούς του Κράτους ή τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων, το άρθρο 11 (της ΕΣΔΑ) δεν αποστερεί από τις αρχές ενός Κράτους την εξουσία προστασίας των εν λόγω θεσμών και προσώπων και ότι τούτο απορρέει και από την παρ. 2 του άρθρου 11 και από τις θετικής υποχρεώσεις του Κράτους δυνάμει του άρθρου 1 της Συμβάσεως να αναγνωρίζει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων τα οποία εξαρτώνται από τη δικαιοδοσία του (σκέψη 94 της απόφασης αυτής). Ακόμη, το Ε.Δ.Δ.Α. με την απόφασή του της 10-7-1998, που εκδόθηκε στην υπόθεση Σιδηρόπουλος κατά Ελλάδος, έκρινε ότι αν ένα σωματείο, μετά την αναγνώρισή του, εμπλακεί σε δραστηριότητες ασυμβίβαστες προς τη δημόσια τάξη ή προς τους κατ’ αρχήν νόμιμους σκοπούς που φαίνεται ότι επιδιώκει σύμφωνα με το καταστατικό του, οι αρμόδιες αρχές δεν θα ήταν δυνατόν να παραμείνουν αδύναμες να αντιδράσουν και ότι σύμφωνα με το άρθρο 105 του Ελληνικού Α.Κ., το πρωτοδικείο θα μπορούσε να διατάξει τη διάλυση του σωματείου αν αυτό, μετά την αναγνώρισή του, επιδίωκε σκοπό διαφορετικό από τον προβλεπόμενο από το καταστατικό του ή αν η δραστηριότητά του αποδεικνυόταν ότι είναι παράνομη, αντίθετη στα χρηστά ήθη ή στη δημόσια τάξη.

·         Στο άρθρο 8 του καταστατικού του εν λόγω σωματείου, υπό τον τίτλο «ΣΚΟΠΟΣ» αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «…σκοπός της ιδρύσεως της Τουρκικής Ενώσεως είναι όπως εργασθεί υπέρ της πνευματικής, σωματικής και ψυχικής διαπαιδαγωγήσεως των Τούρκων της Δυτικής Θράκης, να δημιουργήσει μεταξύ αυτών ειλικρινείς δεσμούς φιλίας και αλληλεγγύης και να συμβάλει εις την μεταξύ των Τούρκων της Δυτικής Θράκης διάδοση των πνευματικών, κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων των προελθουσών εκ της Τουρκικής μεταπολιτεύσεως…» ( Σημ. Σ.: Δηλαδή, οι επιταγές και το παράδειγμα του Κεμάλ, να εφαρμόζονται από τους Έλληνες Μουσουλμάνους!…). Ότι ο ανωτέρω σκοπός προσκρούει στις προαναφερόμενες συμβάσεις που υπογράφηκαν στη Λωζάνη και έχουν κυρωθεί με νόμο, αφού επιχειρείται απροκάλυπτα να εμφανισθεί η ύπαρξη στην Ελλάδα, (περιοχή Δυτικής Θράκης), εθνικής τουρκικής μειονότητας, ενώ με τις συμβάσεις αυτές, μόνο η ύπαρξη θρησκευτικής μουσουλμανικής μειονότητας αναγνωρίζεται στην εν λόγω περιοχή. Ότι την προώθηση αυτού του στόχου, την εμφάνιση δηλαδή ως υπαρκτής και μάλιστα «δεινώς καταπιεζόμενης» εθνικής Τουρκικής μειονότητας στην Ελλάδα, μαρτυρεί σειρά από συγκεκριμένες ενέργειες και δραστηριότητες στελεχών του υπόψη σωματείου με την επωνυμία «Τουρκική Ένωσις Ξάνθης» …. Ότι η αναφορά στην τουρκική ταυτότητα δεν έχει την έννοια της απώτερης τουρκικής καταγωγής αλλά της, κατά τις επιδιώξεις τους, ενεστώσας ιδιότητάς τους ως μελών υφιστάμενης στην Ελλάδα τουρκικής μειονότητας, η οποία επιδιώκει την προώθηση εντός των ορίων της Ελληνικής Επικράτειας πολιτειακών σκοπών ξένου κράτους και συγκεκριμένα της Τουρκίας. Ότι το αναιρεσείον, με την εμμονή του να έχει το επίθετο «Τουρκική» στην επωνυμία της Ένωσης, σε αντίθεση προς τις προαναφερόμενες συνθήκες, όχι μόνο δεν συμβάλλει στην ειρηνική συμβίωση των πολιτών της περιοχής, που είναι αναγκαία για το γενικό καλό και των δύο ελληνικών κοινοτήτων, μουσουλμανικής και χριστιανικής, αλλά εγείρει ανύπαρκτο μειονοτικό πρόβλημα «Τούρκων». Ότι αν ήθελε να υποδηλώσει μόνο την καταγωγή των μελών του με την χρήση του όρου «Τουρκική Ένωση» θα μπορούσε να το πράξει καθιστώντας σαφέστερη προς αυτήν την κατεύθυνση την επωνυμία της Ένωσης, ώστε να μη δημιουργείται καμία παραπλάνηση.

Εν όψει των ανωτέρω και λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι η απόφαση του ΕΔΔΔ δεν είναι δεσμευτική για την Ελληνική Δικαιοσύνη, αναμένουμε, από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, να προσδώσει στις προαναφερόμενες διατάξεις της ΕΣΔΑ και κυρίως στο εδώ επικαλούμενο άρθρο 11 αυτής, το αληθές και ουσιαστικό περιεχόμενό της και να αποτρέψει μια ακόμη έκνομη και ευθέως κατευθυνόμενη από την Άγκυρα τουρκική δράση, να υποσκάψει την εθνική και δημόσια ασφάλεια και την γαλήνη του Ελληνικού λαού, που, άλλωστε, απειλούνται ευθέως από τους υποκινητές και προστάτες των αυτοαποκαλούμενων «Τούρκων» της Θράκης.-

*Δικηγόρος

ΔΗΜΟΦΙΛΗ