Το ανισομερές της ελληνοϊταλικής συμφωνίας

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Εν έτει 1995, εγκαίρως δηλαδή, είχα σαφώς προειδοποιήσει για το ανισομερές της ελληνοϊταλικής συμφωνίας οριοθετήσεως υφαλοκρηπίδος του 1978, μιάς εσφαλμένης λογικής η οποία επιβάρυνε ομοίως και την αντίστοιχον συμφωνίαν οριοθετήσεως Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης του 2020. Η δημοσίευσίς μου αυτή εγένετο εις την καλήν εφημερίδα «Ενημέρωση» των Επτανήσων, την 1η Νοεμβρίου 1995.

Του Ιωάννη Θ. Μάζη*

«ΕΣΤΙΑ»

Η τότε αντιπολίτευσις του επελαύνοντος προς την εξουσία ΠΑ.ΣΟ.Κ., όπως προκύπτει από τα Πρακτικά της Βουλής, κατήγγειλε το Υπουργείο Εξωτερικών για:

«α) Παλινωδίες και αντιφάσεις που σκοπόν είχαν την απόκρυψη των εγγράφων και των μνημονίων των σχετικών με την συμφωνίαν διευθετήσεως της ελληνοϊταλικής υφαλοκρηπίδος, β) επιμελή αποφυγήν, από ελληνικής πλευράς, της μνημονεύσεως της Συνθήκης της Γενεύης του 1958 για το Δίκαιον της Θαλάσσης, γ) αποφυγήν, από ελληνικής πλευράς, ρητής παραδοχής υπάρξεως νησιωτικής υφαλοκρηπίδος, δ) διακύβευση πολλών και σημαντικών εθνικών πετρελαϊκών συμφερόντων και εκχώρισιν εθνικού υποθαλασσίου πλούτου εις την Ιταλίαν και ε) αποκλίσεις από την χάραξιν του θαλασσίου συνόρου βάσει της μεθόδου της «μέσης γραμμής» εις βάρος των εθνικών συμφερόντων, λόγω προχειρότητος και τρομεράς ελλείψεως προσοχής, από πλευράς της κυβερνήσεως».

Κατανοώντας την ως άνω κριτική,  εξηγούσα εναντιούμενος εις το γενικότερο κλίμα «ευφορίας» της εποχής ότι:

«Εις την συμφωνίαν αυτήν βλέπομε πως η Ιταλία έχει παραχωρήσει εις την ελληνικήν πλευράν περί τα 120 τ.χλμ. με βάθη 4.000 μ. (δηλαδή δυσκόλου έως αδυνάτου εκμεταλλεύσεως των υποθαλασσίων πετραλαϊκών κοιτασμάτων) και έλαβε ως αντάλλαγμα 197 τ.χλμ. με βάθη 400 μ., που η εξερεύνησις και η εξόρυξις πετρελαίου είναι πολύ ευχερεστέρα και φυσικά απείρως μικρότερου κόστους εξορύξεως».

Εν έτει 1995 είχα υπογραμμίσει ότι η αρχή της συνεκμεταλλεύσεως, αναφερομένη εις την εν λόγω Συμφωνία, δημιουργούσε «ευθέως νομικό προηγούμενο» σε ό,τι αφορά ανάλογες ελληνοτουρκικές συζητήσεις οριοθετήσεως στο Αιγαίο, παραθέτοντας τον εναργώς περιγραφόμενο σχετικό προβληματισμό του αειμνήστου Ιωάννου Αλευρά, από τα Πρακτικά της Βουλής:

«Κοιτάξτε την Κέρκυρα και την Κεφαλλονιά. Εκεί τα «σημεία» [σ.σ. εννοεί τα σημεία καθορισμού της «μέσης γραμμής»] δεν υπάρχουν. Και ύστερα από αυτήν την επιβεβαίωση, δεν πρέπει να έχει κανείς ένα κολοσσιαίο ερωτηματικό; Δεν πρέπει αυτό το ερωτηματικό να συνδέεται με την εθνική μας αγωνία; Γιατί, όπως γνωρίζετε, το μέγα πρόβλημα, το βασικό που έχει δημιουργηθεί στο Αιγαίο, έχει αρχίσει από το αν έχουν τα νησιά του Αιγαίου νησιωτική υφαλοκρηπίδα».

Προσέθεσα εις τα ανωτέρω ότι «είναι ξεκάθαρον τι εφοβείτο ο μακαρίτης Ιωάννης Αλευράς». Ως καθίσταται αντιληπτό, η αυτή ανησυχία περί νομικού προηγουμένου για συμφωνίες εις τα ανατολικά της χώρας διακατέχει έως και σήμερα τον ελληνικό δημόσιο διάλογο, αλλά είχε επισημανθεί πριν οι ρυθμοί της μετέπειτα κατευναστικής λογικής έναντι της Τουρκίας, αυξηθούν εκθετικώς. Εις το αυτόν κείμενον του 1995 υπενθυμίζεται ότι:

«Τον Ιούνιον του 1993, i) η εφημερίς Republika δημοσιεύει έκθεσιν της ιταλικής εταιρείας πετρελαιοειδών Agip Gas, η οποία αναφέρει ότι εις το επίμαχον υποθαλάσσιον χώρον μεταξύ Κερκύρας και Οτράντο υπάρχουν κοιτάσματα πετρελαίου και μάλιστα ισοδύναμα με αυτά της Βορείου Θαλάσσης! ii) Το 1995, εκχωρούνται από την αλβανικήν κυβέρνησιν τα υποθαλάσσια κοιτάσματα της αλβανικής υφαλοκρηπίδος στις εταιρείες Hamilton, Oxydental, BP και Agip Gas (σύμπτωσις θα ήτο…). iii) Το έγκριτον «Κερκυραϊκόν Βήμα» (12 Οκτωβρίου ’95) μας πληροφορεί ότι η ΔΕΠ [σ.σ. Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου] αρχίζει δραστηριότητες από την Ρώμην (πάλιν σύμπτωσις θα είναι) διά την εκχώρησιν πετρελαϊκών κοιτασμάτων στην λεκάνην του Ιονίου και συγκεκριμένως απέναντι από την Κέρκυρα, την Κεφαλλονιά και την Ζάκυνθο! Καϋμένε μπάρμπα Γιάννη Αλευρά!»

Σήμερα, 25 έτη μετά, ευρισκόμεθα ενώπιον των ιδίων διακυβευμάτων και προκλήσεων με μόνη διαφορά ότι ο παρατεταμένος επί δεκαετίες στρουθοκαμηλισμός των Αθηνών, καθιστά ολοένα και δυσχερέστερον τον απεγκλωβισμόν μας από τη στρατηγική του κατευνασμού και τα επίχειρά της. Η «ανάγκη εντάξεώς μας εις τις ευρωπαϊκές κοινότητες» έχει πλέον γίνει «ανάγκη ευρέσεως συμμάχων διά την εξισορρόπησιν του τουρκικού αναθεωρητισμού» και τοιουτοτρόπως εξακολουθούμε να καταδικαζόμεθα εις υποχωρήσεις, εκχωρήσεις και παραχωρήσεις… Ελπίς μου είναι να μην αναγκαστώ να υπομνήσω το παρόν εις ακόμη 25 έτη από σήμερον.

*Καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής Θεωρίας ΕΚΠΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ