Η ΕΕ χρήζει εντατικής θεραπείας- Ως πολιτικό εγχείρημα η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται και πάλι σε κρίση

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η διάλυση της ΕΕ, που αποτελεί ένα υπαρκτό ενδεχόμενο, θα οδηγήσει σε περαιτέρω ενίσχυση του εθνικισμού και θα αποτελέσει μια μεγάλη ήττα της δημοκρατίας στην Γηραιά Ήπειρο, με σοβαρές δυσάρεστες συνέπειες ακόμη και στην ειρήνη.

Η Ευρώπη βρίσκεται και πάλι σε φουρτουνιασμένη θάλασσα, αυτή την φορά εξαιτίας της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού. Οι αντιπαραθέσεις και ο διχασμός μεταξύ των κρατών-μελών και κυρίως μεταξύ βορρά και νότου κάθε φορά που η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα κρίση τείνουν να λάβουν τον χαρακτήρα φυσικού φαινομένου. Αυτό οφείλεται στην κακή αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης, στην διαφορά αντίληψης μεταξύ των εταίρων για την Ένωση ως πολιτικό εγχείρημα, καθόσον φαίνεται πως η πολιτική της ολοκλήρωσης δεν ταυτίζεται για όλους με την πολιτική ολοκλήρωση της Ένωσης, και, τελικά, στην διαφορά κουλτούρας.
Αυτή την φορά, στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης είναι το Ευρωομόλογο. Η νομισματική πολιτική της μείωσης των επιτοκίων και της γενναίας ποσοτικής χαλάρωσης των 750 δισ. ευρώ από την ΕΚΤ για την εξασφάλιση της απαιτούμενης ρευστότητας στην αγορά δεν ήταν αρκετή και γρήγορα επιστρατεύθηκε το κεϋνσιανό μοντέλο της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Στην κατεύθυνση αυτή μπήκε αναγκαστικά στον πάγο το Σύμφωνο Σταθερότητας. Οι χώρες, όμως, του νότου, σε αντίθεση με εκείνες του βορρά, δεν διαθέτουν τον απαιτούμενο δημοσιονομικό χώρο για την κάλυψη των δαπανών ενίσχυσης του υγειονομικού συστήματος και επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής για να τιθασεύσουν την επερχόμενη ύφεση και, βέβαια, να στηρίξουν τις αδύναμες κοινωνικές ομάδες που επλήγησαν από την πανδημία. Στο πλαίσιο αυτό και στην προσπάθεια εξασφάλισης φθηνού χρήματος ζήτησαν την έκδοση ευρωομολόγου πίσω από το οποίο, για να είμαστε ειλικρινείς, κρύβεται για πολλούς το γνωστό «δανεικά κι αγύριστα», τα οποία προφανώς απαιτούν να πληρωθούν από τον πλούσιο βορρά ως αλληλεγγύη προς τον φτωχό νότο.
Κι έτσι οδηγηθήκαμε σε μια νέα αντιπαράθεση που μπορεί για τους ειδικούς να ήταν αναμενόμενη και δικαιολογημένη, όμως το γεγονός πως αφορά μια επιδημία που βρίσκεται σε εξέλιξη με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς στην Ευρώπη προκαλεί στον μέσο Ευρωπαίο μια δικαιολογημένη αποστροφή και ενισχύει τον ευρωσκεπτικισμό με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον του εγχειρήματος της Ένωσης.
Τα προβλήματα ξεκινούν από την κακή αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης. Κάθε νόμισμα χρειάζεται μια Κεντρική Τράπεζα για να ασκεί την απαιτούμενη νομισματική πολιτική και ένα Υπουργείο Οικονομικών για την αντίστοιχη δημοσιονομική. Η πρώτη καλύφθηκε άψογα από την ΕΚΤ, όμως το Σύμφωνο Σταθερότητας που επελέγη ως υποκατάστατο δεν μπόρεσε να καλύψει αποτελεσματικά το κενό της κοινής δημοσιονομικής πολιτικής. Αν σε αυτό προσθέσουμε και την απουσία ενός αποτελεσματικού μηχανισμού ανακύκλωσης των πλεονασμάτων υπέρ των ελλειμματικών χωρών, που νομοτελειακά δημιουργούνται σε κάθε σύστημα σταθερών νομισματικών ισοτιμιών λόγω αδυναμίας ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής, έχουμε την εξήγηση των προβλημάτων που κάνουν την εμφάνισή τους σε κάθε κρίση και προκαλούν τριγμούς στα θεμέλια του οικοδομήματος της Ένωσης.
Κατά συνέπεια το ζήτημα για την Ευρωζώνη δεν είναι το Ευρωομόλογο αλλά η υιοθέτηση κοινής δημοσιονομικής πολιτικής που θα αντιμετωπίσει τα προβλήματα του κοινού νομίσματος με τα οποία βρισκόμαστε αντιμέτωποι σε κάθε κρίση, και η οποία αποτελεί το μεγάλο βήμα για μια πραγματικά ενωμένη Ευρώπη. Είναι στρεβλή η μέθοδος της de facto δημοσιονομικής ένωσης, βεβιασμένα σήμερα, μέσω της επιλογής του Eυρωομολόγου αντί της καλά σχεδιασμένης μέσα από σχετικές διαβουλεύσεις-ζυμώσεις κοινής δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία, θα πρέπει να επισημανθεί, πως περνά υποχρεωτικά από τα εθνικά κοινοβούλια. Κατά συνέπεια, η συζήτηση για το Ευρωομόλογο αυτή την στιγμή είναι άστοχη και επικίνδυνη γιατί, όπως ήδη αναφέρθηκε, οδηγεί σε μια αχρείαστη αντιπαράθεση και διχασμό που ενισχύει τον ευρωσκεπτικισμό.
Κατηγορήθηκε επίσης η Ευρώπη πως διέθεσε μόνο 500 δισ. ευρώ στην κρίση της πανδημίας την στιγμή που οι ΗΠΑ διέθεσαν 2 τρισ. δολάρια για επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Η Ευρώπη δεν έχει κοινή δημοσιονομική πολιτική αλλά το κάθε κράτος χωριστά ασκεί την δική του, και τα χρήματα που τα κράτη-μέλη αποδέσμευσαν στην αντιμετώπιση της κρίσης αυτής δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα. Περίπου 500 δισ. αποδέσμευσε η Γερμανία, 350 δισ. η Γαλλία, 200 δισ. η Ισπανία, 25 δισ. η Ιταλία και βέβαια μικρότερα ποσά οι άλλες χώρες. Κι αυτά ως αρχή. Υπό την έννοια αυτή η σύγκριση των 500 δισ. του Eurogroup που έχουν επικουρικό χαρακτήρα στις επιμέρους δημοσιονομικές πολιτικές των χωρών-μελών με τα 2 τρισ. των ΗΠΑ είναι άστοχη, παραπλανητική αλλά και επικίνδυνη διότι τροφοδοτεί αδικαιολόγητα τον ευρωσκεπτικισμό.
Αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό μέσα (και) από αυτήν την κρίση είναι πως το εγχείρημα της Ευρωζώνης είναι εξαιρετικά δύσκολο να μακροημερεύσει χωρίς κοινή δημοσιονομική πολιτική. Η λύση του EMS για την χρηματοδότηση των ελλειμματικών χωρών με αδυναμία πρόσβασης στις αγορές δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, όπως δεν μπόρεσε το ΔΝΤ να σώσει την Συμφωνία Bretton Woods που κατέρρευσε κάποια στιγμή το 1971. Και θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας στις όποιες επιλογές μας πως η ενδεχόμενη διάλυση της Ευρωζώνης είναι εξαιρετικά πιθανό να συμπαρασύρει όλο το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Βέβαια, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν μπορούμε να μιλάμε για περισσότερη Ευρώπη, στην οποία οδηγεί η δημοσιονομική ένωση, σήμερα που στην ΕΕ υπάρχουν φαινόμενα εγωιστικών εθνικών πολιτικών και εθνικισμού, και που οι Ευρωπαίοι πολίτες χρεώνουν στην Ένωση τα χαμηλότερα επίπεδα ευημερίας τους σε σχέση με το παρελθόν. Η ανατροπή αυτού του αρνητικού κλίματος απαιτεί επίδειξη αλληλεγγύης με μια γενναία ανακύκλωση των πλεονασμάτων του βορρά υπέρ των ελλειμματικών χωρών του νότου – «ευρωπαϊκό σχέδιο Μάρσαλ» το ονόμασε η Πρόεδρος της Κομισιόν- μέσω του 7ετούς προϋπολογισμού της ΕΕ. Στην ίδια κατεύθυνση, το βλέμμα μας είναι στραμμένο στο «Ταμείο Ανάκαμψης», για το οποίο μάς προετοίμασε το Eurogroup, το οποίο θα μπορούσε στην κρίση αυτή να γεφυρώσει τις διαφορές μεταξύ βορρά και νότου. Δυστυχώς, ο λευκός καπνός που όλοι περιμέναμε από το Συμβούλιο Κορυφής της 23ης Απριλίου στο οποίο ήταν στραμμένη η προσοχή όλων των Ευρωπαίων δεν βγήκε ποτέ. Φαίνεται πως το ζήτημα του «ταμείου ανάπτυξης» θα έχει πολλά επεισόδια.
Πέραν, όμως, των παραπάνω, η Ένωση για άλλη μια φορά έδειξε αργά αντανακλαστικά στην συλλογική δράση αντιμετώπισης μιας κρίσης, όπως ακριβώς έγινε στην αντίστοιχη του 2008, αλλά και στην αντιμετώπιση του μεταναστευτικού που είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση εγωιστικών εθνικών πολιτικών και εθνικισμού για την εξάλειψη των οποίων θεμελιώθηκε το οικοδόμημα αυτό. Παρακολουθούμε σε κάθε κρίση ως πρώτη αντίδραση το κάθε κράτος-μέλος να τρέχει να σώσει τον εαυτό του και στην συνέχεια, καθυστερημένα, να ακολουθεί μια συλλογική δράση, κι αυτήν όχι αποτελεσματική στο βαθμό που θα έπρεπε. Αυτό αναδεικνύει για πολλοστή φορά την ανάγκη δομικών μεταρρυθμίσεων για να αντιμετωπιστεί η γραφειοκρατία των Βρυξελλών και να γίνουν πιο αποτελεσματικοί οι θεσμοί. Πριν προχωρήσουμε σε περισσότερη Ευρώπη είναι απαραίτητο να αποκαταστήσουμε το τρωθέν γόητρό της και να περιορίσουμε τον ευρωσκεπτικισμό σε κάθε γωνιά της. Ευρώπη δεν είναι η ελίτ των Βρυξελλών αλλά κάθε πολίτης σε κάθε πόλη και χωριό της γηραιάς Ηπείρου.
Αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία, όμως, είναι να αντιληφθούμε, να πειστούμε και να συμφωνήσουμε όλοι πως η ΕΕ αποτελεί ό,τι καλύτερο υπήρξε ποτέ στην παγκόσμια ιστορία ως τέτοιο εγχείρημα, και είναι λάθος εξαιτίας της όποιας απογοήτευσής μας να υποστέλλουμε την σημαία της και να ζητάμε την διάλυσή της. Τα προβλήματα, τα λάθη και οι παθογένειες πρέπει να εντοπίζονται, να καταγράφονται, να αναδεικνύονται και να επιμένουμε στην θεραπεία τους στο πλαίσιο δημιουργίας μιας Ευρώπης όπως την οραματίστηκαν οι ιδρυτές πατέρες της και την οραματίζονται σήμερα οι Ευρωπαϊστές, κι όχι να χρησιμοποιούνται ως επιχειρήματα εναντίον της ενισχύοντας τον ευρωσκεπτικισμό και τις εγωιστικές εθνικές πολιτικές.
Η διάλυση της ΕΕ, που αποτελεί ένα υπαρκτό ενδεχόμενο, θα οδηγήσει σε περαιτέρω ενίσχυση του εθνικισμού και θα αποτελέσει μια μεγάλη ήττα της δημοκρατίας στην Γηραιά Ήπειρο, με σοβαρές δυσάρεστες συνέπειες ακόμη και στην ειρήνη. Σε έναν κόσμο που αλλάζει με ρυθμούς που προκαλούν ζάλη, η Ευρώπη πρέπει να είναι το απάνεμο λιμάνι μας. Αυτό απαιτεί από τους επικεφαλής των κρατών-μελών να σηκώσουν επιτέλους τα κεφάλια τους από τα δημόσια λογιστικά βιβλία τους και να διαμορφώσουν, ως ηγέτες κι όχι ως λογιστές, ένα κοινό όραμα που θα εμπνεύσει και πάλι τους λαούς της Ευρώπης.
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΘΕΟΦΑΝΟΥΣ είναι υποστράτηγος ε.α., οικονομολόγος και συγγραφέας του βιβλίου «Εθνική Στρατηγική-Πρόταση για ένα νέο θεσμικό πλαίσιο», η Β’ έκδοση του οποίου έχει ήδη κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης.
foreignaffairs.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ