Η ΚΡΑΥΓΗ – Ναρκωτικά: Αρρώστια ή Επιλογή;

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Γράφει Η Μαρία Σεφέρου

HCE9ACEA1CE91CEA5CE93CE97 Το ερώτημα, βέβαια, είναι ρητορικό διότι η απάντηση είναι προφανής: Ο τοξικομανής επιλέγει τη φυγή στα ναρκωτικά επειδή ήταν εξ αρχής συναισθηματικά “άρρωστος”. Στη συνέχεια, με τη χρήση των “σκληρών” ναρκωτικών, στα οποία πέρασε αφού είχε εθιστεί πρώτα στα “μαλακά” – εκείνα που θέλει να νομιμοποιήσει ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ – αρρωσταίνει ψυχικά και σωματικά, και συχνά καταλήγει στο θάνατο. Κατά την ταπεινή μου άποψη δεν υπάρχουν “μαλακά” και “σκληρά” ναρκωτικά. Υπάρχουν ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ, κι αυτά σκοτώνουν. Η μόνη διαφορά είναι στην ταχύτητα που σκοτώνουν. Άλλα σκοτώνουν πιο αργά και άλλα πιο γρήγορα. Πάντως ΟΛΑ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ!
Μου προκάλεσε οργή και θλίψη το πρόσφατο δημοσίευμα της εφημερίδας “TO BHMA”, και ιδιαίτερα η δήλωση του Πρύτανη του Α.Π.Θ. Η “επιλογή” της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου για τον τόσο τραγικό θάνατο μιας νεαρής γυναίκας έχει και αλληγορική σημασία. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στο Σύμπαν. Και η “σύμπτωση” αυτή είναι, κατά την ταπεινή μου άποψη, ένα φτύσιμο στα μούτρα τόσο της ψευτο-Θεολογίας όσο και της ανεκπαίδευτης “Ανώτατης Εκπαίδευσης”… Ιδού το δημοσίευμα:
«Βρέθηκε νεκρή από ναρκωτικά στο ΑΠΘ
Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2009
Την τελευταία της πνοή από χρήση ναρκωτικών μέσα στο προαύλιο της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης άφησε προχθές μια 26χρονη. Στις 5 το απόγευμα της Τρίτης μπήκε στον χώρο του Πανεπιστημίου η άτυχη κοπέλα μαζί με έναν νεαρό. Στη συνέχεια οι δύο νέοι έκαναν χρήση «κοκτέιλ ναρκωτικών» με αποτέλεσμα λίγο αργότερα να πέσουν σε κώμα. Ύστερα από περίπου τέσσερις ώρες φύλακες του Πανεπιστημίου κατά τη διάρκεια περιπολίας τους εντόπισαν και λίγο αργότερα μεταφέρθηκαν σε νοσοκομείο όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος της 26χρονης. Στο θέμα αναφέρθηκε ο πρύτανης του ΑΠΘ κ. Αναστάσιος Μάνθος, ο οποίος αναγνώρισε ότι το πρόβλημα χρήσης ναρκωτικών στους χώρους του Πανεπιστημίου αποτελεί γεγονός ωστόσο, όπως διευκρίνισε, είναι σπάνιο το φαινόμενο απώλειας ζωής.»

Αυτό ήταν! Η καλή εφημερίδα μας πληροφόρησε για το τραγικό γεγονός χωρίς σχόλια, αφού το φαινόμενο είναι τόσο συνηθισμένο που δεν ξαφνιάζει πια, και ο αξιότιμος κύριος πρύτανης απαθέστατα μας καθησύχασε ότι το φαινόμενο απώλειας ζωής είναι σπάνιο, λες κι εμείς ζούμε σε άλλο πλανήτη, λες και δεν ακούμε, δε βλέπουμε, δεν καταλαβαίνουμε πού έχει σπρώξει τους νέους η σύγχρονη κουλτούρα του ΤΙΠΟΤΑ.
Άτυχα παιδιά μιας χαμένης Ιθάκης, βλαστάρια ενός άρρωστου κοινωνικού δέντρου, σε τι χαλεπούς καιρούς σας έλαχε να γεννηθείτε!
Σαν ένα μικρό μνημόσυνο στην άτυχη νέα, θα παραθέσω στη συνέχεια όχι δικά μου σχόλια – διότι τα πολλά λόγια από κείνους που είναι έξω από το χορό είναι φτώχεια – αλλά λόγια παιδιών που είχαν πέσει στο λούκι των ναρκωτικών, με την ελπίδα ότι θα προβληματιστούν κάποιοι ανευθυνοϋπεύθυνοι σε θέσεις εξουσίας που ενδεχομένως θα τα διαβάσουν. Οι ομολογίες αυτές, και πολύ περισσότερες από τα δείγματα που θα παραθέσω εδώ, είναι καταγεγραμμένες στα (αζήτητα) βιβλία μου «Η ΚΡΑΥΓΗ» (έκδοση 1997) καθώς και στο παλαιότερο, που δυστυχώς δεν υπάρχει πια στην κυκλοφορία, με τον τίτλο «ΡΩΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΑΣ» (1987). Και στα δύο αυτά πονήματα, είχα υψώσει, εκ μέρους των θυμάτων, στεντόρεια κραυγή διαμαρτυρίας προς την Πολιτεία, αλλά δυστυχώς η κραυγή μου δεν έφτασε πολύ ψηλά. Κι αν έφτασε, δεν ίδρωσε το αυτί κανενός. Προφανώς η Αλήθεια δε συμφέρει τους ηθικούς αυτουργούς του διαχρονικού αυτού εγκλήματος κατά των νέων.
Ας δούμε, όμως, τι είπαν τα παιδιά, μερικά από τα οποία δυστυχώς έχουν πεθάνει, ενώ άλλα βρήκαν ευτυχώς το δρόμο προς κάποια Θεραπευτική Κοινότητα. Εκεί, πιασμένα σε κύκλο και κραυγάζοντας καθημερινά, την “κραυγή”, «Είμαι ο “Γιώργοος”! Και ο “Γιώργος” ειν’ εντάξει!», κατάφεραν ν’ αποτοξινωθούν και να επιστρέψουν ελεύθερα… Μα σε ποια τοξική κοινωνία… Πάμε, λοιπόν στις ομολογίες, και ας διαλογιστούμε σοβαρά όλοι μας πάνω σ’ αυτές:
«Εσύ γιατί κατέληξες στα ναρκωτικά;», ρώτησε ο ρεπόρτερ το εικοσάχρονο θηλυκό ράκος πίσω από τα σίδερα. «Ρωτήστε την κοινωνία σας» ήταν η πικρόχολη απάντηση του ράκους.

Και μια τραγική μάνα διαμαρτυρόταν με λυγμούς: «Γέννησα παιδί αρτιμελές, έξυπνο, όμορφο. Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ μου τόφτιαξε πρεζόνι και… πεθαίνει! Πεθαίνει σ’ έναν πόλεμο που σκοτώνει τα παιδιά του κόσμου με κουταλάκια και με σύριγγες.»

«Έλεγα: “ο μόνος φίλος μου είναι η πρέζα• δεν πρόκειται ποτέ να πάρω από άνθρωπο αυτά που μου δίνει• δεν έχω κανέναν άλλο. Πίστευα από καιρό ότι “εντάξει, μπορεί να πεθάνω, και τι έγινε;”»

«Αναζητούσα κάτι καινούργιο που να ξεφεύγει από τα καθημερινά• έψαχνα να βρω διαφορετικούς ανθρώπους. Δεν πίστευα ότι έχω κάποια αξία.»


«Στα 13 μου χρόνια δε με γέμιζε τίποτα… Δεν είχα διέξοδο πουθενά… Δε μ’ ευχαριστούσε τίποτα… Δεν είχα φίλους. Η ηρωίνη ήταν μέσο επικοινωνίας με ανθρώπους με τα ίδια ενδιαφέροντα.»


«Δε με καταλάβαινε κανείς… Με την ηρωίνη ένιωθα πως αν εσείς μ’ έχετε βάλει στο περιθώριο άλλο τόσο σας βάζω κι εγώ…»


«Η ηρωίνη το μόνο που σε κάνει είναι ν’ αντέχεις όλα αυτά που γίνονται γύρω σου, ή μάλλον να τ’ αποφεύγεις. Φυγή… Φτιάχνεις τον κόσμο όπως εσύ θες. Κατεβάζεις τα ρολά, νιώθεις αυτάρκης, ξεχνάς όλα σου τα ενδιαφέροντα, κοινωνικά, πολιτικά, ιδεολογικά και τριγυρνάς συνεχώς γύρω από την ουσία. Γίνεται αυτοσκοπός.»


«Και άλλοι έχουν τη δική τους πρέζα. Γιατί όλα πρέζα είναι. Και η τηλεόραση και η Μπε-Εμ-Βε και τα λεφτά… Δεν έχει αυτή η κοινωνία να μου δώσει εμένα μια πρόταση ζωής. Και τώρα που θεραπεύτηκα, πάλι στο περιθώριο είμαι…»


«Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι νιώθεις μόνος σου και φοβάσαι ν’ αντιμετωπίσεις τα πράγματα. Και η πρέζα είναι ένα βόλεμα.»


«Εγώ δεν άντεχα πάρα πολλά πράγματα που έβλεπα να συμβαίνουν γύρω μου. Συνεχώς έπνιγα βαθιά μέσα μου τα συναισθήματα, τις φοβίες, τα προβλήματά μου. Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα κάποια στιγμή να αισθανθώ πως δεν μπορούσα ν’ αντέξω άλλο. Από κει και πέρα είχα την εντύπωση πως τα ναρκωτικά θα με βοηθούσαν να ξεπεράσω αυτά μου τα προβλήματα.»


«Ξέρω ότι είμαι πολύ άρρωστος. Εσάς σας έχω γράψει στα α…α μου. Δεν σας αγαπάω. Γιατί να σας αγαπάω; (…) Δεν παραδίνω τον εαυτό μου ρε μ….ς, δύσκολα θα τον παραδώσω. Μπορεί και να μην πεθάνω, αλλά δεν έχω να κερδίσω τίποτα. Πολλές φορές θέλω να πιω οτιδήποτε διότι το μυαλό μου λέει ότι όλα είναι μάταια. (…) Δεν μπορώ να ζήσω!»


«Κάτι είχα, αυτό ήταν μια αρρώστια. Ένιωθα τεράστια ανασφάλεια η οποία μου έβγαινε με τσαμπουκά. Έδερνα συμμαθητές, έκλεβα σάντουιτς. Ήθελα να με μάθουν όλοι σαν κάτι. Αυτό το κάτι ήταν να κοπανάω τους άλλους. (…) Μου άρεσε να τζογάρω. Τζόγαρα στα πάντα ώσπου βρήκα αυτή την ουσία και έπαθα πλάκα γιατί ένιωσα πολύ ωραία. Μέσα μου κρυβόταν ένα πονεμένο παιδάκι μέχρι τα δεκαέξι μου που άρχισα να πίνω αυτό το πράγμα. Εκείνο το κενό μέσα μου καλύφθηκε. Πολύ γρήγορα εξελίχτηκα σε άτομο που δε μπορούσα να κάνω χωρίς αυτή τη λύτρωση. Έπαθα εθισμό, το χρειαζόμουν πρωί-πρωί για να λειτουργήσω…»


«Από τα 11 χρόνια μου έπινα αλκοόλ… Στο σπίτι μου ήταν περίεργη η κατάσταση• υπήρχε πολλή ένταση και φασαρία. Δεν ένιωσα αγάπη από τον πατέρα μου και η ζωή με φόβιζε. Με τα ναρκωτικά ξέφευγα για να μην αισθάνομαι• ένιωθα ευφορία, δύναμη. Μπορούσα να γελάσω, να μιλήσω. Ένιωθα ότι αξίζω κι ότι ήμουν ασφαλής, ενώ πρώτα ένιωθα ότι δεν άξιζα να ζήσω και ν’ αγαπηθώ…»


«Για μένα όλα ξεκινούν από την παιδική ηλικία. Η συνάντηση με τα ναρκωτικά δεν είναι τυχαία. Εάν η αποκοπή από τη μάνα δεν γίνει τη σωστή στιγμή, η συνάντηση με μια άλλη εξαρτησιακή σχέση δε θ’ αργήσει. Για μένα η ‘μάνα’ μου ήταν η σύριγγα κανονικά.»


«Είναι μια διαμαρτυρία. Σαν απεργία πείνας. Ουσιαστικά δεν κάνεις τίποτα απέναντι στο σύστημα, αλλά νιώθεις ότι αντιδράς. Είσαι απ’ έξω. Είσαι περιθώριο. Ξεχωρίζεις. Έχεις το θάνατο κάθε μέρα “φάτσα-κάρτα”. Είναι μια αντίληψη αυτοκαταστροφική, αλλά σαν κοινωνική ομάδα νιώθεις ότι είσαι ένα αγκάθι. Πιστεύω ότι οι τοξικομανείς είναι πιο ευαίσθητα άτομα. Γι’ αυτό και οι αναίσθητοι επιζούν.»


«Δεν ξέρω τι έφταιγε από το περιβάλλον μου, αλλά αυτό που θυμάμαι ήταν ότι ήμουν διαμελισμένος. Όποιος ήθελε με έπαιρνε από δω, από κει. Η μάνα μου, η γιαγιά μου, η θεία μου, ο νονός μου.»


«Ζούσα μια ζωή άσωτη, ελεεινή, τρισάθλια. Όχι μόνο στα ναρκωτικά ήμουν βουτηγμένος, αλλά στην άβυσσο μέσα. Τα σεξουαλικά όργια ήταν φυσικό επακόλουθο… Η μισή ευθύνη είναι δική μου και η μισή των γονέων μου. Οι γονείς μου δεν είχαν τα πνευματικά εφόδια• ούτε ο πατέρας ούτε η μάνα. Τα πνευματικά εφόδια είναι πιο απαραίτητα από τη φασολάδα…»


Θα κλείσω τις παραθέσεις ομολογιών χρηστών με την τραγική δήλωση ενός τοξικομανούς που είχε αρχίσει να παρακολουθεί το πρόγραμμα απεξάρτησης των Ν.Α. («Ναρκομανείς Ανώνυμοι»):

«Μου την έχει δώσει το ότι έχω μια τρομερή αδυναμία να ζήσω… Ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι δεν μπορώ να ζήσω. Άρχισα να μην εμπιστεύομαι εσάς, το πρόγραμμα. Θα ’πρεπε να ξέρω γιατί ζω, αλλά πιστεύω ότι ούτε κι εσείς ξέρετε να μου πείτε… Δεν ξέρω τίποτα για μένα. Ούτε ποιος είμαι, ούτε πώς νιώθω, ούτε γιατί πρέπει ή δεν πρέπει να κάνω αυτό που νομίζω ότι νιώθω…»
«ΘΑ ’ΠΡΕΠΕ ΝΑ ΞΕΡΩ ΓΙΑΤΙ ΖΩ»!
«ΘΑ ’ΠΡΕΠΕ ΝΑ ΞΕΡΩ ΓΙΑΤΙ ΖΩ»!
«ΘΑ ’ΠΡΕΠΕ ΝΑ ΞΕΡΩ ΓΙΑΤΙ ΖΩ»!

Μήπως μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι αυτό το παιδί ζητούσε πολλά; Το αυτονόητο ζητούσε. Ήθελε να ξέρει γιατί ζει! Κι αυτό δεν του το έμαθε ούτε η οικογένειά του, διότι απλά δεν γνώριζε, ούτε η Εκκλησία, ούτε η Πολιτεία μέσω της Παιδείας. Έτσι το παιδί αυτό είχε μπει στη βάρκα της ζωής, που κλυδωνιζόταν από τα μανιασμένα κοινωνικά κύματα, χωρίς να ξέρει τον προορισμό του… Πού θα τον έβγαζε η βάρκα; Ιδέα δεν είχε. Πού θα ήθελε να τον βγάλει η βάρκα; Μακάρι να ’ξερε… Κι επειδή δε μπορούσε ν’ απαντήσει στο θεμελιώδες ερώτημα που κάθε άνθρωπος οφείλει να θέτει στον εαυτό του, «Γιατί Ζω;», δραπέτευσε στα ναρκωτικά για να το καταπιέσει και να μην τον βασανίζει πια… Και η Πολιτεία; Τι κάνει για να προλάβει το κακό; Μα, είναι προφανές πως κάνει ό, τι είναι δυνατόν για να το επιδεινώσει. Και τα καταφέρνει τέλεια η άθλια…
Αλήθεια, άραγε οι πολιτικοί, εκπαιδευτικοί και θρησκευτικοί ταγοί γνωρίζουν γιατί ζουν; Κι αν το γνωρίζουν, γιατί το κρατάνε μυστικό και δεν το λένε και στους νέους για να μη στραφούν στα ναρκωτικά;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ