Χριστούγεννα 1822 οι τούρκοι επιτίθεται την αυγή στο Μεσολόγγι: Ένα έπος που θυμίζει θαύμα

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η σθεναρή άμυνα των πολεμιστών του Μεσολογγίου καθηλώνει επί τρεις μήνες τον στρατό του Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος προκειμένου να αιφνιδιάσει τους Ελληνες αποφασίζει επίθεση την αυγή των Χριστουγέννων

Μόνο όταν κατατρόπωσαν τον εχθρό οι Ελληνες πήγαν στους ναούς και ο νικητήριος ύμνος αντήχησε στους ιερούς χώρους

Τον δύσκολο για το γένος και τους απελευθερωτικούς αγώνες του χειμώνα του 1822 ο Ομέρ Βρυώνης και ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς (Κιουταχής) πολιορκούν το Μεσολόγγι, πολιτικό και οικονομικό κέντρο της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, όπου είχαν καταφύγει υπολείμματα του στρατού του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου και του λόχου των φιλελλήνων, ύστερα από την οδυνηρή ήττα στην μάχη του Πέτα. Με τον στρατό των Τούρκων και οι οπλαρχηγοί Βάλτου και Ξηρομέρου Γεώργιος Βαρνακιώτης, Γιαννάκης Ράγκος, Γώγος Μπακόλας, Γεωργάκης Βαλτινός και Ανδρέας Ισκος, οι οποίοι είχαν δηλώσει υποταγή, ενώ ο Γιουσούφ πασάς με τον στόλο του αποκλείει την πόλη από τη θάλασσα. Στην πολιτεία της λιμνοθάλασσας είχαν καταφύγει επίσης ο Μάρκος Μπότσαρης και αρκετοί Σουλιώτες που υποστήριζαν την Ελληνική Επανάσταση μετά την αποτυχία των σχεδίων του Αλή Πασά να καταστήσει την Ηπειρο ανεξάρτητο κράτος και την κατάληψη των Ιωαννίνων από τα στρατεύματα του σουλτάνου.

F359C15D B881 4C35 AB6E 10320DF825BE
Ο χάρτης της πολιορκίας του Μεσολογγίου από τους οθωμανούς

Η σθεναρή άμυνα ωστόσο των πολεμιστών της μαρτυρικής πόλης καθηλώνει επί τρεις μήνες τον στρατό του Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος προκειμένου να αιφνιδιάσει τους Ελληνες και να επιτύχει την κατάληψη της πόλης αποφασίζει επίθεση την αυγή της μεγάλης για τους χριστιανούς εορτής των Χριστουγέννων, την ώρα ακριβώς που «όλοι μες στις εκκλησιές θα γιορτάζουν τη γέννηση του Χριστού και τις ντάπιες θα φρουρούν ελάχιστοι άντρες».

Τους Οθωμανούς ακολουθούσε υποχρεωτικά («εξ ανάγκης διότι δεν ηδύνατο εκ των ιδίων περιστάσεων να τους πολεμήσει») ο Γιάννης Γούναρης, έμπορος από τα Γιάννενα, επειδή οι Τούρκοι κρατούσαν σε ομηρία την οικογένειά του στην Αρτα και υπηρετούσε ως κυνηγός (ή γραμματικός) στο στρατόπεδο του Ομέρ Βρυώνη. Ο Γούναρης, «ξέροντας από ακριτομυθίες του επιτελείου του αφέντη του την απόφασι των δυο πασάδων να κάμουν αιφνιδιασμό ξημερώνοντας Χριστούγεννα για να πάρουν το Μεσολόγγι», γράφει παραστατικά ο Κωνστ. Π. Πετρόπουλος (Σκηνές Εθνικού Μεγαλείου), «την ώρα που ο κόσμος και η φρουρά θα ήταν στις εκκλησιές, φεύγει από το πρωί της παραμονής με την πρόφασι ότι θα κυνηγήσει αγριόπαπιες και άλλα θαλασσοπούλια στη λιμνοθάλασσα, και τραβάει κατά την Ασπρη Αλυκή, μήπως με κανένα ψαρά μπορέση και παραγγείλη το μεγάλο μυστικό στους πολιορκημένους από τον στρατό των Τούρκων. Ευτυχώς για τους Ελληνες, βρίσκεται ο κατάλληλος άνθρωπος, ο γραμματικός του στρατηγού Δημητρίου Μακρή (από τους ισχυρότερους οπλαρχηγούς του Αγώνα στη Δυτική Χέρσο Ελλάδα) Θανάσης Κραβαρίτης, που με εμπιστευτική αποστολή πήγαινε στο Αιτωλικό με ένα πριάρι, μαζί με άλλους δύο Μεσολογγίτες.

E8314B8E FE64 4D6B 83A1 EB8919E9FD58
Πολιορκία Μεσολογγίου: Στιγμές τραγωδίας και ηρωισμού

Σαν τους βλέπει από τη στεριά ο Γούναρης, τους κάνει σινιάλο με το μαντήλι του να ζυγώσουν, αυτοί όμως διστάζουν, βλέποντάς τον ωπλισμένο και με το φέσι στο κεφάλι, αλλ’ αυτός πετώντας κάτω όπλο και φέσι πέφτει στη θάλασα φωνάζοντάς τους ότι είναι χριστιανός και θέλει το καλό του Μεσολογγιού και των αδελφών του.

Τότε οι Μεσολογγίτες τον πλησιάζουν με το πριάρι τους άφοβα, κι’ αυτός, κάνοντας συνέχεια το σημείο του Σταυρού, τούς ανακοινώνει το σχέδιο, με τη σπουδαία λεπτομέρεια ότι η κυρία επίθεσις θα γίνη ανατολικά του Φρουρίου μετά τα μεσάνυχτα, κι ύστερα εξαφανίζεται, χωρίς να θελήση να τους πη τ’ όνομά του, παρά μόνον ότι ήταν παλιός αρματολός και κλέφτης και ότι είχε πολεμήσει τον Τούρκο με πολλούς από τους πολιορκημένους στο Μεσολόγγι.

Γυρίζουν, χωρίς χρονοτριβή, πίσω, γιατί κόντευε να βραδυάση πια, κι ο Θανάσης Κραβαρίτης αναφέρει στον αρχηγό του στρατηγό Μακρή τα διατρέξαντα. Αυτός αμέσως συγκαλεί τους καπεταναίους, τον Επίσκοπο Ιωσήφ και τους προκρίτους σε πολεμικό συμβούλιο, κι αφού τούς εγνωστοποίησε τα όσα ο γραμματικός του τού είπε, παίρνεται η απόφασις να μην ανοίξουν τις εκκλησίες εκείνη τη νύχτα και να βρεθούν όλοι στις ντάπιες, χωρίς να λείψουν ούτε οι γυναίκες ούτε τα παιδιά που ήταν σε θέσι να πάρουν μέρος στην άμυνα, και να υπερασπίζουν τα πόστα τους χωρίς υποχώρησι και με κάθε θυσία».

«Οκτακόσιοι επίλεκτοι Αλβανοί με απροσμέτρητες σκάλες», γράφει ο Auguste Fabre (Η ιστορία της πολιορκίας του Μεσολογγίου), «είχαν πάρει διαταγές να προχωρήσουν, αξημέρωτα ακόμη, έως το πιο αδύνατο σημείο του περιτειχίσματος. Δύο χιλιάδες επιπλέον θα παρακολουθούσαν από μικρή απόσταση για να υποστηρίζουν την επίθεση, ενώ το υπόλοιπο στράτευμα χωρισμένο σε πολλά σώματα θα προχωρούσε από διαφορετικά σημεία προκειμένου να διασκορπίσει τις δυνάμεις των υπερασπιστών της πόλης.

Η επίσημη και εορταστική λειτουργία της Γέννησης του Χριστού δεν εμπόδισε την άμυνα των χριστιανών. Οι Ελληνες, επειδή γνώριζαν καλά πως σ’ έναν πόλεμο για την πίστη και την πατρίδα η πιο ευπρόσδεκτη προσφορά είναι το αίμα του αλλοφύλου, παρέμειναν όλοι ξάγρυπνοι στις θέσεις τους, και οι καμπάνες των ναών σήμαναν μόνο για να αναγγείλουν τις κινήσεις του εχθρού της πίστης. Στις πέντε το πρωί, όταν οι οκτακόσιοι Τουρκαλβανοί προχώρησαν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, μια βολή κανονιού έδωσε το σήμα της γενικής επίθεσης. Αμέσως ένας φοβερός κανονιοβολισμός άρχισε από τις γραμμές των Τούρκων. Πολλοί Οθωμανοί κατόρθωσαν να ανεβούν στο τείχος, αλλά μόνο για μια στιγμή, για δυο, και αμέσως γκρεμίστηκαν κάτω νεκροί. Την ίδια τύχη είχαν και οι υπόλοιπες φάλαγγες, και όταν πια ξημέρωσε η ημέρα που γεννήθηκε ο Λυτρωτής για να φωτίσει τους προμαχώνες και τα προχώματα, τα κορμιά χιλίων διακοσίων Τούρκων κείτονταν στο χώμα και στη σκόνη. Τότε μόνο οι Ελληνες πήγαν στους ναούς και ο νικητήριος ύμνος που αντήχησε στους ιερούς χώρους συνάντησε τις εννέα πολεμικές σημαίες του εχθρού που ανάρτησαν οι νικητές στους θόλους».

F1F03708 05E9 4E59 A9B0 BEEA0120A16D
Πριν από την έξοδο, οι πολιορκημένοι έλληνες είχαν γράψει χρυσά έπη!

«Αυτή την αξιομνημόνευτη νύχτα», συνεχίζει τη διήγησή του ο Fabre, «οι Ελληνες έχασαν μόνο έξι άντρες και είχαν όχι περισσότερους από τριάντα λαβωμένους. Ο Ομέρ Βρυώνης, που είχε καυχηθεί πως θα δειπνούσε την επομένη στο Μεσολόγγι για να γιορτάσει την επιτυχία του, κατακυριεύθηκε από μεγάλο τρόμο. Η είδηση της ήττας του που κυκλοφορούσε στις κοντινές επαρχίες δυνάμωσε το αγωνιστικό πνεύμα των Ελλήνων και κλεφτοπόλεμοι που ξεσπούσαν καθημερινά σχεδόν, δυσκόλευαν ή έκοβαν την πορεία των τουρκικών στρατευμάτων.

Στο άκουσμα νέων επιτυχιών των Ελλήνων ο Ομέρ Βρυώνης διατάζει υποχώρηση, που γίνεται άτακτα και βιαστικά. Οι Τούρκοι εγκαταλείπουν στους Ελληνες όλο το πυροβολικό, τα πολεμοφόδια, τα ζώα με τα κάρα και μεγάλο μέρος από τις τροφές. Οι Μεσολογγίτες ξεχύθηκαν από το τείχος, ρίχτηκαν με μανία στην οπισθοφυλακή του πασά και την κατακομμάτιασαν.

Από αυτή την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου το όνομα της μαρτυρικής πόλης κυκλοφορεί με θαυμασμό στην Ευρώπη και αρχίζει να ευαισθητοποιεί τα φιλελεύθερα πνεύματα της εποχής».

«Ο Γούναρης, ο σωτήρας του Μεσολογγιού», όπως παραδίδει μέσα από τις σελίδες του ο Μεσολογγίτης Κωνσταντίνος Πετρόπουλος, «προδομένος από κάποιο Σλαύο στον αφέντη του Ομέρ Βρυώνη, μόλις γλυτώνει το κεφάλι του φεύγοντας, κι αργότερα, αφού απόμεινε χωρίς οικογένεια, που αυτός έγινε η αιτία να μακελλευτεί στην Αρτα, μη έχοντας άλλο προορισμό πια σ’ αυτό τον κόσμο, αποτραβιέται πικραμένος στην Κλεισούρα και γίνεται καλόγερος στο μοναστήρι της Αγίας Ελεούσας. Εκεί έμεινε μέχρι που πέθανε, προσφέροντας στους διψασμένους διαβάτες το δροσερό νεράκι, όπου κατέβαζε στο δρόμο με τις στάμνες του από τη γάργαρη πηγή της σπηλιάς».

Λίγες ημέρες μετά τα Χριστούγεννα του επόμενου έτους (4 Ιανουαρίου 1824) έφθασε στο Μεσολόγγι ο λόρδος Βύρων, ο «μέγιστος και ευγενέστατος των φιλελλήνων», όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο Θεόφιλος Βορέας, ο μάρτυρας «ως ο Αγιος Δημήτριος και ο Αγιος Σεβαστιανός», σύμφωνα με τον οικονομολόγο Ανδρέα Ανδρεάδη, ενώ «άγγελον της Προνοίας» τον αποκαλεί ο Σίμος Μενάρδος (στα 1924, στον «εορτασμό της εκατονταετηρίδος του θανάτου του Βύρωνος υπό του Αθήνησι Πανεπιστημίου»), «πιστοποιούντα την ύπαρξίν της, ένα βραδύναντα Γαβριήλ, ευαγγελιζόμενον εις την Ελλάδα την απολύτρωσιν, την τάξιν, την ελευθερίαν».

Την ελευθερία αποθεώνει στον ύμνο του ο Διονύσιος Σολωμός, ύστερα από τα πρόσφατα για τον εθνικό ποιητή επικά κατορθώματα του Μεσολογγίου, που άνθισε δειλά πρώτη φορά στην υπόδουλη Ελλάδα, ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1822.

«Πήγες εις το Μεσολόγγι / την ημέρα του Χριστού, / μέρα που άνθισαν οι λόγγοι / για το τέκνο του Θεού. / “Σ’ αυτό”, εφώναξε, “το χώμα / στάσου ολόρθη, Ελευθεριά!”. / Και φιλώντας σου το στόμα / μπαίνει μες στην εκκλησιά. / Αγρικάει την ψαλμωδία / οπού εδίδαξεν αυτή / βλέπει τη φωταγωγία / στους Αγίους εμπρός χυτή. / Με φωνή που καταπείθει / προχωρώντας ομιλείς: / “Σήμερ’ άπιστοι, εγεννήθη, / ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής”».

ΔΗΜΟΦΙΛΗ