Όταν η CIA παρεμβαίνει στις ξένες εκλογές – Μια σύγχρονη ιστορία αμερικανικής μυστικής δράσης

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Στην διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, από την Χιλή και την Γουιάνα μέχρι το Ελ Σαλβαδόρ και την Ιαπωνία, η CIA και η KGB στόχευαν δημοκρατικές εκλογές σε όλο τον κόσμο. Ορισμένες από αυτές τις επιχειρήσεις χειραγώγησαν ψηφοδέλτια απευθείας˙ άλλες χειραγώγησαν την κοινή γνώμη˙ όλες σχεδιάστηκαν για να επηρεάσουν τα εκλογικά αποτελέσματα.

Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, τείνει να απαντά σε ερωτήσεις σχετικά με την παρέμβαση της κυβέρνησής του στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016 με ένα συνδυασμό αρνήσεων και αντικατηγοριών. Είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, ισχυρίστηκε [2] τον Ιούνιο του 2017, που «σε όλο τον κόσμο παρεμβαίνουν ενεργά σε εκλογικές εκστρατείες σε άλλες χώρες». Ο σκοπός αυτού του ισχυρισμού είναι να δικαιολογήσει και να αποσπάσει την προσοχή από τις ενέργειες της Ρωσίας, και σε πολλά μέρη στο εξωτερικό λειτουργεί. Από το Κίεβο έως τις Βρυξέλλες και μέχρι το Λονδίνο, κυβερνητικοί αξιωματούχοι μού είπαν ότι υποθέτουν πως η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA) παρεμβαίνει συχνά στις εκλογές στο εξωτερικό.
Αυτή η αντίληψη είναι κατανοητή: για δεκαετίες, ήταν αλήθεια. Το πρώτο κρυφό πρόγραμμα δράσης της CIA ήταν μια επιχείρηση χειραγώγησης των εκλογών του 1948 στην Ιταλία. Οι Αμερικανοί αξιωματικοί πληροφοριών διέδωσαν εμπρηστική προπαγάνδα, χρηματοδότησαν τον υποψήφιο που προτιμούσαν, και ενορχήστρωσαν λαϊκές πρωτοβουλίες -όλα για να ωφελήσουν τις κεντρώες δυνάμεις της Ιταλίας έναντι των αριστερών ανταγωνιστών τους. Αφότου το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα έχασε, η επιχείρηση του 1948 έγινε «ένα πρότυπο», μου είπε ο David Robarge, επικεφαλής εσωτερικός ιστορικός της CIA, για το τι έκανε τότε η υπηρεσία σε «πολλές, πολλές χώρες», στον ανταγωνισμό με την Σοβιετική ομόλογό της, την KGB . Από την Χιλή και την Γουιάνα μέχρι το Ελ Σαλβαδόρ και την Ιαπωνία, η CIA και η KGB στόχευαν δημοκρατικές εκλογές σε όλο τον κόσμο. Ορισμένες από αυτές τις επιχειρήσεις χειραγώγησαν ψηφοδέλτια απευθείας˙ άλλες χειραγώγησαν την κοινή γνώμη˙ όλες σχεδιάστηκαν για να επηρεάσουν τα εκλογικά αποτελέσματα.
Στην συνέχεια, ο Ψυχρός Πόλεμος έληξε, και οι αντίθετοι στόχοι των εκλογικών επιχειρήσεων της Μόσχας και της Ουάσινγκτον -για εξάπλωση ή περιορισμό του κομμουνισμού- έγιναν ξεπερασμένοι. Έκτοτε, οι ρωσικές υπηρεσίες πληροφοριών παρενέβησαν σε πολλές ξένες εκλογές, όχι για να προωθήσουν μια ιδεολογία, αλλά για να προωθήσουν διχαστικούς και αυταρχικούς υποψήφιους, να σπείρουν χάος και σύγχυση, και να απονομιμοποιήσουν το δημοκρατικό μοντέλο. Αλλά τι γίνεται με την CIA;
Τα τελευταία δύο χρόνια, πήρα συνέντευξη από περισσότερους από 130 αξιωματούχους σχετικά με την εκατονταετή ιστορία της μυστικής εκλογικής παρέμβασης, ή των κρυφών προσπαθειών χειραγώγησης ψήφων δημοκρατικής διαδοχής στο εξωτερικό. Οι ερωτώμενοι περιελάμβαναν οκτώ πρώην διευθυντές της CIA και πολλούς περισσότερους αξιωματικούς της CIA, καθώς και διευθυντές εθνικών μυστικών υπηρεσιών, υπουργούς του κράτους, συμβούλους εθνικής ασφάλειας, έναν στρατηγό της KGB και έναν πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ. Έμαθα ότι τον 21ο αιώνα, οι ανώτεροι αξιωματούχοι εθνικής ασφάλειας της Ουάσιγκτον σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν την CIA για μια παρέμβαση σε ξένες εκλογές τουλάχιστον δύο φορές. Σε μια περίπτωση -στην Σερβία το 2000- η συζήτηση μετατράπηκε σε δράση, καθώς η CIA ξόδεψε εκατομμύρια δολάρια εργαζόμενη εναντίον του τυράννου Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Στην άλλη -στο Ιράκ το 2005- η CIA έμεινε απ’ έξω. Και στις δύο περιπτώσεις, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ ζύγιζαν τα πιθανά οφέλη της μυστικής δράσης έναντι των αντιληπτών κινδύνων. Αυτές οι παρασκηνιακές ιστορίες αποκαλύπτουν το γιατί, αντίθετα από τους ισχυρισμούς του Πούτιν, η Ουάσιγκτον, σε αντίθεση με τη Μόσχα, απομακρύνθηκε από την πρακτική της μυστικής εκλογικής παρέμβασης.
«ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΟΡΙΟ ΘΑΝΑΤΟΥ, ΚΑΙ Ο ΜΙΛΟΣΕΒΙΤΣ ΤΟ ΞΕΠΕΡΑΣΕ»
Η πρώτη υπόθεση ήρθε το 2000, όταν ο Μιλόσεβιτς, ο Γιουγκοσλάβος πρόεδρος, διαγωνιζόταν για την επανεκλογή του στην Σερβία. Ο Μιλόσεβιτς ήταν πολλά πράγματα: ένας ευθυγραμμισμένος με τη Μόσχα κομμουνιστής, ένας Σέρβος εθνικιστής, και ένας σοβαρός βιαστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, είχε ενεργοποιήσει μια εκστρατεία εθνοκάθαρσης στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Λίγα χρόνια αργότερα, έκανε το ίδιο στο Κοσσυφοπέδιο, καθώς οι στρατιώτες του τρομοκρατούσαν, δολοφονούσαν και εκδίωκαν τους Αλβανούς συστηματικά. Η σοβαρότητα αυτών των βιαιοπραγιών ώθησε το ΝΑΤΟ, το 1999, να ξεκινήσει αεροπορική εκστρατεία εναντίον των δυνάμεων του Μιλόσεβιτς και ένα διεθνές δικαστήριο να τον κατηγορήσει ως εγκληματία πολέμου. Ο Leon Panetta, προσωπάρχης του προέδρου των ΗΠΑ, Bill Clinton, από το 1994 έως το 1997, μου είπε: «Ο Μιλόσεβιτς θεωρήθηκε κακός άνθρωπος και κακή επιρροή και ως κάποιος που επρόκειτο να αναποδογυρίσει αυτό το μέρος του κόσμου αν δεν είχαν ληφθεί μέτρα για να κυνηγηθεί».
Οι εκλογές του 2000 παρουσίασαν μια τέτοια ευκαιρία. «Δεν ξέρω ότι είπαμε δημόσια πως ο στόχος μας ήταν η αλλαγή καθεστώτος», είπε ο James O’Brien, τότε ειδικός απεσταλμένος του Κλίντον για τα Βαλκάνια, αλλά «δεν βλέπαμε τον Μιλόσεβιτς ότι ήταν σε θέση να ηγηθεί μιας κανονικής χώρας». Από τα μέσα του 1999 έως τα τέλη του 2000, δημόσιοι και ιδιωτικοί οργανισμοί των ΗΠΑ ξόδεψαν περίπου 40 εκατομμύρια δολάρια σε σερβικά προγράμματα, υποστηρίζοντας όχι μόνο την αντιπολίτευση του Μιλόσεβιτς, αλλά και τα ανεξάρτητα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τις πολιτικές οργανώσεις και τις πρωτοβουλίες ενίσχυσης της προσέλευσης στην κάλπη. Μέσω αυτής της ανοιχτής δέσμευσης, εξήγησε ο O’Brien, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ως στόχο να κάνουν δίκαιους τους όρους του ανταγωνισμού στις εκλογές που ο Μιλόσεβιτς ήταν έτοιμος να χειραγωγήσει.
Καθώς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο Οργανισμός των Ηνωμένων Πολιτειών για την Διεθνή Ανάπτυξη (United States Agency for International Development, USAID) και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) που χρηματοδοτούνταν από τις ΗΠΑ επηρέαζαν τις σερβικές εκλογές φανερά, η CIA έκανε το ίδιο κρυφίως. Ο John Sipher μου είπε ότι μεταξύ του 1991 και του 2014, όταν υπηρετούσε ως αξιωματικός επιχειρήσεων της CIA, ήξερε μόνο μια «επιτυχημένη» επιχείρηση παρέμβασης σε εκλογές: στην Σερβία το 2000. «Υπήρξε μια μυστική προσπάθεια να υποστηριχθεί η αντιπολίτευση στον Μιλόσεβιτς», είπε ο Sipher, αναθυμούμενος ότι αφού ο Κλίντον ενημέρωσε επιλεγμένα μέλη του Κογκρέσου, η CIA ξεκίνησε να δουλεύει «στηρίζοντας και χρηματοδοτώντας και παρέχοντας βοήθεια σε συγκεκριμένους υποψηφίους της αντιπολίτευσης -αυτό ήταν το κύριο πράγμα».
Ο Sipher, ο οποίος έγινε επικεφαλής του σταθμού της CIA στην Σερβία αμέσως μετά τις εκλογές, εξήγησε ότι ο οργανισμός διοχέτευσε «σίγουρα εκατομμύρια δολάρια» στην εκστρατεία κατά του Μιλόσεβιτς, κυρίως σε συναντήσεις με βασικούς βοηθούς των Σέρβων ηγετών της αντιπολίτευσης εκτός των συνόρων της χώρας τους και «παρέχοντάς τους μετρητά» επί τόπου.
Σε μια συνέντευξη, ο Κλίντον επιβεβαίωσε ότι εξουσιοδότησε την CIA να παρέμβει στις εκλογές του 2000 υπέρ των αντιπάλων του Μιλόσεβιτς. «Δεν είχα πρόβλημα με αυτό», μου είπε για το κρυφό πρόγραμμα δράσης της CIA, επειδή ο Μιλόσεβιτς «ήταν ένας ψυχρός δολοφόνος και είχε προκαλέσει τους θανάτους εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων». Ακριβώς όπως οι Αμερικανοί πρόεδροι της εποχής του Ψυχρού Πολέμου πίστευαν ότι θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις ξένες δημοκρατίες υπονομεύοντας τους κομμουνιστές υποψηφίους, ο Κλίντον πίστευε ότι θα μπορούσε να ενισχύσει την σερβική δημοκρατία εργαζόμενος εναντίον του Μιλόσεβιτς. «Ο τύπος ήταν εγκληματίας πολέμου», μου είπε ο Κλίντον. «Δεν θεωρούσα τον Μιλόσεβιτς δημοκρατικό υποψήφιο ˙ σκεπτόμουν ότι προσπαθούσε να απαλλαγεί από την δημοκρατία».
Στην Σερβία, η εστίαση της CIA ήταν να επηρεάσει τα μυαλά παρά να μεταβάλλει τα ψηφοδέλτια. «Δεν νοθεύσαμε την ψηφοφορία ούτε είπαμε ψέματα εν γνώσει μας στους ψηφοφόρους για να τους βοηθήσουμε να υποστηρίξουν τους ανθρώπους που ελπίζαμε να κερδίσουν», εξήγησε ο Κλίντον. Αντ’ αυτού, η CIA παρείχε χρήματα και άλλα είδη βοήθειας στην [προεκλογική] εκστρατεία της αντιπολίτευσης.
Οι ηγέτες του Κογκρέσου γνώριζαν και υποστήριξαν αυτό το μυστικό σχέδιο. Ο Trent Lott, ο ηγέτης της πλειοψηφίας στην Γερουσία, υπενθύμισε ότι όταν ενημερώθηκε για την επιχείρηση της CIA, την υποστήριξε ολόψυχα. «[Ο Μιλόσεβιτς] ήταν εντελώς εκτός ελέγχου», μου είπε ο Lott. «Δεν επρόκειτο να εισβάλουμε, αλλά ήταν ένα χάος και έπρεπε να κάνουμε κάτι». Οι αξιωματικοί της CIA, σε αντίθεση με άλλους κυβερνητικούς αξιωματούχους των ΗΠΑ, μπορούσαν να επιχειρήσουν μυστικά. «Λόγω της φύσης του τρόπου με τον οποίο δραστηριοποιούμαστε», εξήγησε ο Douglas Wise, τότε αξιωματικός της CIA που έδρευε στα Βαλκάνια, «η Σερβία ήταν πολύ πιο διαπερατή από όσο για τους ανθρώπους που ήταν πολύ πιο ορατοί, ας πούμε». Η συμμετοχή της κοινότητας πληροφοριών των ΗΠΑ στις εκλογές ήταν «ουσιαστική», συνέχισε ο Wise, καθώς η Ουάσιγκτον χρησιμοποίησε «όλα τα μέσα της εθνικής μας ισχύος για να δημιουργηθεί ένα αποτέλεσμα που ήταν ευχάριστο για τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Αλλά θα ήταν αρκετό; Καθώς πλησίαζαν οι εκλογές, ο Κλίντον ανησυχούσε ότι ο Μιλόσεβιτς θα εξαπατούσε για να νικήσει. «Αυτές οι εκλογές θα είναι σημαντικές, αλλά πιθανότατα δεν θα είναι δίκαιες», είπε στον Βλαντιμίρ Πούτιν, τον νέο πρόεδρο της Ρωσίας, δυόμισι εβδομάδες πριν από την ψηφοφορία, σύμφωνα με ένα πρόσφατα αποχαρακτηρισμένο αντίγραφο της συνομιλίας τους. «Ο Μιλόσεβιτς μένει πίσω στις δημοσκοπήσεις, οπότε πιθανότατα θα κλέψει. Θα ήταν προτιμότερο να χάσει, αλλά μάλλον θα κανονίσει να μην συμβεί αυτό». (Ο Πούτιν, σε απάντηση, παραπονέθηκε για την παρέμβαση του ΝΑΤΟ τον προηγούμενο χρόνο. «Δεν ζητήθηκε η γνώμη μας για την απόφαση βομβαρδισμού της Γιουγκοσλαβίας», είπε. «Αυτό δεν είναι δίκαιο»).
Οι αμερικανικές οργανώσεις προώθησης της δημοκρατίας, που μοιράζονταν τις ανησυχίες του Κλίντον, προσπάθησαν να διασφαλίσουν ότι ο Μιλόσεβιτς δεν θα μπορούσε να νοθεύσει την καταμέτρηση ψήφων. Μια ΜΚΟ που χρηματοδοτήθηκε από τις ΗΠΑ εκπαίδευσε [3] περισσότερους από 15.000 ακτιβιστές για την παρακολούθηση των εκλογικών χώρων. Την ημέρα των εκλογών, τα μέλη της αντιπολίτευσης ψήφισαν μαζί με κυβερνητικούς αξιωματούχους. Η καταμέτρηση των ψήφων από το κράτος υποδήλωνε ότι ο Μιλόσεβιτς είχε μικρό προβάδισμα. Η παράλληλη καταμέτρηση, ωστόσο, αποκάλυψε την αλήθεια: είχε χάσει συντριπτικά. Έγιναν μεγάλες διαδηλώσεις. Ο Μιλόσεβιτς, ανίκανος να καταπνίξει μια λαϊκή επανάσταση, αναγκάστηκε να παραιτηθεί.
Το άγγιγμα της CIA παρέμεινε κρυφό. Δύο δεκαετίες αργότερα, οι – συνταξιούχοι σήμερα – Αμερικανοί αξιωματούχοι πληροφοριών εξέφρασαν ανεξήγητη πεποίθηση ότι η δουλειά τους αποδείχθηκε καθοριστική για να νικηθεί ο Μιλόσεβιτς. Ο Sipher σχολίασε την «επιτυχία» της επιχείρησης της CIA. Ο Wise είπε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν «μια μεγάλη διαφορά» και ότι «ένας συνδυασμός» μυστικών και εμφανών τακτικών είχε «θετικό αποτέλεσμα». Όπως συμβαίνει με όλες τις μυστικές επιχειρήσεις προκειμένου να επηρεαστούν ψηφοφόροι, η CIA δεν μπορούσε να εκτιμήσει τον ακριβή αντίκτυπό της. «Η μέτρηση είναι δύσκολη», αναγνώρισε ο Sipher. Ωστόσο, σημείωσε ότι αξιωματούχοι της σερβικής κυβέρνησης πίσω από κλειστές πόρτες πίστωσαν την CIA για τη νίκη τους. «Πολλοί από τους βασικούς παίκτες που έγιναν ανώτερα πρόσωπα στην επόμενη κυβέρνηση συνέχισαν να συναντιούνται μαζί μας και συνέχισαν να μας λένε ότι ήταν οι προσπάθειές μας που οδήγησαν στην επιτυχία τους», δήλωσε ο Sipher, «από την άποψη ότι τους βοηθήσαμε με τα πάντα, από την διαφήμιση έως την χρηματοδότηση έως και το πώς έκαναν τα πράγματα» κατά την διάρκεια της προεκλογικής καμπάνιας.
Σε συνεντεύξεις, πιο ανώτεροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ένιωθαν άβολα σε οποιαδήποτε αναφορά για την CIA και την ήττα του Μιλόσεβιτς. «Γνωρίζω πράγματα για αυτό, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω επί τούτω», δήλωσε ο John McLaughlin, ο οποίος ήταν αναπληρωτής διευθυντής της CIA το 2000. Αυτή η δυσφορία είχε νόημα: η παρέμβαση της CIA στις εκλογές του 2000 δεν ήταν αντιπροσωπευτική των μετα-ψυχροπολεμικών επιχειρήσεων της υπηρεσίας. Πόσο συχνά, σε τελική ανάλυση, μπορεί να εκδιωχθεί ένας εγκληματίας πολέμου δια της κάλπης; «Φαινόταν να υπάρχει ένα υψηλότερο επίπεδο άνεσης όχι μόνο στο κομμάτι [των υπηρεσιών] πληροφοριών του κόσμου, αλλά πραγματικά απλώς μια προφανής πολιτική ότι έπρεπε να γίνει κάτι στα Βαλκάνια», είπε ο Steven Hall, πρώην αξιωματικός της CIA που ήταν σταθμευμένος στην περιοχή το 2000. Για την Ουάσινγκτον, η «εκλογική χειραγώγηση» είχε γίνει «εργαλείο έσχατης λύσης», πρόσθεσε ο Wise, και η σερβική υπόθεση ήταν «η τέλεια εξαίρεση», εν μέρει λόγω των φρικαλεοτήτων του Μιλόσεβιτς και εν μέρει λόγω της «δεκτικής», «αξιόπιστης» και «ελκυστικής» φύσης της αντιπολίτευσης. Για τέτοιες περιπτώσεις, ο Wise υποστήριξε γενικά, «ο σκοπός δικαιολογεί τα μέσα … το ρίσκο είναι ίσως να κάνεις κάτι που είναι μη-αμερικανικό στα μάτια κάποιων». Αλλά το αποτέλεσμα είναι ότι «ο γενοκτονικός μανιακός δεν είναι πλέον στην εξουσία».
Όταν ρώτησα τον Κλίντον γιατί κρίθηκε ότι άξιζε η μυστική δράση στην Σερβία, είπε απλά: «Υπάρχει ένα όριο θανάτου, και ο Μιλόσεβιτς το ξεπέρασε» (“There’s a death threshold, and Milosevic crossed it”).
Η CIA ΜΠΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ
Η συνέχεια του άρθρου ΕΔΩ
Ο DAVID SHIMER είναι αναπληρωτής συνεργάτης του Πανεπιστημίου Yale και υποψήφιος διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Είναι ο συγγραφέας του επικείμενου βιβλίου Rigged: America, Russia, and One Hundred Years of Covert Electoral Interference [1] (Knopf, 2020), από το οποίο αυτό το άρθρο αποτελεί προσαρμογή.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ