Πώς να αντιμετωπιστεί η Τουρκία- Γιατί ο ήδη αποτυχημένος κατευνασμός δεν αποτελεί ούτε καν επιλογή

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Μέσα από παράνομη πράξη δεν μπορεί να παραχθεί δίκαιο. Η Τουρκία δεν ενδιαφέρεται για την νομιμότητα, αρκείται σε πράξεις έμπρακτης αμφισβήτησης με τάσεις μονιμοποίησης της παρουσίας της. Απώτερος σκοπός είναι να εξαναγκάσει την Λευκωσία και την Αθήνα σε υποχώρηση από τα εν εξελίξει ενεργειακά τους προγράμματα και την αποδοχή συνεκμετάλλευσης με τους όρους της Άγκυρας.

Φωτογραφία: Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, συμμετέχει σε διμερή συνάντηση με τον πρόεδρο της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, κατά την σύνοδο κορυφής του G20, στην Οσάκα της Ιαπωνίας, στις 29 Ιουνίου 2019. REUTERS/Kevin Lamarque
Οι Έλληνες πολιτικοί, απέναντι σε έναν κίνδυνο ανάφλεξης με την Τουρκία, γενικώς συστήνουν «αυτοσυγκράτηση» κυρίως μετά τον φόβο «θερμού επεισοδίου» που ενέσπειρε ο πρώην πρωθυπουργός και υπεύθυνος για την υποχώρηση στα Ίμια, σε άρθρο του στην εφημερίδα Καθημερινή [1].
Ο Κώστας Σημίτης άδραξε την ευκαιρία να κατηγορήσει την μετέπειτα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ότι παραιτήθηκε από την ρήτρα που ο ίδιος είχε επιτύχει το 1999, δηλαδή ότι η απόφαση για συμμετοχή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Ελσίνκι να περιλαμβάνει την υποχρέωση όπως το κάθε κράτος «να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς. Άλλως να αρθεί η διαφορά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου».
Κατά τον κύριο Σημίτη η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αποδέχθηκε την έναρξη συνομιλιών για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρά την αμφισβήτησή της επί των ελληνικών συνόρων, η δε πρωτοβουλία αυτή έδωσε την δυνατότητα στην Τουρκία να επαναφέρει το θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας όποτε το κρίνει σκόπιμο, πράγμα που πράττει τώρα μετ’ επιτάσεως. Στην συνέχεια συμβουλεύει ότι πρέπει να επιδιωχθεί τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων με την Τουρκία αμέσως μετά τις προσεχείς εκλογές.
Η πραγματικότητα είναι ότι η Ελλάδα συναίνεσε στην έναρξη των συνομιλιών για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση «ως αντάλλαγμα» για την ένταξη της Κύπρου, παρά το γεγονός ότι οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν με δημοψήφισμα το Σχέδιο Ανάν. Ασφαλώς το αντάλλαγμα αυτό καλώς εδόθη. Εν πάσει περιπτώσει, και να είχε την δέσμευση αυτή η Τουρκία δεν σημαίνει ότι θα έκανε καμία υποχώρηση.
Ούτως ή άλλως, η Συμφωνία του Ελσίνκι οδηγούσε σε εθνική ήττα. Είναι ευσεβής πόθος ότι η Τουρκία θα έθετε ως θέμα διαπραγμάτευσης μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, αφού η κυβέρνηση Σημίτη αναγνώρισε «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές κ.α.». Με την Συμφωνία της Μαδρίτης, το 1997, η Αθήνα είχε ήδη αποδεχθεί τα νόμιμα και ζωτικά τουρκικά συμφέροντα στο Αιγαίο. Η κυβέρνηση Καραμανλή ορθώς αποδεσμεύθηκε από την Συμφωνία του Ελσίνκι για να μην τεθούν ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα υπό διαπραγμάτευση.
Ακόμη και οι «συστηματικές συνομιλίες» των περιόδων 2002–2004 και 2010–2012 δεν ευοδώθηκαν, παρ’ όλη την αισιοδοξία που επικρατούσε για μια πιθανή συμφωνία για τα χωρικά ύδατα και από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο. Όπως, όμως, υποστήριξε σε βιβλίο του Τούρκος διπλωμάτης που έλαβε μέρος στις συνομιλίες το 2002–2003, «οι Έλληνες διαστρέβλωσαν την διαδικασία προκειμένου να χειραγωγήσουν την κοινή τους γνώμη και να αποκτήσουν πολιτικό όφελος στην εσωτερική πολιτική σκηνή» [2], όπερ σημαίνει ότι οι Τούρκοι επέμειναν στις απόψεις τους και ότι οι Έλληνες πολιτικοί ήσαν έτοιμοι για υποχωρήσεις. Έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι η πολιτική του απόλυτου κατευνασμού δεν οδήγησε την Άγκυρα να σταματήσει ή να περιορίσει τις διεκδικήσεις της.
Σήμερα, εκτός από τον κύριο Σημίτη και άλλοι, από όλο το φάσμα της πολιτικής ζωής, κυρίως όμως από την αριστερά, άλλοι κεκαλυμμένα άλλοι όχι, είναι σήμερα υπέρ της διευθέτησης των διαφορών με την Τουρκία, όχι μόνο για την ελληνική υφαλοκρηπίδα αλλά θεωρούν ότι τώρα είναι η ευκαιρία να περιληφθεί και η διευθέτηση του Κυπριακού, έτοιμοι να υποκύψουν στις απαιτήσεις και τους εκβιασμούς της Τουρκίας. Πρέπει να ομολογηθεί ότι και η πλειοψηφία των Ελλήνων διπλωματικών που έχουν γνώση του Κυπριακού είναι υπέρ της συνεννόησης με την Τουρκία.
Έναντι της σχεδόν γενικής υποχωρητικότητας πρέπει να αντιληφθούμε ότι τα δεδομένα έχουν ανατραπεί και σήμερα είναι άκρως διαφοροποιημένα. Ας αρχίσουμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία είναι ο σημαντικότερος οικονομικός εταίρος της Τουρκίας.
Το γεγονός ότι η Κύπρος είναι ισότιμο πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το μεγαλύτερο της πλεονέκτημα, ανεξαρτήτως βαθμού ουσιαστικής βοήθειας από τα υπόλοιπα κράτη–μέλη της Ευρώπης. Τίποτα δεν μπορεί να στερήσει από την Κύπρο την ιδιότητα αυτή. Αν δε η Ευρωπαϊκή Ένωση αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και δεν δεχθεί να εξευτελίζεται ένα ισότιμο κράτος-μέλος της, έχει υποχρέωση να αντιδράσει και μάλιστα ουσιαστικά.
Ο πρόεδρος Αναστασιάδης υπαινίχθηκε την χρήση του δικαιώματος αρνησικυρίας (veto) έναντι των μελλοντικών σχέσεων Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας, ο δε πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Donald Tusk, με ανάρτησή του στο twitter δήλωσε: «Περιμένω από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να επιβεβαιώσει την πλήρη αλληλεγγύη του στην Κύπρο και την ετοιμότητά του να ανταποκριθεί κατάλληλα».
Ο υπουργός Εξωτερικών, Γ. Κατρούγκαλος, υποστήριξε πως για πρώτη φορά το προσχέδιο του κειμένου του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων μιλά για μέτρα εις βάρος της Τουρκίας σε περίπτωση που συνεχίσει τις παράνομες και προκλητικές της ενέργειες. Τα μέτρα δε, «μπορεί να είναι από απλά οικονομικά μέτρα, όπως πάγωμα κονδυλίων των προ-ενταξιακών, μέχρι και θέματα που αφορούν την διαδικασία της τελωνειακής ενώσεως». Γενικώς, όλες οι εκκρεμότητες μεταξύ Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Τουρκίας παραμένουν ανοικτές σε κυρώσεις. Συγχρόνως δε, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές καταδίκασαν τις κινήσεις της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ.
Μπορεί μεν οι καταδίκες αυτές να είναι σε επίπεδο θεωρίας, όμως δεν παύουν να έχουν την αξία τους. Η Ευρώπη εισέρχεται στο παιγνίδι και -αν δεν επιθυμεί να ταπεινώνεται από μια μουσουλμανική χώρα- είναι υποχρεωμένη να αντιδράσει για να διατηρήσει την αξιοπρέπεια και την αξιοπιστία της.
ΠΟΣΟ ΚΑΙ ΠΟΣΟΙ ΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ;
Οι ασχολούμενοι κατ’ επάγγελμα με τα διεθνή θέματα, καθηγητές, αναλυτές, στρατιωτικοί, κλπ. στην απαρίθμηση των κινήσεων στις οποίες προβαίνει ή ενδέχεται να προβεί η Τουρκία καθώς και τις κλιμακούμενες αντιδράσεις της Κύπρου και της Ελλάδας και στο πώς αναβαθμίζονται, είναι, σε τελευταία ανάλυση, απαισιόδοξοι και δέχονται πως, ό,τι και να συμβεί σχετικά με τα άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία, ο Erdoğan ενεργεί βάσει μακροχρόνιου σχεδιασμού και πάντοτε υλοποιεί τις απειλές του. Επίσης πιστεύουν, ότι τόσο οι Ευρωπαίοι όσο κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ουσιαστικά αδύνατον να εγκαταλείψουν την Τουρκία και ότι ενδέχεται να της επιτραπεί να δημιουργήσει ένα τετελεσμένο γεγονός (fait accompli) και να παρέμβουν εκ των υστέρων για να σταματήσει μια [ενδεχόμενη] σύρραξη πράγμα που σημαίνει ότι θα είμαστε οπωσδήποτε η χαμένη πλευρά.
Ας μην έχουμε αυταπάτες. Αν υλοποιηθεί το σενάριο αυτό, η Ελλάδα και η Κύπρος απεμπολούν όλα όσα δημιούργησαν τα τελευταία χρόνια, δηλ. την ανέλιξή τους σε κομβικούς παίκτες στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Μέση Ανατολή, και την αναγνώριση όχι μόνο από της Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και από τα κράτη της Ανατολικής Μεσογείου, του κεντρικού ρόλου τους στην εξόρυξη και μεταφορά του φυσικού αερίου και των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου στην Ευρώπη, η οποία θα παύσει να έχει ως βασικό προμηθευτή την Ρωσία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Όμως, μέσα από παράνομη πράξη δεν μπορεί να παραχθεί δίκαιο. Η Τουρκία δεν ενδιαφέρεται για την νομιμότητα, αρκείται σε πράξεις έμπρακτης αμφισβήτησης με τάσεις μονιμοποίησης της παρουσίας της. Απώτερος σκοπός είναι να εξαναγκάσει την Λευκωσία και την Αθήνα σε υποχώρηση από τα εν εξελίξει ενεργειακά τους προγράμματα και την αποδοχή συνεκμετάλλευσης με τους όρους της Άγκυρας.
Η Κύπρος, αξιοποιώντας το θετικό περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον, προβαίνει σε συστηματική εκστρατεία ενημέρωσης σε όλα τα φόρα, αναφορικά με τις παραβιάσεις.
Ελλάδα και Κύπρος πρέπει εξ ίσου να συντηρούν το κλίμα δικαίου και παράλληλα να αναπτύσσουν στους εταίρους μας το τι ακριβώς διακυβεύεται στην Ανατολική Μεσόγειο πέραν της ασφάλειας τροφοδοσίας της Ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, και πώς οι κινήσεις της Τουρκίας υπονομεύουν τα συμμαχικά και γενικώς τα Ευρωπαϊκά συμφέροντα.
Είναι, όμως, η φοβική αυτή ανάλυση των τουρκικών προθέσεων ορθή; Ή μήπως ο Erdoğan δημιουργεί όλα αυτά τα επεισόδια και τις λεκτικές επιθέσεις για να παραμένει στον θρόνο του; Κατασκευάζει ένα πολιτικό κλίμα ούτως ώστε ο κόσμος αφ’ ενός να φανατίζεται αφ’ ετέρου να μην ασχολείται με τα καθημερινά του προβλήματα. Σ’ αυτό βέβαια βοηθά και η πολιτισμική ανικανότητα των Τούρκων.
Το πραξικόπημα του 2016 απελευθέρωσε ένα υπόγειο κύμα αντιαμερικανισμού που προϋπήρχε στην Τουρκία και ο Erdoğan εκμεταλλεύεται τα αντιδυτικά αισθήματα για να παραμείνει στην εξουσία. Με ή χωρίς τον Erdoğan, η Τουρκία προσβλέπει προς νέες αντιδυτικές συμμαχίες. Η Τουρκία, όπως κυβερνάται σήμερα από τον Erdoğan, ήδη θεωρείται κράτος παρίας (rogue state) και η αντιμετώπισή της γίνεται προοδευτικά ανάλογη.
Οι πρώην σύντροφοι του Erdoğan, ο πρώην πρόεδρος, Αμπντουλάχ Γκιούλ, ο πρώην πρωθυπουργός και υπουργός των Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, ο Bülent Arinç (πρώην Πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης) και ο Ali Babacan, πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, προχωρούν στην ίδρυση νέου συντηρητικού κόμματος που θα συγκεντρώσει τον ισλαμικό κόσμο, χαιρέτησαν την εκλογή του Ιμάμογλου ο οποίος εξελέγη Δήμαρχος της Κωνσταντινουπόλεως και ο οποίος -όπως όλα δείχνουν- θα είναι ο αντίπαλος του Erdoğan στις επόμενες προεδρικές εκλογές. Ούτως ή άλλως, η εθνικιστική ρητορεία τόσο του Erdoğan όσο και του «γκρίζου λύκου» Μπαχτσελί αποδοκιμάστηκαν εκκωφαντικά στις επαναληπτικές εκλογές.
Ο Erdoğan έχει ήδη αντιληφθεί ότι η αλλοπρόσαλλη πολιτική του οδηγεί την χώρα του σε μεγάλες περιπέτειες, τόσο στο εξωτερικό με τους συμμάχους του όσο και στο εσωτερικό με την κοινωνία, βλέπει την στροφή των συμπατριωτών του, όπως απέδειξε η πανηγυρική [επαν]εκλογή Ιμάμογλου, και προσπαθεί να αποσείσει τις ευθύνες του για την κατάσταση αυτή, καταλογίζοντας στον γαμπρό του, Berat Albayrak, υπουργό Οικονομίας, την ευθύνη για την δεινή οικονομική κατάσταση που ευρίσκεται η χώρα, καθώς και στον υπουργό Εσωτερικών, Süleyman Soylu, για την σκληρή πολιτική στο εσωτερικό.
Από ό,τι διαφαίνεται, η πολιτική του Ιμάμογλου θα είναι διαμετρικά αντίθετη από του Erdoğan, η οποία απεδείχθη άκρως αποτυχημένη.
Εάν η Ελλάδα και η Κύπρος δεν αντισταθούν δυναμικά στην επιθετική πολιτική Erdoğan όπως απαριθμείται πιο πάνω, υποχωρήσουν στις πιέσεις της Τουρκίας και αρχίσουν συνομιλίες, είτε για την ΑΟΖ της Κύπρου είτε για συνεκμετάλλευση της ΑΟΖ του Αιγαίου, θα επέλθει άμεσα η κατάρρευση του αφηγήματος της δυνατής Ελλάδας, της ηγέτιδας δύναμης των Βαλκανίων.
Σε περίπτωση συμφωνίας για λύση του Κυπριακού ή για συνεκμετάλλευση του Αιγαίου αποδεκτής από την Τουρκία, η Ελλάδα ρισκάρει να καταντήσει δορυφόρος της Τουρκίας, η δε Κύπρος, σε μερικά χρόνια, θα τουρκοποιηθεί. Όπως έχω γράψει και στο παρελθόν, σε περίπτωση συνέχισης των συνομιλιών με το υπάρχον σκηνικό, δηλ. επί τη βάσει Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ), η Κύπρος θα καταστεί υποχείρια και η πέμπτη φάλαγγα της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι δε Ελληνοκύπριοι είτε θα την εγκαταλείψουν είτε θα ραγιαδοποιηθούν.
Σε περίπτωση που η Ελλάδα ενδώσει στις απαιτήσεις της Τουρκίας, κινδυνεύει να καταντήσει σε μικρό χρονικό διάστημα ένα πολυπολιτισμικό κράτος με σταδιακή αυτονόμηση των μωαμεθανών της Κομοτηνής. Ήδη γίνεται επιτυχής προσπάθεια ενοποίησής τους υπό το νέο αμιγώς τουρκικό Κόμμα Ισότητας, Ειρήνης και Φιλίας (ΚΙΕΦ) που ελέγχεται από το τουρκικό Προξενείο. Τα ελληνικά κοινοβουλευτικά κόμματα για να εξασφαλίζουν τις ψήφους των Μουσουλμάνων συμπολιτών μας, αναγκάζονται πολλές φορές σε απαράδεκτες εθνικές υποχωρήσεις. Ενδεχομένως δε να υπάρξει και σύμπραξη του ΚΙΕΦ με το Ουράνιο Τόξο σε μελλοντικές εκλογές.
Κίνδυνος αιωρείται επίσης από τις αθρόες ελληνοποιήσεις Μωαμεθανών μεταναστών οι οποίοι απ’ ό,τι φαίνεται, προτιμούν τώρα να αιτούνται ασύλου στην Ελλάδα αντί να επιδιώκουν την μετακίνησή τους στην Ευρώπη. Η δε συγκέντρωση χιλιάδων παράτυπων μεταναστών στα νησιά μας ενδέχεται να δημιουργήσουν προβλήματα σε δεδομένη συγκυρία καθώς, επίσης, και να προκαλέσουν «ήπια άλωση».
Η Τουρκία που ξέρουμε είναι απαιτητική, φιλόδοξα ηγεμονική, επίμονη, επιθετική και όσο της δίδεται χώρος και χρόνος οι απαιτήσεις της μεγαλώνουν τόσο στην Κύπρο όσο και στο Αιγαίο, και όχι μόνο. Προς το παρόν, και στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, πρέπει να υπολογίζουμε ότι η Τουρκία θα διατηρήσει μια κατά το μάλλον ή ήττον επιθετική πολιτική ανεξαρτήτως ηγεσίας, και πρέπει να είμαστε ανάλογα προετοιμασμένοι.
Για να αποφευχθούν όλα τα πιο πάνω που θα επισυμβούν αν υπάρξει υποχώρηση στις απαιτήσεις της Τουρκίας χωρίς αντιστάσεις, η στάση μας και οι αντιδράσεις μας πρέπει να είναι πολύ πιο αποφασιστικές και δυναμικές απ’ ότι σήμερα. Δεν πρέπει να υπάρξει εφησυχασμός στην εξασφάλιση εξοπλισμών, έστω και αν η Τουρκία αλλάξει πολιτική. Η Τουρκία είναι αναθεωρητική δύναμη που θέλει να άρχει στην περιοχή, επομένως θα εξοπλίζεται συνεχώς και εφ’ όσον το πράττει είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθούμε, έστω και αν είμαστε «φίλοι».
Η ΑΝ. ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΚΑΙ Η ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ
Ουδείς αμφιβάλλει ότι η Τουρκία είναι ένα μεγάλο κομβικό κράτος 80 εκατ. κατοίκων που διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ και που οι Ηνωμένες Πολιτείες κυρίως αλλά και άλλα μέλη του ΝΑΤΟ δεν θα ήθελαν να αποξενώσουν. Πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες για να παραμείνει η Τουρκία στο Δυτικό στρατόπεδο είναι διατεθειμένοι να «θυσιάσουν» την Κύπρο ή και την Ελλάδα.
Η άποψη αυτή που ακόμη διαθέτει οπαδούς, κυρίως από το διπλωματικό και πολιτικό κατεστημένο της Αμερικής, διαφοροποιείται και αλλάζει με μεγάλη ταχύτητα. Η Τουρκία με την αλαζονεία που την διακρίνει είχε φθάσει στο σημείο να πιστέψει ότι θα μπορούσε να αποκτήσει τους Ρωσικούς S-400 και συγχρόνως τους αμερικανικούς Patriot διατηρώντας παράλληλα την συμμετοχή της στο πρόγραμμα των F-35, όπου συμμετέχει από το 1997. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σήμερα κάθετα αντίθετες στην αγορά αυτή και η αμερικανική βουλή έχει σταματήσει την πώληση των τελευταίων τύπου F-35 stealth αεροπλάνων εφ’ όσον η αγορά του ρωσικού πυραυλικού συστήματος ολοκληρωθεί, όπως όλες οι πληροφορίες και ενδείξεις δείχνουν. Το Πεντάγωνο ήδη ανέστειλε την εκπαίδευση των Τούρκων πιλότων.
Τα ευρήματα στην Κυπριακή ΑΟΖ έχουν πλέον ενταχθεί στον γενικότερο στρατηγικό σχεδιασμό των Ηνωμένων Πολιτειών και σε συνδυασμό με τα ευρήματα στην Αιγυπτιακή και Ισραηλινή ΑΟΖ εκτιμάται ότι μπορεί να βοηθήσουν στην ενεργειακή επάρκεια των χωρών αυτών, που είναι οι βασικοί πυλώνες της αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή, εκτός του ότι, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι δυνατόν να αποτελέσει και την εναλλακτική επιλογή για την μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από την Ρωσία.
Αυτό είναι ένα από τα ισχυρά επιχειρήματά μας που γίνονται κατανοητά από την Ουάσιγκτον, η οποία θεωρεί ότι η επιστροφή της αμερικανικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή έχει στόχο την ανάσχεση της επέκτασης της επιρροής της Ρωσίας πρωτίστως αλλά και του Ιράν στην ευαίσθητη αυτή περιοχή.
Η πιο σοβαρή εξέλιξη στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών – Κύπρου είναι η άρση του εμπάργκο στην πώληση όπλων στην Κύπρο, η οποία ίσχυε από το 1987 επί Προεδρίας Carter. Παρ’ όλο που ο πρόεδρος Αναστασιάδης εμφανίζεται αρνητικός στην εξέλιξη αυτή επειδή απαγορεύει τον ελλιμενισμό πολεμικών πλοίων της Ρωσίας στο νησί με την δικαιολογία ότι υποστηρίζει το καθεστώς Assad [3] και είναι απρόθυμος να εφαρμόσει τις σχετικές πρόνοιες της CAATSA [4], επικρατεί η εντύπωση ότι η δημόσια αντίθεσή του οφείλεται στο ότι δεν θέλει να εμφανιστεί ότι επιλέγει πολιτική κατά των συμφερόντων του Κρεμλίνου καθώς επίσης και να μην ερεθίσει τους Κύπριους αριστερούς οπαδούς του ΑΚΕΛ. Όμως, η εφαρμογή των προνοιών του CAATSA θα απαγορεύσει απολύτως την σύγχρονη χρήση των S-400 και των F-35, ανεξαρτήτως των καθησυχασμών του Trump προς τον Erdoğan, εφ’ όσον, όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, η Τουρκία εξυπηρετεί απροκάλυπτα πλέον την στρατηγική και τα συμφέροντα του αντίπαλου αυτού της Ουάσινγκτον.
Τα οικονομικά και ενεργειακά συμφέροντα της Τουρκίας είναι συνδεδεμένα με ομφάλιο λώρο με την Ρωσία, ιδίως τώρα που η Ευρώπη έχει επιβάλει εμπάργκο λόγω Ουκρανίας. Η σχέση Τουρκίας – Ρωσίας έχει γίνει ακόμη πιο στενή μετά την συμφωνία για την αγορά του αμυντικού πυραυλικού συστήματος S-400 και την συμφωνία για την κατασκευή του πυρηνικού σταθμού στο Akkuyu, στον κόλπο της Μερσίνης, 50 ναυτικά μίλια βόρεια της κατεχόμενης Κύπρου, που προγραμματίζεται να λειτουργήσει το 2023. Το πυρηνικό εργοστάσιο θα είναι συμπαραγωγή της τουρκικής κρατικής εταιρείας TPAO [5] και της Ρωσικής Rosatom.
Παρ’ όλο που στο παρελθόν είχε επιτραπεί σε τρίτες χώρες όπως η Φινλανδία και η Γιουγκοσλαβία του Τίτο να αποκτήσουν αμερικανικό εξοπλισμό που να συνυπάρχει με οπλισμό άλλων χωρών, στην παρούσα συγκυρία [και τεχνολογία] οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν δέχονται την συνύπαρξη διότι γνωρίζουν ότι οι Ρώσοι θα ανακαλύψουν τα «μυστικά» των stealth και θα διαμορφώσουν τους S-400 πυραύλους ούτως ώστε «να αναγνωρίζουν» τα αεροπλάνα αυτά. Η δε Menendez-Rubio Act είναι πολύ πιο σκληρή από αρχαιότερες νομοθεσίες.
Στην πρόσφατη συνάντηση Erdoğan – Trump στο περιθώριο της συνάντησης των G-20, φαίνεται ότι ο Trump ακολουθώντας την γνωστή του μέθοδο διαπραγμάτευσης [6] άφησε να αιωρείται η ελπίδα ότι οι δύο χώρες θα τα βρουν, δηλ. και η αγορά των S-400 θα προχωρήσει και τα F-35 θα παραδοθούν εν καιρώ. Είναι πάρα πολύ αμφίβολο αν αυτό μπορεί να συμβεί, εν όψει των αυστηρότατων προνοιών της νέας νομοθεσίας.
Η πιο σοβαρή διαφορά των Ηνωμένων Πολιτειών με την Τουρκία είναι η συμμαχία της δεύτερης με το Ιράν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και η Δύση γενικότερα, βλέπουν τις εξελίξεις στον κόλπο του Ορμούζ ως καθοριστικές των σχέσεών τους με το Ιράν, και ετοιμάζονται να κτυπήσουν στρατιωτικά για να εξασφαλίσουν την ασφαλή διέλευση των πετρελαιοφόρων και γενικώς του πετρελαίου και του φυσικού αερίου προς την Δύση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ ποτέ δεν απεδέχθησαν την απομάκρυνση του Ιράν από το Δυτικό στρατόπεδο μετά την πτώση του Σάχη και την άνοδο του θεοκρατικού καθεστώτος.
Η Τουρκία όπως και η Ρωσία, είναι ήδη δεσμευμένες να στηρίξουν τον σύμμαχό τους στην Συρία, το Ιράν. Το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος, τα Εμιράτα πλην του Κατάρ μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες προετοιμάζουν το έδαφος και αναζητούν μια εύλογη δικαιολογία για να επιτεθούν στο Ιράν μετά τις επιθέσεις στον Κόλπο του Ορμούζ και μετά την αναγγελία ότι το Ιράν προχωρεί ολοταχώς στην παρασκευή εμπλουτισμένου ουρανίου που θα του επιτρέψει την κατασκευή πυρηνικής βόμβας.
Εν όψει των εξελίξεων αυτών, τόσο η Κύπρος όσο και η Ελλάδα με τις διευκολύνσεις και τα logistics που διαθέτουν, είναι απαραίτητες για την Δυτική συμμαχία. Στο χέρι μας είναι να προβάλουμε και να διαπραγματευθούμε την στρατηγική μας θέση και τα «προσόντα» μας στις εξελίξεις αυτές.
Ο Ελληνισμός υπήρξε το ανάχωμα της Δύσης κατά των Περσών από αρχαιοτάτων χρόνων –η γεωπολιτική αυτή πραγματικότητα δεν πρέπει να αγνοείται.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Ένα τελευταίο ζήτημα που απασχολεί και αντανακλά στις διαφορές μας με την Τουρκία είναι η δεινή οικονομική κατάσταση που έχει περιέλθει η Ελλάδα και η υποχρέωση που ανέλαβε, αφ’ ενός να πωλήσει τις εταιρείες της που κατείχαν μεγάλο μερίδιο αγοράς στις βαλκανικές χώρες και που προσέδιδαν αξιόλογη «ήπια ισχύ» (τις αγόρασαν Γερμανοί και Αυστριακοί), αφ’ ετέρου η υποθήκευση του πλούτου της Ελλάδος για σχεδόν έναν αιώνα στους δανειστές της. Αυτό σημαίνει ότι η οικονομία μας είναι αυστηρώς ελεγχόμενη για όλο αυτό το διάστημα. Λογικώς, οι εξοπλιστικές διαφορές με την Τουρκία θα βαίνουν διαρκώς διευρυμένες.
Αλλά υπάρχει και μια νότα αισιοδοξίας. Στα νότια της Κρήτης, στο Ιόνιο και στην περιοχή μεταξύ Κάσου–Καρπάθου–Ρόδου–Καστελόριζου, τα κοιτάσματα σχιστολιθικού πετρελαίου και φυσικού αερίου πιθανολογείται ότι ανέρχονται σε τριπλάσια ποσότητα από αυτά που έχουν βρεθεί στην Κύπρο, Αίγυπτο και Ισραήλ.
Εφ’ όσον εξαγγείλουμε την ΑΟΖ νοτίως της Κρήτης και δεν αφήσουμε την Τουρκία να διασπάσει την Λιβύη ούτως ώστε να την διαφεντεύει και να περιέλθει σε συμφωνία με το ανατολικό κομμάτι της Κυρηναϊκής για να ενώσει την ΑΟΖ της με την ΑΟΖ της Λιβύης, περιορίζοντας την ελληνική ΑΟΖ κατά πολύ, θα δικαιούμεθα να κάνουμε τους ακόλουθους υπολογισμούς.
Το Εθνικό Χρέος ανέρχεται σήμερα σε ποσό μεγαλύτερο των 342 δισ. ευρώ, ενώ ο ετήσιος προϋπολογισμός είναι στα 52 δισ. ευρώ. Οι μελέτες για τα πιθανά κοιτάσματα της ελληνικής ΑΟΖ ανέρχονται σε 27 τρισ. m2 χωρίς να έχουν ακόμη υπολογισθεί τα κοιτάσματα νότια των νήσων Κάσου, Καρπάθου-Ρόδου, Καστελόριζου, Ιονίου και Θερμαϊκού. Με τις τρέχουσες τιμές αγοράς, εφ’ όσον επαληθευθούν τα κοιτάσματα της Ελληνικής ΑΟΖ, τότε θα έχουμε έσοδα από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων σε διάστημα 10 χρόνων περίπου 7 τρισ. ευρώ
Πρέπει να χαραχθεί χωρίς καθυστέρηση μια εθνική ενεργειακή στρατηγική για να εκμεταλλευτούμε την μοναδική ευκαιρία που δίδεται στην Ελλάδα να πάρει την θέση που της αξίζει.
Η ενδεικνυόμενη λύση -εφ’ όσον αποκλειστεί ο πόλεμος- είναι να διασφαλίσουμε την συναίνεση των άλλων ενδιαφερομένων χωρών που συνορεύουν με την ελληνική ΑΟΖ και να προβούμε σε άμεση ανακήρυξή της. Εάν η Τουρκία διαφωνεί, τότε να πιεστεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες να υπογράψει συνυποσχετικό και να σταλεί η διαφορά είτε στο Διεθνές Δικαστήριο είτε σε Διεθνή Διαιτησία.
Οποιαδήποτε εγκατάλειψη της πάγιας θέσης τήρησης του Δικαίου της Θάλασσας και αποδοχή λύσης καθ’ υπέρβαση, θα μηδενίσει την αξιοπιστία μας και θα απολεσθεί η στήριξη της διεθνούς κοινότητας. Η προτεινόμενη αυτή λύση αφορά αποκλειστικά την Ελλάδα και όχι την Κύπρο.
Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι η μόνη που δικαιούται ΑΟΖ πέριξ της νήσου. Οποιαδήποτε επέμβαση σε οποιοδήποτε σημείο που δικαιωματικά τής ανήκει είναι παράνομη και καταδικαστέα άνευ ετέρου.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] Αιγιαλίτιδα ζώνη – ΑΟΖ – Υφαλοκρηπίδα: Προσοχή τώρα. Κώστας Σημίτης. Καθημερινή 09/06/2019.
[2] Ντενίζ Μπουλούκμπασι: 34 χρόνια στο Υπουργείο. 2011, 600 σελ. Εκδότης Doğan Kitap. Κεφάλαιο με τίτλο: Η διαδικασία μυστικών διαπραγματεύσεων περί θεμάτων Αιγαίου. Στην τουρκική. Καθημερινή 17/06/2019.
[3] Eastern Mediterranean Security and Energy Partnership Act of 2019 (the Menendez-Rubio Act).
[4] CAATSA: Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act – Public Law 115-44.
[5] TRAO – Turkiye Petrolleri Anonim Ortagligi. Ιδρύθηκε το 1954, διεξάγει έρευνες στον Εύξεινο Πόντο, εκμεταλλεύεται πηγές φυσικού αερίου στην Ανατολική Θράκη, έχει εγκαταστήσει τον αγωγό φυσικού αερίου Baku-Tsiblisi-Ceyhan.
[6] Εκτίθεται στο βιβλίο του “The Art of the Deal”. Αρχίζει με μαξιμαλιστικές απαιτήσεις και απειλές και καταλήγει να είναι διαλλακτικός και αφήνει να αιωρείται η ελπίδα ότι οι συνομιλητές θα «τα βρούνε». 1η έκδοση 1987.
Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ είναι Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω και πρόεδρος του American Hellenic Institute στην Ελλάδα.
foreignaffairs

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ