«Κάθε έθνος που θεωρεί πιο σημαντικές την ευκολία και την άνεση από την ελευθερία του,
θα χάσει σύντομα την ελευθερία του.
Και η ειρωνεία είναι, ότι σύντομα θα χάσει επίσης και τις ευκολίες και τις ανέσεις του.»
Σόμερσετ Μωμ (Βρετανός συγγραφέας)
Του Δημήτρη Βουλγαρίδη
Έχουν γραφεί και λεχθεί πολλά σχετικά με την κατοχή που μας έχουν επιβάλει οι διεθνείς τοκογλύφοι με σκοπό την λεηλασία της πατρίδας μας και αποτέλεσμα την εξαθλίωση του λαού. Η αλήθεια είναι ότι η πλειονότητα του λαού άργησε να το καταλάβει. Έτσι όταν κάποιοι μιλούσαν και έγραφαν για την επερχόμενη υποδούλωση, την αναμενόμενη εξαθλίωση μέχρι λιμοκτονίας και το επιδιωκόμενο ξεπούλημα της χώρας, αντιμετωπίστηκαν από μεγάλη μερίδα του λαού σαν απαισιόδοξοι, υπερβολικοί, δυσάρεστοι, ίσως και ενοχλητικοί.
Όμως πολύ σύντομα σχεδόν όλοι είδαν το εισόδημά τους να μειώνεται. Ένιωσαν την ανεργία προσωπικά ή σε ανθρώπους τής οικογένειας ή φίλους. Παρατήρησαν τη μεθοδική κατάργηση κάθε εργασιακού και ασφαλιστικού δικαιώματος. Βρέθηκαν ουσιαστικά ανασφάλιστοι, σε ασφαλιστικά ταμεία ερείπια. Θυμήθηκαν παλιούς “φίλους”, που επανέρχονται να αρπάξουν ότι δεν κατάφεραν στο παρελθόν.
Ακόμα, παρακολούθησαν τη σύμπραξη των εγχώριων νεοταξιτών με σκοπό την παράδοση της πατρίδας τους. Κατάλαβαν τον ρόλο των προπαγανδιστών στον επηρεασμό του λαού. Συνειδητοποίησαν το επίπεδο των πολιτικών. Ανακάλυψαν τη συνεισφορά του πολιτικού συστήματος στο κατάντημα της χώρας και στο άνοιγμα της πόρτας στις κατοχικές δυνάμεις. Είδαν να αυξάνονται οι λιποθυμίες μαθητών από την πείνα στα σχολεία και τη νεοταξίτικη κομπανία να τους βρίζει και να τους λοιδορεί, με στόχο να καλλιεργήσει και συναισθήματα ενοχής, από πάνω.
Θύμωσαν, με αυτούς που μια προικισμένη χώρα την κατάντησαν κουφάρι και παγκόσμιο ρεντίκολο. Οργίστηκαν, όταν είδαν τους ίδιους ανθρώπους, κολλημένους στο κουφάρι της χώρας σαν βδέλλες, να θέλουν τάχα να τη σώσουν. Εξοργίστηκαν, όταν έμαθαν ότι στη χώρα που αυξάνεται η ανεργία, οι άστεγοι και οι αυτοκτονίες, αυξήθηκαν οι κρατικές επιχορηγήσεις στα κόμματα.
Αντιλήφθηκαν, με βίαιο τρόπο, ότι δεν υπάρχει μέλλον σε ένα λαό που ο καθένας ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του και βλέπουν, καθημερινά πλέον, την εξαθλίωση να προχωρά σε όλο και μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού.
Σήμερα λοιπόν ο λαός, στην πλειονότητα του, έχει συνειδητοποιήσει την κατάσταση και έχει πειστεί για το μέλλον που του επιφυλάσσουν. Είναι λιγοστοί πια οι αφελείς που πιστεύουν ότι η κατάσταση θα καλυτερεύσει και ταλαντεύονται ακόμα παγιδευμένοι στα διλλήματα που θέτουν νεοταξίτες πολιτικοί και καθεστωτικά μέσα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης.
Ξεφεύγοντας όμως από τις απειλές και τα διχαστικά διλλήματα, που οι αντιπρόσωποι των τοκογλύφων θέτουν συνέχεια στο λαό, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το κεντρικό πρόβλημα, δηλαδή την εξεύρεση λύσεων και τρόπων αντίδρασης στα συγκεκριμένα πραγματικά προβλήματα.
Αυτό λοιπόν που μπορούμε να διακρίνουμε είναι ότι όλοι αυτοί που αισθάνονται την ανάγκη να αντιδράσουν – και είναι πια πάρα πολλοί – δεν έχουν ενιαία αντίληψη της κατάστασης, ούτε συμφωνούν σε κάποιες βασικές αρχές. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεγάλο μέρος του λαού δεν έχει ακόμα κατανοήσει ότι το σημερινό καθεστώς μπορεί να αυτοαποκαλείται δημοκρατία, αλλά στην πραγματικότητα διατηρεί επιφανειακά μόνο μερικά χαρακτηριστικά της και στην ουσία έχει ολιγαρχικό χαρακτήρα. Φυσικά ο ίδιος τρόπος δόμησης εξουσίας διατηρείται και στο σύνολο των πολιτικών κομμάτων.
«Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες·
αυτή ‘ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή,
όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος.
Αντέχεις;»
Νίκος Καζαντζάκης (Έλληνας συγγραφέας)
Ακόμα λοιπόν δεν έχει γίνει πεποίθηση στο σύνολο του Ελληνικού λαού ότι δεν μπορούν να υπάρξουν λύσεις χωρίς συλλογική προσπάθεια. Δυστυχώς, βλέπουμε πολλούς να αναζητούν λύσεις μεσσιανικού τύπου, περιμένοντας άλλους να βρουν τις λύσεις, να κάνουν ενέργειες, να δώσουν το σύνθημα, να τραβήξουν μπροστά. Για να το πούμε απλά, κάποιοι άλλοι «να βγάλουν το φίδι από την τρύπα».
Σε κάποιο παρακλάδι της παραπάνω άποψης ανήκουν αυτοί που επιθυμούν λύσεις έξω από τα πλαίσια της δημοκρατίας. Το ονομάζω παρακλάδι γιατί οι αρχές, της παραπάνω βασικής άποψης, παραμένουν στο ακέραιο. Μάλιστα οι πιο προχωρημένοι αυτής της άποψης – με βάση το νόμο του Lynch – ονειρεύονται κρεμάλες και εκτελέσεις. Ίσως θυμικά η άποψη μπορεί να αιτιολογηθεί, αλλά προφανώς αυτοί που την εκφράζουν δεν έχουν σκεφτεί αν σε ένα τέτοιο περιβάλλον θα συνεχίσουν να εκφράζονται ελεύθερα οι όποιες απόψεις; Ίσως δεν έχουν μελετήσει τα ιστορικά παραδείγματα που καταδεικνύουν ποιες δυνάμεις επικρατούν τελικά και σε ποια κατάσταση καταλήγει ο λαός, σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Αξίζει πάντως προσοχής ότι οι συγκεκριμένες σκέψεις εκφράζονται σε ιστολόγια υπό μορφή ανωνύμων σχολίων σε μια εποχή που κανένας δεν εκτελείται ούτε απαγχονίζεται για τις απόψεις του.
Όμως σκόπιμα καλλιεργείται η πεποίθηση στο λαό ότι στη Δημοκρατία κανείς δεν τιμωρείται …ότι είναι στοιχείο της Δημοκρατίας το δίχτυ προστασίας που προστατεύει κάθε δωσίλογο και κάθε απατεώνα. Ενώ αντίθετα, η Δημοκρατία είναι αυτή που έχει τη δύναμη να τιμωρεί, αλλά και τις διαδικασίες να αποτρέπει την επανάληψη αυτών των φαινομένων και συγχρόνως εξασφαλίζει την ελεύθερη έκφραση και την ισότιμη συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι στη σημερινή μας αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν ισχύει καμία από τις αρχές και διαδικασίες της αρχαίας Αθηναϊκής Δημοκρατίας.
Έτσι λοιπόν, πολλοί βάλουν εναντίον της δημοκρατίας ενώ δεν την γνωρίζουν. Αυτό βέβαια είναι φυσιολογικό, αφού πρώτα το Σύνταγμα :
· Κατοχύρωσε την προνομιακή μεταχείριση και ατιμωρησία υπουργών και βουλευτών.
· Εξασφάλισε την ασυδοσία του πολιτικού προσωπικού, αφού δεν θεσμοθέτησε τον έλεγχο από τους πολίτες (ελέγχειν), ούτε βεβαίως καθόρισε την έννοια της πολιτικής ευθύνης για πολιτικές πράξεις που βλάπτουν την κοινωνία των πολιτών (ευθύνειν).
· Φρόντισε για την παντελή απουσία θεσμών συμμετοχής των πολιτών στην άσκηση της εξουσίας.
· Στέρησε τη νομοθετική δυνατότητα από τους πολίτες.
· Ακρωτηρίασε την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης με τον διορισμό τής ηγεσίας της από την κυβέρνηση.
· Παρεμπόδισε την ανανέωση της πολιτικής ζωής, αφού τα κόμματα του κοινοβουλίου εξασφαλίζουν προνομιακή χρηματοδότηση και προβολή, ενώ ταυτόχρονα διαπλέκονται με τράπεζες και ΜΜΕ, αποκλείοντας ουσιαστικά κάθε νέα πολιτική κίνηση. (1)

