«Η ιστορία είναι φιλοσοφία μέσω παραδειγμάτων»
ΤΟΣΟΝ ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΓΙΑ ΣΗΜΕΡΑ ΤΑ ΣΟΦΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ.
Αποσπασματικές πληροφορίες.
Πηγή: Γεωργίου Τερτσέτη Απαντα, «Απόλογα για τον Καποδίστρια», τόμος Γ΄, σελ. 240-242.
Ενδεικτικά.
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης το 1828, επισκέφθηκε τον Ιωάννη Καποδίστρια στην Αίγινα. Ακολουθούν πιο κάτω μερικά ενδεικτικά λόγια, που είπε ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας στον υποψήφιο δολοφόνο του. Είναι διδακτικά και επίκαιρα για τις δύσκολες στιγμές που περνά ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ σήμερα, που είναι υποψήφιος, για νέες προδοσίες και από τους έσωθεν και από τους έξωθεν ολετήρες της Ελλάδας, οι οποίοι πρέπει να λάβουν υπ΄όψιν ότι …..
«Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του.» ( Γ. Ρίτσος )
«Πρὶν τὰ πατήσω τὰ χώματα τὰ ἑλληνικά, καὶ ἀφοῦ ἦλθα καὶ εἶδα τὸ ἐβεβαιώθηκα, εἶναι καιροὶ ποὺ πρέπει νὰ φοροῦμε ὅλοι ζώνη δερματένια, καὶ νὰ τρῶμε ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριο εἶδα πολλὰ εἰς τὴ ζωὴ μου, ἀλλὰ σὰν τὸ θέαμα ὅταν ἔφθασα ἐδῶ εἰς τὴν Αἴγινα, δὲν εἶδα τὶ παρόμοιο ποτέ, καὶ ἄλλος νὰ μὴν τὸ ἰδεῖ προεῖδα μεγάλα δυστυχήματα διὰ τὴν πατρίδα ἂν ἐσεῖς δὲν θὰ εἶσθε σύμφωνοι μαζὶ μου καὶ ἐγὼ μὲ ἐσᾶς.
‘Ζήτω ὁ Κυβερνήτης μας, ὁ σωτήρας μας, ὁ ἐλευθερωτὴς μας’, ἐφώναζαν γυναῖκες ἀναμαλλιάρες, ἄνδρες μὲ λαβωματιὲς πολέμου, ὀρφανὰ γδυτά, κατεβασμένα ἀπὸ τὲς σπηλιές δὲν ἦτον τὸ συναπάντημὰ μου φωνὴ χαρᾶς, ἀλλὰ θρῆνος ἡ γῆ ἐβρέχετο ἀπὸ δάκρυα ἐβρέχετο ἡ μερτιὰ καὶ ἡ δάφνη τοῦ στολισμένου δρόμου ἀπὸ τὸ γιαλὸ εἰς τὴν Ἑκκλησία ἀνατρίχιαζα, μοῦ ἔτρεμαν τὰ γόνατα, ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ ἔσχιζε τὴν καρδιὰ μου μαυροφορεμένες, γέροντες, μοῦ ἐζητούσαν νὰ ἀναστήσω τοὺς ἀποθαμένους τους, μανάδες μοῦ ἔδειχναν εἰς τὸ βυζὶ τὰ παιδιὰ τους, καὶ μοῦ ἔλεγαν νὰ τὰ ζήσω, καὶ ὅτι δὲν τοὺς ἀπέμειναν παρὰ ἐκεῖνα καὶ ἐγώ, καὶ μὲ δίκαιο μοῦ ἐζητούσαν ὅλα αὐτά, διότι ἐγὼ ἦλθα καὶ ἐσεῖς μὲ προσκαλέσατε νὰ οἰκοδομήσω, νὰ θεμελιώσω κυβέρνησιν, καὶ κυβέρνησις καθὼς πρέπει, ζεῖ, εὐτυχεῖ τοὺς ζωντανοὺς ἀνασταίνει τοὺς ἀποθαμένους διατὶ διορθώνει τὴ ζημία τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀδικίας δὲν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, ζεῖ τὸ ἔργο του, καρποφορεῖ, ἂν ὁ διοικητὴς εἶναι δίκαιος, ἂν τὸ κράτος ἔχει συνείδηση, εὐσπλαγχνία, μέτρα σοφίας.
[…] Ποῦ τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ ἔθνους; Ἀκούω, ἐπουλήσατε καὶ τὴ δεκατιὰ τοῦ φετεινοῦ ἔτους, πρὶν ἀκόμα σπαρθεῖ τὸ γέννημα· ὁ τόπος εἶναι χέρσος, σπάνιοι οἱ κάτοικοι, σκόρπιοι εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰ σπήλαια· τὸ δημόσιο εἶναι πλακωμένο ἀπὸ δύο ἑκατομμύρια λίρες στερλίνες χρέος, ἄλλα τόσα ζητεῖτε οἱ στρατιωτικοί, ἡ γῆ εἶναι ὑποθηκευμένη εἰς τοὺς Ἄγγλους δανειστάς· ἀνάγκη νὰ τὴν ἐλευθερώσομε με τὴν ἴδια ἀπόφαση, ὡς θὰ τὴν ἐλευθερώσομε καὶ ἀπὸ τὰ ἄρματα τοῦ Κιουτάγια καὶ τοῦ Αἰγυπτίου.
.-Δὲν λυποῦμαι, δὲν ἀπελπίζομαι· προτιμῶ αὐτὸ τὸ σκῆπτρο τοῦ πόνου καὶ τῶν δακρύων, παρὰ ἄλλο·
Ὁ Θεὸς μοῦ τό ’δωσε, τὸ παίρνω, θέλει νὰ μὲ δοκιμάσει· εἶμαι ἀπὸ τὴ φυλή σας· εἰς ἕνα μνῆμα μαζὶ με σᾶς θὰ θαφτῶ· ὅ,τι ἔχω, ζωή, περιουσία, φιλίες εἰς τὴν Εὐρώπη, κεφάλαια γνώσεων, ἀποκτημένα ἀπὸ τόσα θεάματα καὶ ἀκροάματα συμβάντων τοῦ κόσμου τῆς ἡμέρας μου, τὰ ἀφιερώνω εἰς τὴν κοινὴν πατρίδα, ἄς ὑψώσω τὸ μεγαλεῖον της, ὥστε ὅποιος θελήσει δυσκόλως νὰ τὸ ταπεινώσει, στερεωμὲνο εἰς ρίζες ἀρετῆς εἶναι ἀκαταμάχητο.
Ἐκάμετε ἔργα πολεμικὰ ἀθάνατα. Βασιλεῖς καὶ ἔθνη σᾶς ἐπαίνεσαν, ἀλλά πίστευσέ μου, διὰ πολυετίαν ἀκόμη ἡ ζώνη τοῦ προδρόμου πρέπει νὰ εἶναι στολισμός μας, ὄχι χρυσοΰφαντη χλαμύδα. Ὡς οἱ παλαιοὶ ἥρωες ἢ βασιλεῖς τῆς Ἑλλάδος πρέπει να φυτεύομε δένδρα, νὰ ἀνοίγομε δρόμους, νὰ παλεύομε μὲ τὰ θηρία τοῦ δάσους, νὰ δέσομε τὴν κοινωνία μας μὲ νόμους συμφώνους μὲ τὸ ἔθνος μας· οὔτε ὀπίσω, οὔτε ἐμπρὸς τοῦ καιροῦ μας· μὴ μοῦ ζητεῖτε ζωγραφίες πολύτιμες εἰς οἰκοδόμημα ἀκόμη ἀτελείωτο. Μέτρο μας καὶ ἄστρο, εἰς δεινὰ ἑλληνικὰ θεραπεία ἑλληνικὴ. Mὲ τὸ στόμα μας, ὄχι ὡς χειρουργοὶ τῆς Εὐρώπης κόβοντας, ἀλλὰ μὲ τὸ στόμα μας νὰ βυζαίνομε τὸ ἔμπυο τῆς Πατρίδος μας, διὰ νὰ τὴ γιάνομε.
Ἄν δὲν μᾶς ἀποστραφεῖ ὁ μεγαλοδύναμος καὶ ἀξιωθοῦμε τὴν εὐλογία του, τὰ ἀκροθαλάσσιά μας θὰ στολισθοῦν ἀπὸ εὔμορφες πολιτεῖες, ἡ σημαία ἡ Ἑλληνικὴ θὰ δοξάζεται εἰς τὰ πελάγη, ἥμερα δένδρα θὰ ἀνθίζουν εἰς τὰ ἄγρια βουνά, καὶ οἱ ἐρημιὲς θὰ πληθύνουν ἀπὸ κατοίκους – καὶ ὄχι εἰς τὲς ὄψιμες ἡμέρες τῶν ἀπογόνων ὅσα σοῦ προλέγω, ἀλλὰ ἐσὺ θὰ τὰ ἰδεῖς ποῦ ‘σαι νέος θὰ ζήσεις καὶ θὰ γεράσεις. Ἕνα μόνο φοβοῦμαι πολὺ καὶ μὲ δέρνει ὑποψία, τρέμω τὴν ἀπειρία σας. Ἄν ἡ νέα κυβέρνησις τύχει νὰ συμπορευθεί μὲ συμφέροντα ξένων δυνάμεων- ἐπειδὴ κάθε τόπος ἔχει χωριστὰ τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς του, τὸν νόμο τῆς εὐτυχίας του -, ἂν πλανεθεῖ ὁ ἑλληνισμὸς σας καὶ σηκωθεῖ σκοτάδι μεταξὺ μας, ὥστε ἐσεῖς νὰ μὴ διαβάζετε εἰς τὴν καρδίαν μου, θολωθοῦν καὶ μὲ οἱ ὀφθαλμοί, ποῖος ἠξεύρει; Ποῦ θὰ πᾶμε; Τὶ θὰ γενοῦμε;
Ἐτινάξετε τὸ καβούκι τῶν ἀλλοφύλων, ἀλλ’ οἱ πλεκτάνες τῆς διπλωματίας ἔχουν κλωστὲς πλανήτριες, φαρμακερές, κλωστὲς θανάτου, ἄφαντες, καὶ ἐσεῖς δὲν τὲς ἐννοεῖτε. Κατεβαίνω πολεμιστὴς εἰς τὸ στάδιον, θὰ πολεμήσω ὡς κυβέρνησις, δὲν λαθεύομαι, τὸν ἔρωτα τῶν προνομίων ποὺ εἶναι φυτευμένος εἰς ψυχὲς πολλῶν, τὰ ὀνειροπολήματα τῶν λογιωτάτων ξένων πρακτικῆς ζωῆς, τὸ φιλύποπτο, κυριαρχικὸ καὶ ἀνήμερο ἀλλοεθνῶν ἀνδρῶν.
«Ω,παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε πατρίδ’, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων` νυν υπέρ πάντων αγών».