Η Ελληνική Μεραρχία στην Κύπρο (1964-67): μία πικρή ιστορία και μία κάθετη τομή στον ιστορικό χρόνο

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Κίμωνος του Αθηναίου, για τα Ιστορικά Θέματα

Τον Νοέμβριο του 1967, η δικτατορία των Αθηνών  υπέκυψε στις πιέσεις των Η.Π.Α. και στις τουρκικές απειλές, προέταξε την σταθερότητα του δικτατορικού καθεστώτος απέναντι στο εθνικό συμφέρον, και συμφώνησε να αποσύρει άμεσα από την Κύπρο την ενισχυμένη μεραρχία που είχε αποσταλεί την Άνοιξη του 1964 από την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου. Η Ελληνική Μεραρχία  Κύπρου είχε σταλεί στο Νησί για να διασφαλίσει την άμυνα της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία κλυδωνιζόταν από τις διακοινοτικές ταραχές του χειμώνα 1963-64, την de facto διχοτόμηση του νησιού και τις τουρκικές απειλές για στρατιωτική επέμβαση. Η πικρή και σύντομη ιστορία της Μεραρχίας αυτής συμπυκνώνει με άριστο τρόπο την πνιγηρή ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης περιόδου στο Κυπριακό (1960-1974) και αποτελεί μία εξαιρετική επιτομή της ελληνικής (ελλαδίτικης και ελληνοκυπριακής) κακοδαιμονίας στη διαχείρισή του εθνικού θέματος. Είναι μία πληγή πού κάποιοι προσπαθούν να ξεχάσουν και κάποιοι να «ξεθωριάσουν», ταυτόχρονα όμως αποτελεί και μία βαθιά κάθετη τομή στον ιστορικό χρόνο.

Το σημείωμα αυτό θα διατρέξει τα γεγονότα της περιόδου εκείνης αλλά η στόχευσή του είναι διαφορετική από τα περισσότερα σχετικά κείμενα: το επίκεντρο είναι η ίδια η Μεραρχία Κύπρου, ο πιό άτυχος στρατιωτικός σχηματισμός της Ελληνικής ιστορίας. Η κάθοδός της και η ταπεινωτική της απόσυρση συνιστούν γεγονότα τεράστιας σημασίας, μεγαλύτερης από αυτή που συνήθως τους αποδίδεται. Και ο απόηχος της παραμονής της στο Νησί είναι – νομίζουμε – ένα καλό εργαλείο για την ερμηνεία πολλών πτυχών του Κυπριακού στην ταραγμένη πορεία προς την εισβολή του 1974.

Η Κυπριακή Δημοκρατία από το 1960 έως το 1963

Θα ανασκοπήσουμε εν τάχει το χρονολόγιο, κυρίως για τους νεώτερους αναγνώστες που συνήθως έχουν μία ασαφή και λανθασμένη εικόνα του χρονικού της προ της εισβολής του 1974  περιόδου. Η Κυπριακή Δημοκρατία γεννήθηκε το 1960 ως το «ατελές» αποτέλεσμα του τετράχρονου αντιαποικιακού αγώνα της ΕΟΚΑ που διεξήχθη με αίτημα την αυτοδιάθεση των Κυπρίων και την Ένωση με την Ελλάδα. Στο νέο κράτος αποδόθηκε ένα έντονα δυσλειτουργικό Σύνταγμα το οποίο ήταν σαφέστατα σχεδιασμένο ώστε τα δικαιώματα αρνησικυρίας (veto) της Τουρκοκυπριακής μειονότητας του 18% να παραλύουν κατά το δοκούν τη λειτουργία του Κράτους. Μετά από τρία χρόνια προβληματικής λειτουργίας του Κυπριακού Κράτους, στις 30 Νοεμβρίου του 1963 και εν μέσω ακυβερνησίας στην Ελλάδα[1], χωρίς καμιά συνεννόηση με την Ελλαδική πολιτική σκηνή, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος πρότεινε την αναθεώρηση του Κυπριακού Συντάγματος σε 13 σημεία. Με την κίνηση αυτή, ο Αρχιεπίσκοπος έδωσε την αφορμή που ανέμενε η Τουρκοκυπριακή πλευρά για να δημιουργήσει κλίμα όξυνσης ώστε να αναδειχθεί ο ρόλος της Τουρκίας ως «προστάτιδος» των Τουρκοκυπρίων. Γνωρίζουμε πλέον πως ο Αρχιεπίσκοπος έπεσε στην παγίδα των Βρετανών που τον «ενεθάρρυναν» μέσω του Ύπατου Αρμοστή, οδηγώντας τον σε ένα μεγάλο λάθος,  που αφ’ ενός θυμίζει την παγίδευση πολλών ηγετών αργότερα από τις «Μεγάλες Δυνάμεις», αφ’ ετέρου υποβαθμίζεται – μέχρι εξαφανίσεως – στα πρόσφατα ιστορικά και πολιτικά κείμενα για το Κυπριακό. Η πολιτική κρίση που προέκυψε από την άρνηση των Τουρκοκυπρίων να συζητήσουν τις προτάσεις, εξελίχθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες σε «θερμή» σύρραξη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων: τα αιματηρά επεισόδια που συνήθως διαβάζει ο αναγνώστης ως «διακοινοτικές ταραχές» ξεκίνησαν στις 23 Δεκεμβρίου του 1963 και γρήγορα επεκτάθηκαν σε μεγάλο μέρος της Λευκωσίας και σε άλλα σημεία στο νησί.

Ας σημειωθεί εδώ πως η Κυπριακή Δημοκρατία δεν διέθετε Στρατό στο τέλος του 1963: το Σύνταγμα προέβλεπε μικτό Στρατό 2000 ανδρών, ο οποίος δεν συγκροτήθηκε ποτέ λόγω διαφωνιών και αρνησικυρίας του Τουρκοκυπρίου Υπουργού Αμύνης. Στην Κύπρο στάθμευαν, βάσει των συμφωνιών, η Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) και η Τουρκική Δύναμη Κύπρου (ΤΟΥΡΔΥΚ), δυνάμεως 950 και 650 ανδρών αντιστοίχως, που ήταν και τα μοναδικά συγκροτημένα στρατιωτικά τμήματα στο νησί. Τα αιματηρά επεισόδια της περιόδου εκείνης διεξήχθησαν μεταξύ ατάκτων ενόπλων Ελληνοκυπριακών και Τουρκοκυπριακών ομάδων, με επίκεντρο την Λευκωσία. Η φωτογραφία που έχουμε  συλλέξει από σχετικό άρθρο στο διαδίκτυο είναι  εύγλωττη.

1%25CE%25B1

Figure 1  Χειμώνας 1963-64: Ελληνοκύπριοι ακροβολισμένοι σε συνοικία της Λευκωσίας.

H τουρκική πλευρά, σαφώς πιο «έτοιμη», αντέδρασε άμεσα. Η ΤΟΥΡΔΥΚ εξήλθε του στρατοπέδου της και κατέλαβε καίρια σημεία στο νησί, ενώ αντίστοιχες ενέργειες έγιναν και από τους ενόπλους Τουρκοκυπρίους. Κατελήφθησαν στρατηγικά σημεία ζωτικής σημασίας,  όπως το Φρούριο του Αγίου Ιλαρίωνα, ενώ απεκόπη και η οδός Λευκωσίας-Κυρηνείας. Για όσους γνωρίζουν στοιχειωδώς το χρονικό των επιχειρήσεων του Αττίλα Ι τον Ιούλιο του 1974, η σημασία των κινήσεων αυτών ήταν καθοριστική. Η Τουρκία παρενέβη και απείλησε με χρήση στρατιωτικής βίας για την «προστασία» της Τουρκοκυπριακής μειονότητας. Η Ελλάδα, βυθισμένη σε πολιτική αναταραχή, αντέδρασε με «σημειολογικές» κινήσεις, άνευ ιδιαίτερης σημασίας, για την τόνωση του ηθικού των Ελληνοκυπρίων  (υπέρπτηση ελληνικών μαχητικών στον ουρανό της Λευκωσίας, έξοδος της ΕΛΔΥΚ από το στρατόπεδο και «περιήγηση» στη Λευκωσία με πατριωτικά τραγούδια, κτλ). Με παρέμβαση των Βρετανών, τα επεισόδια σταμάτησαν και χαράχθηκε η περίφημη «Πράσινη Γραμμή» ως όριο διαχωρισμού των δύο κοινοτήτων στον χάρτη.

Η κάθοδος της Ελληνικής Μεραρχίας (1964)

Με τη λήξη της ταραγμένης αυτής περιόδου, το Νησί είχε de factoδιχοτομηθεί. Αυτό είχε επισυμβεί με την απόσυρση των Τουρκοκυπρίων σε συγκεκριμένους θύλακες στο Νησί, στους οποίους σταδιακά «απαγορεύθηκε» η είσοδος της Αστυνομίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργήθηκαν παράλληλες δομές διοίκησης της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Επι πλέον, με τη βοήθεια Τούρκων αξιωματικών που άρχισαν να πληθύνονται – εισερχόμενοι στο νησί ως απλοί στρατιώτες της ΤΟΥΡΔΥΚ ή και παράνομα – άρχισε η συγκρότηση και εκπαίδευση ενόπλων Τουρκοκυπριακών τμημάτων και η δημιουργία οχυρωματικών έργων. Στην Αθήνα, αλλά και στην Λευκωσία, έγινε φανερό πως η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί επέβαλλε την αμυντική θωράκιση της Κύπρου. Αποφασίστηκε η αποστολή στην Κύπρο ενός ελληνικού τμήματος δυνάμεως Μεραρχίας και η παράλληλη συγκρότηση της Εθνικής Φρουράς που θα στελεχωνόταν με Ελλαδίτες αξιωματικούς. Η Εθνική Φρουρά, άρχισε να συγκροτείται τον Ιούνιο του 1964, σχεδόν ταυτόχρονα με την έναρξη της καθόδου της Ελληνικής Μεραρχίας (Μάιος 1964) αλλά φυσικά, χρειαζόταν χρόνος μέχρι να εξελιχθεί σε αξιόμαχο στρατό.

Στην Ελλάδα, η συγκρότηση της Μεραρχίας δημιούργησε κλίμα ενθουσιασμού στους στρατιωτικούς που ήταν ενήμεροι. Η μονάδα στελεχώθηκε σε μεγάλο βαθμό από αξιωματικούς αλλά και στρατιώτες που εθελοντικά προσφέρονταν να υπηρετήσουν στην Κύπρο. Η ανάμνηση του λαμπρού αντιαποικιακού αγώνα της ΕΟΚΑ ήταν ζωντανή στην Ελληνική κοινωνία, ενώ δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από την περίοδο που η Αθήνα μετρούσε νεκρούς σε διαδηλώσεις για το Κυπριακό (κάτι που έχει ξεχαστεί σχεδόν τελείως, τόσο στην Ελλάδα αλλά ιδίως στην Κύπρο). Η μνήμη του Καραολή, του Δημητρίου, του Παλληκαρίδη, του Μάτση και των άλλων ηρώων της ΕΟΚΑ ήταν έντονη ενώ ήταν γνωστό πως παλλόταν ακόμη το αίτημα των Κυπρίων για την Ένωση με την Ελλάδα. Η κάθοδος της Μεραρχίας ξεκίνησε την 7η Μαίου 1964 και μέχρι την 20ηΟκτωβρίου του ιδίου έτους είχαν μεταφερθεί στο Νησί περίπου 8500 άνδρες. Η δομή της Μεραρχίας περιλάμβανε τρία Συντάγματα Πεζικού, δύο Μοίρες Καταδρομών και δύο Ίλες Αρμάτων.

2

Figure 2 Από την κάθοδο της Μεραρχίας

Για το πώς πήγε «μυστικά» η Μεραρχία στην Κύπρο, έχουν γραφτεί πολλά. Παρά τα όσα έχουν ειπωθεί πρόσφατα, το εγχείρημα δεν πρέπει να έγινε αντιληπτό από τους Τούρκους – δυσκολεύεται κανείς να πιστέψει πως μία χώρα που απειλεί στρατιωτική επέμβαση δέχεται αδιαμαρτύρητα τη στρατιωτική ενίσχυση του στόχου των απειλών της. Σίγουρα όμως, η συγκρότηση και η κάθοδος της Μεραρχίας έγινε εν γνώσει – και με τις «ευλογίες» – των «προστατών» της μετεμφυλιακής Ελλάδας, Βρετανών και Αμερικανών. Είναι σίγουρο πως η παρουσία ενός ισχυρού Ελλαδίτικου σχηματισμού στην Κύπρο ήταν συμβατή με τα συμφέροντα του Δυτικού κόσμου που δεν έβλεπε με καλό μάτι τις πολιτικές ακροβασίες του Αρχιεπισκόπου με την Σοβιετική Ένωση και τους Αδεσμεύτους – ας μη λησμονεί ο αναγνώστης πως βρισκόμαστε στο 1964, μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου και μόλις δύο χρόνια από την κρίση της Κούβας, όταν η Ανθρωπότητα έφτασε πολύ κοντά στο κατώφλι του πυρηνικού ολέθρου. Μία προσεκτική και νηφάλια παρουσίαση του θέματος της Μεραρχίας Κύπρου μπορεί ο αναγνώστης να βρεί στο άρθρο του Καθηγητή Άγγελου Συρίγου «Η Μεραρχία της Κύπρου 1964-67 και οι Μεγάλες Δυνάμεις»[2], από όπου έχουμε αντλήσει τα αριθμητικά και χρονολογικά στοιχεία.

Η επίκληση των διεθνών ψυχροπολεμικών ισορροπιών από την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου για την εξασφάλιση της συναίνεσης των Δυτικών «συμμάχων» στην μετάβαση και παραμονή της Μεραρχίας στην Κύπρο, είναι απόλυτα τεκμηριωμένη ιστορικά. Και έχει συγκεντρώσει πληθώρα επικρίσεων, κάποιες από τις οποίες αρθρώνονται με δομημένο και τεκμηριωμένο τρόπο και κάποιες εμφανώς ιδεοληπτικά. Ωστόσο, βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι  κάποιοι φρίττουν με το γεγονός της ΝΑΤΟικής συγκατάβασης στην αποστολή της Μεραρχίας, στην ίδια περίοδο που διαβάζουμε πως η Ελλάδα απελευθερώθηκε από την Οθωμανική τυραννία με την Ναυμαχία του Ναυαρίνου (και όχι από τα Δερβενάκια, το Μεσολόγγι, ή τα πυρπολικά του Κανάρη), και άρα ίσως πρέπει να αναθεωρήσουμε το εθνικό μας εορτολόγιο σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τους ξένους που μας «ελευθέρωσαν». Οι ίδιοι που επικρίνουν τον Γ. Παπανδρέου επειδή χρησιμοποίησε την ψυχροπολεμική υστερία της περιόδου εκείνης (χωρίς να σημαίνει πως δεν υπάρχουν «σκιές» σε μία τέτοια κίνηση), ταυτόχρονα μπορεί να παραληρούν με τον «μεγάλο παίκτη» Ελ. Βενιζέλο που έστελνε ένα εκστρατευτικό σώμα στη Μεσημβρινή Ρωσία να πολεμήσει τους επαναστατημένους Μπολσεβίκους, για να πάρει την έγκριση της αποστολής Ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.

Η συγκρότηση της άμυνας της Κύπρου (1964-67)

Το μεγαλύτερο μέρος του 1964 είναι πραγματικά «πυκνό» σε γεγονότα, σε βαθμό που είναι δύσκολο ακόμη και να τα αναφέρουμε, χωρίς να ξεστρατίσει το σημείωμα αυτό από την βασική του στόχευση.  Οι συνεχείς τουρκικές απειλές για στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο οξύνθηκαν στις αρχές Ιουνίου, οπότε και εκδηλώθηκε αμερικανική παρέμβαση με την γνωστή επιστολή του Προέδρου Τζόνσον στον Τούρκο Πρόεδρο Ι. Ινονού – ας σημειωθεί και η μαρτυρία του Β. Λυσσαρίδη πως, με πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, είχε υπάρξει και παρέμβαση του Σοβιετικού ηγέτη Νικήτα Χρουστσώφ. Τον Αύγουστο του 1964 διεξήχθησαν οι μάχες της Τηλλυρίας, στις οποίες θυσιάστηκαν 60 Ελλαδίτες και Κύπριοι, μαχόμενοι για την αποτροπή διεύρυνσης του θύλακα Κοκκίνων-Μανσούρας που θα ήταν οδηγός για αποβατική ενέργεια των Τουρκικών δυνάμεων. Παράλληλα, παρουσιάστηκαν οι διάφορες εκδοχές του Σχεδίου Άτσεσον και ήλθαν στην επιφάνεια με έντονο τρόπο οι αντιθέσεις Αθηνών και Λευκωσίας.

Στο διάστημα αυτό, η Κυπριακή άμυνα είχε σημαντικά ενισχυθεί. Στην Κύπρο πλέον στάθμευαν: η ΕΛΔΥΚ (η δύναμη της οποίας είχε ανέλθει σε 1200 άνδρες), η Ελληνική Μεραρχία καθώς και η Εθνική Φρουρά που σταδιακά καθίστατο υπολογίσιμη δύναμη. Στο Νησί κατέβηκε και ο Στρατηγός Γρίβας, ο οποίος ετέθη επικεφαλής της αμύνης της Κύπρου, σε ένα όμως ελαφρώς δαιδαλώδες σχήμα διοίκησης που αντανακλούσε τις αμφίπλευρες επιφυλάξεις Αθηνών-Λευκωσίας και την αμοιβαία δυσπιστία (δείτε εδώ μία σύντομη περιγραφή).

Η αντιμετώπιση της Μεραρχίας από την Κυπριακή κοινωνία

Η παρουσία της Ελληνικής Μεραρχίας και η παράλληλη συγκρότηση της Εθνικής Φρουράς, ενίσχυσαν το αίσθημα ασφάλειας του Κυπριακού Ελληνισμού[3]. Ήδη τον Σεπτέμβριο του 1964, μετά τα «θερμά» γεγονότα της Μανσούρας, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αισθανόταν ότι μπορεί να φέρει αντιρρήσεις στην αντικατάσταση μέρους της ΤΟΥΡΔΥΚ, «εκνευρίζοντας» την Τουρκία (αλλά και την Ελληνική Κυβέρνηση, που αισθανόταν πολλές φορές ότι σύρεται από τις επιλογές του Προέδρου της Κύπρου).  Αναφέραμε ήδη τη διπλωματική Αμερικανική πρωτοβουλία του 1964 που οδήγησε σε διάφορα σχέδια λύσης του Κυπριακού, για τα οποία υπάρχει μεγάλη και ενδιαφέρουσα συζήτηση, την οποία είναι αδύνατον να συμπεριλάβουμε εδώ, έστω και ακροθιγώς. Είναι βέβαιο πως, από κάποιο χρονικό σημείο και μετά, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και η περί την ισχυρή προσωπικότητά του Κυπριακή πολιτική elite, άρχισε να βλέπει με δυσαρέσκεια την παρουσία μίας ισχυρής στρατιωτικής δύναμης την οποία δεν ήλεγχε και την οποία θεωρούσε περισσότερο ως εν δυνάμει εργαλείο πραξικοπηματικής επιβολής λύσεων, στις οποίες θα ήταν αντίθετη. Επί πλέον, για το πάντα ισχυρό στην Ελληνοκυπριακή κοινωνία και ακραιφνώς φιλοσοβιετικό ΑΚΕΛ, η Ελλάδα ήταν κυρίως μία ΝΑΤΟική χώρα και άρα η παρουσία της Μεραρχίας ήταν «κόκκινο πανί». Ο απόηχος αυτής της δυσανεξίας σημαντικού μέρους της Κυπριακής πολιτικής σκηνής αλλά και της Κυπριακής κοινωνίας προς την Ελληνική Μεραρχία, είναι πολύ έντονος ακόμη και στις μέρες μας, πενήντα (!) χρόνια μετά την άφιξή της στην Κύπρο και μπορεί να την ανιχνεύσει κανείς πολύ εύκολα με μία αναζήτηση στο διαδίκτυο. Ενδεικτικά:

Ο κ. Γιαννάκης Ομήρου της ΕΔΕΚ, πρώην Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας, γράφει σε άρθρο της 21/4/2020, με τίτλο H 21η Απριλίου και η τραγωδία της Κύπρου: «Τα στρατευμένα παιδιά της Ελλάδας που στάληκαν από μια κοινοβουλευτική Κυβέρνηση, με εντολή να αποτελέσουν την εμπροσθοφυλακή του Έθνους σε περίπτωση εξωτερικής επέμβασης, στην ουσία μετατράπηκαν σε όργανα προπαρασκευής συνωμοσιών που θα επέτρεπαν την επιβολή σχεδίων εθνικά καταστροφικών για τον Κυπριακό Ελληνισμό». Επισημαίνω την διατύπωση, και ας την κρατήσει ο αναγνώστης για τη συνέχεια του σημειώματος: δεν είναι τα επιτελεία και οι κυβερνήσεις, αλλά τα «στρατευμένα παιδιά της Ελλάδας» που έγιναν «όργανα προπαρασκευής συνωμοσιών».

Ο κ. Τάκης Τσαγγάρης υπήρξε Λοχαγός του Εφεδρικού Σώματος που δημιουργήθηκε την άνοιξη του 1973 για να αντιπαρατεθεί στην ΕΟΚΑ Β’. Το 2011, στην εκπομπή του Κ. Βαξεβάνη για τον Φάκελο της Κύπρου, ο κ. Τσαγγάρης κατηγόρησε τους Ελλαδίτες αξιωματικούς που κατέβαιναν στην Κύπρο την περίοδο 1964-67  για «αισχρή»  (αυτή τη λέξη χρησιμοποιεί) συμπεριφορά έναντι των Κυπρίων, σε τέτοιο βαθμό «αισχρότητας» ώστε να μεταστραφεί το ενωτικό αίσθημα των Κυπρίων που ήταν (κατά την παραδοχή του) καθολικό. Συμβουλεύουμε τον αναγνώστη να κρατήσει τον χαρακτηρισμό αυτό και να τον εχει στο μυαλό του όταν θα διαβάζει λίγο παρακάτω στο σημείωμά μας. Για την πληρότητα της συζήτησης, να επισημάνουμε πως ήδη το Φθινόπωρο του 1964, οι  Ελλαδίτες αξιωματικοί στην Κύπρο μετρούσαν 3 νεκρούς στο Κυπριακό έδαφος: ο Υπολοχαγός των Καταδρομών Ν. Παπαγεωργίου είχε πέσει μαχόμενος τον Αύγουστο στις μάχες της Τηλλυρίας, ενώ τον Μάιο είχαν δολοφονηθεί από ενόπλους Τουρκοκυπρίους στην παλαιά πόλη της Αμμοχώστου ο Ταγματάρχης του Πεζικού Δ. Πούλιος και ο Λοχαγός του Μηχανικού Β. Καποτάς, ενώ στο ίδιο επεισόδιο είχε βαριά τραυματιστεί ο Λοχαγός του Πεζικού Π. Ταρσούλης.

Ο κ. Μακάριος Δρουσιώτης, σε εκπομπή στο ΡΙΚ,  δηλώνει – σχεδόν αυτολεξεί – πως είναι μύθος ότι η Μεραρχία ήλθε στην Κύπρο για να ενισχύσει την άμυνα σε περίπτωση τουρκικής εισβολής, αλλά ήλθε μόνο για να «ελέγξει την εσωτερική κατάσταση  στο Νησί». Κατά τα λεγόμενα του κ. Δρουσιώτη στην εκπομπή, η διάταξη στρατοπέδευσης της Μεραρχίας παραπέμπει ξεκάθαρα σε αστυνομική και όχι σε αμυντική αποστολή, ενώ – πάλι κατά τα λεγόμενά του – η δραστηριότητα και τα σχέδια της Μεραρχίας δεν είχαν καμία σχέση με την αμυντική προπαρασκευή για την απόκρουση τουρκικής ενέργειας στις ακτές[4].   Ας κρατήσει και αυτές τις παρατηρήσεις ο αναγνώστης στο μυαλό του, και ίσως να εξηγούν καλύτερα από οτιδήποτε άλλο, αυτά που θα διαβάσει παρακάτω. Ωστόσο, ας κάνουμε ένα μικρό πρωθύστερο στην αφήγησή μας, πιστεύω πως θα είναι χρήσιμο στον αναγνώστη. Τον Νοέμβριο του 1967, στις ημέρες της κρίσης και ενώ είχε διατυπωθεί το τουρκικό τελεσίγραφο για την απόσυρση της Μεραρχίας, ο πρέσβης της Κύπρου στην Αθήνα Ν. Κρανιδιώτης, παλαιός συνεργάτης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και προσωπικός φίλος του, έδινε αγώνα στην Αθήνα για να αποτρέψει αυτό που τελικά έγινε. Στη συνάντηση της 25ης Νοεμβρίου, είπε στον Υπουργό Εξωτερικών Π. Πιπινέλη πως «η Ελληνική Μεραρχία πρέπει να παραμείνει σαν μία εγγύηση για την ασφάλεια του νησιού. Η απομάκρυνσή της θα ισοδυναμούσε με πράξη προδοσίας!» (Ν. Κρανιδιώτη, Ανοχύρωτη Πολιτεία, σελ. 469-470).  Θα πρέπει να υποθέσουμε πως ο Ν. Κρανιδιώτης, ο τόσο έμπειρος διπλωμάτης και αγωνιστής,  ήταν επιρρεπής στην κατανάλωση «μύθων» και δεν είχε την ικανότητα να «αναγνώσει»  – όπως ο κ. Δρουσιώτης – την πραγματική αποστολή της Μεραρχίας από τη διάταξη των στρατοπέδων της. [Περισσότερα σχόλια επ’ αυτού, στην παραπάνω υποσημείωση].

Είναι δύσκολο να αποφανθεί κάποιος ακριβοδίκαια για το τι ακριβώς συνέβαινε στο παρασκήνιο, εκεί που λαμβάνονταν οι αποφάσεις. Η προσωπική μου εντύπωση είναι πως η Μεραρχία συγκροτηθηκε και κατέβηκε στην Κύπρο για να ενισχύσει την άμυνα του Νησιού. Σταδιακά όμως, η αντιπαράθεση των ελληνικών κυβερνήσεων με τον Αρχιεπίσκοπο[5], έφερε σκέψεις, αλλά και σχέδια, για την επιβολή σχεδίων που θα τον εύρισκαν αντίθετο ή/και για την πραξικοπηματική ανατροπή του. Σε κάθε περίπτωση πάντως – και μιάς και η ενότητα εδώ αφορά στη σχέση της Μεραρχίας με την κυπριακή κοινωνία –  τα όσα διάβασε και άκουσε ο αναγνώστης παραπάνω, γραμμένα μισό αιώνα μετά την παραμονή της Μεραρχίας στην Κύπρο, είναι – νομίζω – απολύτως ενδεικτικά του τι συνέβη εκείνη την περίοδο. Ας αφήσουμε να μας το περιγράψει ο αείμνηστος Σάββας Παύλου (1951-2016) από το ιστολόγιό του:

Η Κύπρος ακόμη να ζητήσει συγγνώμη επισήμως, τόσο εκ μέρους της κυπριακής κυβέρνησης όσο και εκ μέρους των διαφόρων οργανωμένων συνόλων της, για την απαράδεκτη στάση και συμπεριφορά απέναντι στην ελληνική μεραρχία του 1964-1967, που κράτησαν αρκετοί φορείς, άτομα και συσπειρώσεις αυτής της περιόδου.

Στο Εναλλακτικό Φεστιβάλ, το 1985, στο άλσος της νέας Σμύρνης, σε εκδήλωση για το Κυπριακό, μίλησα για τις εθνικές διαστάσεις του θέματος και την ανάγκη τόσο η επίσημη Ελλάδα όσο και ο ελληνικός λαός να αντιμετωπίσουν την Κύπρο σαν χώρο δικό τους, χώρο ελληνικό, που πρέπει να υπερασπιστούν από τον τουρκικό επεκτατισμό. Μετά το τέλος της εισήγησης με πλησίασε ένας σαρανταπεντάρης, ο οποίος με οργή προσπάθησε να ανατρέψει τα επιχειρήματά μου. Πώς εσείς ζητάτε τη συμπαράστασή μας, αφού δεν θέλετε την Ελλάδα και μισάτε τους Έλληνες, τους αντιμετωπίζετε σαν εχθρούς; Στην έκπληξή μου για τα λόγια του, απάντησε: Ήμουν στρατιώτης στην Κύπρο το 1966, με τη μεραρχία, και η στάση σας ήταν απαράδεκτη, εχθρική και προσβλητική. Και ανέφερε διάφορα παραδείγματα πρωτάκουστης εχθρὀτητας, που πιστεύω ότι ήταν αλήθεια. Δεν διέψευσα τα λόγια του, του τόνισα απλώς ότι, και αν έχουν συμβεί αυτά, σημασία έχει να αλλάξουμε αυτήν τη νοοτροπία της καχυποψίας και ανταγωνιστικότητας και ότι ο κυπριακός ελληνισμός έχει κάνει αρκετά βήματα προς το θετικότερο, τα χρόνια μετά την εισβολή.

Αυτή η συζήτηση ανέσυρε από τη μνήμη μου διάφορα σχετικά επεισόδια. Καταθέτω εδώ δύο μαρτυρίες- εμπειρίες που, παρά τις επικαλύψεις, έμειναν ανεξίτηλες. Στη γενέτειρά μου, το 1965 περίπου, δύο μελη της ελληνικής μεραρχίας εδάρησαν ανηλεώς για ασήμαντη αφορμή και όλη η κοινότητα, όλες οι πολιτικές της αποχρώσεις, εκτός από μεμονωμένα άτομα, συσπειρωμένη επικροτούσε και συμφωνούσε για την «τιμωρία». Ήμουν κοντά, όταν τους επιτέθηκαν, και η ανάμνηση της σκηνής εκδιπλώνει κάτι το τρομοκρατικό και το αποτρόπαιο.  Αν συγχωρώ τον μεγάλο μου αδελφό, για διάφορες πολιτικές του θέσεις και επιλογές σήμερα, είναι γιατί τότε, μεσα σε μια φανατική συσπείρωση της κοινότητας απέναντι στους «ξένους», τόνισε ότι αυτός υποστηρίζει τα παιδιά της μεραρχίας που ήρθαν από την Ξάνθη και την Ήπειρο, για να υπερασπιστούν την Κύπρο, και εμείς τους συμπεριφερόμστε  με ανεπίτρεπτο τρόπο.

Τον επόμενο χρόνο, το κατηγορητήριο εναντίον της μεραρχίας είχε πάρει μορφή επιδημίας. Θυμάμαι τα απογεύματα, στο λεωφορείο της γραμμής Λευκωσία – Κοκκινοτριμιθιά, τη δράση του ημιέμμισθου ινστρούχτορα του Α.Κ.Ε.Λ. που η συμπεριφορά του είχε πάρει προκαθορισμένες, τυποποιημένες διαγραφές. Επιβιβαζόταν στη στάση του Αγίου Δομετίου και ύστερα από μερικές συνηθισμένες κουβέντες για τον καιρό και τις εξελίξεις, σιωπούσε μέχρι το ανήφορο μπροστά από το στρατόπεδο της ΕΛ.ΔΥ.Κ. Μόλις φτάναμε εκεί, ξεκινούσε το κατηγορητήριο εναντίον της μεραρχίας, ανέφερε και σχολίαζε διάφορα γεγονότα που σχετίζονταν με αυτήν και συνέβησαν σε διάφορα χωριά της Κύπρου. Η φωνή του σιγά σιγά μεταβαλλόταν σε λαρυγγισμούς, με μόνιμη επωδό: Να φύγουν από την Κύπρο, Να φύγουν από την Κύπρο.

Αν κάποιος επιχειρηματολογούσε εναντίον των θέσεών του, αυτός δεν έχανε καιρό με απόψεις και αντεπιχειρήματα. Έριχνε ένα σαρκαστικό-κοροϊδευτικό γέλιο ότι στο τέλος αυτοί θα «πειράξουν και τις γυναίκες μας», και όλοι σιωπούσαν,  γιατί όποιος τολμούσε να συνεχίσει σημαίνει ότι το δεχόταν και αυτό. Το «προοδευτικό», και άλλα ηχηρά παρόμοια, κόμμα της Κύπρου καλλιεργούσε τον έσχατο τοπικισμό και επαρχιωτισμό, για να περάσει τις θέσεις του στο εθνικό θέμα. Οχυρωμένο πίσω από το τελευταίο εσώρουχο της Κύπριας γυναίκας επέβαλλε τη γραμμή του στο Κυπριακό.

[Μεραρχία Συγγνώμη, οι υπογραμμίσεις στο κείμενο είναι δικές μας]

Τρέφω τεράστια αγάπη για το «χρυσοπράσινο φύλλο» και αισθάνομαι ένα σφίξιμο στο στομάχι κάθε φορά που διαβάζω το κείμενο του αξέχαστου Σάββα Παύλου. Τα όσα περιγράφει όμως, δεν είναι καινούργια σε εμάς τους Ελλαδίτες: όσοι είναι άνω των πενήντα ετών, σίγουρα έχουν ακούσει δυσάρεστες ιστορίες από Ελλαδίτες που υπηρέτησαν τη στρατιωτική τους θητεία, παλαιότερα στην Κύπρο.  Ευτυχώς, αυτά φαίνεται να ανήκουν στο παρελθόν, σήμερα η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Τα όσα έγιναν τότε, τα έχει σκεπάσει η σκόνη του χρόνου, χωρίς όμως να έχει επουλώσει την πληγή τελείως. Κάθε φορά όμως που θυμάμαι την ιστορία της Μεραρχίας, σχεδόν συνειρμικά μου έρχεται στο νού ένα περιστατικό που έχω κάποτε διαβάσει, αλλά δεν θυμάμαι πού. Δεν το βρήκα, όσο κι αν έψαξα. Αξίζει να το αναφέρω – ίσως αλλοιώνω κάποιες λεπτομέρειες, αλλά σίγουρα όχι την ουσία του.

Στις ημέρες του Αττίλα Ι, πολλοί Κυρηνειώτες Ελληνοκύπριοι κατέφευγαν στο ξενοδοχείο Dome της Κυρήνειας, το οποίο είχε μετατραπεί σε καταφύγιο για Βρετανούς επισκέπτες της Κηρύνειας αλλά και ντόπιους Ελληνοκυπρίους. Οι δυνάμεις του ΟΗΕ είχαν μαζέψει στο ξενοδοχείο αυτό και άλλους ξένους που είχαν εγκλωβιστεί στην περιοχή. Ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους, ένα Κυρηνειώτης που φώναζε και ολοφυρόταν για την καταστροφή που έβλεπε να εκτυλίσσεται. Κάποια στιγμή, ένας Βρετανός reporter του είπε: “Why do you shout? You had your chances!”.

Τα γεγονότα της Κοφίνου και η απόσυρση της Μεραρχίας

Τον Νοέμβριο του 1967, συνέβησαν τα γεγονότα της Κοφίνου που έμελλε να σφραγίσουν την τύχη της Κύπρου. Η Εθνική Φρουρά διατάχθηκε να συνδράμει την Αστυνομία στην περιοχή Κοφίνου – Αγ. Θεοδώρων, όπου ένοπλοι Τουρκοκύπριοι «απαγόρευαν» με πυρά και φυσικά εμπόδια τη διέλευση αστυνομικών περιπόλων. Επεισόδια τέτοιου είδους δεν ήταν σπάνια εκείνη την περίοδο, συνήθως όμως διευθετούνταν με παρέμβαση της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ. Τελικά, σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε μία στρατιωτική επιχείρηση στις 15 Νοεμβρίου 1967, η οποία κατέληξε σε ευρείας έκτασης επεισόδιο με 2 νεκρούς από ελληνικής πλευράς και 22 νεκρούς Τουρκοκυπρίους, κάποιοι από τους οποίους ήταν άμαχοι. Από ελληνικής πλευράς διαπράχθηκαν ακρότητες, απόλυτα αδικαιολόγητες, ιδίως για επιχείρηση συντεταγμένου τμήματος[6].

3

Figure 3 Ελληνοκύπριοι Εθνοφρουροί στην επιχείρηση Κοφίνου

Η αντίδραση της Τουρκίας ήταν άμεση. Πέραν των διπλωματικών ενεργειών, απείλησε με άμεση στρατιωτική επέμβαση στέλνοντας πολεμικά πλοία πέριξ της Κύπρου ενώ τα τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη πετούσαν συνεχώς πάνω από τη Λευκωσία. Εστάλη τελεσίγραφο στην Ελλάδα, ενώ οι δηλώσεις των Τούρκων αξιωματούχων ήταν εμπρηστικές και τα καθημερινά συλλαλητήρια στις τουρκικές πόλεις απαιτούσαν πολεμική σύρραξη με την Ελλάδα. Η Washington έστειλε τον Σάυρους Βάνς στην περιοχή για να αποσοβήσει τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, ενώ ο Στρατηγός Γρίβας ανακλήθηκε στην Αθήνα. Η κυβέρνηση των Συνταγματαρχών, προσπαθώντας να ανταπεξέλθει στην πίεση των ΗΠΑ αλλά και να διατηρήσει τον έλεγχο στο εσωτερικό, διόρισε στις 20 Νοεμβρίου Υπουργό Εξωτερικών τον Π. Πιπινέλη, από τους «Ηρακλείς» του «Ατλαντισμού» στην Ελλάδα και εμβληματική μορφή του ελληνικού ενδοτισμού. Η Τουρκία απαίτησε φορτικά την απόσυρση της Μεραρχίας από την Κύπρο και ο Πιπινέλης το αποδέχθηκε αμέσως, ενώ τελικά το αποδέχθηκε και η δικτατορική κυβέρνηση.  Οι παραστάσεις του πρέσβη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα Ν. Κρανιδιώτη προς τον Π. Πιπινέλη, και το αίτημά του για παραμονή της Μεραρχίας και ενίσχυση των δυνάμεων στην Κύπρο, ουδέν αποτέλεσμα έφεραν. Η δικτατορική κυβέρνηση των Αθηνών αποδέχθηκε το τουρκικό τελεσίγραφο σχετικά γρήγορα και μέχρι τέλους Νοεμβρίου είχε ήδη συμφωνήσει να αποσύρει τη Μεραρχία.

Ο Π. Πιπινέλης φέρεται στις πηγές να επιχειρηματολογεί σε διάφορες φάσεις των διεργασιών, και απέναντι σε διαφορετικούς συνομιλητές, υπερ της απόσυρσης της Μεραρχίας. Τα επιχειρήματα που επιστρατεύει εκείνες τις ημέρες είναι η πάση θυσία αποφυγή ελληνοτουρκικού πολέμου επειδή θα καταρρεύσει το ΝΑΤΟ (!)[7] και η εξοικονόμηση οικονομικών πόρων, μιάς και η στάθμευση της Μεραρχίας στην Κύπρο ήταν πολυδάπανη ….

Η είδηση της αποδοχής του τουρκικού τελεσιγράφου για την απόσυρση της Μεραρχίας, προκάλεσε σοκ στην ελληνική κοινωνία. Ο Γ. Παπανδρέου σάρκασε πως «Η Φαυλοκρατία[8] έστειλε τον Στρατόν του Εθνους εις την Κύπρον και η Στρατοκρατία τον φέρνει πίσω».  Η Figaro έγραψε πως «Είναι απίστευτη η ταχύτητα με την οποία η Ελλάδα έσπευσε να αποδεχθεί τους τουρκικούς όρους». Ο Τούρκος Πρωθυπουργός Σ. Ντεμιρέλ είπε αργότερα σε Έλληνα συνομιλητή του πως «Περίμενα ότι θα υποχωρήσουν οι Έλληνες αλλά όχι οτι θα ξεβρακωθούν»[9].

Η δικτατορία των Αθηνών έσπευσε να υλοποιήσει fast track τις δεσμεύσεις της: μέχρι το τέλος του 1967, δεν υπήρχε ούτε ένας στρατιώτης της Μεραρχίας στο Νησί. Τα επαναπατριζόμενα τμήματα της Μεραρχίας αποβιβαζόντουσαν μυστικά, σε διάφορα λιμάνια της χώρας, για να αποφευχθεί η κατακραυγή του κόσμου. Ο εξευτελισμός ήταν απόλυτος και η μοίρα της Κύπρου είχε σφραγιστεί.

Προσπάθειες ερμηνείας των γεγονότων του Νοεμβρίου 1967

Η περιγραφή που προηγήθηκε είναι σαφώς ελλιπής και αποσπασματική. Βιβλία ολόκληρα μπορούν να γραφτούν για την εξιστόρηση των γεγονότων και του πολιτικο-διπλωματικού και στρατιωτικού  παρασκηνίου του Νοεμβρίου 1967. Είναι αλήθεια πως τα γεγονότα της Κοφίνου «σκεπάστηκαν» – δικαιολογημένα – από την τραγωδία του πραξικοπήματος και της εισβολής του 1974. Δεν υπήρχε μέχρι πρότινος κάποιο αξιόλογο υλικό για να δεί κανείς τι συνέβη στην Κοφίνου. Κάποιες σημαντικές πληροφορίες, έδινε το βιβλίο του Σπ. Παπαγεωργίου (Επιχείρηση Κοφίνου, Εκδόσεις Κ. Επιφανίου, Λευκωσία 1987), ενώ αξιόλογη πηγή πληροφοριών, από την άλλη πλευρά, αποτελούν οι «Αναμνήσεις» του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών της εποχής Ι. Τσαγλαγιαγκίλ[10] (μεταφρασμένο στα Ελληνικά το 2001, από τις Εκδόσεις Ποταμός). Τα τελευταία χρόνια, με τις  εργασίες της Επιτροπής της Κυπριακής Βουλής, φαίνεται πως υπάρχουν (επιτέλους) αρκετές μαρτυρίες και πληροφορίες για τα γεγονότα της Κοφίνου, για τις οποίες όμως δεν είναι εύκολο να έχει κανείς σαφή εικόνα[11].

Πάντως, όσο μαθαίνει κανείς περισσότερα για εκείνες τις ημέρες, τόσο αισθάνεται να βυθίζεται στο τέλμα μίας «βαριάς» και δυσοίωνης (όπως απεδείχθη) περιόδου. Τα σενάρια που μπορεί κανείς να συναντήσει για τα γεγονότα της Κοφίνου, είναι πολλά –  σε παλαιότερη (2010) εκπομπή ακούγεται ο Δρ. Μαρίνος Σιζόπουλος (Πρόεδρος της Επιτροπής της Κυπριακής Βουλής για τον Φάκελο Κύπρου) να λέει πως η Επιτροπή κατέληξε σε 5 (!) πιθανά σενάρια για τα γεγονότα της Κοφίνου και επιφυλάσσεται να αξιολογήσει το επικρατέστερο. Η αλήθεια είναι πως, όσο και να αποστρέφεται κανείς τις θεωρίες συνωμοσίας, είναι δύσκολο να μην αντιληφθεί πως κάτι «περίεργο» έγινε τον Νοέμβριο του 1967 στην Κοφίνου. Ένα σενάριο, αρκετά διαδεδομένο (και συμβατό απόλυτα με το χρονολόγιο της περιόδου) αποδίδει την ευθύνη στον τότε βασιλέα Κωνσταντίνο, «μέσω» του (γνωστού φιλοβασιλικού) Στρατηγού Σπαντιδάκη, ο οποίος έδωσε το «πράσινο φως» για την επιχείρηση (μαρτυρία του Στρατηγού Γρίβα στον Ν. Κρανιδιώτη, 22/11/1967). Στόχος ήταν – κατά το σενάριο – η πρόκληση μείζονος ελληνοτουρκικής κρίσεως, η οποία θα ανάγκαζε τη δικτατορία των Αθηνών να μετακινήσει μονάδες από την Αττική προς τον Έβρο και τα νησιά του Αιγαίου, χάνοντας μερικά από τα στηρίγματά της. Αυτό, θα διευκόλυνε το κυοφορούμενο βασιλικό αντικίνημα που τελικά εκδηλώθηκε στις 13 Δεκεμβρίου – μόλις ένα μήνα αργότερα – και απέτυχε παταγωδώς.

Ένα άλλο σενάριο, θέλει υπεύθυνη την δικτατορική κυβέρνηση των Αθηνών, που ήθελε μία εύκολη «νίκη» στην Κύπρο για να αντισταθμίσει το εξευτελιστικό φιάσκο των συναντήσεων Αλεξανδρούπολης-Κεσσάνης, τον προηγούμενο Σεπτέμβριο. Ένα άλλο πάλι σενάριο, αποδίδει τα επεισόδια στην Κυπριακή κυβέρνηση  («μέσω» Π. Γιωρκάτζη),  η οποία θα ήθελε να ξεφορτωθεί τον «ενοχλητικό» Στρατηγό Γρίβα και την Μεραρχία. Δεν υπάρχει τέλος στις εκδοχές και είναι δύσκολο να «πλοηγηθεί» κανείς στις μαρτυρίες, τα γεγονότα και τις πιθανές ερμηνείες. Υπάρχει πάντως ένα επιβεβαιωμένο περιστατικό προβοκάτσιας στην επιχείρηση της Κοφίνου, στο οποίο εμπλέκεται ο (Υπουργός Εσωτερικών και Αμύνης) Π. Γιωρκάτζης – το περιγράφει ο Μ. Σιζόπουλος χωρίς όμως να αναφέρει ονόματα, και με την διευκρίνιση πως, τελικά, δεν είχε επίδραση στην έναρξη και την εξέλιξη της επιχείρησης.

Το 2004 κυκλοφόρησε (σε 2η έκδοση) του βιβλίο του Ιερολοχίτη Στρατηγού Π. Πανουργιά «Κύπρος – Η αποχώρηση της ελληνικής Μεραρχίας» (Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα). Στο βιβλίο περιέχονται εκτεταμένα αποσπάσματα από τις σημειώσεις – δίκην ημερολογίου – του Στρατηγού Γ. Περίδη από το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο της 29ης Νοεμβρίου 1967 και την Σύσκεψη της 30ηςΝοεμβρίου 1967 – στη Σύσκεψη, μίλησε στους Στρατηγούς ο Π. Πιπινέλης, παρόντος του Κ. Κόλλια, αλλά τους απαγορεύτηκε να θέσουν ερωτήσεις. Η περιγραφή του ΑΣΣ της 29ης Νοεμβρίου είναι συγκλονιστική, αξίζει να την διαβάσει κανείς. Όπως συνοψίζει εύστοχα ο Στρατηγός Πανουργιάς (σελ 107, ό.π.): «Είναι τραγική πράγματι όλη αυτή η συζήτηση που έγινε στο Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, αφού πλέον είχε υπογραφεί η παραδοχή των όρων του τουρκικού τελεσιγράφου. Ουσιαστικά στην Κύπρο προετοιμάστηκε η εισβολή και εγκατάσταση των Τούρκων με την πρώτη ευκαιρία. Είναι φανερή από όλη αυτή τη συνεδρίαση του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου η εσκεμμένη μειοδοσία της Χούντας. Υποχώρησαν στις απειλές της Τουρκίας και στους εκφοβισμούς των Αμερικανών, όχι διότι υπήρχε αδυναμία Άμυνας στην Κύπρο και την Θράκη. Αντίθετα, είναι βέβαιον και από την πείρα των αποβάσεων του 1974 ότι οι Τούρκοι θα υφίσταντο πανωλεθρία στην Κύπρο και θα εδέχοντο σκληρά κτυπήματα στη Θράκη. Η Χούντα μπροστά στην ανάγκη ενίσχυσης του Έβρου, των νησιών και της Κύπρου με στρατιωτικές δυνάμεις προτίμησε να δεχθεί το τουρκικό τελεσίγραφο σε όλη του την έκταση

Επειδή η ιστορία δίνει πάντα το μέτρο των μελλοντικών εξελίξεων, θέλω να ελπίζω πως τόσο εμείς – η γενιά της Μεταπολίτευσης που πλησιαζει (ή πέρασε) τα 60 – όσο και οι απόγονοί μας στο απώτερο μέλλον, δεν θα αξιωθούμε να ακούσουμε κάποιον μελλοντικό μεταμοντέρνο Πιπινέλη να μας λέει πως «η Ελλάς και η Τουρκία έζων εις έναν φανταστικόν κόσμον ανταγωνισμού», ενώ τώρα «η πλήρης αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου ανοίγει ένα δρόμο ευημερίας, συνεργασίας και ανάπτυξης», αφού «εξοικονομούνται τεράστια ποσά που εξοδεύοντο για αμυντικές δαπάνες και εξοπλισμούς». Παράλληλα, η Ελλάδα «συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις αποστρατιωτικοποίησης που οι διεθνείς συνθήκες επιβάλλουν» ενώ «διά της στάσεώς της αυτής, η Ελλάς εξέρχεται από την διεθνήν απομόνωσιν και αποκτά την ευγνωμοσύνην του Ανεπτυγμένου Κόσμου δια την σύνεσιν, την ψυχραιμίαν και τον άκρως υπεύθυνον τρόπον με τον οποίον αντιμετώπισε την προκλητική τουρκική ανευθυνότητα, μεταθέσασα το θέμα από τους ώμους της εκεί όπου ανήκει, τουτ’ έστιν εις την Ευρωπαϊκήν Ένωσιν και τα Ηνωμένας Πολιτείας της Αμερικής, αίτινες αναλαμβάνουν την εγγύησιν της Ασφαλείας των ελληνικών νήσων»[12]. Διότι, δεν ξέρω πόσα σωστά είπε (αν είπε) ο Κάρλ Μάρξ, αλλά είμαι πεπεισμένος πως έκανε τουλάχιστον ένα λάθος: η Ιστορία βεβαίωςεπαναλαμβάνεται, και όταν επαναλαμβάνεται, σπανίως είναι φάρσα. Τις περισσότερες φορές, είναι τραγωδία.

Η συζήτηση για τη δυνατότητα συνεισφοράς της Μεραρχίας στην άμυνα της Κύπρου

Θα ανοίξω εδώ μία παρένθεση, μάλλον εκτεταμένη, με κίνδυνο να γίνει το σημείωμα ιδιαίτερα μακροσκελές. Νομίζω όμως πως αξίζει τον κόπο. Θα ήθελα να σχολιάσω τη συζήτηση που κατά καιρούς ανακινείται, περί του σκοπίμου ή μη της στάθμευσης της Ελληνικής Μεραρχίας στο νησίθωράκιζε πραγματικά η Μεραρχία την άμυνα της Κύπρου, ή ήταν μία μονάδα που θα εσύρετο σε σφαγή σε περίπτωση τουρκικής αποβατικής ενεργείας;

Να διευκρινίσω πως δεν είμαι στρατιωτικός και έτσι δεν θα υπεισέλθω στο «τεχνικό» μέρος της επιχειρηματολογίας – οι αναλύσεις τύπου «δεξιότερα Κουροπάτκιν» είναι συνήθεις στα άρθρα για το Κυπριακό αλλά προτιμώ να μην συνεισφέρω. Θα σταθώ όμως στην εξής παρατήρηση που – κατ’ εμέ – τερματίζει οριστικά κάθε περαιτέρω συζήτηση. Μπορεί κανείς εύκολα να επιβεβαιώσει στις μέρες μας, με μία διαδικτυακή αναζήτηση, πως όλοι οι στρατιωτικοί που πολέμησαν στην Κύπρο το 1974, αλλά και όσοι υπηρέτησαν στο Νησί την ταραγμένη περίοδο 1960-74 ή/και σε καίριες θέσεις στα Επιτελεία, είναι κάθετοι στις δημόσιες τοποθετήσεις τους: παρούσης της Ελληνικής Μεραρχίας οι Τούρκοι δεν θα αποτολμούσαν αποβατική ενέργεια, και αν το έκαναν θα υφίσταντο ταπεινωτική ήττα. Ξεκινώ μία μικρή σταχυολόγηση με την κατάθεση του Ιερολοχίτη Στρατηγού Α. Σιαπκαράστην Επιτροπή της Βουλής: «Από τα στρατιωτικά κριτήρια είναι βέβαιον πως δεν θα αποτολμούσαν οι Τούρκοι. Αν δε αποτολμούσαν θα είχαν πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα» (Φάκελος Κύπρου, Βουλή των Ελλήνων, Τόμος Α, σελ. 53). Ο υπερασπιστής της Λευκωσίας στον Αττίλα ΙΙ, Στρατηγός Δ. Αλευρομάγειρος, χαρακτηρίζει «επαίσχυντη» την απόσυρση της Μεραρχίας, σε επιστολή της 1/4/2019 στον Φιλελεύθερο της Λευκωσίας. Ο Στρατηγός των Καταδρομών Β. Μανουράς που συμμετείχε (ως Ταγματάρχης της Α’ Μοίρας Καταδρομών) στην μάχη του αεροδρομίου της Λευκωσίας στις 23 Ιουλίου 1974, έχει διατυπώσει την άποψη πως αν δεν ματαιωνόταν η επιχείρηση αερομεταφοράς της Β’ Μοίρας Καταδρομών με τα Boeing της Ολυμπιακής τη νύχτα 20/21 Ιουλίου 1974, ίσως η εξέλιξη των επιχειρήσεων του Αττίλα Ι να ήταν διαφορετική – αν μία Μοίρα Καταδρομών μπορούσε, κατά τον γενναίο Ανωγειανό,  να επηρεάσει θετικά τις επιχειρήσεις κατά του Αττίλα, τι να υποθέσει κανείς για τις δυνατότητες που έδινε μία συγκροτημένη Μεραρχία;

Πέραν των απόψεων που παραθέτει η προηγούμενη παράγραφος, οι σελίδες 51-60 του Τόμου Α του Φακέλου Κύπρου που εξέδωσε η Βουλή των Ελλήνων (Πορίσματα της Επιτροπής) βρίθουν καταθέσεων πού μονότονα και εμφατικά υποστηρίζουν την αξία της Μεραρχίας για την άμυνα της Κύπρου (Μπίτος, Καρούσος, Ντάβος, Κομπόκης, Χανιώτης, Παπαγιάννης, Πρέσβης Τζούνης, Γκιζίκης, Μπονάνος, Σπαντιδάκης και άλλοι). Το ποιοι κατέθεσαν την αντίθετη άποψη, θα το δούμε αμέσως παρακάτω.

Ας μου επιτραπεί και μία προσωπική μαρτυρία που τίθεται στην κρίση του αναγνώστη. Εχει τύχει να γνωρίσω αρκετούς βετεράνους των επιχειρήσεων του καλοκαιριού του 1974, αξιωματικούς, καταδρομείς και στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ. Πήρα το θάρρος να ρωτήσω δύο από τους αξιωματικούς που πολέμησαν τότε με τον βαθμό του Υπολοχαγού, για τη σημασία που θα είχε η παρουσία της Μεραρχίας. Θυμάμαι ακόμη την αντίδραση του πρώτου που με κοίταξε σαν να είχα ρωτήσει αν ο ήλιος ανατέλλει από την Ανατολή ή από τη Δύση, ενώ για αρκετή ώρα μάλλον σκεφτόταν αν είχε νόημα να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας. Αντίστοιχη ήταν και η αντίδραση του δεύτερου συνομιλητή μου, μαζί όμως με κάποια βαριά – για το επίπεδο της γνωριμίας μας – «γαλλικά».

Σε ό,τι με αφορά, η συζήτηση για την χρησιμότητα της Μεραρχίας στην άμυνα της Κύπρου, σταματά εδώ. Θα μου επιτρέψει όμως ο αναγνώστης κάποια σχόλια, πολιτικού χαρακτήρα, που απορρέουν από το κοινώς σκέπτεσθαι.

Η αμφισβήτηση της δυνητικής αμυντικής χρησιμότητας της Μεραρχίας για την άμυνα της Κύπρου, προέρχεται από δύο ομάδες ανθρώπων. Η πρώτη ομάδα αφορά στους πρωταγωνιστές του Απριλιανού πραξικοπήματος και τους νεώτερους απολογητές του, οι οποίοι ισχυρίζονται πως καλώς απεσύρθη η Μεραρχία το 1967 – αυτή την άποψη κατέθεσαν στην Επιτροπή της Βουλής οι Γ. Παπαδόπουλος και Κ. Κόλλιας[13].  Εδώ, τα πράγματα είναι μάλλον απλά. Αν οι Απριλιανοί (και κυρίως ο Γ. Παπαδόπουλος) είχαν όντως την άποψη πως η στάθμευση της Μεραρχίας στην Κύπρο ήταν λανθασμένη από αμιγώς στρατιωτική άποψη, αυτή τη γνώμη δεν την σχημάτισαν στις 15 Νοεμβρίου 1967. Προφανώς, (θα έπρεπε να) την είχαν από καιρό. Στρατιωτικοί καριέρας ήταν, άσχετα αν πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας τους συνωμοτώντας για να «σώσουν» την ελληνική κοινωνία από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» και όχι μοχθώντας για την επαγγελματική τους εξέλιξη. Αν λοιπόν αυτή ήταν η εδραία άποψή τους για την Μεραρχία, θα έπρεπε να είχαν εκκινήσει ήδη από την επομένη της επικράτησης τους, την σχετική συζήτηση στα Επιτελεία και την διαδικασία αποχώρησης της από την Κύπρο. Αντί αυτής της στάσης, απέσυραν τη Μεραρχία υπό το κράτος της τουρκικής απειλής, καταρρακώνοντας ανεπανόρθωτα το κύρος και την ιστορία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων από τις οποίες προέρχονταν. Είναι ηλίου φαεινότερον πως οι αιτιάσεις για την μηδενική χρησιμότητα της παρουσίας της Μεραρχίας στην Κύπρο,  αποτελούν εκ των υστέρων δικαιολογίες και μάλιστα φαιδρές. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να έχει κανείς στρατιωτικές γνώσεις για να αντιληφθεί τι πραγματικά έγινε.

δεύτερη ομάδα ανθρώπων που αμφισβητεί τη σκοπιμότητα στάθμευσης της Μεραρχίας στην Κύπρο αποτελείται από πολιτικούς, διπλωμάτες και στρατιωτικούς σχετικούς με την πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.  Χαρακτηριστική είναι η μορφή του Ευάγγελου Αβέρωφ – για τον σκοτεινό ρόλο του οποίου στην ύστερη περίοδο της Δικτατορίας και στη «διαδικασία» της Μεταπολίτευσης, έχω δεί να αναφέρεται ρητά μόνο ο Χρήστος Ιακώβου του Κυπριακού Κέντρου Μελετών. Ας σημειώσει ο αναγνώστης πως οι μοναδικοί μάρτυρες που κατέθεσαν στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων πώς η ύπαρξη της Μεραρχίας στην Κύπρο δεν συνεισέφερε στην άμυνα του Νησιού, ήταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ και ο Πρέσβης Άγγελος Βλάχος, πέραν των χουντικών Γ. Παπαδόπουλου και Κ. Κόλλια. Κάποια αντίστοιχα ερωτήματα γεννώνται και σε αυτή την περίπτωση, ενώ είναι εύλογη η εικασία πως οι αιτιάσεις για την Μεραρχία Κύπρου εκφέρονται ώστε να δικαιολογηθεί, εκ των υστέρων, η πράξη της πρώτης μεταπολιτευτικής κυβέρνησης Καραμανλή (της οποίας Υπουργός Εθνικής Αμύνης ήταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ) να αφήσει τελείως αβοήθητη την Κύπρο μεταξύ των δύο φάσεων της εισβολής και στον Αττίλα ΙΙ.

Ειδικά για την κατάθεση του Ε. Αβέρωφ στην Επιτροπή της Βουλής, είναι αδύνατον να μην σκεφτεί κανείς την ιλαροτραγωδία του Αυγούστου 1974, όταν η κυβέρνηση Καραμανλή ζητούσε από τους στρατιωτικούς την συγκρότηση μίας ελληνικής Μεραρχίας, η οποία θα μετεφέρετο στην Κύπρο όπου ήδη είχε εκδηλωθεί ο Αττίλας ΙΙ. Μάλιστα, (υποτίθεται πως) συζητήθηκε η περίπτωση της επιβίβασης του (Πρωθυπουργού) Κ. Καραμανλή και του (Υπουργού Αμύνης) Ε. Αβέρωφ στην νηοπομπή που θα μετέφερε την Μεραρχία στην Κύπρο, με το σκεπτικό ότι έτσι θα δίσταζαν να την προσβάλουν οι Τουρκικές δυνάμεις. Ανεξάρτητα από τις αντιρρήσεις που (υποτίθεται πως) είχε ο Ε. Αβέρωφ στο – κωμικό, αν δεν ήταν τραγική η περίοδος – «σχέδιο» αυτό, έχει διαρρεύσει «επισήμως» πως ζητήθηκε αεροπορική κάλυψη της νηοπομπής από την Μεγάλη Βρετανία, σε έναν πρωτοφανή εξευτελισμό κάθε έννοιας εθνικής αξιοπρέπειας και αμυντικής αξιοπιστίας του Ελληνικού Κράτους. Κοιτάζοντας ξανά – κάπως βιαστικά, είναι η αλήθεια – τα πρακτικά της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής, είδα πως δεν ρωτήθηκε ο Ευ. Αβέρωφ για το πόσο συμβατό ήταν το σχέδιο συγκρότησης και μεταφορά της Μεραρχίας τον Αύγουστο του 1974, με την άποψη που εξέφερε (στην Επιτροπή) πως δεν είχε νόημα η στάθμευση της Μεραρχίας του 1964. Τήν Άνοιξη του 1964 που κατήλθε η Μεραρχία στην Κύπρο, στο Νησί υπήρχαν μόνο 650 ελαφρά οπλισμένοι Τούρκοι στρατιώτες και μερικοί Τουρκοκύπριοι «κατσαπλιάδες». Το 1974 που θα «κατέβαινε» η Μεραρχία με επικεφαλής τον Καραμανλή και τον Αβέρωφ, στο (κατεχόμενο κατά το ένα τρίτο του) Νησί υπήρχαν 40.000 Τούρκοι στρατιώτες με τεθωρακισμένα και πυροβολικό. Ο αναγνώστης μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.

Επίλογος: η κάθετη τομή στον Ιστορικό Χρόνο  

Η κάθοδος της Ελληνικής Μεραρχίας στην Κύπρο το 1964-67, επανέφερε με δραματικό τρόπο στο ιστορικό προσκήνιο ένα πανάρχαιο ζήτημα: την προβολή ισχύος του Ελληνισμού στην εσχατιά της Ανατολικής Μεσογείου. Ένα ιστορικό ζήτημα που κρατάει από την επανάσταση του Ονήσιλου και τις εκστρατείες του Παυσανία και του Κίμωνα, είναι δε πιο επίκαιρο από ποτέ την περίοδο που γράφεται αυτό το σημείωμα (Φθινόπωρο 2020).  Η μοίρα όμως της Ελληνικής Μεραρχίας Κύπρου ήταν θλιβερά άχαρη. Η φύση της αποστολής της αμφισβητήθηκε και αμφισβητείται ακόμη, ενώ η αποστολή που της αποδίδεται από μερίδα της Κυπριακής κοινωνίας είναι σκοτεινή και απωθητική. Έχει αμφισβητηθεί ακόμη και η δυνατότητα να εκτελέσει την «επίσημη» αποστολή της. Οι στρατιώτες και τα στελέχη της εισέπραξαν την άθλια συμπεριφορά μέρους εκείνων τους οποίους πήγαν να υπερασπιστούν. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η Μεραρχία ανακλήθηκε στην Ελλάδα χωρίς να πολεμήσει, χωρίς να ηττηθεί, χωρίς να ρίξει ούτε μία τουφεκιά. Και αποχώρησε από την Κύπρο, «ηττημένη χωρίς πόλεμο», υπό τη χλεύη – κατά κυριολεξία – των Τουρκοκυπρίων,  βλέποντας ένα κομμάτι του Κυπριακού Ελληνισμού να σπαράζει[14] και ένα άλλο να πανηγυρίζει[15]. Δεν μπορώ να πώ ότι έχω τόσο καλή γνώση της ιστορίας για να αποφανθώ κατηγορηματικά, αλλά, σε τέσσερις χιλιάδες χρόνια αγώνων του Ελληνισμού, αμφιβάλλω αν η ιστορία  έχει επιφυλάξει τέτοια θλιβερή τύχη σε άλλο στρατιωτικό σχηματισμό.

Όμως, η ταπεινωτική απόσυρση της Μεραρχίας από τη δικτατορία των Συνταγματαρχών, σηματοδοτεί και μία βαθιά κάθετη τομή στον ιστορικό χρόνο.

Το 1919, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έστειλε ένα ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στη Μεσημβρινή Ρωσία, με την ελπίδα να αποσπάσει τη συγκατάθεση των Συμμάχων για την αποστολή Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη. Τραγουδώντας «από τη Ρωσία σύρνει, δρόμος ίσα για τη Σμύρνη», οι Έλληνες στρατιώτες μετέβησαν στην αποστολή τους και υπήρξαν υπόδειγμα αγωνιστικότητας και συνοχής σε ένα ετερόκλητο στράτευμα που εμάχετο τους επαναστατημένους Μπολσεβίκους και πήγαινε από αποτυχία σε αποτυχία, μέχρι της τελικής ήττας.

Την 17η Φεβρουαρίου 1919, συνέβη το εξής περιστατικό[16]: ο αρχηγός ενός τμήματος των επαναστατών Μπολσεβίκων, Αταμάνος Γκριγκόριεφ, ζήτησε να μιλήσει από με τον επικεφαλής της Ελληνικής μονάδας που στάθμευε στο σημείο που είχε επιλέξει να επιτεθεί, κοντά στη Χερσώνα. Λόγω προβλημάτων στην τηλεφωνική σύνδεση, τελικά συνομίλησε από τηλεγράφου με τον επικεφαλής του Ελληνικού τμήματος, Λοχαγό Μαθιό. Μετά από κάποιες φραστικές αντιπαραθέσεις, κάποια στιγμή ο Γκριγκόριεφ έθεσε στον Έλληνα αξιωματικό την τελεσιγραφική απαίτηση να αποχωρήσει το ελληνικό τμήμα, αφήνοντας τα όπλα του, απειλώντας με ολοκληρωτική επίθεση το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Πατώντας στέρεα σε τέσσερις χιλιάδες χρόνια ιστορίας, ο Λοχαγός Μαθιός  απάντησε στο τελεσίγραφο του Γκριγκόριεφ: «Πρέπει να γνωρίζετε ότι η ελληνική ιστορία ουδαμού αναφέρει όμοιο παράδειγμα ελληνικού στρατού καταθέτοντος τα όπλα και αναχωρούντος».

Από τον Νοέμβριο του 1967 και μετά, κανείς Έλληνας δεν μπορεί να δώσει αυτή την  απάντηση.

ΠΗΓΕΣ

Άγγελου Συρίγου «Η Μεραρχία της Κύπρου 1964-67 και οι Μεγάλες Δυνάμεις», στο συλλογικό έργο «Το Κυπριακό και το Διεθνές Σύστημα, 1945-1974: Αναζητώντας θέση στον κόσμο», (επιμ.) Π. Παπαπολυβίου. Α. Συρίγος, Ευ. Χατζηβασιλείου, Εκδόσεις Πατάκη, 2011.

Πανουργιά Πανουργιά «Κύπρος – Η αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας την 29η Νοεμβρίου 1967 – Εθνική Μειοδοσία», Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 2004.

Σπύρου Παπαγεωργίου «Επιχείρηση Κοφίνου», Εκδόσεις Κ. Επιφανίου, Λευκωσία 1987.Βουλή των Ελλήνων «Φάκελος Κύπρου», τόμοι 1-8, Αθήνα-Λευκωσία, διαθέσιμο στο διαδίκτυο.


[1] Στην Αθήνα υπήρχε κυβέρνηση μειοψηφίας της Ένωσης Κέντρου, που είχε προκύψει από τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963 και είχε ορκιστεί την 8ηΝοεμβρίου 1963. Η κυβέρνηση αυτή υπήρξε βραχύβια και παραιτήθηκε την 30η Δεκεμβρίου 1963. Ο στόχος του Γ. Παπανδρέου ήταν να αποκτησει ευρεία πλειοψηφία ώστε να μην κυβερνήσει με τις ψήφους της Αριστεράς (ΕΔΑ), κάτι που επετεύχθη στην εκλογική αναμέτρηση της 16ης Φεβρουαρίου 1964. Για να έχει όμως ο αναγνώστης μία συνολική εικόνα, θα πρέπει να αναφέρουμε πως η Ελλάδα περνούσε ήδη από τον Μάιο του 1963 μία από τι πλέον τεταμένες περιόδους της μετεμφυλιακής πολιτικής ιστορίας. Στις 22 Μαϊου 1963 είχε δολοφονηθεί στη Θεσσαλονίκη ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης. Ο πολιτικός σεισμός που προκάλεσε η δολοφονία του οδήγησε στην παραίτηση του  Πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή (11 Ιουνίου 1963) και την ανάληψη της Πρωθυπουργίας (σε μία, όπως αποδείχθηκε, μεταβατική κυβέρνηση) από τον διπλωμάτη Π. Πιπινέλη, (τον οποίο θα συναντήσουμε και αργότερα στο παρόν σημείωμα), ενώ ο Κ. Καραμανλής μετέβη στην Ελβετία. Στα τέλη Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση Πιπινέλη αντικαταστάθηκε από την υπηρεσιακή κυβέρνηση Μαυρομιχάλη (η οποία διεξήγαγε τις Εκλογές του Νοεμβρίου), μετά από πιεστικό αίτημα του Γ. Παπανδρέου. Μετά την ήττα της ΕΡΕ στις εκλογές του Νοεμβρίου, ο Κ. Καραμανλής εγκατέλειψε την Ελλάδα (9 Δεκεμβρίου 1963) και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Είναι συγκλονιστικό – αλλά και απολύτως ενδεικτικό της πολιτικής του σκέψης – πως ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος προέβη στη μείζονα πολιτική ενέργεια των «13 σημείων»,  ενώ στην Αθήνα υπήρχε τέτοια πολιτική όξυνση και ουσιαστικά πολιτική ακυβερνησία.

[3] «Η παρουσία της Ελληνικής Μεραρχίας θωράκισε σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό την Κύπρο και ανακούφισε τον Κυπριακό Λαό από τον φόβο τουρκικής εισβολής. Όταν αργότερα ο Ινονού έδινε οδηγίες στον Νιχάτ Ερίμ για την επιχειρηματολογία που έπρεπε να χρησιμοποιήσει κατά τις συνομιλίες του με τον Άτσεσον, τον συμβούλευσε να μην επισείει πια την απειλή της εισβολής, διότι ύστερα από την εγκατάσταση της Ελληνικής Μεραρχίας μια εισβολή στην Κύπρο ήταν εξαιρετικά δύσκολη» [Γ. Κ. Λάμπρου, Η Αμυντική Θωράκιση της Κύπρου το 1964]

[4] Ο ισχυρισμός του κ. Μ. Δρουσιώτη για την διάταξη των στρατοπέδων της Μεραρχίας, μου κίνησε την περιέργεια. Δεν είμαι στρατιωτικός, ούτε εχω εξειδικευμένες γνώσεις στο θέμα της οργάνωσης των στρατιωτικών σχηματισμών. Απευθύνθηκα λοιπόν σε στρατιωτικούς. Κατά τη γνώμη όσων ρώτησα, ο ισχυρισμός είναι τελείως αστήρικτος. Την σαφέστερη και πληρέστερη επεξήγηση, μου την έδωσε ένας αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, με εξαίρετη κατάρτιση και άψογη υπηρεσιακή διαδρομή, ο οποιος εχει υπηρετήσει και σε επιτελική θέση του ΓΕΕΦ. Η επιλογή του στρατοπέδου μίας μονάδας (και η Μεραρχία ήταν ουσιαστικά «άθροισμα» διαφόρων μονάδων) γίνεται βάσει διαφόρων κριτηρίων, πολλά εκ των οποίων δεν σχετίζονται με την ζώνη της επιχειρησιακής της ευθύνης. Επί πλέον, υπεισέρχονται και τελείως «πεζοί» λόγοι, προφανείς στους γνώστες:  Ένα στρατόπεδο δεν δημιουργείται εν μία νυκτί, ούτε μπορεί να κατασκευαστεί εκ του μηδενός μέσα σε λίγες ημέρες, ενώ η κάθοδος της Μεραρχίας σχεδιάστηκε και άρχισε να εκτελείται σε διάστημα λίγων εβδομάδων. Ήταν απολύτως λογικό να δοθεί λύση «εκ των ενόντων» στο ζήτημα της στρατοπέδευσης των μονάδων και έτσι επελέγησαν, κατά προτεραιότητα, παλαιά βρεταννικά στρατόπεδα ή χώροι με υπάρχουσες κτιριακές εγκαταστάσεις και στοιχειώδη υποδομή, τα οποία με λίγες σχετικά παρεμβάσεις θα μπορούσαν να μετατραπούν σε στρατόπεδα (ας επαναλάβουμε εδώ ότι την περίοδο της καθόδου της Μεραρχίας, δεν υπήρχε στρατός στο νησί, πέραν της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΥΚ).  Η γειτνίαση των στρατοπέδων με αστικά κέντρα και την πρωτεύουσα είναι συνηθέστατη, μιάς και πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν το θέμα της οικογενειακής ζωής των αξιωματικών (που σημαίνει σπίτι για την οικογένεια, σχολείο για τα παιδιά, κτλ.). Επι πλέον, η γεωγραφική ταύτιση του στρατοπέδου των μονάδων με την ζώνη ευθύνης τους είχε κάποιες ιδιαιτερότητες στην Κύπρο, όπου οι αποστάσεις είναι μικρές, ενώ τα πιθανά σημεία αποβατικής ενέργειας των Τούρκων ήταν περισσότερα του ενός και σε διαφορετικά σημεία του νησιού (π.χ. Αμμόχωστος και Κυρήνεια). Εϊναι γνωστό πως κανένα σχέδιο αμύνης, πουθενά στον κόσμο, δεν προβλέπει την εκκίνηση της μονάδας για τις επιχειρήσεις, από το στρατόπεδό της – υποτίθεται πως οι μονάδες μετακινούνται στην περιοχή ευθύνης τους ενωρίτερα, βάσει των πληροφοριών, των επιστρατευτικών σχεδίων, κτλ. Το ότι το 1974 οι μονάδες της Εθνικής Φρουράς βρέθηκαν στα στρατόπεδά τους το πρωί της 20ης Ιουλίου, ήταν απόρροια της προδοσίας και όχι μέρος των σχεδίων. Απο πολλές απόψεις λοιπόν, το επιχείρημα του κ. Μ. Δρουσιώτη περί διάταξης των στρατοπέδων της Μεραρχίας, είναι αστήρικτο.

Υπάρχει όμως και μία άλλη διάσταση. Ας δεχθούμε, χάριν της συζητήσεως, πως θα μπορούσε να είναι έτσι όπως διατείνεται ο κ. Δρουσιώτης. Αν όμως μπορεί να «διαβάσει» την αποστολή της Μεραρχίας από την διάταξη της στρατοπέδευσής της, ένας δημοσιογράφος, πολύ περισσότερο (και πολύ γρηγορότερα) μπορεί να την διαβάσει ο επαγγελματίας στρατιωτικός. Ο οποίος, επι πλέον, θα μπορούσε ξεκάθαρα να δεί και το δεύτερο πράγμα που ισχυρίζεται ο κ. Δρουσιώτης: πως η Μεραρχία δεν ασκείται για να αποκρούσει τουρκική απόβαση αλλά για να καταστείλει τις αντιδράσεις του Κυπριακού ελληνισμού σε ένα σχέδιο (τύπου) Άτσεσον. Την περίοδο 1964-67, υπηρέτησαν στην Κύπρο και σε διάφορες θέσεις (Μεραρχία, ΕΦ, ΕΛΔΥΚ) έντιμοι και λαμπροί αξιωματικοί (όπως ο πρώτος διοικητής της Μεραρχίας Στρατηγός Περίδης), μερικοί εκ των οποίων άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα στον Ελληνικό Στρατό με την αφοσίωσή τους, τον πατριωτισμό τους και την υπηρεσιακή τους κατάρτιση (όπως οι αξιωματικοί των Καταδρομών Β. Κούρκαφας και Μ. Λάσκαρης). Ο ισχυρισμός που εκφέρει ο κ. Δρουσιώτης, σημαίνει πως όλοι αυτοί οι αξιωματικοί, συνειδητά (με τις ενέργειες ή την σιωπή τους) συμμετείχαν στην φαρσοκωμωδία μίας Μεραρχίας που τύποις εχει πάει για να ενισχύσει την Άμυνα της Κύπρου αλλά στρατοπεδεύει για να ελέγχει τα αστικά κέντρα και ασκείται μόνο σε «αστυνομικά» καθήκοντα που αφορούν στην πραξικοπηματική επιβολή λύσης στον Κυπριακό Ελληνισμό. Πρόκειται για μία άθλια μομφή κατά του συνόλου των Ελλαδιτών αξιωματικών που υπηρέτησαν τότε στην Κύπρο, την οποία δεν εχει το ηθικό ανάστημα ο κ. Δρουσιώτης – αλλά και κανείς άλλος – να εκτοξεύει.

Τέλος, για να φτάσουμε αυτή τη συζήτηση στα άκρα:  αν η Μεραρχία είχε κατέβει μόνο για να «ελέγξει την εσωτερική κατάσταση» (όπως μας λέει ο κ. Δρουσιώτης), τι θα έπραττε  αν, παρόλα αυτά, εκδηλωνόταν τουρκική στρατιωτική ενέργεια ενόσω αυτή στάθμευε στην Κύπρο;  Θα έμενε άπραγη στα στρατόπεδά της, για να αιχμαλωτιστεί αμαχητί από τους εισβολείς; Θα έφευγε για την Αθήνα μιάς και αυτό που συνέβαινε ήταν εκτός της («πραγματικής») αποστολής της; Θα πολεμούσε; Βάσει ποιών σχεδίων θα πολεμούσε και με ποιόν ρόλο, αφού ήταν ολοκληρωτικά δοσμένη (κατα τον κ. Δρουσιώτη) στον «αστυνομικό» της ρόλο και δεν ασκείτο στην απόκρουση αποβάσεων ούτε για το «θεαθήναι»; Ας κρίνει ο αναγνώστης πόσο σοβαρά είναι αυτά τα πράγματα. Είναι φοβερό πως κάποιος μπορεί να τα εκφέρει με τόση ελαφρότητα.

[5] Η αντιπαράθεση εκδηλώθηκε πολλές φορές, ιδιαίτερα έντονα. Ενδεικτικό το περίφημο σημείωμα «Άλλα συμφωνούμεν και άλλα πράττετε» αλλά και η συγκλονιστική επιστολή Παπανδρέου προς Μακάριο, η οποία έχει τελείως «εξαφανιστεί» από την αρθρογραφία – είναι από τα λίγα ντοκουμέντα για τα οποία δεν βρήκα ίχνος πληροφορίας στο διαδίκτυο. Αξίζει ένα ξεχωριστό σημείωμα κάποτε για αυτά.

[6] Αφήγηση του Αξιωματικού των Καταδρομών Α. Δημητρόπουλου που συμμετείχε στην επιχείρηση – στο βιβλίο «Επιχείρηση Κοφίνου» του Σπ. Παπαγεωργίου).

[7] Και αν αυτό το επιχείρημα φαίνεται στον αναγνώστη εξωφρενικό, ας αναφέρουμε πως το ίδιο σχεδόν επιχείρημα επιστρατεύει σε πρόσφατο (2019) άρθρο υψηλόβαθμος απόστρατος αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας, για να τεκμηριώσει την άποψή του πως καλώς δεν προχώρησε η Ελλάδα το καλοκαίρι του 1974 στην εφαρμογή του Σχεδίου Αμύνης Κύπρου, που προέβλεπε αποστολή ελληνικών αεροσκαφών και υποβρυχίων, καθώς και άλλες ενέργειες. Δείτε εδώ.

[8] Η «φαυλοκρατία» ήταν ο αγαπημένος χαρακτηρισμός των Απριλιανών για την κοινοβουλευτική δημοκρατία την οποία κατέλυσαν.

[9] «Χαρακτηριστικό της όλης ιστορίας είναι και το εξής περιστατικό: ο τ. Πρωθυπουργός Σ. Στεφανόπουλος χρησιμοποιούσε κατά τη διακυβέρνησή του τον Έλληνα επιχειρηματία και έμπορο Κυρατσάκη, για προσωπικές συνεννοήσεις και ανταλλαγή απόψεων με τον Πρωθυπουργό της Τουρκίας Demirel. O άνθρωπος αυτός μου διηγήθηκε το 1968 ότι συναντήθηκε με τον Demirel μετά τη συμφωνία με την Τουρκία, και εκείνος του είπε: «Περίμενα ότι θα υποχωρήσουν οι Έλληνες αλλά όχι ότι θα ξεβρακωθούν!».» [Στρ. Π. Πανουργιά, Κύπρος, σελ. 112]

[10] Από τον Τσαγλαγιαγκιλ αντλούν κάποιες ελληνικές πηγές, πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Όπως π.χ. ότι ο Π. Πιπινέλης συναντήθηκε μαζί του στις Βρυξέλλες και συμφώνησε σε όλα, πριν αποδεχθεί τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών στην κυβέρνηση των Απριλιανών. Ή ότι η τουρκική πλευρά δεν είχε τα μέσα και την δυνατότητα διεξαγωγής αποβατικής επιχείρησης στην Κύπρο, τον Νοέμβριο του 1967. Αναφέρει πως αυτό έγινε σαφές σε σύσκεψη της 17ης Νοεμβρίου με τους επιτελάρχες, ενώ τα «διδάγματα» αυτής της σύσκεψης χρησίμευσαν για να αποκτηθούν τα μέσα που έκαναν εφικτό το τουρκικό αποβατικό εγχείρημα της 20ης Ιουλίου 1974. [Αποσπάσματα στο βιβλίο του Σ/γού Π. Πανουργιά, σελ. 77]

[11] Δείτε εδώ μία πολύ καλή εκπομπή (2010) στην οποία παρατίθενται πολλές πτυχές των γεγονότων, ενώ είναι πολύ ενδιαφέρουσα η μαρτυρία του Στρατηγού Κ. Αχιλλείδη, ο οποίος συμμετείχε στην επιχείρηση της Κοφίνου.

[12] Θα αντιλαμβάνεται, ελπίζω, ο αναγνώστης πως τα κείμενα σε εισαγωγικά είναι μία ανάμιξη προτάσεων που όντως ειπώθηκαν από τον Π. Πιπινέλη τον Νοέμβριο/Δεκέμβριο του 1967 (ελαφρώς παραλλαγμένες και τοποθετημένες στο μέλλον), μαζί με φανταστικές (ή όχι;) προτάσεις που ελπίζω να μην ακούσουμε ποτέ από κάποια μελλοντική, μεταμοντέρνα προσωποίηση του «διπλωματικού ρεαλισμού». Το τελευταίο εντός εισαγωγικών κείμενο, είναι (πολύ) ελαφρά παραλλαγή των όσων είπε ο Π. Πιπινέλης στη σύσκεψη της 30ης Νοεμβρίου 1967, όπως αποτυπώνονται στη σελ. 103 του βιβλίου του Στρ. Π. Πανουργιά (Κύπρος, 2004).  Ελπίζω, να μην ακουστούν ποτέ.

Σημείωση:  τις ημέρες που έκανα μία τελευταία ανάγνωση στο σημείωμα (Οκτώβριος 2020), αναρωτήθηκα αρκετές φορές μήπως αυτή η «προβολή» των αποφθεγμάτων του Π. Πιπινέλη, σε μία μελλοντική «διευθέτηση» των ελληνοτουρκικών διαφορών με απόσυρση του ελληνικού στρατού από τα νησιά του Αιγαίου, είναι υπερβολική. Μήπως εχουν δίκιο κάποιοι καλοί φίλοι που ισχυρίζονται πως αυτό, «αποκλείεται να το δούμε». Μέχρι που διάβασα ένα άρθρο του Ν. Μαραντζίδη στην Καθημερινή,  στο οποίο ο αρθρογράφος (μεταξύ άλλων, εξαιρετικά ενδιαφερόντων) ερωτά και απαντά ως εξής «Θα φινλανδοποιηθούμε λοιπόν; Μάλιστα! Ε και;». Αποφάσισα να αφήσω το σχόλιο, μιάς και – όπως φαίνεται – όλα μπορεί να τα δούμε.

[13] Ο θλιβερός «Πρωθυπουργός» Κ. Κόλλιας, μόνος αυτός, κατέθεσε πως η Μεραρχία στάθμευε στην Κύπρο παρανόμως, καθώς δεν προβλεπόταν από τις Συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου. Και αυτός ήταν ένας επί πλέον λόγος που επέβαλλε την απόσυρσή της ….

[14] «ΘΥΜΑΣΑΙ όμως, πιτσιρικάς 14 χρόνων που όλο το Παγκύπριο Γυμνάσιο βγήκατε διαδήλωση τον Δεκέμβριο του 1967 στους δρόμους της Λευκωσίας εναντίον της Χούντας των Αθηνών που υποκύπτοντας στο τελεσίγραφο της Τουρκίας και τις εντολές των ΗΠΑ απέσυρε την ελλα-δική μας Μεραρχία (του Γεωργίου Παπανδρέου) και τον Αρχηγό Διγενή από την Κύπρο, και ότι το πρώτο πανώ της διαδήλωσης έγραφε… «Ζήτω ο Βασιλεύς»!!!» [Λάζαρος Μαύρος, Για την ολέθρια 21η Απριλίου 1967, 2020]

[15] Έχω διαβάσει πώς κάποια ελληνοκυπριακά χωριά φωταγωγήθηκαν για να πανηγυρίσουν την απόσυρση της Μεραρχίας. Δεν μπορώ να το διασταυρώσω και δεν γνωρίζω αν αληθεύει.

[16] Αρχείο Πηνελόπης Δέλτα, Εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία, Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ, 1982, σε επιμέλεια Π. Ζάννα. Στο Παράρτημα του βιβλίου αναφέρεται πως η «κορδέλα» της τηλεγραφικής συνομιλίας υπάρχει στο Αρχείο της Π. Δέλτα.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ