Έκθεση Πισσαρίδη : Από ποιους «ευλόγως» μπορεί να διαβαστεί ή όχι (χωρίς οι τελευταίοι να χάσουν τίποτα)

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Γράφει ο Βασίλης Δημ. Χασιώτης

Ας αρχίσουμε με μερικές επισημάνσεις γύρω από κάποια «εύλογα» ζητήματα.

Εύλογη (γενική) εισαγωγική διαπίστωση πρώτη : Η κάθε επιστημονική Επιτροπή, που συγκροτεί η κάθε Κυβέρνηση για μείζονος σημασίας ζητήματα, προκειμένου να της υποβληθούν προτάσεις επί οικονομικών ή και οικονομικών ή και εθνικών (αλλά και άλλων) ζητημάτων τα οποία θα αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικών παρεμβάσεών της, ΠΑΝΤΑ, είτε καθ’ ολοκληρίαν είτε κατά συντριπτική πλειοψηφία, θα συγκροτείται από επιστήμονες και (γενικότερα) μέλη που ιδεολογικά θα βρίσκονται στην ίδια «πλευρά» με το ιδεολογικό στίγμα της Κυβέρνησης. Πόσο απίθανο είναι αυτό το σενάριο; Θα απαντούσα καθόλου, διότι είναι κάτι που παγκοσμίως ισχύει (ως κανόνας), ανεξαρτήτως του ιδεολογικού στίγματος της κάθε Κυβέρνησης.

Εύλογη (γενική) εισαγωγική διαπίστωση δεύτερη : Δοθείσης της άνω πρώτης εισαγωγικής διαπίστωσης, η όποια συγκροτούμενη κατά τα ανωτέρω Επιτροπή το τι θα πει και τι δεν θα πει, θα πρέπει να θεωρείται ως ευλόγως αναμενόμενο, διότι, αν επρόκειτο να εισηγηθεί στη Κυβέρνηση που την διόρισε κάτι διαφορετικό από αυτό που αναμένει η Κυβέρνηση να ακούσει, τουλάχιστον ως «φιλοσοφία» (αλλά και ως «πρακτική») των προτεινομένων μέτρων πολιτικής, τότε πολύ απλά δεν θα την συγκροτούσε. Επίσης, και τούτη η παρατήρηση φαίνεται να έχει παγκόσμια ισχύ, δηλαδή ισχύει (ως κανόνας), ανεξαρτήτως του ιδεολογικού στίγματος της κάθε Κυβέρνησης που ορίζει τέτοιες επιτροπές.

Εύλογη (γενική) εισαγωγική διαπίστωση τρίτη : Δοθέντων των άνω δύο εισαγωγικών διαπιστώσεων, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα, πως επιστημονικές Επιτροπές που συγκροτούνται με τις άνω προϋποθέσεις, δεν εκφράζουν κατ’ ανάγκην μια κυρίαρχη επιστημονική άποψη επί του αντικειμένου της, ίσως και να εκφράζουν μια μειοψηφία στην επιστημονική κοινότητα, επομένως, είναι επιτροπές που εκπροσωπούν μια «επιστημονική σχολή σκέψης», ανάμεσα σε άλλες, η οποία «σχολή», παρέχει στην κυρίαρχη (κυβερνώσα) ιδεολογία τα «επιστημονικά» επιχειρήματα, που με τη σειρά τους, θα αποτελέσει το κυβερνητικό επιχείρημα για την υιοθέτηση των επιθυμητών (και ενδεχομένως προαποφασισμένων) μέτρων. Κι αυτό, είναι κάτι που μάλλον δεν θα πρέπει να το συναντήσουμε ως ένα κατ’ εξαίρεση φαινόμενο, διεθνώς, αλλά μάλλον ως κανόνα.

Συνεπώς, έχοντες υπ’ όψη τις παραπάνω γενικές υποθέσεις, ευλόγως θεωρούμε, πως στη χώρα μας, δεν διαπιστώνουμε να συντρέχουν λόγοι εξαίρεσης από αυτές σε ό,τι αφορά την Επιτροπή Πισσαρίδη. Επομένως, σε ό,τι αφορά την Επιτροπή αυτή και σε ό,τι εισηγείται, πριν καν κάποιος εντρυφήσει στα όσα λέει, θα μπορούσε ευλόγως να εικάσει τα κατωτέρω :

Εικασία πρώτη : Πόσο πολύ θα θεωρούνταν ως μη εύλογη η υπόθεση, ότι η Κυβέρνηση, που ανήκει στο (Νεοφιλελεύθερο) Μνημονιακό Τόξο, που στήριξε τη λογική, τη φιλοσοφία και την πρακτική χρησιμότητα των (Νεοφιλελεύθερων) Μνημονίων, θα συγκροτούσε ποτέ μια Επιτροπή, που θα ήταν δυνατό να αμφισβητήσει τη χρησιμότητα των άνω Μνημονίων και να εισηγηθεί κάτι που θα οδηγούσε στην αποδόμησή τους; Ασφαλώς, αυτό δεν ισχύει μονάχα για όσους από ιδεολογία στήριξαν τα Μνημόνια, (αν κι εδώ, το κάθε κόμμα που μετείχε της εξουσίας στην μετά το 2010 περίοδο, ως αντιπολίτευση καυτηρίαζε τα μνημόνια στον ίδιο βαθμό που υπερθεμάτιζε την αναγκαιότητά τους ως μετέχον στην κυβέρνηση), μα και για εκείνους, που ιδεολογικά τα απέρριπταν αλλά ως κυβέρνηση τα στήριξαν και τα εμβάθυναν (ΣΥΡΙΖΑ).
Εικασία δεύτερη : Δοθείσης της άνω πρώτης εικασίας, πόσο πολύ θα θεωρούνταν ως μη εύλογη η υπόθεση, ότι η συγκροτηθείσα «Επιτροπή Πισσαρίδη», το τι θα εισηγούνταν τελικώς, δεν θα ήταν ως ευλόγως αναμενόμενο, ένα σύνολο μέτρων, τα οποία ως φιλοσοφία και λογική δεν θα βρίσκονταν σε πλήρη ευθυγράμμιση με την αντίστοιχη φιλοσοφία και λογική των Μνημονίων, των οποίων τις πολιτικές θα επιβεβαίωνε με τις απαραίτητες βεβαίως επικαιροποιήσεις, κυρίως σε ό,τι αφορά τα σημεία στα οποία διαπιστώνονται καθυστερήσεις ή και στρεβλώσεις σε ό,τι αφορά την υλοποίηση των μνημονιακών εφαρμοστικών νόμων;

Εικασία τρίτη : Δοθέντων των άνω δύο εικασιών, δεν προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα, πως η «Επιτροπή Πισσαρίδη» που συγκροτήθηκε με τις άνω προϋποθέσεις, ότι δεν εκφράζει κατ’ ανάγκην παρά μια «επιστημονική σχολή σκέψης», την νεοφιλελεύθερη, με ό,τι αυτό σημαίνει από άποψη «επιστημονικής απόδειξης» της «αναγκαιότητας» των προτεινόμενων μέτρων; Ακριβώς οι ίδιες νεοφιλελεύθερες νόρμες και λογικές δεν προβάλλονταν όταν ψηφίζονταν τα Μνημόνια ως «αποδείξεις» της «αναγκαιότητας» επιβολής τους;

Όμως, πέρα από τις άνω εύλογες (γενικές) εισαγωγικές διαπιστώσεις από τη μια και τις εξίσου εύλογες εικασίες ανωτέρω, υπάρχουν και δύο ακόμα εύλογα δεδομένα στα όσα ανωτέρω θίξαμε.

Το πρώτο εύλογο δεδομένο : Αφορά τους επιστήμονες που συμμετέχουν σε διάφορες «επιστημονικές επιτροπές», όπως η «Επιτροπή Πισσαρίδη» ανωτέρω. Ασφαλώς, ο κάθε επιστήμονας, έχει τις προσωπικές του επιστημονικές απόψεις, όπως και τις αντίστοιχες ιδεολογικές και πολιτικές. Συνεπώς, ουδείς δικαιούται να ψέξει κάποιον για τις απόψεις του, κι εδώ, περιλαμβάνονται και οι επιστήμονες εκείνοι που καλούνται να συμβουλέψουν μια Κυβέρνηση. Εν προκειμένω, δεν δίνουν κανένα «άλλοθι», (άλλο αν τώρα, η Κυβέρνηση, όπως και όποια άλλη Κυβέρνηση, θα σπεύσει να επικαλεστεί τα πορίσματα της «επιστήμης»), διότι θα έδιναν «άλλοθι» αν εισηγούνταν (για κάποιον λόγο, ιδίως ιδιοτελή που ασφαλώς εδώ δεν υπάρχει), πράγματα τα οποία αντιβαίνουν και στα ιδεολογικά και πολιτικά τους πιστεύω και στην επιστημονική τους αντίληψη των πραγμάτων. Όμως αυτό, εξ όσων γνωρίζω, δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.

Το δεύτερο εύλογο δεδομένο : Σε μια χώρα, δεν υπάρχει μονάχα μια κυβέρνηση και ένα πολιτικό σύστημα. Υπάρχει και μια Κοινωνία, ένας Λαός. Σε μια Δημοκρατία, ακόμα και αν έμεινε ως μοναδικό μέσο συμμετοχής στο «πολιτικό γίγνεσθαι» η ψήφος, ακόμα κι αυτή, θα μπορούσε να έχει μια άλλη δύναμη και δυναμική από αυτή που διαθέτει, δηλαδή, να αναπαράγει ό,τι δεν αποδέχεται, να αναπαράγει μια πολιτική επιλογή στη λογική του «μη χείρον βέλτιστον». Όταν ξέσπασε η κρίση του 2010, για κάποια περίοδο, πολλές «καινοτόμες» εκτιμήσεις γίνονταν αλλά και διαπιστώσεις, όπως : «να γίνει η κρίση ευκαιρία», «ήρθε -για μερικούς μάλιστα «ανεπιστρεπτί»- το τέλος του δικομματισμού και η αρχή των κυβερνήσεων συνεργασίας», «ήρθε το τέλος του παλαιοκομματισμού», ενώ, αναβίωσαν και κάποιες ξεχασμένες «ιστορίες», όπως οι οφειλές της Γερμανίας από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, «να πληρώσουν οι υπαίτιοι της κρίσης», «να πληρώσουν οι μεγαλοφοροφυγάδες και οι μεγαλοδιαπελκόμενοι», «να πάψουν να πληρώνουν μόνο τα συνήθη υποζύγια», και άλλα παρόμοια, που όμορφα-όμορφα, ήσυχα-ήσυχα, ξεθώριασαν διότι δεν ήταν παρά συνθήματα και όχι πραγματική επιθυμία, ήταν ο θυμός της στιγμής και όχι η ισχυρή θέληση να συμβούν τα παραπάνω, και ιδού, εν έτει σωτηρίω (και ήδη εκπνέοντος) 2020, δέκα γεμάτα χρόνια από το αλήστου μνήμης ολέθριο και εθνικά επονείδιστο έτος 2010, ξαναβρισκόμαστε σε πολύ χειρότερη κατάσταση (οικονομική και κοινωνική) από εκείνη υπήρχε λίγο πριν τα μνημόνια, αλλά με τρεις βασικές διαφοροποιήσεις που προοιωνίζουν πως τα άσχημα, βρίσκονται μπροστά μας.

Το ένα είναι η κανονικοποίηση της Νεοφιλελεύθερης Αθλιότητας που επέβαλαν τα Μνημόνια. Η εξαθλίωση, η φτωχοποίηση, η λεηλασία εισοδημάτων και πλούτου, δημοσίου και ιδιωτικού, αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο των μνημονιακών οικονομικών πολιτικών, δημιούργησαν ένα νέο «σημείο ισορροπίας», που πήγε την χώρα δεκαετίες πίσω, και, ναι!, «παραδόξως» για έναν «ανυπότακτο» Λαό, τούτο το «σημείο ισορροπίας», που έστειλε τη Κοινωνία δεκάδες χρόνια πίσω, τελικώς, ισορρόπησε στον «πάτο» ενός βαρελιού που εναγωνίως αναζητιόνταν επί χρόνια μέσα από τρία Μνημόνια και χιλιάδες εφαρμοστικούς μνημονιακούς νόμους, και σήμερα μπορούμε να πούμε, πως όχι, ακόμα δεν τον «πιάσαμε» αυτόν το «πάτο», μα ούτε και θα τον «πιάσουμε» εκτός αν πάψουν να ισχύουν οι Μνημονιακοί νόμοι. Και είναι τούτη η κανονικοποίηση της Νεοφιλελεύθερης Αθλιότητας, ό,τι το χειρότερο μπορούσε να μας συμβεί, που όμως μας συνέβη.
Το δεύτερο είναι, πως το πολιτικό σύστημα δεν είναι απλά το ίδιο που μας είχε ρίξει στα βράχια το 2010 μα και ενδυναμωμένο με νέες πολιτικές δυνάμεις, που ήταν σφόδρα πολέμιες του Παλαιοκομματισμού και των Μνημονίων και δη σε ιδεολογικό επίπεδο, έτσι ώστε ο Λαός και η Κοινωνία, να έχουν αρκούντως «μαντρωθεί» μέσα στην άνω «κανονικότητα», πλήρης απορίας και κυρίως αγωνίας, έτσι ώστε, μέχρι να ξεμπερδέψει με αυτά τα δύο, να έχει περάσει όσο το δυνατόν περισσότερος χρόνος, και μετά βλέπουμε…

Το τρίτο και χειρότερο είναι η πολιτική παρακαταθήκη που μας έφεραν τα Μνημόνια. Τα Μνημόνια, δεν επέβαλαν μονάχα μέτρα που περισσότερο από σκληρά ήταν ο άδικος χαρακτήρας τους, ακόμα και όταν προσεγγίζονται στη λογική του επιμερισμού τους στο κοινωνικό σύνολο, μα, την ίδια στιγμή, επέβαλαν και μια διαδικασία επιβολής τους, η οποία ευτέλισε όλους του πολιτικούς και ιδίως πολιτειακούς θεσμούς της Ελληνικής Δημοκρατίας. Αυτό δεν έγινε λόγω «υπερβάλλοντος ζήλου» κάποιων υπαλλήλων της Τρόϊκα, έγιναν με την πλήρη ανοχή των «αφεντικών» τους, που ήταν Κυβερνήσεις (κυρίως η γερμανική Κυβέρνηση) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που ασφαλώς υπέθαλπαν εφόσον δεν τις απαγόρευαν τις σχετικές συμπεριφορές των εκπροσώπων τους, ενώ είχαμε φτάσει να αναβιώνουν ειδικώς για την Ελλάδα και αποικιοκρατικοί κυβερνητικοί θεσμοί, όπως στη Γερμανία της οποίας η Κυβέρνηση όρισε ειδικό υπουργό για την Ελλάδα! Αυτό υπήρξε ένα μήνυμα, πως κανένα «Δυτικό Κεκτημένο», κανένας περιορισμός συνταγματικός ή από διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες δεν θα αποφύγει το «τσαλάκωμα» αν τολμήσει να ορθώσει «παράστημα» μπρος στη Θέληση των Αγορών. Το τόλμησαν, το πέτυχαν, και ό,τι αυτό επέβαλε ως πολιτικές εξελίξεις, αυτό πια, δεν χρειάζεται ειδική ανάλυση.

Εν κατακλείδι : Ο πρωθυπουργός, αναφερόμενος στην Έκθεση Πισσαρίδη, σημείωσε μεταξύ άλλων, ότι : «Αυτή η έκθεση δεν αποτελεί κυβερνητικό πρόγραμμα δεν είναι πολιτικό κείμενο και γι’ αυτό και πιστεύω ότι πρέπει να μείνει έξω από την πολιτική, μάλλον θα έλεγα την κομματική, αντιπαράθεση γιατί προφανώς είναι μια έκθεση η οποία θα τεθεί σε δημόσιο διάλογο και δεν θεωρώ αυτονόητο ότι θα συμφωνήσουν όλοι με όσα γράφονται σε αυτό το κείμενο. Αλλά -θέλω να τονίσω- ότι είναι ανεξάρτητη οικονομική έκθεση. Είναι ένα κείμενο αναφοράς στο οποίο κάθε πολίτης, η ελληνική κοινωνία, τα κόμματα, οι φορείς της αγοράς, της κοινωνίας, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, μπορούν να ανατρέχουν ανά πάσα στιγμή και να το συμβουλεύονται».
Με βάση τα όσα σημείωσα ανωτέρω, σε ό,τι με αφορά, θα έλεγα τούτο : Ασφαλώς και όσοι ανήκουν σε εκείνους που έβλεπαν (ή διαπίστωσαν εκ των υστέρων) στα Μνημόνια την οδυνηρή μεν πλην αναγκαία «θεραπεία» από την «αρρώστια» της κρίσης που άνοιξε την πόρτα και μπήκε με ορμή στα σπιτικά μας, θα τους συνιστούσα κι εγώ να ανατρέξουν και συμβουλευτούν τα όσα αναφέρονται σ’ αυτή, είτε ως διαπιστώσεις είτε ως μέτρα. Δεν θα χάσουν, αντιθέτως θα γίνουν (ως νεοφιλελεύθεροι) σοφότεροι, αυτό είναι βέβαιο. Και δεν θα χάσουν διότι πιστεύουν τα ίδια ή περίπου τα ίδια πράγματα, και κυρίως, έχουν την ίδια αντίληψη των πραγμάτων, και χρησιμοποιούν το ίδιο «λεξικό», δηλαδή δίνουν στις λέξεις το ίδιο νόημα, το ίδιο περιεχόμενο.
Σε ό,τι όμως με αφορά, επειδή ανήκω ιδεολογικά μα και ως «σχολή σκέψης» (και επιστημονικής, με βάση τον επιστημονικό μου σκούφο του οικονομολόγου), σ’ εκείνον τον μετριοπαθή χώρο που δεν θεωρεί την κοινωνία σαν «κάτι που δεν υπάρχει», για να χρησιμοποιήσω μια πολύ γνωστή (νεοφιλελεύθερη) έκφραση, ούτε ανήκω σε εκείνους που θεωρούν τις αγορές και τον κοινωνικό (και στοχευμένα οικονομικό) ρόλο του Κράτους ως αμοιβαίως αποκλειόμενες πραγματικότητες (και χρησιμότητες), ούτε σε εκείνους που αποβλέπουν μονάχα στην (ποσοτική) οικονομική αύξηση της εθνικής οικονομίας χωρίς την οικονομική ανάπτυξη με ό,τι αυτή «κλασικά» υιοθετεί ως ποιοτικά (εκτός από τα ποσοτικά) χαρακτηριστικά (όπως την δίκαιη αναδιανομή, το κοινωνικό κράτος, κ.λπ.), ασφαλώς, με αυτά τα δεδομένα, σε ότι με αφορά, δεν θα τη διάβαζα, όψιγ για άλλο λόγο, μα όντας βέβαιος το τι εισηγείται, εκτός και αν κάποιος τυχαίνει λόγω ειδικότητας να γνωρίζει τι ακριβώς λέει ώστε να είναι σε θέση σε ένα δημόσιο διάλογο να υποστηρίξει τις θέσεις του με βάση το περιεχόμενο της Έκθεσης.

Με άλλα, λόγια, υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα επικοινωνίας, εύλογο, διότι η δική μου «σχολή σκέψης» και αυτή των «νεοφιλελευθέρων», δεν έχουν την ίδια αντίληψη των πραγμάτων, δεν έχουν την ίδια κοσμοθεωρία, δεν χρησιμοποιούν το ίδιο «λεξικό», δεν δίνουν στις λέξεις το ίδιο περιεχόμενο. Π.χ., διαβάζοντας την Έκθεση από τις πρώτες κι όλας σελίδες, σκόνταψα σε λέξεις που γνωρίζω πως δεν εννοούμε το ίδιο πράγμα. Π.χ, τη λέξη «ευημερία», (στις 240 και πλέον σελίδες, η λέξη αυτή αναφέρεται όχι πάνω από δέκα φορές), είναι γνωστό ότι προσεγγίζεται με διαφορετικούς τρόπους στις διάφορες ιδεολογίες, ώστε να μην φανεί περίεργο για το ότι διαφωνούμε.

Το τι σημαίνει η νεοφιλελεύθερη «ευημερία», προκύπτει αβίαστα από τις πολιτικές με τις οποίες τα Μνημόνια έδεσαν πισθάγκωνα την ελληνική οικονομία και κοινωνία, (θεωρητικώς) για μέχρι το 2060 (αν όλα, διεθνώς και εσωτερικά, πάνε από καλά έως εξαιρετικά). Όμως, πέραν αυτών των δυσκολιών «συνεννόησης» και επικοινωνίας με τον Νεοφιλελευθερισμό, υπάρχουν και στο καθαρά επιστημονικό ορισμό δυσκολίες επικοινωνίας, π.χ., ως προς το τι μπορεί να οριστεί ως οικονομική επιστήμη, ιδίως στο κρίσιμο ζήτημα της αλληλεπίδρασής της με άλλες κοινωνικές επιστήμες, και ακόμα αν η οικονομική επιστήμη είναι θεμελιωδώς κοινωνική ή είναι θεμελιωδώς «θετική επιστήμη» και κυρίως μαθηματική και στατιστική.

Η Έκθεση Πισσαρίδη, είναι απορριπτέα εξ ορισμού, για τον ίδιο λόγο που κάποιος θα απέρριπτε π.χ., μια ανάλογη Έκθεση θεμελιωμένη όμως στην ιδεολογία εκείνη που υποστηρίζει την εθνικοποίηση των πάντων ή σε ένα κεϋνσιανό μοντέλο, κ.λπ. Για να το διατυπώσουμε με άλλες λέξεις, όποιος θεωρεί ότι τα Μνημόνιο τον έσωσαν τότε, θα ήταν παράλογο να απορρίψει την Έκθεση Πισσαρίδη και vice versa. Τώρα το αν λέει και σωστά πράγματα, ασφαλώς και λέει, όπως π.χ., ότι πρέπει να εκσυγχρονιστεί η δημόσιο διοίκηση ή ότι η παραγωγικότητα πρέπει κι αυτή να αυξηθεί (αυτό, το καθόλου ένα πράγμα και εξαρτώμενο από πλήθος παραγόντων, για το οποίο πολλοί μιλάνε αλλά λίγοι γνωρίζουν πως να το πετύχουν στη πράξη), κ.λπ., αλλά, πρόκειται για κοινότοπες προτάσεις, διαχρονικές, που υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα σε οποιαδήποτε παρόμοια έκθεση, οιασδήποτε ιδεολογικής απόχρωσης.
Η δυστοκία αυτή της «επικοινωνίας», είναι εύλογη, ειδικώς για τις ιδεολογίες των άκρων, όπως ο Νεοφιλελευθερισμός, διότι σ’ αυτές, η ιδεοληψία δεν περισσεύει απλά, αλλά, αποτελεί το ίδιο τους το είναι. Βεβαίως, το ότι βρίσκονται στην περιοχή των Άκρων, κάποιες ιδεολογίες, αυτό δεν σημαίνει πως αποτελούν και «αξιοπερίεργα» της φύσης. Υπάρχουν ορισμένοι (βιολογικοί) οργανισμοί που ζουν φυσιολογικά στις πιο ακραίες συνθήκες του περιβάλλοντος. Γι’ αυτούς αυτές οι ακραίες συνθήκες είναι φυσιολογικές και αν βρεθούν έξω απ’ αυτές πεθαίνουν ακριβώς όπως ένας άνθρωπος θα πεθάνει αν βρεθεί εκεί. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει με τις ιδεολογίες και τα περιβάλλον στο οποίο ζουν, το οποίο όμως, κι εδώ είναι το πρόβλημα, το θεωρούν ως «κοινωνικά» φυσιολογικό για κάθε άνθρωπο, με βάση όμως τα δικά τους δεδομένα. Δεν αντιλαμβάνονται πως το πράγμα δεν είναι έτσι, κι ακριβώς είναι η Δημοκρατία που έρχεται να δώσει και επιβάλλει την χρυσή τομή, τη μέση αντίληψη των πραγμάτων.
Όμως, με εξαίρεση τους ιδεολόγους των Άκρων, δεν ισχύει ότι όλοι όσοι τα υπηρετούν δεν αντιλαμβάνονται τι ακριβώς υπηρετούν. Αυτοί οι τελευταίοι πολύ απλά δεν είναι οι ιδεολογικοί εκφραστές των Άκρων, απλώς τα υπηρετούν με το αζημίωτο ή με την ελπίδα ότι με κάποιον τρόπο θα αποζημιωθούν για αυτή τους την υπηρεσία. Σε κάποιο αρκετά παλαιότερο άρθρο μου, είχα ισχυριστεί πως δεν συνιστά καθόλου υπόθεση εκτός πραγματικότητας, αν έναν τεχνοκράτη, εξ εκείνων που διατείνονται πως καθοδηγούνται μονάχα απ’ την αλήθεια της «επιστήμης» του, θα μπορούσα να τον θέσω στην υπηρεσία μου προσφέροντάς τον ένα καλύτερο μισθό και καλύτερες προοπτικές από τον νυν εργοδότη του, και να υποστηρίξει ακριβώς τα αντίθετα έχοντας υπόψη τα ίδια επιστημονικά δεδομένα.
Όμως, δεν μπορώ να μην επισημάνω, για την ακρίβεια των σκέψεών μου, πως τα Άκρα, ή μάλλον, το κάθε είδους Άκρο δεν μπορεί και δεν είναι σωστό να ενοχοποιείται εξ ορισμού. Όταν κάθε άλλη εναλλακτική έχει εκλείψει, τότε ίσως ως μια έκτακτη και προσωρινή επιλογή μπορεί πράγματι να αποτελεί ένα διαφορετικό κατά περίπτωση αποτελεσματικό μέτρο αντιμετώπισης μιας έκτακτης όσο και σοβαρής εξέλιξης. Μια Επανάσταση στην κυριολεκτική της έννοια είναι ένα τέτοιο είδος Άκρο. Όπως επίσης, όλα τα δημοκρατικά Συντάγματα, περιέχουν πρόνοιες για αντιμετώπιση εκτάκτων κρίσιμων εξελίξεων, που επιτρέπουν την προσωρινή αναστολή άρθρων του Συντάγματος ακόμα και για σημαντικά ατομικά δικαιώματα.
Διότι πράγματι, σε ζητήματα πολιτικής, οι αριθμοί δεν αυτοερμηνεύοντσι, ούτε από μόνοι τους δείχνουν το επιθυμητό μέλλον, αλλά, είναι η ιδεολογία και η κοσμοθεωρία που καθοδηγούν τον τρόπο ερμηνείας των αριθμών και των δυνατοτήτων τους στον σχεδιασμό του μέλλοντος. Αυτός είναι και ο λόγος που εξαιρετικά περίπλοκα μαθηματικά μοντέλα με πλήρη σεβασμό στις μαθηματικές και στατιστικές τους αναλύσεις και ερμηνείες, προσεγγίζονται τόσο διαφορετικά, χωρίς την ανάγκη καμίας αλλοίωσης των αριθμών, εκ μέρους ανθρώπων με την ίδια ακριβώς επιστημονική τεχνοκρατική κατάρτιση, αλλά διαφορετική ιδεολογία και κοσμοθεωρία. Στην πραγματική ζωή, οι ιδεολογίες δεν είναι ανάγκη ούτε να τέμνονται ουδέ καν να εφάπτονται. Είναι όμως ανάγκη να κυριαρχεί η Δημοκρατία και η αποδοχή της βούλησης της πλειοψηφίας, με όλα τα μειονεκτήματα αυτού του πολιτεύματος και μέχρις ότου βρεθεί κάποιο άλλο, που θα αποτρέπει την Κοινωνία να μεταβληθεί σε ζούγκλα.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ