«Αλλάζεις την πίστη σου, γκιαούρη;»

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο λαός και στα πιο πηχτά σκοτάδια δουλείας, κινούμενος απ’ το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, επινόησε τους δικούς του μηχανισμούς καταγραφής και συντήρησης της ιστορικής μνήμης, το δημοτικό τραγούδι, την προφορική παράδοση και το θέατρο σκιών

Ηδη απ’ την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα εκδηλώνεται μια διαρκώς εντεινόμενη, συστηματική και στοχευμένη προσπάθεια υψηλά ιστάμενων κύκλων να ξαναδιαβαστεί η Ελληνική Ιστορία και δη αυτή της Τουρκοκρατίας!

Επιδιώκουν να λειανθούν οι «οξείες γωνίες της», που, μπηγμένες βαθιά στο σώμα της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης, εξακολουθούν να προκαλούν οδύνη στη θύμιση των παντοειδών βασανιστηρίων που υπέφεραν οι πρόγονοί μας 400 έως 500 και πλέον χρόνια υπό τα δεσμά του θηριώδους Ασιάτη δυνάστη!

Θεωρούν πως, αν αφηγηθούμε τα γεγονότα με μια «ζαχαρένια γλώσσα», συνδυάζοντάς την τεχνηέντως με απαλοιφές, αποσιωπήσεις, υποσκιάσεις και υπερτονισμούς, θα καταστεί δυνατόν εμείς οι Νεοέλληνες να φτάσουμε σταδιακά σ’ ένα σημείο ώστε να δακρύζουμε αναλογιζόμενοι πόσο ευτυχισμένοι ήταν οι πρόγονοί μας στη διάρκεια της Pax Othomanika και να απορούμε γιατί, άραγε, τόσο αδικαιολόγητα επαναστάτησαν και χύνοντας το αίμα τους αρνήθηκαν τον οθωμανικό παράδεισο!

Ο λαός όμως δεν ξέχασε ούτε ξεχνά, γιατί και στα πιο πηχτά σκοτάδια δουλείας, κινούμενος απ’ το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, επινόησε τους δικούς του μηχανισμούς καταγραφής και συντήρησης της ιστορικής μνήμης, το δημοτικό τραγούδι, την προφορική παράδοση και το μοναδικό θέαμα που διέθετε, το θέατρο σκιών!

Αυτό το «θέατρο του λαού» ενωρίτατα (1801-1803) κατέδειξε τους πρωταγωνιστές των εγκλημάτων κατά των υποδούλων, τα πρωτοπαλίκαρα του Αλή Πασά των Ιωαννίνων Βελή Γκέκα, Γιουσούφ Αράπη, Ταχήρ Γκέκα: «…Τόσω δε διαβόητος υπήρξεν ο Βελή Γκέκας επί αιμοβορία, ώστε το όνομά του απεθανατίσθη υπό των κατοίκων της Θεσσαλίας και εν τοις κατά το τουρκικόν έθος λειτουργούσι μικροθιάσοις Καραγκιόζ εν Θεσσαλία. Οι ήρωες της πράξεως αυτών είναι ο Ισούφ-Αράπης, ο Βελή-Γκέκας και ο Ταχήρ ή, άλλως, Ταχήρ-Γκέκας, ονομαζόμενος ζαπίτης…»1 (ζαπτιές = αστυνόμος). Ετσι μας λύνεται και η απορία γιατί στο θέατρό μας ο πασάς είναι και βεζύρης, αφού δεν είναι άλλος απ’ τον Αλή Τεπελενλή, τον μόνο που έφερε τον υψηλότατο αυτό τίτλο και διαφέντεψε μεγάλο μέρος της πατρίδας μας έως τον θάνατό του (1822), αλλά και γιατί ο αξιωματικός, που, ως αστυνόμος, μέχρι σήμερα κυνηγάει τον Καραγκιόζη, ονομάζεται Ταχήρ!

Στα χέρια του Αλή μαρτύρησαν περί τις 30.000 ψυχές, όπως κομπορρημονούσε ο ίδιος2, ανάμεσά τους και ο ήρωας Κατσαντώνης το 1808: «…Σαν σήμερα το βράδυ, μωρέ παιδιά» διηγείται ένας γέρος καϊξής στον Κώστα Κρυστάλλη, «καθώς γύρναγαν οι πανηγυρίσιοι ‘ς τα Γιάννινα της στεριάς κι’ απέρναγαν από τον πλάτανο τ’ Αλήπασα, είδαν απόξω τον σκοτωμό του κλέφτη Κατσαντώνη και τ’ αδερφού του… Ητον η 23η Τρυγητή, μέρα τ’ Αϊγιαννιού, επανηγύριζε»3. Ενενήντα χρόνια αργότερα ο καραγκιοζοπαίκτης Ιωάννης Ρούλιας παρουσίαζε στην Αθήνα τους ηρωικούς αγώνες και το φρικτό του τέλος, δείχνοντας σ’ όλους πως «ο πλάτανος της λευτεριάς» ποτίζεται με το αίμα της αυταπάρνησης υπέρ πατρίδος. Οι θεατές άκουγαν πάντα δακρυσμένοι τον Ανδρέα Θεοδωρέλλο να τραγουδάει το «μοιρολόι του Κατσαντώνη», την ώρα που ο αδελφός του Θεόδωρος παρουσίαζε τους Τσιγγενέδες να του τσακίζουν τα κόκαλα στ’ αμόνι!

Ούτε οι Νεομάρτυρες ούτε οι εξισλαμισμοί ξεχάστηκαν απ’ τον λαό, που γνώριζε ότι η Επανάσταση έγινε «για του Χριστού την Πίστη την Αγία…», χάρη και στον Καραγκιόζη. Ο Αϊ-Γιώργης ο Φουστανελάς, που αντιστάθηκε στον βίαιο εξισλαμισμό, ομολόγησε την πίστη μας και κρεμάστηκε το 1838 στα Ιωάννινα, πρόσφερε την έμπνευση στον Μίμαρο να πλάσει τον «χριστιανομάχο μπέη», ο οποίος, πνίγοντας τον καταματωμένο Καραγκιόζη με μια λαιμαριά, για ν’ αρνηθεί το βαπτιστικό του όνομα, κραυγάζει: «Αλλάζεις την πίστη σου, γκιαούρη;»

Το ζοφερό κλίμα της Τουρκοκρατίας συντηρούσε και η ανασφάλεια της ζωής των ραγιάδων. Ο «κεφαλικός φόρος», η διαρπαγή της περιουσίας των υποτελών, η ατιμία και η προδοσία του ενός σκλάβου κατά του άλλου ανάγκασαν άνδρες σαν «τον Καπετάν Γκρη» του θεάτρου σκιών να υψώσουν τ’ ανάστημά τους, «να σφάξουν τον δυνάστη σαν κριάρι στο γόνατο» και να βγουν στο κλαρί, να γίνουν κλέφτες. Μα κι όποιες Ελληνίδες χριστιανές απέκρουσαν την προσπάθεια των επικυρίαρχων να τις ατιμάσουν ή «…να τις κάνουν χαρέμι τους» βρήκαν την ξεχωριστή θέση τους στο πάνθεον του μπερντέ και οι καραγκιοζοπαίκτες μ’ όλη τους τη συγκίνηση και τον σεβασμό τις παρουσίασαν στο κοινό τους.

Η «Κυρα-Φροσύνη» (1801) αναδείκνυε τη γυναικεία αρετή επιλέγοντας τον πνιγμό στη λίμνη των Ιωαννίνων απ’ το να ενδώσει στις ορέξεις του τυράννου και «η αδελφή του Αθανασίου Διάκου» με θάρρος αυτοκτονούσε για να μην οδηγηθεί στο χαρέμι του πασά, βροντοφωνάζοντάς του καταπρόσωπο: «Κάλλιο να δω το αίμα μου τη γη να κοκκινίσει, παρά να δουν τα μάτια μου Τούρκος να με φιλήσει». Ετσι παραλλασσόταν κατά τη γυναικεία φύση η επαναστατική ιαχή «Ελευθερία ή Θάνατος»!

Στην κορύφωση του δράματος, βέβαια, που οι θεατές αγωνιούσαν για τη στάση του ηττημένου ήρωα στο δίλημμα να σώσει τη ζωή του προσκυνώντας τον νικητή πασά, αρνούμενος πατρίδα και θρησκεία, ή να επιλέξει τον μαρτυρικό θάνατο, συγκλονίζονταν απ’ την υπερήφανη απάντησή του: «Εγώ πασά δεν προσκυνώ, μόνο τυράννους σφάζω / και βασιλιάς αν θα γενώ, την πίστη δεν αλλάζω, / γιατί πιστεύω στον Χριστό και τ’ άγιο το Ευαγγέλιο / και τον σουλτάνο σου μισώ και τον πατώ για γέλοιο! / Φύγε, σκύλε, σε ‘φαγα, / φύγε να μη σε σκίσω, / με τις αλυσίδες που κρατώ, μ’ αυτές θα σε συντρίψω…!»

Στη διακήρυξη αυτή του Αθανασίου Διάκου, όπως την απέδωσε διαχρονικά το θέατρο σκιών, πιστεύουμε ότι συμπυκνώνεται όλο το μίσος του Ελληνα για την τυραννική δουλεία που υπέφερε και δεν ξέχασε και προπάντων η αμετάκλητη απόφασή του να αγωνίζεται πάντα μέχρις εσχάτων, για να διαφυλάξει το υπέρτατο αγαθό της ελευθερίας.

Βιβλιογραφία – Παραπομπές

1. Ν. Ι. Γιαννόπουλος, «Η Ληστεία εν τη Επαρχία Αλμυρού κατά τα τέλη του 18ου αιώνα», Επετηρίδα Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, 1916, σελ. 177-187.

2. Κώστας Καιροφύλας, «Ο Αλή Πασάς», Εβδομαδιαία Παγκόσμιος Φιλολογική Εγκυκλοπαίδεια, 3/6/1934.

3. Κώστας Κρυστάλλης, «Ηπειρωτικαί Αναμνήσεις, το πανηγύρι της Καστρίτσας», «Φωνή της Ηπείρου», 16/10/1892.

Τάσος Κούζης – Κούζαρος

Καλλιτέχνης θεάτρου σκιών – φιλόλογος

ΔΗΜΟΦΙΛΗ