ΤΙΜΗΤΙΚΟ ΛΥΡΙΚΟ-ΕΠΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ.
Γραφει ο Αντώνης Αντωνάς
Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου.
Ακόμη μια μαύρη επέτειος, για τον πολύπαθο Ελληνισμό της Κύπρου.
Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου είναι γνωστό ποίημα του Κύπριου ποιητή, Βασίλη Μιχαηλίδη. Αναφέρεται στον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού στις 9 Ιουλίου 1821 και γράφτηκε στην κυπριακή διάλεκτο. Το ποίημα φαίνεται να γράφτηκε την περίοδο 1884-1895 και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1911. Το ποίημα χωρίζεται σε 24 ραψωδίες και έχει 560 δεκαπεντασύλλαβους στίχους.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ – Ο ΦΛΟΓΕΡΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΥΠΡΟΥ.
Μερικά ενδεικτικά επιλεγμένα λυρικά και επικά αποσπάσματα.
Ο ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ.
1.Αντάν αρτζιέψαν οι κρυφοί ανέμοι τζι εφυσούσαν …
τζι αρκίνησεν εις την Τουρτζιάν να κρυφοσυννεφκιάζη
τζαι που τες τέσσερεις μερκές τα νέφη εκουβαλούσαν,
ώστι να κάμουν τον τζαιρόν ν’ αρτζιεύκη να στοιβάζη,
είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι η Τζιύπρου το κρυφόν της
μεσ’ στους ανέμους τους κρυφούς είσιεν το μερτικόν της.
τζι αντάν εφάνην η στραπή εις του Μοριά τα μέρη
τζι εξάπλωσεν τζι ακούστηκεν παντού η πουμπουρκά της,
τζι ούλλα ξηλαμπρατζιήσασιν τζαι θάλασσα τζαι ξέρη
είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι η Τζιύπρου τα κακά της.
2.
Μιαν νύχταν, νύχταν σιανήν, τζιαιρόν Δευτερογιούνην,
νύχταν Παρασιευκόνυχταν, που τ’ άστρα μιλιούνια
ελάμπασιν που πανωθκιόν τζι εν έυρισκες ρουθούνιν
μέσα στης Χώρας τα στενά, στης Χώρας τα καντούνια,
σιανεμιά, εν άκουες δεντρούδιν να ταράξη
μήτε του σιύλλου λάξιμον, με πετεινόν να κράξη.
Ήτουν μια νύχτα μουλλωτή, μια νύχτα μουρρωμένη,
που θάρειες πως χώνεται που του Θεού την κρίσην.
Σε τέθκοιαν νύχταν σιανήν οι Τούρτζιοι βαδωμένοι
μεσ’ στο Σαράγιον είχασιν μεάλον μετζιηλίσιν.
Ήρτεν του Μουσελλίμ-αγά φερμάνιν που την Πόρταν
τζι εψές άρπα τζι ανόρπιστα εγίνην μετζιηλίσιν,
τζι έσιει πκιον εις το σιέριν του την μαύρην σας την σόρταν,
στο σιέριν του τον θάνατον, στο σιέριν του την κρίσην.
Να μεν αρκής, Τζιυπριανέ, να χάννης τον τζιαιρόν σου,
να πάης να φαραντζιστής αν θέλης το καλόν σου.
Πρέπει να πας, ει δε τζι αν ου, εχάθης δίχως άλλον,
αν σ’ εύρ’ η μέρα το πωρνόν δα μέσα δα, εν νάσαι
νεκρός εις την κρεμμασταρκάν είτε νεκρός στον πάλλον.
Ανου να πάμεν γλήορα, τ’ αμάξιν καρτερά σε!»
5.
Έσιυψεν ο Τζιυπριανός τζι έμεινεν νάκκον ώραν
τζι εδκιαλοίστην νακκουρίν τζι αννοίει τζαι λαλεί του:
«Δεν θέλω, Κκιόρ-ογλου, εγιώ να φύω που την Χώραν,
γιατί αν φύω, το κακόν εν’ να γινή περίτου.
Θέλω να μείνω, Κκιόρ-ογλου, τζι ας πα’ να με σκοτώσουν,
ας με σκοτώσουσιν εμέν τζι οι άλλοι να γλυτώσουν.
Δεν φεύκω, Κκιόρ-ογλου, γιατί, αν φύω, ο φευκός μου
εν’ να γενή θανατικόν εις τους Ρωμιούς του τόπου.
Να βάλω την συρτοθηλειάν εις τον λαιμόν του κόσμου;
Παρά το γαίμαν τους πολλούς εν’ κάλλιον ‘νου ‘πισκόπου.»
6.
Λαλεί του πάλ’ ο Κκιόρ-ογλους: «Λυπούμαι σε, Δεσπότη,
να μεν σ’ εύρη που το πωρνόν ο ήλιος μεσ’ στην Χώραν,
γιατί ευτύς εν’ να κοπή η τζιεφαλή σου πρώτη.
Ενας Μουρούζης τζι έφυεν έσιει τωρά μιαν ώραν,
που κρεμαλλίστην του τεισιού τζι εξέβην εις την στράταν,
τζαι πα’ κατά τον Λάρνακαν να μπη στα Κουσουλάτα.
Εφέραν του τζι εφόρησεν μιαν αλλαήν, ‘πο τζιείνες
τους Πίτσιλλους, συλλούριτζιην, λιμίν λιμίν, σαλάταν,
τζαι σέρτουκα τζαι μέρτουκα στα πόδκια του ποδίνες,
μεν τύσιη τζι αγρωνίση τον κανένας εις την στράταν.»
7.
«Ευκαριστώ σου, Κκιόρ-ογλου,» λαλεί του ο Δεσπότης.
«Θωρώ σε με καλόν γάλαν πως είσαι βυζασμένος,
μα φύε, μεν σε δουν τζαι πουν πως γένεσαι προδότης.»
Λαλεί τ’: «Αν μεν θέλης πολλά νάσαι ξωμακρυσμένος,
αμμάγγου πάμεν έσσω μου, να μεν μείνης δαπάνω.»
«Εγιώνη θέλω, Κκιόρ-ογλου, να μείνω τζι ας πεθάνω.»
Ο Κκιόρ-ογλους εμάσιετουν να κάμη καλωσύνην,
αμμά επήεν άδικα ο κόπος του χαμένος.
Περίτου ώραν δεν είσιεν τζι εν έπρεπεν να μείνη,
τζι έφυεν πκιον περίλυπος τζαι παραπονημένος.
11.
«Ήρταμεν να σε πκιάσωμεν, είμαστον προσταμένοι
από τον Μουσελλίμ-αγάν τον άρκονταν της χώρας.»
Λαλεί τους: «Με καλόν γάλαν αν είστε βυζασμένοι,
σταθήτε, καρτεράτε με πέντε λεπτά της ώρας.»
(τζαι πκοιός ηξέρ’ ειντά ‘κρυφεν που μέσα στην καρδκιάν του.)
Εξέβην πάνω βκιαστικός τζι ενέην στον νοτάν του
τζι άψεν λαμπάδιν τζι έκρουσεν κάτι χαρκιά γραμμένα
τζι ύστερα στράφην τζι είπεν τους: «Ελάτ’, αντρειωμένοι,
τώρα πώχω τα πράματα σγιαν θέλω τελειωμένα,
επάρτε με να πάμεντε σγιαν είστε προσταμένοι
14.
Τότες εστράφην τζαι λαλεί του Αρχιεπισκόπου,
σιυφτός χαμαί δησόφρυδος τζαι καραμουτσωμένος:
«Πασσ’ ‘πίσκοπε Τζιυπριανέ, μιλλέτ πασιή του τόπου,
εγύρεψα σε να σου πω πως είμαι προσταμένος
απού την Πόρταν τζαι κρατώ στο σιέριν μου φερμάνιν,
πως έχω μιάλην προσταήν που το ψηλόν Διβάνιν
τ’ αρκοντολόϊν τους Ρωμιούς, τους μιάλους τούν’ του τόπου
να τους συνάξω μονομιάς τζαι να τους ι-σκοτώσω,
να μεν χαρίσω μπροεστού ζωήν μήτε ‘πισκόπου
τζαι ό,τι λοής θάνατον θελήσω να τους δώσω.»
15.
Λαλεί του: «Μουσελλίμ-αγά, πού ‘σαι καλός ισλάμης,
αφό ‘σιεις εις το σιέριν σου του Διβανιού φερμάνιν
τζι αφό ‘σιεις έτσι προσταήν, μπορείς αλλοιώς να κάμης;
Κάμε σγιαν σε προστάσσουσιν που το ψηλόν Διβάνιν
τζαι κάψε μας, για κρέμμασ’ μας, για κόψε το λαιμόν μας,
θέλομεν όμως να μας πεις είντα ‘ν’ το φταίσιμόν μας.»
«Εμάσιεστουν με τους Ρωμιούς τους άλλους να σμιχτείτε,
τους Τούρκους που τες τέσσερεις μερκές να πολεμάτε,
εμάσιεστουν εις τάρματα τζι εσείς να σηκωθείτε,
για να σμιχτείτε ούλλοι σας τζαι την Τουρτζιάν να φάτε.»
18.
«Πίσκοπε, ‘γιω την γνώμην μου ποττέ δεν την αλλάσσω,
τζι όσα τζι αν πης μεν θαρευτής πως εν να σου πιστέψω.
Εχω στον νουν μου, πίσκοπε, να σφάξω, να κρεμμάσω,
τζι αν ημπορώ που τους Ρωμιούς την Τζιύπρουν να παστρέψω,
τζι ακόμα αν ημπόρεια τον κόσμον να γυρίσω,
έθεν να σφάξω τους Ρωμιούς, ψυσιήν να μεν αφήσω.»
«Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ι-ξηλείψη,
κανένας, γιατί σιέπει την που τα ‘ψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντες ο κόσμος λείψει!
19.
Σφάξε μας ούλους τζι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάτζιν,
κάμε τον κόσμον ματζιελλειόν τζαι τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξέρε πως ύλαντρον όντες κοπεί καβάτζιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Το ‘νιν αντάν να τρώ’ την γην, τρώει την γην θαρκέται
μα πάντα τζιείνον τρώεται τζαι τζιείνον καταλυέται.
Είσαι πολλά πικράντερος, όμως αν θεν να σφάξης,
σφάξε τους λας που πολεμούν αλλού αρματωμένοι.
Εμάς με σιέρκα όφκαιρα γιατί να μας πειράξεις,
πού ‘μαστον δίχως άρματα, τζι είμαστον νεπαμένοι;»
20.
Τότες ο Μουσελλίμ-αγάς εψήλωσεν το δειν του,
τζι είδεν τον μ’ έναν δειν γλυτζιύν, τζι αννοίει τζαι λαλεί του:
«Ό,τι παθθαίν’ ο άθθρωπος εν που την τζιεφαλήν του,
του βρένιμου που το σπαθίν ποσπάζετ’ η ζωή του,
τζαι σου, αν είσαι βρένιμος, ποσπάζεις την ζωή σου.»
«Μούλλωσε τζαι κατάλαβα πριχού να πης το πειν σου,
μεν μάσιεσαι την θάλασσαν να την ι-ξηντιλήσεις.
Άδικα λόγια μεν χάννεις τζι αρκείς εις την δουλειάν σου.
Τον ήλιον με το φύσημαν μπορείς να τον ι-σβήσεις;
Φώναξε του τζιελλάττη σου, σάσ’ την κρεμμασταρκάν σου!»
21.
Ο Μουσελλίμης τζι ούλλοι τους οι Τούρτζ’ αντάν ακούσαν,
στραοπελέτζιν πάνω τους ούλλα που νάεν ρίψει:
Εμειναν ούλλοι τους βριχτοί ‘νου τ’ άλλου τζι εθωρούσαν,
καθένας τους επάσκιζεν την αντροπήν να κρύψη.
Ο Μουσελλίμης είδεν πκιον πως χάννει αδίκως κόπους,
έταξεν τζι εσηκώσασιν π’ ομπρός του τους πισκόπους,
τζι επήραν τους στην φυλακήν χωρίς να τους χωρίσουν.
Οι Τούρτζ’ ότι τζι εμείνασιν τσιμπίν τζι εδκιαλοούνταν,
είπαν να φέρουν μαρτυρκές για να το μαρτυρήσουν
τζι εφέραν έναν αγαθόν βοσκόν που την Μαλούνταν.
23.
Δεν έχω, αφέντη, έσσω μου με μισταρκόν με δούλον,
τζι είπαν μου πως τα γίδκια μου ψοφούσιν που την πείναν.
Έσσω μου τζι έξω μόναν γιον τον είχα ούλον-ούλον
τζι είμαι τζαι τζιείνου δίχως του έσιει τώρα ‘ναν μήναν.
Μιαν Τζιερκατζιήν, που ήμαστον οι δκυο τζιείνος τζι εγιώνη
τζι επκιάνναμεν με τα βερκά πουλιά μέσ’ στο λαόνιν,
έταξα τον τον άχαρον να πα’ να παραλάσει,
τζι επήεν τζι εν εστράφην πκιον νάεν καεί η μέρα!
Ειπάν μου πως εφύασιν πο τζιεί που το Καρπάσιν
μια κοπή παίδκιοι τοπκιανοί τζαι πως επήαν πέρα,
24.
πέρα στους λας που πολεμούν τζαι παν κατά την Πόλην.
Αν πολεμούν για το καλόν τζαι πολεμά τζι ο γιος μου,
ας εν χαλάλιν του Θεού, αν μου τον φα’ το βόλιν,
τζι ας πα να μείνω δίχως του, να ζήσω μανιχός μου.
Ειδέ τζι αν ου, τζαι μάχουνται να κάμουν άλλ’ αντ’ άλλα,
χαρράμιν τους που τον Θεόν της μάνας τους το γάλαν.
Έσιει π’ αφήτις έφυεν που λλόου μου ο γιος μου,
έμεινα μανιχούλλικος: μαντρίζω, ξημαντρίζω,
τζιοιμίζ’ ο κακομάζαλος τζαι μπλίζω μανιχός μου
τζαι μανιχός μου στέκομαι στον λάκκον τζαι ποτίζω.
39.
Τότες Αρχιεπίσκοπος εποτυλίχτην πάνω
τζι είπεν του: «Τούρτζιε, βρίξε πκιον, κανεί να συντυχάννης
τζιαι δεν θέλω που λλόου σου ν’ ακούσω παραπάνω.
Πάψε τζι εν κρίμαν τζι άδικον τα λόγια σου να χάννης,
άνου να φύης γλήορα, να πας εις την δουλειάν σου,
τζι ο Χάρος εν γλυκόττερος απού την συντυσιάν σου.»
Ο Τούρκος ότι τζι άκουσεν εστάθην μουρρωμένος
τζι είδεν τζι επίστεψεν πως παν τα λόγια του χαμένα,
τζι έμεινεν σγιαν περίλυπος τζιαι σγιαν αντροπιασμένος·
τζι ύστερα ξέβην τζι έφυεν με δκυο σιείλη καμένα.
40.
Ο Τούρκος ότι τζι έφυεν τζι εμείναν μανισιοί τους,
εγονατίσαν ούλλοι τους για να προσευκηθούσιν,
τζι ούλλοι εκλαμουριστήκασιν, τζιαι τζιείν’ η προσευκή τους
ήτουν που μέσα στην καρδκιάν την ώραν που πονούσιν.
Στην υστερκάν της προσευκής έτσι γονατισμένοι
είπαν κλαμένοι σιανά τζιαι με φωνήν κομμένην:
«Θεέ μου, τζιαι συχχώρησε τους λας που μας μισούσιν,
Θεέ μου, τζιαι ξησκλάβωσε την άχαρην φυλήν μας,
Θεέ μου, τζιαι στερέωννε τους λας που πολεμούσιν,
Θεέ μου, τζιαι συχχώρα μας τζιαι δέχτου την ψυσιήν μας!»
41.
Οι άλλοι πού ‘τουν στην τζ’ιαμήν ότι τζι εποσπαστήκαν
εστάθηκαν τζι εκάμασιν τσιμπίν την συντυσιάν τους
τζι εις το Σαράγιον ούλοι τους εξανασυναχτήκαν
τζι αρτζιέψαν να τελειώσουσιν την άχαρην δουλειάν τους.
Για πείσμαν του Τζιυπριανού τζιαι για φοϊτσ’ασμόν του
φέρνουν τον αρκιδκιάκον του τζιαι τον γραμματικόν του
τζιαι βκάλαν τους κάτι δουλειές, δουλειές σαντανωμένες,
τζι επέψαν τζι εκρεμμάσαν τους αξάγκωνα δημμένους
στον Πλάτανον, πούταν οι δκυο κρεμμασταρκές στημένες,
τζι αφήκαν τους τζιει πάνω τζιει καταύτις κρεμμασμένους.
43.
«Σκοτώστε μας τζιαι γράψετε τζι εμάς τον σκοτωμόν μας.
Μα τούτοι ούλ’ οι σκοτωμοί εν ούλοι για κακόν σας,
εσείς θαρκέστ’ αννοίετε το μνήμαν το δικόν μας,
τζι εν το πεισκάζετε πως εν το μνήμαν το δικόν σας.
Εσείς σιειροττερεύκετε τα πράματα θωρώ τα,
στην Πόλην εκρεμμάσετε τον Πατριάρχην πρώτα
τζιαι ταπισών άλλους πολλούς πισκόπους τζιαι παπάες.
Σκοτώστε όσους θέλετε, αμμ’ αν να σας ι-βλάψει,
το γαίμαν που σιονώννετε που μας τους δεσποτάες
εν λάιν εις την λαπρατζιάν π’ αφταίννει να σας κάψει.»
55.
Ύστερα οι τζ’ελλάττηδες με μιαν ψηλήν μανιέραν
εκόψασιν τους άλλους τρεις πού ‘τουν γονατισμένοι
τζιαι τον Δημήτρην τον βοσκόν, ευτύς που τον εφέραν,
τζι εστάθησαν με τα σπαθκιά τζι οι τρεις ματζιελλεμένοι.
Το γαίμαν εκολύμπωσεν χαμαί στην γην τζι εππέσαν
τζι ελαχταρούσαν τα κορμιά τζι οι τζιεφαλάδες μέσα.
Το ματζιελειόν που γίνηκεν τζι οι Τούρτζ’ ελυπηθήκαν,
δεν είσιεν πλάσμαν πων είπεν απού καρδκιάς: εν κρίμαν.
Ακούστην εις τον μιναρέν δείλις τζι εποσπαστήκαν,
τζι εφύασιν τζι αφήκαν τους δίχως θαφκιόν τζιαι μνήμαν.
56.
Ύστερα πκιον που το κακόν ακούστην μεσ’ στην Χώραν,
τζιαι που το κλάμαν άρτζιεψεν η Χώρα πκιον να βράζει,
ύστερα που το βούττημαν του ήλιου νάκκον ώραν,
τέλεια πκιον, ότι τζι έκαμεν αρκήν να σουρουπκιάζει,
επήασιν δκυο μπροεστοί τζιαι τέσσερεις παπάδες
τζι είπαν του Μουσελλίμ-αγά: «Δώσ’ μας τους δεσποτάδες
τζιαι τον Δημήτρην για θαφκιόν, να μεν μείνουν τζι εν κρίμαν.»
τζι είπεν με κάμποσους θυμούς τζιαι κάμποσες φοβέρες:
«Φύετε τζι εν σας δκιω τωρά κανέναν για το μνήμαν,
θέλω να μείνουν τζιει χαμαί άθαφτοι τρεις ημέρες!»
Κοινοποιήση από Αντώνη Αντωνά – www.ledrastory.com.