Εορτάζοντες την 12ην του μηνός Ιουλίου

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΡΟΚΛΟΣ και ΙΛΑΡΙΟΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΑΠΙΩΝ, ο νέος

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΔΡΕΑΣ ο Στρατηλάτης, ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ, ΦΑΥΣΤΟΣ, ΜΗΝΑΣ και η συνοδεία τους

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΜΑΣ, πέραν εν τω Σίγματι

Ο ΟΣΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ, ο Μαλείνος, πνευματικός πατέρας του Αγ. Αθανασίου του Αθωνίτη.

Η ΑΓΙΑ ΒΕΡΟΝΙΚΗ, η αιμορροούσα

ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΙΕΡΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Επισκόπου Άσσου Μυτιλήνης

ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ του Νόβγκοροντ (Ρώσος)

Αναλυτικά:

Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
Ο Όσιος πατήρ Παΐσιος ο Αγιορείτης γεννήθηκε από ευλαβείς γονείς, τον Πρόδρομο και την Ευλαμπία Ενζεπίδη, στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου του 1924 μ.Χ., λίγες μέρες πριν από τη φυγή των Φαρασιωτών από την πατρώα γη για την Ελλάδα. Στη βάπτισή του, ο Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (βλέπε 10 Νοεμβρίου), ο πλήρης ημερών και αγιότητος βίου κοσμούμενος ιερέας των Φαράσων, τον ονόμασε Αρσένιο, «για να τον αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είπε.

Στην Ελλάδα, η οικογένεια του μικρού Αρσενίου εγκαταστάθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, όπου ο ίδιος πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Γαλουχούμενος με τις διηγήσεις για το θαυμαστό βίο του Αγίου Αρσενίου, έλεγε ότι θα γίνει μοναχός από την ηλικία των 5 ετών! Και αφού έμαθε να διαβάζει, αγαπημένη του ασχολία υπήρξε η ανἀγνωση των βίων των Αγίων, των οποίων εμιμείτο τους ασκητικούς αγώνες με θερμό ζήλο.

Μετά από τις εγκύκλιες σπουδές του δε θέλησε να συνεχίσει στα γράμματα, αλλά προτίμησε να μιμηθεί το Χριστό και μαθήτευσε στην τέχνη του ξυλουργού, την οποία άσκησε με επιμέλεια και δεξιοσύνη. Στην ηλικία των 15 ετών αξιώθηκε της θέας του Κυρίου, για ένα μόνο φιλότιμο λογισμό, μέσω του οποίου απέκρουσε μία δαιμονική προσβολή του πειρασμού της απιστίας. Από τότε φούντωσε μέσα του ακόμη περισσότερο η φλόγα της αγάπης του Θεού και ο πόθος για τη μοναχική ζωή.

Ακολούθησαν καιροί ταραχής και αναστάτωσης για την Ελλάδα, λόγω της ξένης Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Ο Όσιος όμως, τόσο ως πολίτης όσο και ως στρατιώτης κατά τη θητεία του (1945 – 1949 μ.Χ.), επέδειξε απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία. Ήταν πρόθυμος να δώσει κάθε στιγμή και τη ζωή του ακόμα για τη σωτηρία των άλλων. Ευρισκόμενος μάλιστα συχνά μέσα στον καταιγισμό των φονικών πυρών, συνέβη να σώσει με τις θερμές προσευχές του πολλούς στρατιώτες, αλλά να σωθεί και ο ίδιος με τρόπο θαυμαστό.

Επειδή το μεγαλύτερο διάστημα της στρατιωτικής του θητείας το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή, πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Οσίου τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Όσιος φέροντας ως παράδειγμα την ειδικότητά του στον στρατό, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα.

Ύστερα και από αυτές τις περιπέτειες, θέλησε να καταταγεί στο αγγελικό τάγμα των μοναχών, με τα φτερά που δίνει ο θείος έρωτας. Έτσι, μετέβη στο Άγιον Όρος, αναζητώντας έναν οδηγό για τη ζωή της κατά Θεόν ησυχίας. Δεν κατάφερε όμως να εκπληρώσει αμέσως τον πόθο του. Παράλληλα, οι δικοί του βρέθηκαν την ίδια περίοδο σε μεγάλη οικονομική δυσκολία, οπότε τον κάλεσαν να τους βοηθήσει. Έτσι, επέστρεψε στην Κόνιτσα και εργάστηκε ως μαραγκός. Μετά από 3 χρόνια όμως (1953 μ.Χ.), σε ηλικία 29 ετών πλέον, εγκατέλειψε τα πράγματα του κόσμου και επέστρεψε στην Αθωνική Πολιτεία.

Αφού περιήλθε σκήτες και καλύβες, ακολούθησε τελικά τη συμβουλή ενός σεβάσμιου γέροντα και εντάχθηκε στην αδελφότητα της Ιερά Μονή Εσφιγμένου, γνωστής τότε για την αυστηρή της τάξη. Εκεί έζησε μέσα στην ολοτελή υπακοή και επιδόθηκε σε υπέρμετρη άσκηση, υπερβάλλοντας σε κόπους για χάρη του Χριστού και των αδελφών του. Έτσι, στις 27 Μαρτίου 1954 μ.Χ. εκάρη μοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Έχοντας όμως άσβεστο μέσα του τον πόθο για τον ησύχιο και απράγμονα βίο, πήρε την ευλογία του Ηγουμένου και πήγε να μονάσει στην Ιερά Μονή Φιλοθέου, που ήταν τότε σε κατάσταση ιδιόρρυθμη. Εκεί προετοιμάστηκε για τη ζωή του ερημίτη, κάτω από την καθοδήγηση ενός διακριτικού και σοφού γέροντα, του γέροντα Συμεών. Στις 12 Μαρτίου 1956 μ.Χ., εκάρη μικρόσχημος μοναχός και έλαβε το όνομα «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του.

Τον Αύγουστο του 1958 μ.Χ., υπακούοντας σε θεία βουλή, δεν εγκαταστάθηκε στην έρημο, για την οποία προετοιμαζόταν, αλλά στην κατεστραμμένη Ιερά Μονή της Παναγίας του Στομίου, που βρίσκεται κοντά στην Κόνιτσα. Σε αυτήν έζησε 4 χρόνια, ζώντας ισάγγελο βίο, παλεύοντας με τους πειρασμούς, ευεργετώντας τους ανθρώπους της περιοχής, σώζοντας πολλούς από τις διδασκαλίες των προτεσταντικών ομάδων που δρούσαν εκεί, και ανακαινίζοντας με πολύ μόχθο το Μοναστήρι.

Τo 1962 μ.Χ., όταν και ολοκληρώθηκε το έργο της ανακαίνισης και ο κίνδυνος από τις ετερόδοξες ομάδες εξέλιπε, ο Όσιος παρακαλούσε μέσα στους πειρασμούς, που καθημερινά τον πολιορκούσαν, θερμά το Θεό να του δείξει το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει. Έτσι, δέχθηκε ως θεόσταλτη την πρόσκληση κάποιου ιεροδιακόνου να τον συνοδεύσει στο θεοβάδιστο Όρος του Σινά. Πάνω σε κείνον τον άνυδρο και ξερό τόπο, στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, έζησε επιτέλους αυτό που χρόνια ποθούσε, την προς Θεόν μόνωση.

Αγωνιζόμενος με πολλή ταπείνωση, διαρκή νηστεία, ακατάπαυστη αγρυπνία και αδιάλειπτη προσευχή, κατάφερε να υπερνικήσει τις παγίδες του μισόκαλου εχθρού και να απολαύσει την ένωση με το Θεό. Γεμάτος από τη χάρη της θείας παρακλήσεως, απολάμβανε την κατά Θεόν ευφρόσυνη μέσα στο καμίνι της απαράκλητης ερήμου. Έγινε μάλιστα ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος.

Δεν θα υπήρχε, έτσι, κανένας λόγος να εγκαταλείψει το στάδιο εκείνο της αρετής, εάν – φεύ! – δεν ενέσκηπτε η σωματική ασθένεια από το τραχύ κλίμα, η οποία τον ανάγκασε να επιστρέψει στην κατά σάρκα πατρίδα του. Επανερχόμενος στο Άγιον Όρος το 1964 μ.Χ., δεν ελάττωσε το πλήθος των ασκητικών αγώνων του, παρά την καταβολή του σώματος, καθώς στο πνεύμα διατηρούσε την πρότερη ζέση του. Ζώντας λοιπόν ως ξένος και παρεπίδημος στη γη, έφτασε να γίνει πολίτης του ουρανού.

Έχοντας, συνεπώς, την πράξη ως την «επίβασιν» της θεωρίας, έφτασε σε υψηλά μέτρα και έγινε κοινωνός θείων μυστηρίων. Εντρύφησε έτσι και στην ωραιότητα του Κυρίου, ενώ επιπλέον έτυχε και της Θεομητορικής ευλογίας. Συνομίλησε με αγίους που εμφανίστηκαν μπροστά του, βίωσε την όραση του Άγγελου Φύλακά του, άκουσε αγγελικούς ύμνους και καταυγάσθηκε από το ουράνιο φως.

Το 1966 μ.Χ. ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ελλάδας (Νοσοκομείο Παπανικολάου). Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιον Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιον Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μ.Χ. μετακινήθηκε στα Κατουνάκια και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου (Βλάχικα).

Στις 12 Αυγούστου 1968 μ.Χ. ο Όσιος Παΐσιος, εισήλθε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα και μόνασε στο κελί του Τιμίου Σταυρού.

Το 1979 μ.Χ. αφήνει τον Τίμιο Σταυρό και αναζητώντας κελί πηγαίνει στην εγκαταλελειμμένη «Παναγούδα». Εκεί ο Όσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο Όσιος στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.

Σε όλη αυτήν την καθημερινή κούραση του Οσίου Παϊσίου έρχονται να προστεθούν και τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του οι πόνοι από τις διάφορες αρρώστιες όπως κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά, βουβωνοκήλη και κυρίως από τον καρκίνο που του είχε διαγνωσθεί, γίνονταν όλο και περισσότεροι. Παρ’ όλ’ αυτά όμως αυτός ήταν ήρεμος και υπέμενε χωρίς να διαμαρτύρεται καθόλου. Αντιθέτως συνέχιζε να προσεύχεται για όλους.

Μετά το 1993 μ.Χ. παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί, λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιον Όρος και πήγε στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς το Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 μ.Χ. χειρουργήθηκε. Παρότι η ασθένεια δεν έπαυσε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ, ο Όσιος ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιον Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.

Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Κοιμήθηκε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 μ.Χ. και ώρα 11:00 και ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.

Στις 13 Ιανουαρίου 2015 συνήλθε η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και αποφάσισε την κατάταξη του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου έχει ως εξής:

«Συνῆλθεν, ὑπό τήν προεδρίαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος εἰς τήν τακτικήν συνεδρίαν αὐτῆς σήμερον, Tρίτην, 13ην Ἰανουαρίου 2015, πρός ἐξέτασιν τῶν ἐν τῇ ἡμερησίᾳ διατάξει ἀναγεγραμμένων θεμάτων.

Κατ᾿ αὐτήν, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος: α) ὁμοφώνως ἀποδεχθεῖσα εἰσήγησιν τῆς Κανονικῆς Ἐπιτροπῆς ἀνέγραψεν εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τόν μοναχόν Παΐσιον Ἁγιορείτην καί β) προτάσει τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, διά ψήφων κανονικῶν ἐξελέξατο παμψηφεί τόν Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτην κ. Εἰρηναῖον Ἀβραμίδην, διακονοῦντα ἐν Παρισίοις, Βοηθόν Ἐπίσκοπον παρά τῷ Σεβασμιωτάτῳ Μητροπολίτῃ Γαλλίας κυρίῳ Ἐμμανουήλ, ὑπό τόν τίτλον τῆς πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς Ρηγίου.

Ἐν τοῖς Πατριαρχείοις, τῇ 13ῃ Ἰανουαρίου 2015
Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου»

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΡΟΚΛΟΣ και ΙΛΑΡΙΟΣ
Οι Άγιοι αυτοί έζησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού, στις αρχές του δευτέρου μετά Χριστόν αιώνα. Η καταγωγή τους ήταν από ένα χωριό κοντά στην Άγκυρα που ονομαζόταν Καλλίπποι. Ο Πρόκλος είχε ανεψιό τον Ιλάριο και ήταν ενωμένοι όχι μόνο με το συγγενικό δεσμό, αλλά και με την κοινή θερμή πίστη και αγάπη τους στον Χριστό. Εργάζονταν αδιάκοπα για την καλύτερη πνευματική οικοδομή του εαυτού τους και για το φωτισμό των Ιουδαίων και ειδωλολατρών. Διότι πίστευαν ότι “αυτού εσμέν ποίημα, κτισθέντες εν Χριστώ Ιησού επί έργοις αγαθοίς, ους προητοίμασεν ο Θεός ίνα εν αυτοίς περιπατήσωμεν. Δηλαδή, σαν αναγεννημένοι χριστιανοί είμαστε ποίημα Χριστού, που δημιουργηθήκαμε να μένουμε ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό για να πράττουμε έργα αγαθά, για τα όποια μας προετοίμασε ο Θεός, για να ζήσουμε την υπόλοιπη ζωή μας με αυτά. Οι δραστηριότητες των δύο Αγίων έγιναν αιτία να συλληφθεί ο Πρόκλος και να οδηγηθεί μπροστά στον έπαρχο Μάξιμο που με σύντομη διαδικασία τον καταδίκασε σε θάνατο. Στο δρόμο για την εκτέλεση, τον συνάντησε ο Ιλάριος, που δήλωσε στον επικεφαλής του αποσπάσματος ότι και αυτός είναι χριστιανός. Τότε, τον μεν Πρόκλο σκότωσαν με βέλη, τον δε Ιλάριο με αποκεφαλισμό. 1. Προς Εφεσίους, 6′ 10.

Απολυτίκιο. Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.
Σταυρού την πανοπλίαν ιερώς ένδυσάμενοι, Ιλάριε και Πρόκλε, υπέρ φύσιν ηθλήσατε, και δόξης ουρανίου κοινωνοί, εδείχθητε ως μέτοχοι Χριστού· δια τούτο χαρισμάτων ταις δωρεαίς, πυρσεύετε τους κράζοντας· δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τω στεφανώοαντι, δόξα τω ενεργούντι δι’ υμών πάσιν ιάματα.

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΑΠΙΩΝ ο νέος
Ο άγιος Σεραπίων έζησε στα χρόνια του βασιλιά Σεβήρου (103 μ. Χ.) και ήταν άνδρας θεοσεβής και αγαθός στην προαίρεση. Συνελήφθη από τον άρχοντα Ακύλα και όταν ρωτήθηκε ποιας θρησκείας είναι, ομολόγησε με θάρρος ότι πιστεύει και σέβεται τον Χριστό. Τότε τον έριξαν στη φωτιά και τον έκαψαν ζωντανό, λαμβάνοντας έτσι το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΔΡΕΑΣ ο Στρατηλάτης, ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ, ΦΑΥΣΤΟΣ, ΜΗΝΑΣ και η συνοδεία τους
Μάρτυρες χωρίς να γνωρίζουμε κανένα βιογραφικό τους στοιχείο.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΜΑΣ πέραν εν τω Σίγματι
Ίσως πρόκειται για τον ίδιο Μάρτυρα που η μνήμη του γίνεται την 2α Σεπτεμβρίου.

Ο ΟΣΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ, ο Μαλείνος, πνευματικός πατέρας του Αγ. Αθανασίου του Αθωνίτη.
Έζησε στα χρόνια των βασιλέων Κων/νου Ζ’ και μέχρι των χρόνων του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου. Γεννήθηκε στην Καππαδοκία από γονείς ευσεβείς και πλούσιους, τον Ευδόκιμο και την Αναστασώ. Ο παππούς του από τον πατέρα του, Ευστάθιος, κατείχε το αξίωμα του πατρικίου. Ο δε παππούς του από τη μητέρα του, Αδράλεστος, είχε το αξίωμα του Στρατηλάτη της Ανατολής. Ο Μανουήλ – αυτό ήταν το κατά κόσμο όνομά του – ανατράφηκε μέσα στ’ ανάκτορα, αλλά γρήγορα κατάλαβε την ματαιότητα των εγκόσμιων τιμών και αγαθών και γι’ αυτό κατέφυγε στο όρος του Κύμινα. Εκεί, βρήκε κάποιο μοναχό γέροντα μεγάλης αρετής, τον Ιωάννη, που τον παρεκάλεσε να μείνει κοντά του. Ο γέροντας με επιφύλαξη τον δέχτηκε, αλλά μετά από λίγο ο πατέρας του εντόπισε που βρίσκεται και με διάφορες παρακλήσεις τον έφερε στο σπίτι. Ωστόσο, μετά από λίγους μήνες και με την άδεια αυτή τη φορά των γονέων του, επέστρεψε στο γέροντά του που τον δέχτηκε με χαρά μεγάλη. Μετά τρία έτη δοκιμασίας, ο Μανουήλ έγινε μοναχός με το όνομα Μιχαήλ. Αργότερα, όταν πέθανε ο γέροντάς του, Ιωάννης, ο Μιχαήλ, με τη μεγάλη πατρική κληρονομιά που απόκτησε, υπήρξε μεγάλος δωρητής των φτωχών και των πασχόντων. Επίσης, ίδρυσε την περίφημη μεγάλη Λαύρα του Κύμινα, όπου σχηματίστηκε πολυάριθμη αδελφότητα, την οποία ο Μιχαήλ οργάνωσε κοινοβιακά και την συνέδεσε με αδελφική αγάπη. Απ’ αυτή τη Μονή πέρασαν πολλές εκλεκτές ψυχές, μεταξύ των οποίων και ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, ιδρυτής της μεγίστης Λαύρας του Άγιου Όρους. Η μονή του Κύμινα διακρίθηκε για τους καλλιγράφους της και αντιγραφείς Ιερών βιβλίων. Σε ηλικία προχωρημένη, αλλά ακμαίος στην πίστη και το πνεύμα, ο Μιχαήλ παρέδωσε ειρηνικά την αγία του ψυχή στον Θεό.

Η ΑΓΙΑ ΒΕΡΟΝΙΚΗ, η αιμορροούσα
Τη θεραπεία της αιμορροούσης γυναικός, που κατά την παράδοση ονομαζόταν Βερονίκη, μπορεί να διαβάσει ο αναγνώστης στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο κεφάλαιο Θ’ στ. 20-22, στο κατά Μάρκον κεφάλαιο Ε’ στ. 25-34 και στο κατά Λουκάν κεφάλαιο Η’ στ. 43-49. Ο Συναξαριστής του αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου αναφέρει ότι η αγία αυτή καταγόταν από την πόλη Πανεάδα. Όταν τη γιάτρεψε ο Κύριος από την ασθένεια της αιμορραγίας, αυτή για να Τον ευχαριστήσει, φιλοτέχνησε τον ανδριάντα Του και τον έστησε μπροστά στο σπίτι της για να προσκυνείται απ’ όλους. Μάλιστα στη βάση του ανδριάντα, φύτρωσε βότανο που θεράπευε διάφορες ασθένειες. Αργότερα, η Βερονίκη έγινε μέλος της πρώτης Εκκλησίας, και αφού έζησε αγία ζωή, ειρηνικά παρέδωσε το πνεύμα της.

ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΙΕΡΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Επισκόπου Άσσου Μυτιλήνης

ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ του Νόβγκοροντ (Ρώσος)

ΔΗΜΟΦΙΛΗ