28η Οκτωβρίου: Το Ελληνικό θαύμα που δεν μπορούν να εξηγήσουν εώς και σήμερα οι στρατιωτικοί αναλυτές

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Τις βαθύτερες αιτίες του συνεχιζόμενου από την αρχαιότητα Ελληνικού Θαύματος, τις έχουμε αναλύσει εδω: Αυτεγερσία – Έκσταση – Εθνεγερσία

Τέτοιο θαύμα ήταν και αυτό που συνετελέσθη από την 28η Οκτωβρίου 1940 το ξημέρωμα, εώς τις 13 Νοεμβρίου 1940…

Οι συνετοί της εποχής έκριναν παράλογο το τόλμημα της Ελλάδος του ’40. Δεν μπορούσαν  να φανταστούν ότι οι Έλληνες ξεκινούσαν την άνιση αναμέτρηση γιατί είχαν το δίκιο με το μέρος τους και την ανάγκη να υπερασπιστούν μέχρι αυτοθυσίας την Ελευθερία τους. Αυτό ήταν το μυστικό όπλο που διέθεταν απ’ τα βάθη των ιστορικών τους στιγμών. Έτσι πρώτη η Ελλάς διαλύει τον μύθο ότι οι δυνάμεις του φασισμού  είναι ανίκητες και το πρώτο τρόπαιο της νίκης στον αγώνα για την ελευθερία το έστησαν οι Έλληνες στρατιώτες με το αίμα τους στα  βουνά της Ηπείρου. –  Θεόκλητος Ρουσάκης, Αντιστράτηγος ε.α., επίτιμος Διοικητής Β’ Σώματος Στρατού

4BF4785B 8CE4 4F4B B58F C0FE561E988B

Το χρονικό ενός θαύματος 


Γράφει ο Σώζων Α. Λεβεντόπουλος

28η Οκτωβρίου 1940: Είναι νύχτα της 27ης Οκτωβρίου 1940. Όλοι φοβούνται ότι η καταιγίδα που έχει σκεπάσει την Ευρώπη, σύντομα θα ξεσπάσει και στην Ελλάδα, με εκπρόσωπο τη φασιστική Ιταλία του Μπενίτο Μουσολίνι.

Η Ιταλία βέβαια αντιδρά σε όλους του τόνους και διαμηνύει τα φιλικά αισθήματα που τρέφει προς τον «αδελφικό» όπως τον ονομάζει λαό.

Για να υπογραμμίσει δε το γεγονός και καθ’ υπόδειξη του ίδιου του Ιταλού πρεσβευτή, Εμμανουέλε Γκράτσι, προσκαλείται ο γιός του μεγάλου συνθέτη Τζιάκομο Πουτσινι, Μικέλε, για να παραβρεθεί στην παρουσίαση – από το Εθνικό Θέατρο – του μελοδράματος «Μαντάμ Μπατερφλάι».

Το ίδιο βράδυ, στην πρεσβευτική κατοικία, δίνεται μια λαμπρή δεξίωση για να γιορτάσει το γεγονός και να υπογραμμίσει την Ελληνο-ιταλική φιλία.

Την ίδια στιγμή που η οικονομική και πολιτιστική ελίτ δεξιώνεται, σε άλλους χώρους της ιταλικής πρεσβείας καταφθάνει – σε τρία μέρη και κρυπτογραφημένο – το ιταλικό τελεσίγραφο. Είναι ήδη ξημερώματα 28ης Οκτωβρίου 1940….

Το τελεσίγραφο είναι ουσιαστικά οι τίτλοι τέλους μιας προσπάθειας περιορισμού του ζωτικού χώρου της χώρας μας, η οποία στέκει εμπόδιο για την υλοποίηση του μεγαλοϊδεατικού οράματος της Ιταλίας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η προσπάθεια αυτή δεν είναι νέα και χρονολογείται ήδη από το 1878 και το Συνέδριο του Βερολίνου, όπου η Ιταλική αντιπροσωπεία ενεργεί με τέτοιο τρόπο ώστε να περιορίσει τα σύνορα της χώρας στον ποταμό Άραχθο.

9D0E7EE8 4018 4496 B2CE 49AB7F72B0AE

Το 1911 καταλαμβάνει από την Οθωμανική αυτοκρατορία τα Δωδεκάνησα, ασχέτως αν αυτά κατοικούνται από αμιγώς ελληνικούς πληθυσμούς.

Ανακόπτει την προέλαση του ελληνικού στρατού στη Β. Ήπειρο, ενώ με τη λήξη του Α’ Βαλκανικού πολέμου ενεργεί με τέτοιο τρόπο για τη δημιουργία της Αλβανίας, εις βάρος των ελληνικών πληθυσμών της Βορείας Ηπείρου.

Το 1922 θα υποστηρίξει με κάθε τρόπο την κεμαλική Τουρκία εις βάρος της Ελλάδας, ενώ στις 31 Αυγ 1923 (μετά το κατασκευασμένο επεισόδιο της Κακκαβιάς (27 Αυγ 1923), όπου δολοφονείται ο Ιταλός Στρατηγός, υπεύθυνος για τη χάραξη των συνόρων Ελλάδας – Αλβανίας, Ενρίκο Τελλίνι) θα καταλάβει την Κέρκυρα.

Όμως τίποτε από αυτά δε θα συγκριθεί με τον τορπιλισμό – από το ιταλικό υποβρύχιο Delfino – του ευδρόμου «ΕΛΛΗ», το οποίο βρίσκεται αγκυροβολημένο και σημαιοστολισμένο στην Τήνο για να συμμετάσχει στους εορτασμούς της Παναγίας, μια ιταμή κίνηση την οποία οι Ιταλοί θα πληρώσουν ακριβά λίγους μήνες αργότερα…

28η Οκτωβρίου – Ξημερώματα

Είναι 02:50, ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν το αυτοκίνητο της ιταλικής διπλωματικής αποστολής φτάνει στην πρωθυπουργική κατοικία του Ιωάννη Μεταξά στην Κηφισιά.

Ο Ιταλός πρέσβης Γκράτσι, κρατά στα χέρια του το τελεσίγραφο, το οποίο έχει γραφτεί από τις 22 Οκτωβρίου από τον ίδιο τον κόμητα Τσιάνο.

Ο Μεταξάς δέχεται (φορώντας τη ρόμπα του) τον Ιταλό πρέσβη σε ένα μικρό χωλ της κατοικίας, όπου και του επιδίδεται το τελεσίγραφο. Έχει μόλις τρεις ώρες να απαντήσει…

Ο Μεταξάς αφού διαβάσει το τελεσίγραφο και με τρεμάμενη φωνή (καθώς αναλογίζεται ότι η καταιγίδα που τόσο πολύ προσπάθησε να αποφύγει τελικά πρόκειται να ξεσπάσει) του απαντά στα γαλλικά…

A528B957 9B5F 43F2 83F2 37527CECC788
Η Ηπειρώτισσα Γυναίκα

“Μonsieur l’ambassadeur alors c’est la guerre”… Κύριε πρέσβη, τότε πόλεμος». Με αυτές τις λέξεις τίθεται σε κίνηση όλος ο κρατικός μηχανισμός ο οποίος είχε προετοιμαστεί για αυτό το ενδεχόμενο.

Ώρα 04:30, 28ης Οκτωβρίου 1940, χτυπάει το τηλέφωνο στο γραφείο του Υποστράτηγου Χαράλαμπου Κατσιμήτρου, Διοικητή της VIII Μεραρχίας Πεζικού, υπεύθυνης για το Ελληνο-αλβανικό μέτωπο.

Υποστράτηγος Κατσιμήτρος – Ξεκινάει ο πόλεμος

Τα νέα είναι ξεκάθαρα και σημαίνουν θύελλα.. Δεκαπέντε λεπτά μετά εκδίδεται η πρώτη διαταγή της Μεραρχίας προς τις Μονάδες της,

«Ούτε βήμα πίσω» διατάζει ο Μέραρχος Κατσιμήτρος και κάνεις από τους υφισταμένους του δε σκοπεύει να παρακούσει αυτή τη διαταγή.

Ο Κατσιμήτρος, αφού έχει αναγνωρίσει την περιοχή επιλέγει να «τροποποιήσει» το Σχέδιο ΙΒβ, το οποίο – έχει λάβει υπόψη του τους αριθμούς αλλά όχι την ψυχή

και καλεί την VIII ΜΠ να υποχωρήσει σε δεύτερη γραμμή άμυνας – επιλέγοντας να αμυνθεί επί της τοποθεσίας «Ελαία – Καλαμάς».

Είναι η απόφαση που θα ενταφιάσει το Σχέδιο “Emmergenca G(recia)” πνευματικό παιδί του Στρατηγού Βισκόντι Πράσκα, το οποίο έχει παρουσιασθεί και εγκριθεί σε όλες του τις λεπτομέρειες από τον ίδιο το Μουσολίνι, σε σύσκεψη στις 15 Οκτωβρίου 1940 στο παλάτσο Βενέτσια.

Ώρα 05:40 το πρωί. Οι σειρήνες αντιαεροπορικής άμυνας ηχούν στην Πρωτεύουσα και στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας.

Ο ραδιοφωνικός σταθμός της Αθήνας θα ανακοινώσει την έναρξη των επιχειρήσεων με μια εκπομπή που έγινε θρύλος… «Εδώ ρ/φ σταθμός Αθηνών.

Μεταδίδομεν το πρώτο ανακοινωθέν του ελληνικού γενικού στρατηγείου.

Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλουν από της πέμπτης και τριάντα πρωϊνής της σήμερον, τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνο-αλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του ΠΑΤΡΙΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ».

Έτσι με αυτό το λιτό και απέριττο τρόπο, με 39 μόλις λέξεις, η χώρα εισέρχεται στον πόλεμο. Αυτό που ακολουθεί βέβαια ξεπερνάει τη φαντασία.

Χιλιάδες λαού ξεχύνονται για να φτάσουν στα στρατολογικά γραφεία, ελληνικές σημαίες κυματίζουν παντού και ένα έθνος αποφασίζει ότι «…η μεγαλοσύνη στα έθνη δε μετριέται με το στρέμμα, με τις καρδίας το πύρωμα μετριέται και με το αίμα…».

Ώρα 05:30 28η Οκτωβρίου 1940 – Ελληνο-αλβανική μεθόριος. Οι Ιταλοί, οι οποίοι δε μπορούν να τηρήσουν ούτε τους δικούς τους όρους – ξεκινούν ήδη τις πολεμικές επιχειρήσεις.

Η VIII ΜΠ, η οποία έχει συμπληρωθεί στην προβλεπόμενη σύνθεσή της (μαζί με την ΙΧ ΜΠ και την ΙV Ταξιαρχία ΠΖ που βρίσκεται στη Δυτική Μακεδονία) μέσω μυστικής επιστράτευσης, διεξάγει αγώνα προφυλακών.

Ταυτόχρονα υλοποιείται το Σχέδιο καταστροφών ενώ την ίδια ώρα η ιταλική αεροπορία βομβαρδίζει επανειλημμένα.

28η Οκτωβρίου 1940  – Κωνσταντίνος Δαβάκης

Πίνδος. Σε αυτό το τμήμα του μετώπου βρίσκεται ανεπτυγμένο το απόσπασμα Πίνδου το οποίο αποτελείται από το 51ο Σύνταγμα ΠΖ στο οποίο έχει προσκολληθεί μια ορειβατική πυροβολαρχία των 75 mm και ένας ουλαμός συνοδείας με πυροβόλα των 65 mm.

Διοικητής του είναι ο ανακληθείς έφεδρος εκ μονίμων Συνταγματάρχης (ΠΖ) Κωνσταντίνος Δαβάκης, ο οποίος θα συνδέσει το όνομά του όσο κανένας άλλος με το ΕΠΟΣ του 1940.

Απέναντί του επιτίθεται η Μεραρχία αλπινιστών ΤΖΟΥΛΙΑ, επανδρωμένη, εκπαιδευμένη και εξοπλισμένη για επιχειρήσεις σε ορεινά περιβάλλοντα. Ήδη στην Πίνδο ξεκινάει να βρέχει και η θερμοκρασία πέφτει κατακόρυφα.

Οι αλπινιστές επιτίθενται σε όλο το εύρος του μετώπου, όμως η επίθεσή τους δεν έχει την ορμή που θα ήθελαν. Στόχος τους είναι το Μέτσοβο και τα νώτα της VIII ΜΠ, αν το καταφέρουν όλα έχουν κριθεί.

28η Οκτωβρίου 1940 – Οι επόμενες ημέρες

29 Οκτωβρίου 1940 – Τομέας «Ελαία – Καλαμά». Συνεχίζεται ο αγώνας προφυλακών. Οι Ιταλοί έχουν αρκετές επιτυχίες στον παραλιακό τομέα, χωρίς όμως αντίκρισμα.

29 Οκτωβρίου 1940 – Πίνδος. Έχει ξεκινήσει να χιονίζει. Οι Ιταλοί συνεχίζουν τις επιθέσεις, κυρίως στον κεντρικό και αριστερό υποτομέα, όπου έχουν και τις μεγαλύτερες επιτυχίες.

Ο Δαβάκης δεν έχει ούτε οργανωμένη τοποθεσία άμυνας ενώ οι άξονες ΔΜ είναι ελάχιστοι. Για τον ανεφοδιασμό των τμημάτων του εμπλέκει τμήματα πολιτών,

τις περίφημες «ΓΥΝΑΙΚΕΣ τις ΠΙΝΔΟΥ» οι οποίες αψηφώντας τον καιρό, το έδαφος και τον εχθρό, ανεφοδιάζουν τα μαχόμενα στην πρώτη γραμμή τμήματα.

Ο Δαβάκης έχει εμπλέξει όλες τις εφεδρείες του, ακόμα και τους μάγειρες και τους γραφείς. Υποχωρεί μαχόμενος και μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1940 οι Ιταλοί κατέχουν τη γραμμή ΜΟΛΙΣΤΑ – ΦΟΥΡΚΑ – ΤΑΜΠΟΥΡΙ – ΚΑΝΤΖΙΚΟ – ΛΥΚΟΡΡΑΧΗ – ΑΕΤΟΛΗΜΙΤΣΑ – ΓΡΑΜΜΟΣ.

Είναι και το έσχατο όριο της προώθησής τους! Εκεί τους περιμένει η Ι Μεραρχία Ιππικού μαζί με τις Μεραρχία και Ταξιαρχία Ιππικού, οι οποίες αναλαμβάνουν αμέσως επιθετική δράση.

Το απόσπασμα Δαβάκη, έχει δεχθεί για τρεις ολόκληρες ημέρες το βάρος μιας Μεραρχίας.

Χωρίς γραμμές ανεφοδιασμού, χωρίς αμυντική τοποθεσία έχει αντιδράσει υποδειγματικά δίνοντας τον απαραίτητο χρόνο στις υπόλοιπες Μονάδες να φτάσουν στο μέτωπο (πολλές φορές με τα πόδια!).

02 Νοεμβρίου 1940 – Τομέας «Ελαία – Καλαμά». Εκδηλώνεται μετά από τριήμερο βομβαρδισμό η κύρια ιταλική επίθεση στο ΚΑΛΠΑΚΙ από τη Μεραρχία ΦΕΡΡΑΡΑ. Φονικές μάχες διεξάγονται γύρω από την ΓΚΡΑΜΠΑΛΑ που αλλάζει συνεχώς χέρια.

03 Νοεμβρίου 1940 – Η Ι ΜΠ έχει σταθεροποιηθεί και αναλαμβάνει επιθετικές επιχειρήσεις! Καταλαμβάνει τα Υψ. ΤΑΜΠΟΥΡΙ και το Χ. ΦΟΥΡΚΑ, αποκόπτοντας έτσι τις ιταλικές δυνάμεις που προωθούνται προς ΣΑΜΑΡΙΝΑ. Η Ταξιαρχία Ιππικού κινούμενη επιθετικά θα καταλάβει την ίδια μέρα τη ΣΑΜΑΡΙΝΑ.

08 Νοεμβρίου 1940 – Η ιταλική επίθεση έχει πλέον εκφυλιστεί. Τα τμήματα των Μεραρχιών ΤΖΟΥΛΙΑ, ΦΕΡΡΑΡΑ και ΜΠΑΡΙ έχουν ξεκινήσει να αποχωρούν από το ελληνικό έδαφος.

Τα όνειρα του Στρατηγού Βισκόντι Πράσκα βυθίζονται μες στη λάσπη, το χιόνι και την εκκωφαντική ιαχή ΑΕΡΑ που σκίζει τα βουνά της ΠΙΝΔΟΥ και αντηχεί ακόμα και σήμερα.

Μέχρι της 13 Νοεμβρίου 1940 έχει αποκατασταθεί το μέτωπο και οι ελληνικές δυνάμεις ετοιμάζονται για το επιτελέσουν το αδιανόητο…. ΕΠΙΘΕΣΗ!

Η χρονική περίοδος από τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου μέχρι και τη 13η Νοεμβρίου 1940 αποτελεί μια από τις ενδοξότερες της σύγχρονης ιστορίας της χώρας μας.

Οι πατεράδες, παπούδες, προπάπποι, γιαγιάδες και προγιαγιάδες μας απέδειξαν ότι είναι γνήσιοι απόγονοι του Λεωνίδα, του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Κολοκοτρώνη.

Δεν μας άφησαν μόνο μια χώρα ίση με αυτήν που παρέλαβαν, μας άφησαν παρακαταθήκη τα ιδανικά για τα οποία πολέμησαν με πρώτο και κυρίαρχο την πίστη στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.

Πολλά έχουν γραφτεί και ακόμα περισσότερα έχουν ειπωθεί για εκείνη την περίοδο. Όμως στις παρακάτω γραμμές συμπυκνώνεται όλο το νόημα εκείνης της εποχής, ένα νόημα που ηχεί εκκωφαντικό ακόμα και σήμερα…

Πέρα από τον πάταγο των αυτοκρατοριών που γκρεμίζονται, θα απομείνει ν’ ακούγεται μέσα στον αποκαμωμένο κόσμο, λιανό και κρυστάλλινο, ερημικό κι’ άτρεμο, το εωθινό που σήμανε η σάλπιγγα πάνω στον ελληνικό βράχο μια φθινοπωρινή αυγή.

«Ελληνική Εποποιΐα 1940 – 1941, Άγγελος Τερζάκης, Εκδόση ΓΕΣ»

D3FFBD38 E3FE 4D87 8B8B 525F76E36006

Τρεις συγκλονιστικές εμφανίσεις της Παναγίας στο Μέτωπο το 1940

«Στο μέτωπο, σ’ όλη τη γραμμή από τη γαλανή θάλασσα του Ιονίου μέχρι ψηλά τις παγωμένες Πρέσπες, ο Ελληνικός στρατός άρχιζε να βλέπει παντού το ίδιο όραμα». Το κοινό στα όραμα όλων ήταν η Παναγία. Τρεις ξεχωριστές συγκλονιστικές αφηγήσεις.

Στο μέτωπο ο ελληνικός στρατός έβλεπε το εξής όραμα με την Παναγία: «Έβλεπε τις νύχτες μια γυναικεία μορφή να προβαδίζει ψηλόλιγνη, αλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της αναριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από παλιά, του την είχαν τραγουδήσει όταν ήταν μωρό κι ονειρευόταν στην κούνια. Ήταν η μάνα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η υπερμάχος Στρατηγός».

Γράμμα από τη Μόροβα

Ὁ Τάσος Ῥηγόπουλος, στρατευμένος στήν Ἀλβανία το 1940, ἔστειλε ἀπό το μέτωπο παρακάτω γράμμα στόν αδελφό του.
«Ἀδελφέ μου Νίκο.
Σοῦ γράφω ἀπὸ μιά ἀετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Ἡ φύσῃ τριγύρω εἶναι πάλλευκη. Σκοπός μου ὅμως δέν εἶναι νά σοῦ περιγράψω τα θέλγητρα μιᾶς χιονισμένης Μόροβας με όλο το άγιο μεγαλεῖο της. Σκοπός μου εἶναι νά σοῦ μεταδώσω αὐτό πού ἔζησα, που το ειδα με τα μάτια μου καί πού φοβᾶμαι μήπως, ἀκούγοντας το από άλλους δεν το πιστέψεις.
Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για το οχυρά της Μόροβας σε απόσταση καμιά δεκαριά μέτρων, μια μηλή μαυροφόρα έστεκε ἀκινήτη.
– Τις εἶ; Μίλα…
Ὁ σκοπὸς θυμωμένος ξαναφώναξε:
– Τις εἶ;
Τότε, σὰν νά μᾶς πέρασε ὅλους ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα, ψιθυρίσαμε: Η ΠΑΝΑΓΙΑ!
Ἐκείνη ὄρμησε ἐμπρὸς σὰν νά εἶχε φτερὰ ἀετοῦ. Ἐ­μεῖς ἀπὸ πίσω της. Συνεχῶς τὴν αἰσθανόμασταν νά μᾶς μεταγγίζει ἀντρειοσύνη. Ὁλοκλήρη ἑβδομάδα παλαίψαμε σκληρά, γιά νά καταλάβουμε τὰ ὀχυρὰ Ἰβάν-Μόροβας.
Ὑπογραμμίζω πώς ἡ ἐπίθεση μας πέτυχε τοὺς Ἰτα­λοὺς στήν ἀλλαγή τῶν μονάδων τους. Τὰ παλιὰ τμημα­τα εἶχαν τραβηχθεῖ πίσῳ καὶ τὰ καινουργία… κοιμόνταν! Τό τί ἔπαθαν δέν περιγράφεται. Ἐκείνη ὀρμοῦσε πάντα μπροστά. Κι ὅταν πιὰ νικητὲς ῥοβολούσαμε πρὸς τὴν ἀνυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε ἠ Υπέρμαχος ἔγινε ἀτμός, νέφος ἁπαλὸ καὶ χάθηκε».

Θαῦμα στό Μπούμπεση

Ἕνα ζωντανό θαῦμα τῆς Παναγίας ἔζησαν στόν Ἑλληνοϊταλικό πόλεμο οἱ στρατιῶτες τοῦ 51ου ανεξαρτήτου τάγματος, με διοικητή τον ταγματάρχῃ Πετράκη, στήν κορυφογραμή τοῦ Ῥοντένη, δεξιὰ τῆς θρυλικῆς Κλει­σούρας.
Κάθε βραδύ, ἀπό τίς 22-1-41 και ἔπειτα, στίς 9.20 ἀκριβῶς, το Βαρύ Ἰταλιό πυροβολικό ἄρχιζε βολή ἐ­ναντίον τοῦ τάγματος Πετράκη καὶ τοῦ δρόμου, ἂπ’ ὄ­που περνοῦσαν τὰ μεταγωγικά. Πέρασαν ἡμέρες καὶ τὸ κακὸ συνεχιζόταν, δημιουργώντας ἐκνευρισμὸ καὶ ἀ­πώλειες. Τολμηροὶ ἀνιχνευτὲς τῶν ἐμπροσθοφυλακῶν καὶ ἀεροπόροι ἐξαπολύθηκαν μέχρι βαθιὰ στίς Ἰταλικὲς γραμμές, ἀλλὰ ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι. Δέν μποροῦσαν νά ἐντοπίσουν τὰ Ἰταλικὰ πυροβόλα, ἴσως γιατὶ οἱ Ἰτα­λοὶ κάθε βραδὺ τὰ μετακινοῦσαν.
Ἦταν ὅμως ἀπολύτη ἀνάγκη νά ἐντοπισθοῦν οἱ ἐχ­θρικὲς θέσεις. Ἕνα βράδυ τοῦ Φεβρουαρίου ἀκούστη­καν πάλι οἱ ὁμοβροντίες τῶν Ἰταλικῶν κανονιῶν.
— Παναγία μου, φώναξε τότε ὁ ταγματάρχης ἐντε­λῶς αὐθόρμητα, βοήθησέ μας! Σῶσε μας ἂπ’ αὐτοὺς τοὺς δαίμονες.
Ἀμέσως στό βάθος πρόβαλε ἕνα φωτεινὸ σύννεφο.
Σιγά-σιγά σχηματισε κάτι σὰν φωτοστέφανο. Καὶ κάτω ἂπ’ αὐτὸ μερικὰ ἀσημένια συννεφάκια σχημάτισαν τή μορφὴ τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἄρχισε νά γέρνει πρὸς τή γή καὶ στάθηκε σ’ ἕνα φάραγγι, ἀνάμεσα σὲ δύο ὑ­ψώματα τοῦ Μπούμπεση. Τὸ ὅραμα τὸ εἶδαν ὅλοι στό τάγμα καὶ ῥίγησαν.
— Θαῦμα! βροντοφώναξε ὁ ταγματάρχης.
— Θαῦμα! Θαῦμα! ἐπανέλαβαν οἱ στρατιῶτες καὶ σταυροκοπήθηκαν.
Ἀμέσως ἔφυγε ἕνας σύνδεσμος μὲ σημείωμα τοῦ Πετράκη γιά τὴν πυροβολαρχία τοῦ Τζήμα. Σὲ δέκα λε­πτὰ βρόντησαν τὰ ἑλληνικὰ κανόνια καὶ σὲ εἴκοσι ἐσίγησαν τὰ ἰταλικά. Οἱ ὀβίδες μας εἶχαν πετύχει ἀπόλυτα τὸν στόχο.

Ὁ βλάσφημος ἀνθυπασπιστής

Ὁ Χρῆστος Βέργος, ἐπιστρατευμένος στόν πόλεμο τῆς Κορέας, διηγεῖται:
«Ἤμουν ἀνθυπασπιστὴς στό τάγμα τῆς Κορέας. Δέν πίστευα πουθενά, παρὰ μόνο στή δύναμη τῶν βαρέων ὅπλων πού κατεύθυνα. Ἐπὶ πλέον ἤμουν ἀδιόρθωτα βλάσφημος. Ὅλες οἱ βλασφημίες μου συγκεντρωνον­ταν στήν Παναγία. Ὅσοι μὲ ἄκουγαν ἀνατρίχιαζαν. Οἱ φαντάροι μου ἔκαναν τὸν σταυρὸ τους, γιά νά μὴν τοὺς βρεῖ κακό. Οἱ ἀνώτεροί μου διαρκῶς μὲ παρατηροῦ­σαν καὶ μὲ τιμωροῦσαν. Ὥσπου μιά νύχτα ἔζησα ἕνα ὁλοφάνερο θαῦμα.
Ξημέρωνε ἡ 7η Ἀπριλίου 1951. Μὲ τήν διμοιρίᾳ μου εἶχα καταλάβει μιά πλαγιά σὲ ὕψωμα κοντὰ στόν 38ο παράλληλο. Μέχρι τὰ ξημερώματα ἔμεινα ἄγρυπνος στό ὄρυγμά μου μαζὶ μὲ τὸν στρατιώτῃ Σταῦρο Ἀδαμάκο. Ὅταν ῥόδιζε ἡ αὐγή, ὁπότε δέν ὑπῆρχε φόβος αἰφνιδιασμοῦ, ἀποκοιμήθηκα. Εἶδα τότε ἕνα ὄνειρο πού μὲ συνετάραξε:
Μία γυναῖκα στά μαῦρα ντυμένη, μὲ ἁγνὴ ὀμορφιὰ καὶ γλυκύτατη φωνή, μὲ πλησιάζει καὶ μὲ ῥωτᾶ ἀκουμ­πώντας τὸ χέρι στον ὦμο μου:
– Θέλεις νά βρίσκομαι κοντὰ σου Χρῆστο; Ἔνοιωσα τότε μιΆ βαθειά ἀγαλλίαση.
– Καὶ ποία εἶσαι σύ; τήν ῥώτησα.
Τότε ἐκείνη ἄλλαξε ἔκφραση καὶ μὲ παρατήρησε αὐστηρά:
– Γιατί, Χρῆστο, διαρκῶς μὲ βρίζεις;
– Πρώτη φορὰ σὲ βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πῶς εἶναι δυνατὸ νά βρίζω μιά ἄγνωστή μου;
– Ναί, Χρῆστο, ἐπέμεινε ἐκείνη πιὸ αὐστηρά. Μὲ βρίζεις. Ἐγὼ ὅμως εἶμαι πάντα κοντὰ σὲ σένα καὶ σ’ ὄ­λους τοὺς στρατιῶτες τοῦ τάγματος. Γιατὶ δέν πηγαίνετε στό Πουσάν, ν’ ἀνάψετε κεριὰ στ’ ἀδέλφια σας ποῦ ἔ­χουν ταφεῖ ἐκεῖ;
Μ’ αὐτὴ τή φράσῃ ξύπνησα τρομαγμένος. Ὁ Σταῦ­ρος δίπλα μου μὲ κοίταζε σαστισμένος.
– Κύριε ἀνθυπασπιστά, κάτι ἔχεις, μοῦ εἶπε. Βογγοῦσες καὶ παραμιλοῦσες στόν ὕπνο σου.
Τοῦ διηγήθηκα τὸ ὄνειρό μου καὶ καταλήξαμε πώς ἦταν ἀποτέλεσμα κοπώσεως καὶ συζητήσεων γύρω ἀπὸ τοὺς νεκροὺς τοῦ Πουσάν.
Ἐνῶ ὅμως λέγαμε αὐτά. ξαναβλέπω τή γυναῖκα τοῦ ὀνείρου μου μπροστά μου.
— Ἀδαμάκο! βάζω μιά φωνή. Ἡ γυναῖκα… Αὐτή… Νά… τή βλέπεις;
Ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νά μὲ καθησυχάσει, ἀλλά πού ἐγώ! Ἡ μαυροφορεμένη γυναῖκα μὲ τὴν ἁγνὴ ὀ­μορφιὰ καὶ τή γλυκύτατη φωνή στάθηκε κοντά μου καί μοῦ εἶπε:
– Μὴ φοβᾶσαι… Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου. Εἶμαι ἡ Παναγία. Σᾶς προστατεύω ὅλους παντοῦ καὶ πάντοτε. Ἀλλά θέλω ἀπὸ σένα νά μὴ μὲ βρίσεις οὔτε στίς δυ­σκολότερες στιγμὲς τῆς ζωῆς σου.

Πέφτω ἀμέσως ταραγμένος νά φιλήσω τὰ πόδια της. Ἐκείνη ὅμως εἶχε γίνει ἀφάντη. Ἔκλαψα τότε ἂπ’ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου ἕνα κλάμα ἀνακουφίσεως καὶ χαρᾶς, ἐγώ πού δέν εἶχα κλάψει ποτὲ στή ζωή μου».
Ὁ Ν. Ντραμουντανὸς διηγεῖται μιά θαυμαστὴ ἐμπει­ρία του ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ ’40:
«Ὁ λόχος μας πῆρε διαταγὴ νά καταλάβει ἕνα προ­χωρημένο ὕψωμα γιά προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμ­πούρι μέσα στά βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, ἄρχι­σε νά πέφτει πυκνὸ χιόνι. Ἔπεφτε ἀδιάκοπα δύο μεροόνυχτα κι ἔφτασε σὲ πολλὰ μέρη τὰ δύο μέτρα. Ἀπο­κλειστήκαμε ἀπὸ τὴν ἐπιμελητεία. Καθένας εἶχε τροφὲς στό σακκίδιό του γιά μία ἡμέρα. Ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὸ κρύο δέν λάβαμε πρόνοια «διὰ τὴν αὔριον» καί τίς κα­ταβροχθίσαμε.
Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἄρχισε τὸ μαρτύριο. Τή δίψα μας τή σβήναμε μὲ τὸ χιόνι, ἀλλὰ ἡ πεῖνα μᾶς θέριζε. Πε­ράσαμε ἔτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Τὸ ἠθι­κὸ μας τὸ διατηρούσαμε ἀκμαῖο, ἀλλὰ ἡ φύσῃ ἔχει καὶ τὰ ὅριά της. Μερικοὶ ὑπέκυψαν. Τὸ ἴδιο τέλος περιμέ­ναμε ὅλοι«ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος».

Τότε μία ἔμπνευση τοῦ λοχαγοῦ μας ἔκανε τὸ θαῦμα! Ἔβγαλε ἂπ’ τὸν κόρφο του μία χάρτινη εἰκόνα τῆς Παναγίας, τὴν ἔστησε στό ψήλωμα καὶ μᾶς κάλεσε γύ­ρω του:
— Παλληκάρια μου! εἶπε. Στήν κρίσιμη αὐτὴ περίσταση ἕνα θαῦμα μόνο μπορεῖ νά μᾶς σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε τὴν Παναγία, τή μητέρα τοῦ Θεαν­θρώπου, νά μᾶς βοηθήσει!
Πέσαμε στά γόνατα, ὑψώσαμε τὰ χέρια, παρακαλε­σαμε θερμά. Δέν προλάβαμε νά σηκωθοῦμε κι ἀκουύσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε καὶ πιάσαμε τὰ ὄ­πλα. Πήραμε θέση «ἐπὶ σκοπόν».
Δέν πέρασε ἕνα λεπτὸ καὶ βλέπουμε ἕνα πελώριο μουλάρι νά πλησιάζει κατάφορτο. Ἀνασκιρτήσαμε! Ζῶο χωρὶς ὁδηγὸ νά περνᾶ τὸ βουνό, μ’ ἕνα μέτρο χιόνι — τὸ λιγώτερο — ἦταν ἐντελῶς ἀφύσικο. Καταλα­βαμε: Τὸ ὁδηγοῦσε ἡ Κυρία Θεοτόκος. Τὴν εὐχαρι­στήσαμε ὅλοι μαζὶ ψάλλοντας σιγανά, μὰ ὁλόκαρδα, τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ» καὶ ἄλλους ὕμνους της. Τὸ ζῶο εἶχε πάνω του μία ὁλοκλήρη ἐπιμελητεία ἀπὸ τρόφιμα: κου­ραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιὰκ καὶ ἄλλα.

Πολλὲς κι ἀπίστευτες κακουχίες πέρασα στόν πολε­μο. Ἀλλ’ αὐτή μοῦ μένει ἀξέχαστη, γιατὶ δέν εἶχε διε­ξοδο. Τὴν ἔδωσε ὅμως ἡ Παναγία».
Πηγή: «ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ»-ΕΚΔΟΣΗ 33η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ- ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2011,
dogma

ΔΗΜΟΦΙΛΗ