Οι επαναστάτες που έγιναν υπουργοί

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η δεκαετία του 1980 υπήρξε η ύστερη φάση της Μεταπολίτευσης, η εποχή που αναμετρήθηκαν με την πραγματικότητα τα οράματα, όχι μόνο των αμέσως προηγούμενων χρόνων αλλά και παλαιότερων εποχών: το κεντροαριστερό σχέδιο της δεκαετίας του ’60 για μια δημοκρατική κοινωνία που θα συνδύαζε τον σεβασμό των ατομικών ελευθεριών με μια κεϊνσιανή, φιλολαϊκή οικονομική πολιτική και τον δομικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, ακόμη και οι ΕΑΜικές επαγγελίες για ένα λαοκρατικό καθεστώς που θα κινούνταν σε παρόμοια κατεύθυνση.

Συλλογικά αιτήματα και διεκδικήσεις δεκαετιών αποκρυσταλλώθηκαν θεσμικά, κάποια άλλα παραπέμφθηκαν οριστικά στις καλένδες του απραγματοποίητου· σε κάθε περίπτωση, διαδοχικές γενιές («της Αντίστασης», «του 1-1-4», «του Πολυτεχνείου») βρέθηκαν τότε αντιμέτωπες με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά όρια του επιθυμητού κοινωνικού μετασχηματισμού, που η διάσημη πρωθυπουργική ρήση του Ανδρέα Παπανδρέου κωδικοποίησε σαν διάκριση μεταξύ «οράματος» και «εφικτού».

Στο πεδίο των μαζικών κινημάτων, η δεκαετία του ’80 γνώρισε την πρωτοτυπία μιας βραχύβιας αλλά καθοριστικής σύζευξης ανάμεσα στο «πεζοδρόμιο» και τους υπουργικούς προθαλάμους.

Λόγω της ιδιάζουσας τότε συγκυρίας, τα κινήματα δεν πρόβαλαν αποκλειστικά και μόνο αντιστάσεις, αμυντικού ή συντεχνιακού χαρακτήρα.

Προωθούσαν, επιπλέον, μια σειρά από διεκδικήσεις για μεταρρυθμίσεις που εκκολάπτονταν επί χρόνια και φάνταζαν πλέον υλοποιήσιμες· οι θεσμικοί εκπρόσωποί τους αποτελούσαν προνομιακούς συνομιλητές της πολιτικής εξουσίας, οποιαδήποτε δε εχθρική ή περιφρονητική αντιμετώπισή τους από τους φορείς της τελευταίας ερμηνευόταν από τους πάντες ως αντιδημοκρατική πρόκληση.

Σε αντίθεση με όλες τις μεταγενέστερες «κινηματικές» γενιές, που η τροπή του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων καθήλωσε σε σισύφειες προσπάθειες για την ανάσχεση αλλεπάλληλων κυβερνητικών «μεταρρυθμιστικών» πρωτοβουλιών, που κινούνταν σχεδόν πάντα σε αντιλαϊκή κατεύθυνση.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, τα φώτα της θετικής δημοσιότητας (και τις συνακόλουθες πρακτικές) θα προσέλκυε άλλωστε προνομιακά η ενασχόληση όχι με τα κοινωνικά προβλήματα αλλά με τα «εθνικά μας ζητήματα», με όσα αυτό συνεπαγόταν για τους προσανατολισμούς και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά μιας μεγάλης μερίδας του τότε φοιτητικού, πολιτικού και συνδικαλιστικού δυναμικού.

Μπορεί ν’ απέχουμε πια μια ολόκληρη γενιά από εκείνη τη δεκαετία, την τόσο κρίσιμη τελικά για την κατανόηση του κόσμου που ζούμε, οι ιστορικοί όμως και οι πολιτικοί επιστήμονες απαξιούν συνήθως ν’ ασχοληθούν μαζί της.

Παραμένει έτσι μια εποχή κατασυκοφαντημένη από τον κυρίαρχο σήμερα δημόσιο λόγο, που στη Μεταπολίτευση βλέπει μόνο σκάνδαλα, διαφθορά και τη συλλογική έκπτωση από τις νόρμες που προϋποθέτει η ένταξη και η παραμονή μας στον σκληρό πυρήνα της ενωμένης Ευρώπης.

Ενα και μοναδικό επιστημονικό πόνημα έχει προσπαθήσει μέχρι σήμερα να καταγράψει, εν είδει λημμάτων, κάποιες από τις βασικές ιδιομορφίες εκείνων των χρόνων («Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό», επιμ. Βασίλη Βαμβακά – Παναγή Παναγιωτόπουλου, Αθήνα 2010, εκδ. Το Πέρασμα).

Τα πράγματα θα μπορούσαν, βέβαια, να είναι ακόμη χειρότερα.

Εδώ ολόκληρη χούντα, η σκιά της οποίας επικαθόρισε τον δημόσιο λόγο των τελευταίων δεκαετιών στον ίδιο τουλάχιστον βαθμό με την αιματηρή δεκαετία του ’40, εκπροσωπείται στη βιβλιογραφία από τρία όλα κι όλα αξιόλογα έργα: την τρίτομη«Ιστορία της Δικτατορίας» του δημοσιογράφου Σόλωνα Γρηγοριάδη, γεγονοτολογική αφήγηση που γράφτηκε κι εκδόθηκε αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση (Αθήνα 1975, εκδ. Καπόπουλος), το βιβλιαράκι «Η στρατιωτική δικτατορία 1967-1974» που μοίρασαν προ εξαετίας «Τα Νέα» με επιμελητή τον Βαγγέλη Καραμανωλάκη, και τα πρακτικά ενός επιστημονικού συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε το 1997 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο («Η δικτατορία 1967-1974», επιμ. Γιάννα Αθανασάτου – Αλκης Ρήγος – Σεραφείμ Σεφεριάδης, Αθήνα 1999, εκδ. Καστανιώτης).

Ας ελπίσουμε, πάντως, ότι αυτή η ολιγωρία οφείλεται σε χρονικούς ή/και τεχνικούς αποκλειστικά λόγους – κι ότι, με το σταδιακό άνοιγμα των αντίστοιχων αρχειακών συλλογών, τόσο η δεκαετία του ’80 όσο και η ευρύτερη Μεταπολίτευση θ’ αποσπάσουν τελικά το ερευνητικό ενδιαφέρον που τους αξίζει.

Στις σελίδες που ακολουθούν προσφέρουμε κάποια πρώτα ερεθίσματα για την ανίχνευση των τάσεων που ήδη περιγράφηκαν, ανατρέχοντας στις απαρχές της πολιτικής στράτευσης όσων διαχειρίζονται σήμερα τις τύχες μας, τις διαχειρίστηκαν στο πρόσφατο παρελθόν ή φιλοδοξούν να τις διαχειριστούν στο μεσοπρόθεσμο μέλλον.

Δεν πρόκειται, φυσικά, για τίποτα περισσότερο από την απλή καταγραφή κάποιων σποραδικών στιγμών, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στον φωτογραφικό φακό και το προσωπικό αρχείο του επιμελητή της στήλης.

■ 10 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1987. Η «γενιά της Αλλαγής» διαρρηγνύει στο πεζοδρόμιο τις σχέσεις της με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, προσδίδοντας πολιτικά χαρακτηριστικά στη διάχυτη δυσφορία για ποικίλες πτυχές της κρατικής πολιτικής στα ΑΕΙ.

Για πρώτη φορά μετά το 1979-80 η ριζοσπαστική Αριστερά αναδεικνύεται σε ηγεμονικό πόλο του φοιτητικού κινήματος, αποσπώντας αποφάσεις γενικών συνελεύσεων για κατάληψη των σχολών και συγκροτώντας δικά της μπλοκ, διακριτά από εκείνα της ΕΦΕΕ που ελέγχει η συμμαχία ΚΝΕ-ΠΑΣΠ.

image

Στην πρώτη γραμμή του μπλοκ των καταληψιών, δεύτερος από δεξιά, διακρίνεται ο Γιώργος Χουλιαράκης, μέλος τότε των Αριστερών Συσπειρώσεων στο Οικονομικό της Νομικής (φωτογραφία 1).

image

Σε άλλη φωτογραφία των ημερών, εκδήλωση στο πλαίσιο της κατάληψης, με ομιλητές τους Αγησίλαο Χριστοδουλόπουλο (της Κ.Ο. Μαχητής), Ελένη Πορτάλιου (του ΚΚΕσ.-Α.Α.) και Γιάννη Μηλιό (φωτογραφία 2).

Για το σκεπτικό των τότε κινητοποιήσεων, αρκετά εύγλωττη είναι η απόφαση της γενικής συνέλευσης του Οικονομικού (6.11.) που μοιραζόταν ως προκήρυξη στην πορεία:

Καταδικάζουμε την κυβερνητική πολιτική της λιτότητας, της περικοπής των κοινωνικών δαπανών, της ανεργίας. Η πολιτική αυτή αναβάθμισης των κερδών και των επιχειρηματικών δυνατοτήτων του κεφάλαιου σε βάρος των μισθωτών και της νεολαίας, δύσκολα πια μπορεί να κρύβεται πίσω από το γελοίο επιχείρημα της “ανάπτυξης για το καλό όλων”.

Σε δικό του κείμενο για το φοιτητικό κίνημα εκείνης της χρονιάς, δημοσιευμένο στο αριστερό περιοδικό «Μήπως» (τχ. 6, 11.1987-1.1988, σ. 88-9), ο Γιώργος Χουλιαράκης διαπίστωνε «μια νέα, “αυθεντική” πολιτικοποίηση στη βάση των πραγματικών προβλημάτων», η οποία «αναδεικνύει νέες προοπτικές στο ζήτημα του αντικαπιταλιστικού πόλου στα πανεπιστήμια, αλλά και στη νεολαία. Ιδιαίτερα απέναντι στις επιταγές που θα θέσει η συγκυρία τα επόμενα χρόνια, όταν στην προοπτική της “ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης” η θέση των φοιτητών -αλλά και της νεολαίας γενικότερα- θα επιδεινώνεται όλο και περισσότερο».

■ ΤΕΛΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1984. Γενική συνέλευση των φοιτητών του Νομικού. Ημερήσια διάταξη ρουτίνας, γραπτά ίχνη της οποίας στάθηκε αδύνατο να εντοπιστούν· σε γενικές πάντως γραμμές, οι κινητοποιήσεις εκείνου του φθινοπώρου πρόβαλλαν πρωτίστως οικονομικά αιτήματα, όπως η αύξηση της τιμής του «κουπονιού» με το οποίο διατρέφονταν οι «άποροι» φοιτητές (ακριβέστερα: όσων οι γονείς δήλωναν λίγα στην Εφορία – τα παιδιά των δημοσίων υπαλλήλων θεωρούνταν κατά κανόνα υπερβολικά εύπορα γι’ αυτές τις παροχές, σε αντίθεση μ’ εκείνα των δικηγόρων, των γιατρών και των πάσης φύσης εμπόρων).

image

Στο βήμα ο Γιώργος Κατρούγκαλος, κεντρικός τότε συνδικαλιστής της ΚΝΕ στη σχολή(φωτογραφία 3

image

Μεταξύ των συνωστιζόμενων στο προεδρείο διακρίνεται ο Κωστής Χατζηδάκης, δευτεροετής με πλούσια κόμη και ανερχόμενο ήδη στέλεχος της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ(φωτογραφία 4).

ΔΗΜΟΦΙΛΗ