Το Προδιαγεγραμμένο Μέλλον του (Μεταμνημονιακού) Έθνους των Μερμήγκων… – Εν αναμονή των Πρωτοχρονιάτικων ευχών, μηνυμάτων και διαγγελμάτων των πολιτικών ηγεσιών με το βλέμμα στραμμένο στο… 2060!

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Βασίλης Δημ. Χασιώτης

«Ημασταν τζίτζικες για πολλά χρόνια, τώρα γινόμαστε μέρμηγκες»
Ι. Στουρνάρας
(https://www.tovima.gr/2012/12/19/finance/ekptwsi-foroy-me-apodeikseis-gia-to-25-toy-eisodimatos/)

Ι

Οι μέρες, όντως έχουν ένα γιορτινό χαρακτήρα, που απέχει πολύ από τις πρωτοχρονιές της περιόδου 2010-2018, όταν, μέσω του Μνημονιακού Καθεστώτος, «χτίζονταν» το «μέλλον» της Πατρίδας μας για τις επόμενες δεκαετίες, και συγκριμένα ίσαμε το 2060 (αν όλα θα πάνε ΔΙΑΡΚΩΣ καλά μέχρι τότε, (κυρίως στον τομέα της οικονομίας) όχι μόνο εσωτερικά, μα και διεθνώς, που δεν θα πάνε, σ’ αυτό στοιχηματίζω).
Έμειναν δύο μονάχα μέρες ως την Πρωτοχρονιά και, κατά τα ειωθότα, οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου θα ευχηθούν στον ελληνικό λαό, ασφαλώς τα καλύτερα για το 2022.

ΙΙ

Τούτο όμως το άρθρο, δεν στοχεύει να παίξει το ρόλο της «υπενθύμισης», μη και τυχόν ξεχαστούμε και δεν ακούσουμε τα όσα έχουν να μας πουν οι πολιτικοί ταγοί του τόπου, και κυρίως εκείνοι, οι οποίοι ηγούνται των κομμάτων εξουσίας, παραδοσιακών και νεόκοπων.
Αντιθέτως, σκοπό έχει να εστιάσει σε μια πραγματικότητα, η οποία, τολμώ να ισχυριστώ, ανήκει στις σπάνιες ιστορικές συγκυρίες, που μπορεί να προσεγγισθεί με μεγάλο βαθμό «αντικειμενικότητας», διότι δεν θεμελιώνεται το περιεχόμενό της στην εκτίμηση μελλοντικών γεγονότων και εξελίξεων, όπου και εισχωρεί στον ένα ή τον άλλο βαθμό το στοιχείο της υποκειμενικότητας εκείνου που επιχειρεί τις «μελλοντικές εκτιμήσεις», μα θεμελιώνεται, πάνω σε ήδη προαποφασισμένες και νομοθετημένες κυβερνητικές πολιτικές που θα ισχύουν σε μια επίσης προαποφασισμένη και νομοθετημένη χρονική περίοδο (έως το 2060, αν όλα πάνε καλά, όπως είπαμε παραπάνω).
Επομένως, με βάση αυτή την πραγματικότητα, την νομοθετημένη πραγματικότητα, γνωρίζουμε από σήμερα, τι πρέπει να κάνουμε -και να μην κάνουμε- έως το 2060, τι πρέπει έως τότε να έχουμε πετύχει ως οικονομία και κοινωνία. Αυτά τα γνωρίζουμε ήδη, οφείλουμε να τα γνωρίζουμε. Είναι τα γνωστά μας Μνημόνια, είναι οι γνωστές προσωπικές υπογραφές πρώην πρωθυπουργών οι οποίοι ανελάμβαναν την θεσμική δέσμευση των Ελληνικών Κυβερνήσεων (στα πλαίσια της «συνέχειας του Κράτους») πως τα Μνημόνια (σ’ αυτά και το PSI), αποτελούν «ιδιοκτησία» τους (και επομένως και του ελληνικού Κράτους αλλά και του λαού κατ’ επέκταση), θέλοντας μ’ αυτό να δηλώσουν ότι κανείς δεν τους τα υπαγόρευσε (μονάχα «συμβουλές» τους δίνανε), κι από εδώ και πέρα πλέον, μπαίνουμε σε μια άλλη πράξη του δράματος, εκεί όπου καθόλη τη δεκαετία του 2010 παρακολουθούσαμε το «χτίσιμο» του Μνημονιακού Καθεστώτος, με κύρια «οικοδομικά υλικά» τον Κυνισμό, την ασύστολη και αδιάντροπη Προπαγάνδα και Ψεύδος, τα ερείπια του Κοινωνικού Κράτους, τα ερείπια του Κράτους Δικαίου, τα ερείπια της Εθνικής μας Κυριαρχίας και Ανεξαρτησίας.
Αυτό το «οικοδόμημα» οφείλουμε, να διατηρήσουμε ως το πλαίσιο εντός του οποίου θα διαμορφωθεί αυτό που ονομάζουμε «μέλλον». Ένα «μέλλον», ήδη «σχηματισμένο» ως «καλούπι».
Σταθείτε λίγο στις παραπάνω λέξεις, στους παραπάνω χαρακτηρισμούς : «Κυνισμός», «Προπαγάνδα», «ερείπια του Κοινωνικού Κράτους, του Κράτους Δικαίου» κ.λπ. Ακούγονται σαν να έρχονται από ένα μακρινό παρελθόν. Για άλλους, εκείνους που την προηγούμενη δεκαετία ήταν έφηβοι ή και παιδιά, αλλά σήμερα, είναι ενήλικες πολίτες, εργαζόμενοι ή άνεργοι αδιάφορο, ίσως και να φαντάζουν ως «καθαρή» «Ιστορία», αν και αφορούν μια πραγματικότητα στην οποία οι παραπάνω χαρακτηρισμοί περίσσευαν και με το παραπάνω (και όχι μόνο αυτοί, π.χ., τα περί «προδοσίας» επίσης αποτελούσε ζήτημα καθημερινής αναφοράς). Περιέγραφαν έναν ζόφο και ένα τρόμο που η Χώρα είχε να βιώσει από την περίοδο της Κατοχής και της Δικτατορίας, ενώ οι ξένοι δανειστές, που απλώς αποτελούσαν το προκάλυμμα της ουσιαστικής και κυρίαρχης εμπλοκής της γερμανικής Κυβέρνησης στην ελληνική Κρίση, επίσης «Κατοχική Δύναμη» αποκαλούνταν.
Όλος αυτός ο ζόφος και ο τρόμος, που είχε και ανθρώπινα θύματα, και αναφέρομαι στους χιλιάδες αυτόχειρες, αποτελούσε την καθημερινότητα του ελληνικού λαού, σχεδόν μέχρι και το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας. Και δεν έληξε, παρά μόνο, όταν νομοθετήθηκαν όλες οι αξιώσεις της Μνημονιακής Κατοχικής Δύναμης, με ισχύ έως το 2060!
Η «λήξη» όμως των Μνημονίων, δεν ήταν «λήξη» : ήταν η ολοκλήρωση της εγκαθίδρυσης του Μνημονιακού Καθεστώτος, που άρχισε το 2010 με το πρώτο Μνημόνιο και έληξε περίπου οκτώ χρόνια μετά, με την επιβολή (και νομοθέτηση) άλλων τριών Μνημονίων (μαζί με το PSI).
Αυτό που αποκαλείται (Μνημονιακό) «τέλος», ουσιαστικά είναι η «αρχή» της υλοποίησης του συνόλου των εν ισχύει (και νομοθετημένων) μέτρων και των εφαρμοστικών τους νόμων, μια «υλοποίηση», που θα διαρκέσει έως το 2060 (επαναλαμβάνω αν όλα πάνε καλά και δεν υπάρξουν πισωγυρίσματα εξαιτίας αρνητικών διεθνών (ας μείνουμε σ’ αυτές) συγκυριών στις (επίσης νομοθετημένες) νομοθετημένες επιδόσεις που θα πρέπει να επιτυγχάνει η ελληνική οικονομία)!
Άλλωστε, «πριν αλέκτωρ φωνήσαι τρις», ιδού που μας προέκυψε και ένα πέμπτο Μνημόνιο (άτυπο επί του παρόντος), το περίφημο «Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία» το οποίο καταρτίστηκε από επιτροπή υπό τον οικονομολόγο καθηγητή Χριστόφορο Πισσαρίδη («Επιτροπή Πισσαρίδη» πιο γνωστή), που έρχεται να συμπληρώσει ή και επικαιροποιήσει με τις εν τω μεταξύ εξελίξεις που επήλθαν από το άνω «τέλος» των Μνημονίων. Μόλις δύο χρόνια μετά την «έξοδο» από τα Μνημόνια, κι έχουμε μπροστά μας, άλλα 40 χρόνια!
Κι όμως, επαναλαμβάνω, πως η γενικότερη εικόνα που εισπράττουμε από την σημερινή («Μεταμνημονιακή») καθημερινότητα, είναι μια καθημερινότητα, ως εάν να ζούμε μια πραγματικότητα που να μην έχει καμία σύνδεση και σχέση με τα Μνημόνια, ενώ, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Σαν να ζούμε τη συνέχεια της προ του 2010 περιόδου.
Τι συνέβη λοιπόν;

ΙΙΙ

Την αιτία πρέπει να την αναζητήσουμε σε μια άλλη εξέλιξη που συνέβη κατά την προηγούμενη δεκαετία. Αυτή η εξέλιξη καλείται αυτό που συχνά έχω αναφέρει σε άλλα άρθρα μου ως «Κανονικοποίηση της (Μνημονιακής) Αθλιότητας», δηλαδή, στο γεγονός ότι τα Μνημόνια, έχοντας δημιουργήσει για την ελληνική οικονομίας και το επίπεδο διαβίωσης του λαού, ένα νέο επίπεδο «ισορροπίας» αναφορικά με εκείνο που ίσχυε έως και το 2010, δραματικά πιο χαμηλά, εν τούτοις, κατόρθωσε, τελικώς, να «Κανονικοποιήσει» το νέο αυτό χαμηλότερο επίπεδο «ισορροπίας», υπό την έννοια της τελικής αποδοχής του από τον λαό, και της προσαρμογής της καθημερινότητάς του προς αυτό, παρά τις συχνά έντονες αντιδράσεις του. Ένα χαμηλότερο επίπεδο ισορροπίας, το οποίο διαμορφώθηκε όχι ομαλά, μα βίαια, μια βιαιότητα εφάμιλλη εκείνης που προκύπτει στα πλαίσια ενός πολέμου. Οικονομία και παραγωγικές δομές εξαρθρώθηκαν, εισοδήματα, περιουσίες και ζωές απλών πολιτών λεηλατήθηκαν, σε κλίμακα ενός πραγματικού πολέμου. Βέβαια προς στιγμή, φάνηκε πως η αντίδραση του λαού προς τη βίαιη αυτή προσαρμογή στην οποία εξωθούνταν, θα έφερνε ένα θετικό γι’ αυτόν αποτέλεσμα, όμως, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Μάλιστα δε, τούτος ο Παλαιοκομματισμός, κάποια στιγμή αισθάνθηκε στο σβέρκο του τη καυτή ανάσα της λαϊκής οργής και την προοπτική της ανατροπής του, σε σημείο ώστε να θεωρούνταν και ζήτημα χρόνου η κατάρρευσή του, αν δεν συνέβαινε εκείνη η μεγαλειώδης πολιτική απάτη του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τελικώς και εν τοις πράγμασι, αποδείχτηκε ο σωτήρας του Παλαιοκομματισμού, εντασσόμενος στις τάξεις του και αφήνοντας τον λαό μετέωρο στη τύχη του.
Αυτός ο μετέωρος λαός, είναι ο λαός του οποίου η συμπεριφορά «κανονικοποιήθηκε» προς τη νέα τάξη πραγμάτων, δηλαδή, αποδεχόμενος ως τετελεσμένο το νέο χαμηλότερο επίπεδο «ισορροπίας» που είχε δημιουργηθεί ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να «βγει» από τα Μνημόνια. Δεν το αποδέχτηκε συνειδησιακά. Το αποδέχτηκε από απογοήτευση και παραίτηση ακριβώς λόγω της μεγάλης απογοήτευσης από την πολιτική ηγεσία που διαφέντευε και διαφεντεύει τον τόπο. Τώρα τι μπορεί πάνω σ’ αυτό να υπάρξει στο μέλλον ως εξέλιξη, επί του παρόντος άδηλο.
Παρόλα αυτά, υπάρχει κάτι που ο λαός, δεν έχει συνειδητοποιήσει, τουλάχιστον επαρκώς : πως τα Μνημόνια, είναι διαρκώς εν ισχύει, πως το «τέλος» των Μνημονίων που πανηγυρίστηκε την προηγούμενη δεκαετία, δεν σημαίνει ότι «πετύχαμε» να φτάσουμε στο «πάτο» του βαρελιού, και επομένως, ό,τι έχουμε να κάνουμε, θα αφορά το «από εδώ και πέρα». Αντιθέτως, ό,τι πρέπει να κάνουμε αφορά πάντα το «από εδώ και πίσω»! Δηλαδή, ουσιαστικά αυτό που έχουμε μπροστά μας, είναι η συνέχιση επώδυνων «προσαρμογών» και «διαρθρωτικών μεταβολών», που αποτελούν Μνημονιακές υποχρεώσεις της Χώρας οι οποίες όμως «εκκρεμούν» από το παρελθόν, πέραν άλλων υποχρεώσεων που ισχύουν για το μέλλον (π.χ. τα επί δεκαετίες πλεονάσματα στον κρατικό προϋπολογισμό που πρέπει να επιτυγχάνουμε, ένας όρος που όποιος ΣΟΒΑΡΟΣ οικονομολόγος ή και απλός πολίτης με στοιχειώδη εμπειρία έστω στη διαχείριση του πλέον ταπεινού οικογενειακού προϋπολογισμού τον ακούει και δεν γελά, τότε, απλώς, ΔΕΝ είναι «σοβαρός» οικονομολόγος ή απλός πολίτης).
Αν επομένως, όποιος κυβερνά ή φιλοδοξεί να κυβερνήσει ή απλώς να συμμετάσχει στη διακυβέρνηση της Χώρας, αλλά και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, «λησμονήσει» να αναφερθεί στις παραπάνω ΟΝΤΩΣ πραγματικότητες, όταν σε λίγα εικοσιτετράωρα θα απευθύνουν στο λαό τις Πρωτοχρονιάτικες ευχές τους και θα μας μιλάνε για το «μέλλον» της Χώρας και του Λαού, τότε, πολύ απλά, ας τα εκλάβετε αυτά τα μηνύματα ως μια «τετριμμένη διαδικασία» που πολιτικά πρέπει να ακολουθηθεί και ουδέν πέραν τούτου από άποψη σημασίας και βαρύτητας.

IV

Όμως, λίγα ακόμα λόγια πρέπει να λεχθούν για την παραπάνω «Κανονικοποίηση», που κάνει κάποιους να φαντασιώνονται (ή να προσποιούνται) ότι τάχατες είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε ένα «μέλλον» που να αποτελεί προϊόν δικών μας επιλογών, να αποτελεί «ιδιοκτησία» μας, όσο διαρκούν οι Μνημονιακές δεσμεύσεις. Όσο διαρκούν αυτές, το «μέλλον» της χώρας και του λαού μας, αποτελεί «ιδιοκτησία» των Μνημονιακών δεσμεύσεων και των ξένων δανειστών (και ουσιαστικά του Βερολίνου) που τις επέβαλαν.
Αυτή η «Κανονικοποίηση», αποτελεί το ανάλογο εκείνης της περίφημης αποστροφής του Μπέρτολτ Μπρεχτ στο ποίημά του «Η Λύση», που γράφτηκε με αφορμή τη μεγάλη λαϊκή εξέγερση του Ιουνίου του 1953 στην Ανατολική Γερμανία, όπου έγραφε (μετάφραση Μάριου Πλωρίτη) :
«Ύστερ’ απ’ την εξέγερση της 17 του Ιούνη,
ο γραμματέας της ένωσης Λογοτεχνών
έβαλε και μοιράσανε στη λεωφόρο Στάλιν προκηρύξεις
που λέγανε πως ο λαός
έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης,
και δεν μπορεί να την ξανακερδίσει
παρά μονάχα με διπλή προσπάθεια. Δε θα ‘ταν τότε
πιο απλό, η κυβέρνηση
να διαλύσει το λαό
και να εκλέξει έναν άλλον;»
Στη δική μας περίπτωση, εδώ στην Ελλάδα της προηγούμενης δεκαετίας, της δεκαετίας της εγκαθίδρυσης του Μνημονιακού Καθεστώτος, το αίτημα της «διάλυσης» και «εκλογής» ενός άλλου λαού, ήταν το προφανές αίτημα της Μνημονιακής Αθλιότητας.
Και τι δεν είχε προσαφθεί σε τούτον εδώ το λαό : τεμπέλης ήταν, διαφθαρμένος ήταν, υπερχρεωμένος ήταν, σπάταλος ήταν, ζούσε πάνω από τις δυνατότητές του, ήταν αυτός που εξόν από το δικό του χρέος (το ιδιωτικό), ήταν και ο υπαίτιος του δημόσιου χρέους (αυτό που χρωστά το Δημόσιο αλλά το πληρώνει αυτός), ήταν ο υπαίτιος των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού, ήταν ο μη παραγωγικός και μη αποδοτικός λαός, και επομένως υπεύθυνος και για τα ελλείμματα στα διάφορα ισοζύγια των διεθνών συναλλαγών της Χώρας, ο λαός που στην ουσία επέβαλε τη δημιουργία ενός «μεγάλου» Κράτος και ενός πελατειακού συστήματος, ο υπαίτιος ενός «πλουσιοπάροχου» «Κοινωνικού Κράτους», κ.λπ., κ.λπ.
Στη καρδιά όμως όλων των ανωτέρω, ο πλέον εμβληματικός χαρακτηρισμός που του δόθηκε, δηλαδή μας δόθηκε, ήταν πως είχαμε μετατραπεί σε έθνος «τζιτζικιών» και έπρεπε κατεπειγόντως να ξαναγίνουμε έθνος «μερμηγκιών». Η «διάγνωση» έγινε από επιφανείς επιστήμονες που είχαν αναλάβει και πολιτικό ρόλο στην προηγούμενη δεκαετία, και, τι γίνεται όταν μιλάνε οι «επιστήμονες»; πρέπει να υπακούμε άνευ αντιλογίας στα πορίσματα της «επιστήμης».
Βέβαια εδώ υπάρχει μια λεπτή διαφορά, που όμως παρόλη τη «λεπτότητά» της, δημιουργεί ενίοτε χαοτικές διαφορές στις διάφορες επιστημονικές απόψεις, ακριβώς, διότι όταν μιλά ένας επιστήμονας, ΔΕΝ μιλά η επιστήμη, διότι «αυτή καθαυτή» η «επιστήμη», συνιστά μια έννοια με «απόλυτη τιμή» χωρίς κανένα πρόσημο πουν αν δείχνει ούτε την κατεύθυνση του ψευδούς ή αληθούς ούτε το «μέγεθος» του ψεύδους ή της αλήθειας, διότι τα «πρόσημα» και οι «τιμές» της ποικίλουν ανάλογα με τη ΣΧΕΤΙΚΗ άποψη που έχει ένας επιστήμονας πάνω σ’ ένα επιστημονικό θέμα. Έτσι όμως έχοντας διαγνωστεί ο ελληνικός λαός, δηλαδή, ως μεταλλαγμένος τζίτζικας, έπρεπε να μεταλλαχθεί εκ νέου και επειγόντως σε ένα νέο λαό, ένα λαό μερμήγκων.
Όπερ και εγένετο!
Οφείλουμε, αν είμαστε ειλικρινείς, να το παραδεχτούμε αυτό. Η μεταμόρφωση φαίνεται να υπήρξε πλήρης. Συνεπώς, να που ο Μπρεχτ επαληθεύεται και στη περίπτωσή μας. Αυτό που δεν άλλαξε, είναι ο Παλαιοκομματισμός, και ειδικότερα το Παλαιοκομματικό Σύστημα Εξουσίας, αυτό που μας οδήγησε στο «2010», αυτό το πολιτικό ενεργούμενο των ξένων δανειστών οι οποίοι λειτούργησαν καθαρά ως Κατοχική Δύναμη, με τη Γερμανία να έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο, αυτός λοιπόν ο Παλαιοκομματισμός, υπήρξε ο αδιαφιλονίκητα ωφελημένος της Κρίσης. Μια Κρίση, που πρόσφερε όλες της τις δυνατότητες να μετατραπεί σε ευκαιρία για τον Παλαιοκομματισμό και καμία στο λαό.
Έτσι λοιπόν, ο ελληνικός λαός, που ίσαμε το 2010 ζούσε ως τέτιγξ, μετατράπηκε σε λαό μερμηγκιών, όπως το έλεγαν και το επιθυμούσαν οι «θεράποντες γιατροί» του. Του αφαιρέθηκε κάθε δυνατότητα να λειτουργεί διαφορετικά εξόν από το να λειτουργεί ως μύρμηξ. Και μάλιστα, καθορίστηκε και ο χρόνος που θα χρειαστεί να ζει ως μύρμηξ, πριν δηλαδή, του αναγνωριστεί το δικαίωμα, κάπως να ζει, για λόγους «αναψυχής», για μικρά χρονικά διαστήματα και ως τέτιγξ : πρέπει να ζει λοιπόν ως μέρμηγκας ως το 2060, κι αυτό καλώς εχόντων των πραγμάτων, αν μέχρι τότε, δεν «αρρωστήσει» και από κάτι άλλο που θα πάει «πίσω» την «Μνημονιακή» θεραπεία, οπότε και θα πρέπει, ανάλογα με την «υποτροπή» της «υγείας» του «Έλληνα ασθενούς», τα Μνημόνια να επικαιροποιούνται ανάλογα με τη συγκυρία.
Κι όμως, τούτο το «έθνος των τζιτζικιών», δεν είναι παρά ένα ασύστολο ψεύδος. Είναι μια προπαγάνδα των τζιτζικιών εναντίων των μερμηγκιών, στη προσπάθειά τους να μετακυλήσουν τις δικές τους ευθύνες στα μερμήγκια. Διότι ΤΙΠΟΤΑ δεν υπάρχει που να αποδεικνύει ότι ο ελληνικός λαός υπήρξε ποτέ ως «έθνος τζιτζικιών». Το αντίθετο μάλιστα! Πάντα ήταν «έθνος μερμηγκιών». Όμως, τελικώς, φαίνεται ότι δεν κανονικοποιήθηκε μονάχα η συμπεριφορά του μα και οι αντιλήψεις που έχει για τον ίδιο του τον εαυτό. Η προπαγάνδα για την ευτοενοχοποίηση του λαού αυτού, φαίνεται πως βρήκε γόνιμο «έδαφος».

V

Πριν 26 χρόνια, σε άρθρο μου στην εφημερίδα «ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ», στις 31/12/1995, δημοσιεύονταν ένα άρθρο μου με τίτλο «Το 1996 να ξοδέψουμε παραγωγικά ελπίδες που δεν καταναλώθηκαν ακόμη…». Εκεί, σημείωνα κάπου πως ο «Ο ελληνικός λαός, …ανήκει στη μη προνομιακή εκείνη κατηγορία λαών, που πρέπει περισσότερο να ελπίζει, παρά να αισιοδοξεί». Κι όπως εξηγούσα, ήταν η ίδια η βιωμένη εμπειρία της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση των προσδοκιών του λαού μας, κάτι που τον έκανε περισσότερο να ελπίζει σε «καλύτερες μέρες», όχι όμως και αισιόδοξο, όσο το «κάθε πέρυσι και καλύτερα», έχει πλέον καταγραφεί στη λαϊκή μας παράδοση ως μια φράση, που δηλώνει μια διαχρονική ανεκπλήρωτη λαϊκή ευχή.
Όμως, οι διαχρονικές ανεκπλήρωτες ελπίδες αυτού του λαού, για ένα «νοικοκυρεμένο» Κράτος, αποτελεσματικό και αποδοτικό στις λειτουργίες του, για ένα πολιτικό σύστημα εξουσίας λιγότερο διαφθαρμένο, λιγότερο διαπλεκόμενο και περισσότερο αποτελεσματικό, για ένα Κοινωνικό Κράτος, όχι κατ’ ανάγκην μεγαλύτερο (η ορθή διατύπωση θα ήταν : «το αναγκαίο μέγεθος του Κοινωνικού Κράτους») μα περισσότερο δίκαιο και αποτελεσματικό, πιο «ποιοτικό» στις παρεχόμενες υπηρεσίες του, για μια Δικαιοσύνη, κι αυτή πιο «λειτουργική» και ασφαλώς, πιο «υπηρετική» στις επιταγές του Συντάγματος μιας και ενίοτε, οι εναντίον της ενστάσεις περί της ανεξαρτησίας της, φαίνεται να έχουν βάση, αυτές λοιπόν οι διαχρονικές ανεκπλήρωτες ελπίδες αυτού του λαού, από μόνο το γεγονός ότι ποτέ δεν έπαψαν να διατυπώνονται για τις ίδιες διαχρονικές ανεκπλήρωτες επιθυμίες του, αυτό από μόνο του λέει πολλά.

Ιδού όμως, που οι παραπάνω ανεκπλήρωτες ελπίδες, κακοφόρμισαν κι έγιναν τοξικές, διότι ελπίδα που δεν μετατρέπεται σε πράξη, που απλώς επαναλαμβάνεται για να μην υλοποιείται, μοιραία, η μόνη της χρησιμότητα είναι να καταγράφει τον Χαμένο Χρόνο (και καταγράφεται να ως μια ακόμα Ανεκπλήρωτη Ελπίδα στη μακριά Αλυσίδα των Χαμένων Ευκαιριών) προκειμένου σημαντικά ζητήματα της λειτουργίας ενός Κράτους και της Κοινωνίας, απλώς να μνημονεύονται ως διαχρονικά προβλήματα που πρέπει να λυθούν, χωρίς όμως αυτό να συμβαίνει ποτέ. Τότε, αυτός ο Χαμένος Χρόνος, απλώς, κάποια στιγμή, θα εκδηλωθεί ως μια κακοήθεια στο «Σώμα» της Δημοκρατίας, και πλέον, ό,τι θα έχει μείνει τότε ως εναλλακτική, είναι να εκδηλωθεί μια άλλου είδους «ελπίδα», πως δεν πρόκειται για μια αναστρέψιμη κατάσταση και ίσως, να μπορούμε να «ελπίζουμε» «απλώς» σε μια επώδυνη έστω θεραπεία, αλλά πάντως, με αναστρέψιμη την κατάσταση. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ασφαλώς και το είδος και η πρόοδος της κακοήθειας παίζει σημαντικό ρόλο, όμως, εξίσου σημαντικό ρόλο παίζει και στα χέρια ποιου γιατρού θα πέσει ο ασθενής.

VΙΙ

Το παραπάνω κακοφόρμισμα, στην περίπτωση τη δική μας, συνέβη το 2010. Η κακοήθεια που έπληξε τη Χώρα, ΔΕΝ αφορούσε τον λαό της, αφορούσε το πολιτικό της σύστημα εξουσίας. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όσο το ακόμα υγιές Σώμα του Λαού δεν κατορθώνει να δημιουργήσει στεγανά και να αποκόψει την κάθε είδους (πολιτική) «επικοινωνία» με το κακοήθες πολιτικό σύστημα εξουσίας, με όλα τα διαθέσιμα πολιτικά μέσα, τότε, είναι ζήτημα χρόνου, πότε τούτο το πολιτικό σύστημα θα κάνει αυτό που ξέρει πολύ καλά, δηλαδή, να επιρρίψει την ευθύνη των αιτιών της δημιουργίας της δικής του κακοήθειας στον ίδιο το Λαό, όπερ και όντως έπραξε. Εκεί, στο λαό πρέπει να αναζητηθούν οι τοξικές αιτίες της κακοήθειας. Κι όχι μόνο αυτό, μα τούτο το πολιτικό σύστημα εξουσίας, ανέλαβε να παίξει και τον ρόλο του «ειδικού γιατρού» (μαζί με άλλους ξένους «συναδέλφους» του ίδιου ιδεολογικού φυράματος), πράγμα που από μόνο του, το μόνο που πέτυχε ήταν να διασωληνώσει και στείλει στην εντατική με βαριά πνευμονία έναν ασθενή που έπασχε από ένα συνάχι : «βαρύ» θέλετε; «Βαρύ», όμως, όχι τόσο ώστε να δικαιολογεί την είσοδό του στην εντατική. Κι εκεί, έγινε το ακόμα χειρότερο : εκεί, η αρχική «ασθένεια» μετατράπηκε σε πολυοργανική ανεπάρκεια. Σχεδόν όλα τα ζωτικά όργανα άρχισαν να μη λειτουργούν. Εκεί αντί συνεχών αιμοδοσιών γίνονταν συνεχείς αφαιμάξεις. Αυτή ήταν η περίφημη «θεραπεία που σκοτώνει τον ασθενή», κάτι που τρόμαξε ακόμα και υποστηρικτές των Μνημονίων.

VΙΙΙ

Και τούτο διότι, δεν θέλησαν οι δανειστές μας, το Βερολίνο, απλά να μας καταστήσουν αυτό που πολύ διακριτικά ονομάστηκε «Αποικία Χρέους», θέλησαν, πολύ απλά να μας καταστήσουν αποικία με τα όλα μας. Αν επεδίωκαν το πρώτο, θα περιορίζονταν στο να επιβάλλουν μια ανάλογη δημοσιονομική προσαρμογή, όμως, ήταν φανερό, πως, ταυτόχρονα, επεδίωκαν όχι να τους δοθεί το «κλειδί του ελληνικού Δημόσιου Ταμείου», μα και η ίδια η πολιτική και πολιτειακή λειτουργία των Θεσμών της Ελληνικής Δημοκρατίας, και μάλιστα κατά τρόπο εξευτελιστικό για την τελευταία. Αυτόν τον εξευτελισμό, όσοι δεν τον είδαν, πάει να πει πως δεν βλέπουν τίποτα και όσοι δεν κατανόησαν τη σκοπιμότητά του, πάει να πει πως δεν κατανόησαν τίποτα από ό,τι συνέβη στη Πατρίδα μας και τον Λαό της. Οι δανειστές, ίσως πολύ πριν πάρουν τα «κλειδιά του Δημόσιου Ταμείου», πήραν τα «κλειδιά» της ίδιας της Ελληνικής Δημοκρατίας : πώς οι Θεσμοί της Εξουσίας και πώς η ίδια η Δημοκρατία και το Σύνταγμά της θα λειτουργούσαν και θα ερμηνεύονταν (ή και αν θα χρειάζονταν καν να ερμηνεύονταν), αυτό ήταν πλέον φανερό πως υπάγονταν στη δικαιοδοσία της Κατοχικής Δύναμης της Τρόικα, δηλαδή, του Βερολίνου καθόλη τη περίοδο της Εγκαθίδρυσης του Μνημονιακού Καθεστώτος κατά την προηγούμενη δεκαετία, που είναι και το κυρίαρχο Καθεστώς και σήμερα.
Και οι Θεσμικοί Θεματοφύλακες των Δημοκρατικών Θεσμών και του Συντάγματος, δηλαδή το Πολιτικό Σύστημα Εξουσίας πού βρίσκονταν, τι μάχες έδωσε, για το Κύρος και την Αξιοπρέπεια της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Συνταγματικής Νομιμότητας; Ασφαλώς, το ίδιο, αυτοαξιολογούμενο, ωρύεται πως έδωσε μάχες και μας γλύτωσε από τα «χειρότερα» : από την άτακτη χρεοκοπία και από την έξοδό μας από την Ευρωζώνη, δύο ζητήματα που δεν είναι της παρούσης να τοποθετηθούμε, άλλωστε αυτό έχει γίνει σε παλαιότερα άρθρα μου. Βέβαια, υπήρξαν και άλλοι, που πολύ πιο κυνικά μας έλεγαν πως τα Μνημόνια ήταν «ευκαιρία», «ευτυχία», «ευλογία» και πως αν δεν υπήρχαν θα έπρεπε να τα εφεύρουμε. Από την άλλη, υπήρχε όμως η συντριπτική πλειοψηφία του λαού η οποία, εκτός του ότι έκρινε τελείως διαφορετικά τα πράγματα, ενώ έβαζε και στο «ζύγι», πράγματα που οι υπερασπιστές των Μνημονίων δεν έβαζαν, όπως π.χ., την σημασία ουσιαστική κατάργηση του Ελληνικού Συντάγματος και των θεσμικών λειτουργιών της Ελληνικής Δημοκρατίας, κυρίως του Κοινοβουλίου αλλά και της ίδιας της Κυβέρνησης. Στα μάτια μου, και πιστεύω στα μάτια της πλειοψηφία των συμπατριωτών μου, αυτή η τελευταία πραγματικότητα ήταν που μέτρησε περισσότερο.
Το Μνημονιακό Καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε την προηγούμενη δεκαετία, επέβαλε ένα καθολικό lock down στη λειτουργία της Ελληνικής Δημοκρατίας. Εκείνης της περιόδου τα «επιτεύγματα» αποτελούν ήδη «δεδικασμένο» για τη Χώρα μας στο μέτρο και το βαθμό που τα ανεχθήκαμε και πολύ περισσότερο και πολύ χειρότερο τούτη την ανοχή την επιβεβαιώσαμε και με τη ψήφο μας, και θα παραμένουν ως τέτοια, εφόσον «οι συνθήκες» επιβάλλουν στους δανειστές μας να ασκήσουν τα «δικαιώματά» τους έτσι όπως τα είχαν ασκήσει και τότε.
Και αν τα ανωτέρω, έτσι όπως, ουδέ καν ενδεικτικά εκτίθενται, θα έλεγε κάποιος ότι αποτελούν την «παρακαταθήκη» που μας κληροδότησε η προηγούμενη δεκαετία, επιβάλλοντας όμως δεσμεύσεις που ουσιαστικά καλύπτουν το σύνολο της οικονομικής, πολιτικής και οικονομικής πορείας της χώρας για τα επόμενα 40 χρόνια (!!!) από σήμερα, δηλαδή, ως το 2060, και πάλι, θα μπορούσαμε ίσως, ψάχνοντας να προσδοκούμε ότι θα βρούμε κάποιες «χαραμάδες» που θα επέτρεπαν ίσως κάποια «αχτίδα ελπίδας» να περάσει στο θεοσκότεινο δωμάτιό μας. Όμως, ούτε αυτό μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ως εκδοχή έστω. Και τούτο διότι, ο Παλαιοκομματισμός, αυτός που μας οδήγησε στο «2010» κι έκτοτε «διαχειρίστηκε» όσα ακολούθησαν, ως διαδικασία εγκαθίδρυσης αν όχι των πλέον, οπωσδήποτε εκ των πλέον απάνθρωπων Νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εφαρμόστηκαν διεθνώς, θεμελιωμένων στην απαξίωση και ουσιαστική κατάργηση (συνοδευόμενης και από μια μη αποκρυπτόμενη λοιδορία) της ίδιας της λειτουργίας της Ελληνικής Δημοκρατίας και των διεθνών και εθνικών (Συνταγματικών) προνοιών για ζητήματα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αυτός ο Παλαιοκομματισμός και κυρίως αυτός που άσκησε (και εξακολουθεί να ασκεί) την πολιτική εξουσία στη Χώρα, όχι απλά με την ανοχή του, μα με την ουσιαστική πολιτική στήριξη που παρέσχε στους ξένους δανειστές που εδώ εκπροσωπούνταν από την γνωστή μας Τρόϊκα, που λειτούργησε κανονικότατα ως Ξένη Κατοχική Δύναμη, και που ουσιαστικά δεν αποτελούσε παρά το αδύνατο να αποκρυφτεί προπέτασμα καπνού πίσω από το οποίο βρίσκονταν η πραγματική Δύναμη που επέβαλε και συντόνιζε τη δράση της, η Γερμανική Κυβέρνηση, και που χωρίς αυτή την πολιτική στήριξη, τίποτα δεν θα μπορούσε να επιβληθεί στην Πατρίδα μας, και πάντως, όχι με την γυμνή Αθλιότητα με την οποία εκδηλώθηκε η ξένη επιδρομή, αυτός λοιπόν ο Παλαιοκομματισμός, είναι που και σήμερα φέρει τον τίτλο του «κυβερνήτη» του «σκάφους» που ακούει στο όνομα «Ελλάδα», με μόνη ουσιαστική ευθύνη, να τηρηθούν απαρέγκλιτα τα «συμφωνηθέντα» κατά την Μνημονιακή Περίοδο, και από εκεί και πέρα, ό,τι αποκαλείται «αποκλειστική αρμοδιότητα» των ελληνικών Κυβερνήσεων, είναι ο χώρος εκείνος, που δεν υπάγεται σε κάποιον Μνημονιακό Νόμο, εκ των εκατοντάδων ή και χιλιάδων εκείνων που ΔΕΝ καταργήθηκαν και εξακολουθούν να βρίσκονται εν ισχύει, όπως π.χ., οι Μνημονιακές δεσμεύσεις για το ζήτημα της «σύγκλισης» της οικονομίας μας προς χώρες όχι μόνο του ευρωπαϊκού Νότου (βλέπε Πορτογαλία) μα και των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, και των συνυφασμένων μ’ αυτή την «πορεία σύγκλισης» όχι μόνο των δημοσιονομικών, μα και των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών. Τώρα, το πού ακριβώς μπορεί να εντοπιστεί ένας τέτοιος «ελεύθερος (ακόμα) χώρος», που να μπορεί να θεωρηθεί ως χώρος στοιχειωδώς ευπρεπούς άσκησης μιας κυβερνητικής εξουσίας, αυτό είναι κάτι που εγώ προσωπικά, με δυσκολία μπορώ να εντοπίσω.
Και μ’ αυτές τις τελευταίες παρατηρήσεις, εύχομαι το 2022 να αποτελέσει την αρχή του ξηλώματος του «ξενόφερτου» μέλλοντος που έχουν σχεδιάσει άλλοι για εμάς ΧΩΡΙΣ εμάς (αναφέρομαι στον λαό).
Εύχομαι να είναι κοντά ο «χρόνος» εκείνος που ο ελληνικός λαός, θα γράψει το δικό του μέλλον με τα δικά του χέρια και με βάση τη δική του βούληση.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ