18 δις ευρώ θα (μας) στοιχίσει η εξοπλιστική μεγαλομανία του Μαξίμου σε μια Ελλάδα που πεινάει

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Πόσο αναγκαία και πόσο «επικοινωνιακή» είναι η προμήθεια μίας μοίρας μαχητικών F-35A Lightning II, που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός από τις ΗΠΑ.

Εν μέσω της συνεχιζόμενης τουρκικής επιθετικότητας, της αυξανόμενης αστάθειας του παγκόσμιου περιβάλλοντος, λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, της κλιμακούμενης ενεργειακής κρίσης που προκαλεί «τσουνάμι» ακρίβειας σε όλα τα αγαθά, της παρούσας (έστω και σε ύφεση) πανδημίας του κορωνοϊού και μετά τη δεκαετία των Μνημονίων, ο φορολογούμενος καλείται αρχικά να διαχειριστεί και στη συνέχεια να επωμιστεί το κόστος της αμυντικής θωράκισης της χώρας.

Από τον Περικλή Ζορζοβίλη

Σε καθημερινή βάση από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας «αναδύονται» εξοπλιστικά προγράμματα προς υλοποίηση, αφού με τη συστηματική επίκληση του «απορρήτου» δεν υφίσταται καμία επίσημη ενημέρωση των φορολογουμένων για τον συνολικό σχεδιασμό. Λες και η εξαγγελία έναρξης της υλοποίησης ενός εξοπλιστικού προγράμματος, το αντικείμενο του οποίου θα παραδοθεί έπειτα από δύο, τρία και παραπάνω χρόνια και η επίτευξη πλήρους επιχειρησιακής ικανότητας θα απαιτήσει ακόμη περισσότερα, θα αντιμετωπίσει τα προβλήματα ασφαλείας του παρόντος… «σκιάζοντας τους εχθρούς του έθνους».

Οι οποίοι βέβαια οφείλουν να «σκιαχτούν», αφού, σύμφωνα με τις δηλώσεις καθ’ ύλην αρμοδίων και μη, που στην προσπάθειά τους να πείσουν τους φορολογουμένους, αλλά και να εκμεταλλευτούν επικοινωνιακά τις εξαγγελίες για να δρέψουν τα θετικά σχόλια, διακηρύττουν πως ό,τι προμηθεύεται η χώρα είναι «game changer»!

«Βροχή» οι προμήθειες

Ετσι, λοιπόν, στο εν εξελίξει πρόγραμμα προμήθειας νέων κορβετών εκτιμώμενου κόστους περί τα 2 δισ. ευρώ, τον κόστους περί τα 400.000.000 ευρώ εκσυγχρονισμό μέσης ζωής των φρεγατών τύπου MEKO-200HN του Π.Ν., την προμήθεια αμφίβιων τεθωρακισμένων οχημάτων από τα αμερικανικά αποθέματα ύψους 150.000.000 ευρώ, σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, προστίθενται προς υλοποίηση:

ο κόστους 1,2 δισ. ευρώ εκσυγχρονισμός του αρμάτων μάχης Leopard 2A4,
η εκτιμώμενου κόστος 350.000.000-400.000.000 ευρώ προμήθεια μη επανδρωμένων αεροχημάτων επιτήρησης (χωρίς δυνατότητα μεταφοράς οπλισμού) MQ-9 Reaper,
η προμήθεια νέου τεθωρακισμένου οχήματος μάχης (ΤΟΜΑ),
ο εκσυγχρονισμός και η προμήθεια πυρομαχικών των συστημάτων Πολλαπλών Εκτοξευτών Πυραύλων (ΠΕΠ) MLRS εκτιμώμενου κόστος, στην πλήρη μορφή του, περί το 1 δισ. ευρώ (έχει ήδη αποσταλεί αίτημα στις ΗΠΑ),
η εκτιμώμενου κόστους περί το 1 δισ. ευρώ προμήθεια 10 νέων μεταφορικών ελικοπτέρων CH-47F Chinook και ο εκσυγχρονισμός στην ίδια έκδοση 10 ελικοπτέρων CH-47D από τα 25 που ήδη βρίσκονται σε υπηρεσία (επίσης έχει αποσταλεί αίτημα στις ΗΠΑ) και
η προμήθεια μίας μοίρας μαχητικών αεροσκαφών πέμπτης γενεάς F-35A Lightning II, εκτιμώμενου κόστους περί τα 3 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων υποδομών υποστήριξης, συντήρηση και εκπαίδευσης, όπλων, κ.λπ., που ανακοινώθηκε από τον πρωθυπουργό κατά την πρόσφατη επίσημη επίσκεψή του στην Ουάσινγκτον.
Ας σημειωθεί ότι ο ανωτέρω, ενδεικτικός κατάλογος περιλαμβάνει μόνο τα οικονομικά μείζονα προγράμματα που έχουν γίνει γνωστά το τελευταίο διάστημα, και δεν συνυπολογίζει δεκάδες άλλα μικρότερου μεγέθους ή όσα μέχρι σήμερα έχουν ήδη εγκριθεί από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, αλλά ακόμη δεν έχουν συμβασιοποιηθεί.

Ούτε λέξη για μη επανδρωμένα και περιφερόμενα πυρομαχικά

Τα προγράμματα που έχουν ήδη συμβασιοποιηθεί, όσο και αυτά που βρίσκονται σε τροχιά υλοποίησης καλύπτουν ανάγκες οι οποίες είναι όντως υπαρκτές και σε πολλές περιπτώσεις πιεστικές, λόγω της δεκαετούς εξοπλιστικής «αργίας» κατά την περίοδο των Μνημονίων.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τόσο η προτεραιότητα που αποδίδεται σε κάθε πρόγραμμα όσο και το περιεχόμενό του δεν πρέπει να καθορίζονται από δύο αντικειμενικούς και αδιαμφισβήτητης βαρύτητας παράγοντες:

τον επιχειρησιακό, δηλαδή την εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά της απειλής, και
τον οικονομικό, τις πιστώσεις που μπορούν να διατεθούν όχι μόνο άμεσα για την αγορά, αλλά το κυριότερο, σε βάθος χρόνου για τη διασφάλιση της υποστήριξης των συστημάτων στο αναγκαίο επίπεδο.
Διότι, όταν σε κύρια οπλικά συστήματα καταγράφονται διαθεσιμότητες της τάξης του 30% λόγω αδυναμίας υποστήριξης, συνεπεία της υποχρηματοδότησης, τότε αυτομάτως εγείρεται μείζον θέμα, ακόμη και για τον προσδιορισμό της αρχικής ποσότητας της προμήθειας. Ποιο είναι το νόημα ανάλωσης οικονομικών πόρων για την προμήθεια οπλικών συστημάτων, όταν στη συνέχεια αδυνατούμε να τα υποστηρίξουμε επαρκώς και καταλήγουμε να έχουμε διαθέσιμα το 25% ή το 30% του συνολικού αριθμού τους;

Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι απαιτείται μία πολύπλοκη διαδικασία συγκερασμού των επιχειρησιακών αναγκών και των οικονομικών πόρων, ώστε να επιτευχθεί το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα. Οι οικονομικές δυνατότητες σε βάθος δεκαπενταετίας καθορίζονται από το Yπουργείο Οικονομικών και επικαιροποιούνται ανά τριετία, ώστε να εναρμονίζονται με τους τριετείς Κρατικούς Προϋπολογισμούς και φυσικά εξαρτώνται άμεσα από τα δημοσιονομικά δεδομένα και την πορεία της εθνικής οικονομίας.

Οι τεχνολογικές εξελίξεις

Αναφορικά με τις επιχειρησιακές ανάγκες, εκτός της εξέλιξης και των χαρακτηριστικών της απειλής, βαρύνοντα ρόλο κατέχουν και οι τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς επηρεάζουν άμεσα την επιχειρησιακή βαρύτητα και αξία κάθε οπλικού συστήματος στο σύγχρονο θέατρο επιχειρήσεων.

Δηλαδή συστήματα που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν κυρίαρχα μπορεί λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων να υποστούν υποβάθμιση ή υποκατάσταση του ρόλου τους (π.χ. άρματα μάχης, ρυμουλκούμενο πυροβολικό), ενώ άλλα που εμφανίζονται για πρώτη φορά να διεκδικούν μεγάλη επιχειρησιακή αξία (π.χ. μη επανδρωμένα, περιφερόμενα πυρομαχικά, όπλα και πυρομαχικά ακριβείας εκτεταμένου βεληνεκούς).

Επίσης, είναι πλέον επιβεβλημένη και η συνδυαστική αξιολόγηση διάφορων συστημάτων με σκοπό την πιο πρόσφορη σε επιχειρησιακό και οικονομικό επίπεδο επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος.

Χρειάζεται νέο όραμα

Αυτή ακριβώς η ωρίμανση των νέων τεχνολογιών και η ευρύτατη διάδοσή τους επιβάλλουν την εκ βάθρων αναθεώρηση των διαδικασιών σχεδιασμού και προγραμματισμού, τη συστηματική ανάλυση και επιλογή των τεχνολογιών που μπορούν να αποτελέσουν πραγματικούς «game changers» στο θέατρο επιχειρήσεων των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΕΔ), τις ριζικές αλλαγές σε δόγματα, διαδικασίες, τακτικές, οργάνωση και εκπαίδευση.

Με άλλα λόγια, χρειάζεται ένα συνολικό νέο όραμα αλλά και ένας οδικός χάρτης για την ανάπτυξη της εθνικής στρατιωτικής ισχύος.

7407FC1C EE14 477A A3AC F07C0E9D0F71Μαχητικά F-35A Lightning II που βρίσκονται σε υπηρεσία στις ΗΠΑ

Τι ποσά θα πληρώσει η Ελλάδα σε βάθος δεκαετίας

Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν όχι μόνο οι ΕΕΔ αλλά ακόμη και ο μεγαλύτερος αμυντικός προϋπολογισμός στον κόσμο (ΗΠΑ) είναι κατά βάση το ίδιο: κατηγορηματικά αποκλείεται οι διατιθέμενες πιστώσεις να ικανοποιήσουν το σύνολο των αναγκών και κατά συνέπεια επιβάλλεται αυστηρή προτεραιοποίησή τους. Και στη δική μας περίπτωση, που βιώνουμε άμεσα την απειλή, η ανάγκη αυτή είναι ακόμη μεγαλύτερη, καθώς οι οικονομικοί πόροι είναι περιορισμένοι.

Η κατά τη διετία 2021-2022 μεγάλη αύξηση των πιστώσεων για την υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων απλώς επιχειρεί να αντιμετωπίσει πιεστικά προβλήματα που κληροδότησε η δεκαετία των Μνημονίων και, αν η εθνική οικονομία δεν συνεχίζει να επιτυγχάνει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αυτά θα εμφανιστούν εκ νέου δριμύτερα.

Με την επισήμανση ότι στην πλειονότητα των προγραμμάτων τα κόστη είναι εκτιμώμενα, ελλείψει επίσημων ανακοινώσεων λόγω «απορρήτου» και εμμονής στη μη υλοποίηση προγραμμάτων με διαγωνισμούς, ο «λογαριασμός» για τον φορολογούμενο εκτιμάται σε περίπου 8,5 έως 9 δισ. ευρώ.

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι οικονομικές υποχρεώσεις από τις μείζονες συμβάσεις που ήδη έχουν ανατεθεί από την παρούσα κυβέρνηση (Κέντρο Αεροπορικής Εκπαίδευσης στην Καλαμάτα, προμήθεια 24 μαχητικών Rafale, των όπλων τους και της εν συνεχεία υποστήριξης, προμήθεια τριών φρεγατών FDI-HN, των όπλων τους και της εν συνεχεία υποστήριξης, προμήθεια 44 βαρέων τορπιλών για τα υποβρύχια του Πολεμικού Ναυτικού) ανέρχεται σε τουλάχιστον 8,4 δισ. ευρώ.

Η αναβάθμιση των F-16

Περίπου σε αυτό το ύψος ανέρχονται και οι πληρωμές που θα πρέπει να καταβληθούν από το 2021 έως το 2029 για την οικονομική εξυπηρέτηση των προγραμμάτων που έχουν συμβασιοποιηθεί από την παρούσα κυβέρνηση και του ύψους, σύμφωνα με την κατακυρωτική διαταγή της 30ής Απριλίου 2018, 1,232 δισ. ευρώ (με συναλλαγματική ισοτιμία 1 ευρώ = 1,24 δολάρια ΗΠΑ) προγράμματος εκσυγχρονισμού των μαχητικών F-16 σε επίπεδο Block 72 Viper, που είχε συμβασιοποιηθεί από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Στο ποσό δεν συνυπολογίζονται οι οικονομικές υποχρεώσεις της σύμβασης για τη γενική επισκευή και αναβάθμιση των αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας P-3B Orion, καθώς, σύμφωνα με τον αρχικό προγραμματισμό, οι πληρωμές θα έπρεπε να είχαν ολοκληρωθεί έως τα τέλη του 2021 (στις 15 Σεπτεμβρίου 2017 είχαν ήδη καταβληθεί 305.900.000 δολάρια, δηλαδή το 61% της οφειλής των 499.800.000 δολαρίων ή 393.540.000 ευρώ με ισοτιμία ευρώ – δολαρίου 1 προς 1,27). Δηλαδή έως το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας διαφαίνεται η πρόθεση δαπάνης περί τα 18 δισ. ευρώ!

Εκθετική αύξηση κόστους

Όμως ουδείς φαίνεται να προβληματίζεται εάν όλες αυτές οι προμήθειες σε μικρό σχετικά χρονικό διάστημα είναι υποστηρίξιμες οικονομικά σε βάθος χρόνου λόγω της εκτεταμένης αστάθειας που βιώνουμε. Καθώς πρόκειται για τεχνολογικά προηγμένα συστήματα, το ετήσιο κόστος συντήρησης και υποστήριξής τους αυξάνεται εκθετικά και τυχόν αδυναμία κατανομής των αναγκαίων πιστώσεων θα υπονομεύσει την αρχική επένδυση (προμήθεια) και την «υπεραξία» της (προβαλλόμενη ισχύς και κατ’ επέκταση αποτρεπτική ικανότητα).

Όπως εξάλλου αποδείχτηκε μετά τη χρεοκοπία της χώρας. Δυστυχώς, μοιάζει να ξαναζούμε τη μετά τα Ίμια περίοδο «εξοπλιστικής ευφορίας», με τη διαφορά ότι τώρα, αφού έχουν προηγηθεί τα Μνημόνια και η πανδημία, βιώνουμε την ενεργειακή κρίση και τα χρέη του παρελθόντος κάθε άλλο παρά έχουν τιθασευτεί.

Χωρίς διαγωνισμούς

Κομβικό ρόλο κατέχει επίσης η ευλαβική τήρηση των διαδικασιών στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση των προγραμμάτων. Σε ό,τι αφορά την υλοποίηση, δυστυχώς την τελευταία τριετία αναφορικά με τα μείζονα εξοπλιστικά προγράμματα, το υφιστάμενο νομικό και διαδικαστικό πλαίσιο έχει πρακτικά καταργηθεί, αφού έχει επιλεγεί η ψήφιση ad hoc νόμων που οι ίδιοι οι εισηγητές τους αναγνωρίζουν ότι αποκλίνουν από τα ισχύοντα.

Ας σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη επιλογή δυσχεραίνει και το έργο των επιτροπών διαπραγμάτευσης, οι οποίες στερούνται της ισχυρής βάσης που αποτελεί το ισχύον νομικό πλαίσιο. Όμως η ευλαβική τήρηση των διαδικασιών δεν είναι απλώς μία γραφειοκρατική, χρονοβόρα διαδικασία, αλλά η διασφάλιση του φορολογουμένου ότι η ανάπτυξη των ΕΕΔ και η επίτευξη των εθνικών σκοπών ασφαλείας και άμυνας γίνεται σε ορθολογική βάση και επιτυγχάνει τη βέλτιστη δυνατή σχέση κόστους – απόδοσης και επιστροφής όσο το δυνατόν μεγαλύτερου ποσοστού της επένδυσης με τη μορφή της εγχώριας βιομηχανικής συμμετοχής (τομέα στον οποίο τα αποτελέσματα των μειζόνων συμβάσεων που έχουν ήδη ανατεθεί είναι απογοητευτικά).

Αποσπασματικά

Φαινόμενα όπως η υπογραφή της αρχικής σύμβασης για την προμήθεια των 18 μαχητικών Rafale τον Ιανουάριο του 2021 και η υπογραφή σύμβασης για επιπλέον έξι μαχητικά του ίδιου τύπου έναν χρόνο αργότερα, χωρίς να έχει προβλεφθεί δικαίωμα προαίρεσης (εξ ορισμού μη νομικά δεσμευτικό για τον αγοραστή) στην αρχική σύμβαση, μάλλον δεν ενισχύουν στον φορολογούμενο την πεποίθηση ότι ακολουθείται με συνέπεια ένας προγραμματισμός, καθώς υποδεικνύουν αποσπασματική και ευκαιριακή προσέγγιση.

Το ίδιο ισχύει, αν και για διαφορετικούς λόγους, και για την προμήθεια μίας μοίρας μαχητικών F-35A Lightning II τύπου με προοπτική ένταξής τους σε υπηρεσία «πριν από το τέλος αυτής της δεκαετίας», όπως ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στις ΗΠΑ.

Η ανακοίνωση προκάλεσε την αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που τον κατηγόρησε ότι ενήργησε «εξωθεσμικά και αντιθεσμικά, ανακοινώνοντας από το εξωτερικό την αγορά ενός οπλικού συστήματος, χωρίς να έχουν προηγηθεί η προβλεπόμενη προδικασία εκ μέρους των Ενόπλων Δυνάμεων και της Βουλής». Ουδείς όμως μπήκε στον κόπο να ενημερώσει τον φορολογούμενο ότι το «φλερτ» της Πολεμικής Αεροπορίας με το F-35 δεν άρχισε ξαφνικά, αλλά έχει ηλικία μεγαλύτερη των 20 ετών, από την εποχή που άρχισε η ανάπτυξή του.

Μάλιστα, περί το 2000 είχε προταθεί η συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα ως βιομηχανικού εταίρου αντί τιμήματος 200.000.000 ευρώ, όμως η τότε κυβέρνηση δεν την αποφάσισε.

Ζήτησε και ο ΣΥΡΙΖΑ F-35 το 2017

Το 2017 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε υποβάλει αίτημα στις ΗΠΑ για στοιχεία κόστους και διαθεσιμότητας, πληροφοριών, μελετών και αναλύσεων σχετικά με το F-35 [LOR for Joint Strike Fighter (F-35) Price & Availability (Ρ&Α), Information, Studies & Analysis].

Σε αυτό καταγραφόταν η αρχική εκδήλωση ενδιαφέροντος για έναρξη συνομιλιών, με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών μέσω ενημερώσεων και κατάρτισης σχετικών μελετών και αναλύσεων, και ζητήθηκαν στοιχεία για τη δημιουργία μίας μοίρας 20 μαχητικών, συμπεριλαμβανομένης και της αρχικής υποστήριξής τους.

Στις 6 Νοεμβρίου 2020 η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επαναβεβαίωσε το ενδιαφέρον συμμετοχής της χώρας στο πρόγραμμα και της προμήθειας 18-24 μαχητικών (νέας κατασκευής ή μεταχειρισμένων, εφόσον διατίθεντο από την αεροπορία των ΗΠΑ).

Ενδιαφέροντα ως παραδείγματα είναι και άλλα δύο προγράμματα. Το πρώτο αφορά τον εκσυγχρονισμό των αρμάτων μάχης Leopard 2A4, που είχε αρχίσει να συζητείται την περίοδο 2016-2017, στο πλαίσιο πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Αμυντικού Οργανισμού, όμως δεν υλοποιήθηκε. Στη συνέχεια είχε αποτελέσει αντικείμενο μελέτης του αρμόδιου επιχειρησιακού φορέα, που είχε καταλήξει σε κόστος περί τα 250.000.000 ευρώ για τον πολύ συγκεκριμένου εύρους εκσυγχρονισμό των 183 αρμάτων μάχης του τύπου.

Σήμερα, σύμφωνα με πληροφορίες, το κόστος έχει ανέλθει σε 1,2 δισ. ευρώ και αφορά έναν συνολικό εκσυγχρονισμό. Άραγε, δεν καθίσταται επιβεβλημένη η ορθολογική εξέταση του ζητήματος;

Τέλος, σε ό,τι αφορά τον εκσυγχρονισμό και την προμήθεια πυρομαχικών των συστημάτων Πολλαπλών Εκτοξευτών Πυραύλων (ΠΕΠ) MLRS, ας σημειωθεί ότι περιλαμβανόταν μεταξύ των προγραμμάτων που στις 30 Ιουλίου 2014 είχαν εγκριθεί από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ