Μπορεί να μας πει ο κύριος πρωθυπουργός ποιος ακριβώς στην Ελλάδα αποκαλεί έτσι την Βασιλεύουσα;
Μάλλον η ενασχόληση του Κυριάκου Μητσοτάκη με την Τουρκία τις τελευταίες μέρες, τον επηρέασε αρνητικά. Γιατί λογικό είναι ο Ταγίπ Ερντογάν να αποκαλεί την Κωνσταντινούπολη… Ιστανμπούλ, αλλά όταν το ίδιο κάνει και ο Έλληνας πρωθυπουργός τι μπορούμε να πούμε;
Ο Μητσοτακης αποκαλεί την Κωνσταντινούπολη, Ινσταμπούλ. pic.twitter.com/EbX1Ckowd9
— Μαμά Μπρούνα (@mamaBRUNA) May 25, 2022
Και όμως το έκανε και αυτό ο Μητσοτάκης και μάλιστα μπροστά σε διεθνές ακροατήριο, στο Νταβός, στη συζήτηση με τον Πρόεδρο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, Borge Brende!
Μπορεί να μας πει ο κύριος πρωθυπουργός ποιος ακριβώς στην Ελλάδα αποκαλεί έτσι την Βασιλεύουσα;
29 Μαϊου 1453, Εάλω η Πόλις!
Η θέση της Κωνσταντινούπολης ήταν μοναδική για τον τότε γνωστό κόσμο, ενώ ακόμη και σήμερα αποτελεί ένα από τα πιο στρατηγικά σημεία στον πλανήτη μας. Βρίσκεται στο σημείο που ενώνονται οι δυο ήπειροι, η Ευρώπη και η Ασία, ενώ ταυτόχρονα ελέγχει τους στρατιωτικούς δρόμους από τη Μαύρη θάλασσα προς τη Μεσόγειο.
Η θέση της ίδιας της πόλης ήταν εξαιρετικά οχυρή. Από τις τρεις πλευρές περικλείεται από θάλασσα (Προποντίδα, Βόσπορος, Κεράτιος κόλπος), ενώ από την τέταρτη μπορούσε να οχυρωθεί εύκολα με τείχος.
Επίσης βρισκόταν στο σταυροδρόμι των εμπορικών οδών της εποχής, του οδικού, που ξεκινούσε από την Ευρώπη και κατέληγε στη Μεσοποταμία και μέσω του δρόμου του μεταξιού στην Κίνα, αλλά και του θαλάσσιου που ξεκινούσε από τις ιταλικές πόλεις και έφθανε στη Μαύρη θάλασσα. Επίσης διέθετε ένα καλό φυσικό λιμάνι, τον Κεράτιο κόλπο.
Χάρις στα απόρθητα τείχη της και στην ισχύ του βυζαντινού κράτους η Κωνσταντινούπολη έμεινε απόρθητη για σχεδόν 1000 χρόνια. Γνώρισε πολλές πολιορκίες από τους Αβάρους, τους Αραβες, τους Ρώσους, τους Βουλγάρους, αλλά έμελλε να πέσει για πρώτη φορά το 1204 στα χέρια των Σταυροφόρων, οι οποίοι κατευθύνονταν προς την Παλαιστίνη για να ελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους.
Οι Βυζαντινοί ξαναπήραν στην κατοχή τους την Κωνσταντινούπολη το 1261 και τη διατήρησαν για σχεδόν 200 χρόνια ακόμη. Παρά την αδυναμία τους οι Βυζαντινοί θα αποκρούσουν και άλλες πολιορκίες μέχρι να φθάσει η αποφράδα μέρα του 1453.
Εάλω η Πόλις
Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης άρχισε επίσημα στις 7 Απριλίου του 1453. Όμως οι προετοιμασίες είχαν αρχίσει τον Ιανουάριο του ίδιου έτους με την μεταφορά των κανονιών και τον Μάρτιο με την έλευση του οθωμανικού στρατού κάτω από τα τείχη της Πόλης.
Οι πολιορκητές ανέρχονταν σε 150.000 στρατιώτες και πλαισιώνονταν από τεχνίτες, εργάτες, υπηρέτες, κλπ. και μεγάλο πλήθος ατάκτων. Ηταν άριστα οργανωμένος και εκπαιδευμένος και φανατισμένος από τους δερβίσηδες (Τούρκους μοναχούς), που κυκλοφορούσαν στο στρατόπεδο και τόνωναν την πολεμική ορμή του πλήθους. Ο πολεμικός στόλος αποτελούμενος από 400 πλοία έφθασε στο Βόσπορο στις 12 Απριλίου.
Ο Μωάμεθ έστησε τη σκηνή του απέναντι από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Για τον αποκλεισμό της πόλης χρησιμοποίησαν τα κάστρα που είχαν χτίσει στις δυο πλευρές του Βοσπόρου, το Ανατολού και το Ρούμελη.
Μέσα από τα τείχη η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική. Η Κωνσταντινούπολη είχε χάσει όλη τη λάμψη του παρελθόντος. Ηταν μια ερειπωμένη πόλη, που μόνο το Παλάτι, ο Ιππόδρομος, και οι μεγάλες εκκλησίες θύμιζαν το λαμπρό παρελθόν. Ο πληθυσμός της δεν ξεπερνούσε τα 50.000 άτομα. Οι Βυζαντινοί στρατιώτες ανέρχονταν σε 5.000 και 2.000 οι ξένοι, κυρίως Γενουάτες και Βενετοί. Μάλιστα 700 Γενουάτες είχαν φθάσει με δυο καράβια στις 26 Ιανουαρίου 1453 και αρχηγό τον έμπειρο Ιωάννη Ιουστινιάνη. Τα τείχη είχαν επισκευαστεί βιαστικά, και εκβαθύνθηκε η τάφρος. Συγκεντρώθηκαν τρόφιμα, ενώ τα κειμήλια των εκκλησιών δόθηκαν για να κοπούν νομίσματα και να πληρωθούν οι στρατιώτες. Επίσης είχαν σταλεί επιστολές βοήθειας σε όλους τους χριστιανούς ηγεμόνες. Οι Γενουάτες στα τείχη του Γαλατά έμειναν ουδέτεροι και δεν βοήθησαν καθόλου στην άμυνα της πολης.
Η τουρκική επίθεση άρχισε με βολές πυροβολικού, που άνοιγαν τρύπες στα τείχη, τις οποίες όμως κατάφερναν να κλείσουν οι αμυνόμενοι. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να σπάσουν την αλυσίδα του Κερατίου κόλπου, αλλά δεν τα κατάφεραν . Μάλιστα στις 20 Απριλίου κατόρθωσαν να περάσουν ένα βυζαντινό και τρία γενουατικά καράβια με αρχηγό τον Φλαντανελλά διαλύοντας την αντίσταση των Τούρκων. Δυο μέρες αργότερα οι Οθωμανοί κατασκεύασαν διόλκο δώδεκα χλμ. από τον Βόσπορο στον Κεράτιο και πέρασαν με αυτό τον τρόπο 70 πλοία στον Κεράτιο κόλπο
Στις 21 Μαίου ο Μωάμεθ ζήτησε την παράδοση της πόλης και υπόσχονταν στον Κωνσταντίνο και σε όσους ήθελαν ότι θα μπορούσαν να φύγουν ελεύθεροι από την πόλη. Ο Κωνσταντίνος πρότεινε να πληρώσει υψηλότερους φόρους υποτέλειας -πλήρωνε 300.000 ασημένια νομίσματα ετησίως-, αλλά να κρατήσει υπό την κατοχή του την Κωνσταντινούπολη: «Το δε την πόλιν σοι δούναι, ούτ’ εμόν έστιν ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Στις 27 Μαίου άρχισε σφοδρός βομβαρδισμός. Δυο μέρες αργότερα ξεκίνησε η τελική επίθεση σε πολλά μέρη των τειχών, αλλά με επίκεντρο την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, διότι εκεί το τείχος είχε σχεδόν καταπέσει. Στην τρίτη τουρκική έφοδο, ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε και αποσύρθηκε από τη μάχη. Η αποχώρησή του έφερε σύγχυση στους αμυνόμενους και οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’, ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, έπεσε στα τείχη σαν απλός στρατιώτης. Η Πόλις εάλω!
Μετά την Άλωση
Τις τρεις πρώτες ημέρες μετά την Αλωση οι Τούρκοι στρατιώτες κατέστρεφαν και λεηλατούσαν την Πόλη. Ολοι οι χριστιανοί εξανδραποδίστηκαν. Μόνον λίγοι Κωνσταντινουπολίτες κατόρθωσαν να διαφύγουν με πλοία από τον Κεράτιο κόλπο, διότι οι ναύτες των οθωμανικών πλοίων μετείχαν στη λεηλασία της πόλης.
Ο Μωάμεθ μπήκε στην Πόλη και προσευχήθηκε στην Αγία Σοφία, τον κύριο χριστιανικό ναό της πόλης, που είχε χτιστεί από τον αυτοκράτορα Ιουστιανιανό το έτος 532. Η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε τζαμί. Την ίδια ημέρα οι Γενουάτες του Γαλατά δήλωσαν υποταγή στον Μωάμεθ και εκείνος για να τους ανταμείψει τους παραχώρησε προνόμια.
Τις επόμενες ημέρες ο Μωάμεθ διευθέτησε τα σημαντικότερα προβλήματα που είχαν ανακύψει μετά την Αλωση. Εκτέλεσε όλους τους επιφανείς Βυζαντινούς, ακόμη και τον μέγα δούκα Λουκά Νοταρά, που είχε δηλώσει πριν την Αλωση ότι προτιμούσε τους Οθωμανούς από τους Λατίνους, διόρισε ένα προσωρινό διοικητή (σούμπαση) της πόλης και ηγέτες σε όλες τις θρησκευτικές κοινότητες του κράτους του.
Νέος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης εκλέχθηκε ο Γεώργιος Σχολάριος (ως Γεννάδιος Β’), ο μέχρι τότε αρχηγός των ανθενωτικών, στον οποίο ο Μωάμεθ έδωσε τόσα προνόμια, ώστε ουσιαστικά τον κατέστησε και πολιτικό ηγέτη των χριστιανών ορθοδόξων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Όταν επέστρεψε στην Αδριανούπολη εκτέλεσε και τον βεζίρη Τσανταρλί Χαλίλ, που είχε αντιταχθεί στην πολιορκία της Πόλης και τον αντικατέστησε με τον Ζαγάνο Μεχμέτ πασά.
Από την Πόλη
στην Ισταμπούλ
Μετά την Αλωση ο Μωάμεθ μετέφερε την πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη.
Όμως η πόλη ήταν ερειπωμένη και ερημωμένη, αφού τα δυο 24ωρα μετά την Αλωση σφαγιάστηκαν περίπου 30.000 κάτοικοί της. Ετσι μια από τις πρώτες ενέργειες του Μωάμεθ Β’ ήταν να φέρει εποίκους στη νέα πρωτεύουσα από άλλες περιοχές του κράτους
Πρώτα έφερε Τούρκους κυρίως από την περιοχή της Προύσας και αμέσως μετά Ελληνες από τη Θράκη. Οι Ελληνες συγκεντρώθηκε στις συνοικίες Φανάρι, Πύλη της Αδριανούπολης και Ψαμαθιά.
Όμως εκτός από Ελληνες και Τούρκους στην Κωνσταντινούπολη εγκαταστάθηκαν με τη βία Αρμένιοι, δόθηκαν κίνητρα στους Εβραίους της Ευρώπης και της Ισπανίας να μετοικίσουν στην Κων/πολη, ενώ οι Γενουάτες παρέμειναν εγκατεστημένοι στη συνοικία του Γαλατά. Ετσι η Κωνσταντινούπολη απέκτησε ένα πολυεθνικό χαρακτήρα.
Το 1477 η απογραφή πληθυσμού έδειξε ότι 9.486 σπίτια κατοικούνταν από Τούρκους, 3.743 από Ελληνες, 1.647 από Εβραίους, 434 από Αρμένιους, 384 από Αρμένιους, 332 από Φράγκους (κυρίως Γενουάτες), 267 από Χριστιανούς της Κριμέας και 31 από τσιγγάνους.
Συνολικά οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης εκείνη την εποχή υπολογίζονταν σε 80.000 άτομα.
Ο Μωάμεθ στόλισε την Κωνσταντινούπολη όπως άρμοζε σε μια πρωτεύουσα.
Στο κέντρο έχτισε το ανάκτορό του (το Εσκί Σαράι, που κατεδαφίστηκε στη δεκαετία 1870-1880 για να χτιστεί το Υπουργείο Πολέμου και που στεγάζει πλέον το Πανεπιστήμιο).
Αργότερα έχτισε άλλο ανάκτορο στη συμβολή του Βοσπόρου με τον Κεράτιο κόλπο (το Γενί σαράι, που αργότερα ονομάστηκε Τοπ Καπί), το τζαμί Φατίχ στη θέση της Εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων (Χτίστηκε το 1463 από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή (Φατίχ). Πρόκειται για κτίσμα χωρίς επιδράσεις από τη βυζαντινή αρχιτεκτονική, αντίθετα ενσωματώνει τα περισσότερα στοιχεία της ισλαμικής αρχιτεκτονικής. Με το Φατίχ τζαμί ήταν συνδεδεμένοι οκτώ μεντρεσέδες, οι καλύτερες θεολογικές σχολές της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Καταστράφηκε από πυρκαιά το 1766) και πολλά δημόσια ιδρύματα.
Ετσι μετά την Αλωση η Κωνσταντινούπολη γνώρισε και πάλι μια εποχή ευημερίας.
Εγινε η πρωτεύουσα μιας λαμπρής αυτοκρατορίας, της οθωμανικής, μόνο που τώρα πια δεν έλαμπε στο χριστιανικό κόσμο, αλλά στον οθωμανικό, ο οποίος άπλωσε την κυριαρχία του σε δυο ηπείρους, την Ευρώπη και την Ασία για τέσσερις αιώνες. Η Κωνσταντινούπολη ήταν το φυσικό κέντρο της.