«Η κήρυξη ως “ανεπιθύμητων” οκτώ στελεχών της Πρεσβείας και του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στη Μόσχα είναι αναγκαστικό απαντητικό μέτρο, λόγω των μη φιλικών ενεργειών της ελληνικής πλευράς, πρωτίστως της πρωτοφανούς απέλασης τον Απρίλιο δώδεκα Ρώσων διπλωματών και όπως καταλάβαμε, στόχος αυτής της ενέργειας ήταν η επιθυμία, η επιδίωξη να αποδυναμωθούν οι ρωσικές διπλωματικές αντιπροσωπείες, στο μέγιστο βαθμό να δυσχεράνουν τη φυσιολογική τους λειτουργία.
Με επινοημένη αφορμή εξανάγκασαν ουσιαστικά να φύγουν από την Ελλάδα όλοι οι Έλληνες διπλωμάτες, εννοώ κομβικά στελέχη, εξαιρετικούς ειδικούς, οι οποίοι επί χρόνια υπηρετούσαν την υπόθεση της ανάπτυξης των ελληνορωσικών σχέσεων. Και πολύ περισσότερο η σημερινή ηγεσία της Ελλάδας προχώρησε σε ακόμη μεγαλύτερη κλιμάκωση, ανέπτυξαν ηχηρή καμπάνια στα ΜΜΕ, δημοσίευσαν προσωπικά δεδομένα των ανθρώπων αυτών. Δεν πρόκειται φυσικά να αντιγράψουμε αυτήν την ανήθικη τακτική, αλλά απαντητικά μέτρα όντως ελήφθησαν.
Οι αμοιβαίες απελάσεις δεν είναι δική μας επιλογή, θα ήθελα αυτό να το υπογραμμίσω, δεν τις αρχίσαμε εμείς, αλλά δεν μένουν χωρίς αντίδραση παρόμοιες ενέργειες. Νομίζω ότι συν τω χρόνω η λογική (είναι η τρίτη φορά, που επαναλαμβάνω αυτή τη φράση στο σημερινό μπρίφινγκ) πρέπει να επικρατήσει και θα επιτρέψει να ομαλοποιηθεί η εργασία των διπλωματικών αντιπροσωπειών των δύο χωρών. Σε ό,τι αφορά στην Πρεσβεία της Ρωσίας στην Αθήνα και στο Γενικό Προξενείο στη Θεσσαλονίκη, μετά την εξαναγκαστική, αβάσιμη μείωση του προσωπικού τους, παρ’ όλ’ αυτά πλήρως εκτελούν την αποστολή, που τους έχει ανατεθεί, συμπεριλαμβανομένων των προξενικών υπηρεσιών, της έκδοσης θεωρήσεων και της υπεράσπισης των συμφερόντων της Ρωσίας και των πολιτών της, όπως ορίζουν οι εξουσιοδοτήσεις τους.
Σε ό,τι αφορά στην κατάσταση των ελληνικών διπλωματικών αντιπροσωπειών, καλύτερα να απευθύνετε αυτό το ερώτημα στην Αθήνα».