Η μάχη της Χώρας Αγορέλιτσας (ή Μάχη στου Μανούσου το γεφύρι), συνέβη τον Ιούλιο του 1944 μεταξύ τάγματος του ΕΛΑΣ και Γερμανικής φάλαγγας.
Μετά την κάθοδο του Άρη Βελουχιώτη στην Πελοπόννησο κατ’εντολή της Π.Ε.Ε.Α και την αποφυγή της δράσης του ΕΛΑΣ στη Βόρεια Πελοπόννησο μετά τις ομαδικές εκτελέσεις των Γερμανών στη περιοχή, η δράση του ΕΛΑΣ στην κεντρική και νότια Πελοπόννησο αναβαθμίστηκε, σε βαθμό που η περιοχή της Πελοποννήσου το Μάη του 1944 κηρύχτηκε από τους Γερμανούς ως εμπόλεμη ζώνη η μοναδική στην Ελλάδα.
Η μάχη
Η πολιτική οργάνωση του ΕΑΜ της περιοχής έδωσε την πληροφορία στον ΕΛΑΣ ότι Γερμανική φάλαγγα αυτοκινήτων θ’ αποχωρήσει τις προσεχείς μέρες από την Πύλο, με κατεύθυνση Γαργαλιάνους – Κυπαρισσία. Η πληροφόρηση προήλθε από Γερμανό αυτόμολο που υπέκλεψε το σήμα. Στην τοποθεσία «κορδέλες», στον ποταμό Σέλα, μεταξύ Αμπελοφύτου (Αγορέλιτσα) και Χώρας, αντάρτες του ΕΛΑΣ έστησαν ενέδρα σε γερμανικό στρατιωτικό κομβόι, όπου και επικράτησαν πλήρως.
Η ενέδρα στήθηκε στις 17 Ιουλίου και για δύο ολόκληρες ημέρες δεν παρατηρήθηκε καμιά κίνηση της Γερμανικής φάλαγγας. Στις 19 Ιουλίου όμως, τις μεσημεριανές ώρες, η Γερμανική φάλαγγα ξεκίνησε από την Πύλο. Μόλις τα 13 αυτοκίνητα της φάλαγγας κλείστηκαν στον κλοιό των ΕΛΑΣιτών ξεκίνησε η μάχη.
Στους γύρω λόφους υπήρξε κάτι το πρωτοφανές για τα δεδομένα πολεμικής μάχης: Κάτοικοι των γύρω χωριών, έχοντας μάθει για το μπλόκο που έχουν στήσει οι ΕΛΑΣίτες παρακολουθούσαν την μάχη σαν θεατές. Το γεγονός ότι επί δύο ολόκληρες ημέρες, δεν βρέθηκε ούτε ένας που να προδώσει τις θέσεις των ανταρτών και το μπλόκο που είχαν στήσει, αποδεικνύει την διείσδυση και την αποδοχή του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ μέσα στις λαϊκές μάζες.
Η μάχη δόθηκε από το 1ο τάγμα του 9ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Στρατιωτικός Διοικητής από τη πλευρά του ΕΛΑΣ ήταν ο μόνιμος ταγματάρχης Ηλίας Σφακιανάκης. Ο ΕΛΑΣ διέθετε πλήρες τάγμα εξοπλισμένο με 3-4 πολυβόλα θέσεως, αρκετά οπλοπολυβόλα και ατομικά όπλα. Ο ταγματάρχης Σφακιανάκης έδωσε το σήμα για έφοδο όταν η φάλαγγα πλησίασε με ακρίβεια μέτρου με φωτοβολίδα. Από τα πυρά εξουδετερώθηκαν γρήγορα οι άκρες της φάλαγγας. Στο κέντρο απέμεινε ισχυρή εστία αντίστασης και ο ταγματάρχης Σφακιανάκης πολεμούσε στη πρώτη γραμμή φοβούμενος τον ερχομό Γερμανικών ενισχύσεων όταν τραυματίστηκε θανάσιμα.
Η καταστροφή της Γερμανικής φάλαγγας ήταν πλήρης, ενώ ο ΕΛΑΣ είχε 18 νεκρούς και 8 τραυματίες. Την επιχείρηση σχεδίασε η ηγεσία του τάγματος και την ενέκρινε η ηγεσία της ταξιαρχίας.
Τύχη αιχμαλώτων και συνέπειες
Μαζί με τους Γερμανούς συνταξίδευαν και έντεκα Έλληνες για την ασφάλεια τους (ένας εκ των οποίων μετέφερε χρήματα για την Ελληνική δωσίλογη κυβέρνηση). Αν και σύμφωνα με μαρτυρία ο ΕΛΑΣ προσπάθησε να τους σώσει εν τούτοις οι δέκα σκοτώθηκαν στη διάρκεια της ενέδρας, ενώ ο ενδέκατος αιχμαλωτίστηκε χωρίς να γνωρίζουμε τη τύχη του.
Οι περισσότεροι των τριάντα Γερμανών αιχμαλώτων εκτελέστηκαν αργότερα, με εξαίρεση έναν ευαγγελικό στρατιωτικό ιερέα και τέσσερις ακόμη στρατιώτες. Συνέπεια αυτής της μάχης θεωρείται από κάποιους μελετητές η στελέχωση ταγμάτων ασφαλείας από τα χωριά της περιοχής (τάγμα ασφαλείας Γαργαλιάνων) για να αποφευχθούν τα μαζικά κατά αμάχων αντίποινα των Γερμανών (όπως η Σφαγή των Καλαβρύτων).
Εορτασμός
Κάθε έτος από ενώσεις παλαίμαχων αντιστασιακών εορτάζεται η μνήμη των αντιστασιακών που σκοτώθηκαν στη μάχη.
Τα ονόματα των νεκρών του ΕΛΑΣ:
Ηλίας Σφακιανάκης, Ταγματάρχης – Διοικητής του Τάγματος, Κορυφάσιο Μεσσηνίας
Γεώργιος Μανωλάκος, Λακωνία
Νικόλαος Δημητρακόπουλος ή Πλαστήρας, Καλάμι Καλαμάτας
Χαράλαμπος Χάτζος, Νεοχώρι Μελιγαλά
Γεώργιος Μούντανος, Κάμπος Αβίας
Ηλίας Πατικόπουλος, Γιάννιτσα Καλαμάτας
Παύλος Παυλίδης (ψευδών. Κανάκης), Γύθειο
Γιώργης ΦΙλιππόπουλος, Τρύπη Λακωνίας
Νίκος Στατηγουλέας, Προάστειο Καρδαμύλης
Γιάννης Οικονομέας, Στούπα Μεσσηνιακής Μάνης
Νέστορας Κολοκάθης, Ασπρόχωμα
Βασίλης Βασιλικός, Τρύπη Λακωνίας
Μιχάλης Παπαθεοδωρακάκης, Λαχανάδα Πυλίας
Νικόλαος Σταματελόπουλος, Χώρα Τριφυλίας
Νικόλαος Βλαχαδάμης, Γαργαλιάνοι
Πέτρος Κατελάνος, Χώρα Τριφυλίας
Πέτρος Τσαπέκης, Μεθώνη
Παναγιώτης Κομποχόλης, Δεσύλλα Μεσσηνίας