Συγκλονιστικός Μανωλης Κοττακης για τον Ρομπερτ Ουιλιαμς: Δεν θα τον ξεχάσουμε, γιατί μας θυμίζει ότι δεν ξεπουληθήκαμε!

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών του 1981 βρήκε απροετοίμαστο τον συντηρητικό κόσμο της πατρίδας μας, ο οποίος υπέστη μεγάλο πολιτικό σοκ.

Από τον Μανώλη Κοττάκη

Η συρρίκνωση της παράταξης σε ποσοστό 35% του εκλογικού σώματος, επτά χρόνια μετά το 54% των εκλογών του Νοεμβρίου του 1974, αιφνιδίασε τα εκατομμύρια των οπαδών της Ν.Δ., τα οποία θεωρούσαν ότι η αποκατάσταση της δημοκρατίας, η ένταξη στην ΕΟΚ και η οικονομική ανάπτυξη της περιόδου εκείνης αρκούσαν για να κρατούν την παράταξη ισχυρή και αξιόμαχη.

Δυστυχώς, δεν είχαν υπολογίσει τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής. Τους πολιτικούς ανέμους που έρχονταν από το ανολοκλήρωτο παρελθόν. Την έλξη που ασκούσε στους πολίτες η «Αλλαγή» του Ανδρέα. Ό,τι συνέβη σε εκείνη την αναμέτρηση είχε τη ρίζα του στην εκτίναξη των ποσοστών της Eνωσης Κέντρου και της ΕΔΑ στις εκλογές του 1961.

Η επιστροφή της συντηρητικής παράταξης στα έδρανα της αντιπολίτευσης πρώτη φορά μετά το 1963 και η κατόπιν εορτής εκλογή του Ευάγγελου Αβέρωφ στην ηγεσία του κόμματος (το οποίο ασφαλώς θα είχε επιτύχει καλύτερη επίδοση, αν ο ευπατρίδης Ηπειρώτης πολιτικός είχε εκλεγεί πρωθυπουργός το 1980) οδήγησαν για πρώτη φορά στην οργανωτική ανασύνταξη του κόμματος, το οποίο ήταν προσωποπαγές.

Για πρώτη φορά

Μέχρι το 1981 η Νέα Δημοκρατία δεν ήταν πολιτικό κόμμα – της αρκούσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Για αυτό, άλλωστε, έγινε και η κίνηση της Βόλβης στο συνέδριο της Χαλκιδικής. Τώρα, όμως, για πρώτη φορά ανακάλυπτε ότι θα έπρεπε να κάνει με καθυστέρηση ό,τι και οι αντίπαλοί της: να αποκτήσει κεντρικό κομματικό μηχανισμό και εκατομμύρια μέλη, να αποκτήσει κλαδικές οργανώσεις σε κρίσιμες κατηγορίες του εκλογικού σώματος, όπως οι γυναίκες και η νεολαία, να αποκτήσει ακόμη και υβριδικό σύστημα δικών της μέσων ενημέρωσης (το κενό αυτό κάλυψαν τότε οι κασέτες βίντεο του Γιώργου Καρατζαφέρη), να εκπαιδευτεί στον… ακτιβισμό των συγκεντρώσεων και βεβαίως να αποκτήσει σχέση με το πολιτικό τραγούδι.

Δύσκολα πράγματα αυτά τότε για ένα συντηρητικό κόμμα, το οποίο είχε συνηθίσει στην εξουσία και στους μηχανισμούς του κράτους. Η Αριστερά είχε διαπρέψει στο σπορ αυτό μεταπολιτευτικά, η Δεξιά όμως ποτέ.

Εδώ θα συναντήσουμε τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς, τον οποίο αποχαιρετήσαμε χθες σε ηλικία μόλις 73 ετών. Ο γνωστός συνθέτης, είδωλο της νεολαίας τη δεκαετία του 1970, διαπίστωσε ξαφνικά ότι οι πραίτορες της τότε νέας κυβέρνησης κατέστρεψαν όλους τους δίσκους και τα τραγούδια του που διατηρούσε η ΕΡΤ στο αρχείο της γιατί ήταν δεξιός. Συνειδητοποίησε πως όσο διαρκούσε ο… σοσιαλισμός θα ήταν αποκλεισμένος από την -κυρίαρχη τότε- μονοπωλιακή κρατική τηλεόραση. Δεν ήταν ο μόνος.

Στις ημέρες του Ανδρέα Παπανδρέου, όπου πηγή της εξουσίας ήταν το κόμμα και όχι η κυβέρνηση, έκανε θραύση με τη δράση της μια τάξη στελεχών τα οποία διακατέχονταν από έναν ιστορικό ρεβανσισμό. Ηθελαν να επιφυλάξουν στους οπαδούς της Νέας Δημοκρατίας ανάλογη συμπεριφορά με αυτήν που επεφύλαξαν σε οπαδούς του χώρου τους οι δεξιές κυβερνήσεις αμέσως μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Αναφερόμαστε βεβαίως στους αλήστου μνήμης «πρασινοφρουρούς», οι οποίοι με τον υπερβάλλοντα ζήλο του… νεοφώτιστου εξέθεταν τον Ανδρέα Παπανδρέου και κατεδίωκαν τους οπαδούς των αντίπαλων παρατάξεων. Τη μανία τους γνώρισε και ο πατέρας μου, καταδικαζόμενος για ένα διάστημα σε ανεργία.

Ο Ρόμπερτ Ουίλιαμς λοιπόν έγραψε έναν πολιτικό δίσκο, ο οποίος προφανώς δεν διεκδικούσε τις μουσικές δάφνες των συνθέσεων του Μίκη Θεοδωράκη ή του Γιάννη Μαρκόπουλου και άλλων συνθετών της Μεταπολίτευσης. Ωστόσο, με αυτή την προσπάθεια έκανε κάτι μοναδικό: Έδωσε υπερηφάνεια, θάρρος, αυτοπεποίθηση και ταυτότητα στους πτοημένους οπαδούς της Ν.Δ.

Eνεγράφη δικαιωματικά στην ιστορία της κεντροδεξιάς παράταξης, γιατί ταύτισε τις συνθέσεις του με τους μεγάλους και δύσκολους πολιτικούς αγώνες του κόμματος της περιόδου 1981-1989. Και, αφού πέρασε διά πυρός και σιδήρου, αναδείχθηκε εν τέλει στο σήμα κατατεθέν της παράταξης.

Ο ύμνος της Ν.Δ., που ερμήνευσαν η Λία Βίσση και ο Βίκτωρας Πολυδώρου, το διάσημο «Σε περιμένω να ‘ρθείς και πάλι, να φτιάξουμε μια Ελλάδα μεγάλη», μαζί με άλλα τραγούδια του δίσκου, όπως το «Μύρισε θυμάρι και βασιλικός/της κληρονομιάς εμείς συνεχιστές στην κορυφή και πάλι νικητές» και το «Θα έρθει ο καιρός που και πάλι το γαλάζιο», αποτέλεσαν την ελπίδα στα χείλη εκατομμυρίων οπαδών της Νέας Δημοκρατίας που τα τραγουδούσαν με πάθος, ανεμίζοντας πλαστικές σημαίες με τον πυρσό στις συγκεντρώσεις του Αβέρωφ, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Μιλτιάδη Εβερτ, του Κώστα Καραμανλή. (Τους υπολοίπους δεν τους αναφέρω για προφανείς λόγους. Κατάργησαν τον ύμνο, με συνέπεια ακόμα και ο ερμηνευτής του, ο Βίκτωρας Πολυδώρου, να μετακομίσει απογοητευμένος στις εκλογές του 2012 στους Ανεξάρτητους Ελληνες του Πάνου Καμμένου.) Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε στη Νεολαία της Νέας Δημοκρατίας και ιδιαίτερα στη φοιτητική της παράταξη, τη ΔΑΠ.

Με τα τραγούδια της «γαλάζιας» γενιάς έμεινε όρθια σε πολύ δύσκολες και αντίξοες πολιτικές συνθήκες. Η επανάληψή τους και η μετάδοσή τους έπειθαν τα μέλη ότι βρίσκονταν στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Συσπείρωναν την παράταξη στα πέτρινα χρόνια κατά τρόπο σχεδόν κομμουνιστικό. Αν τα παλαιά μέλη της Νέας Δημοκρατίας συγκινήθηκαν λοιπόν με την είδηση της πρόωρης απώλειας του Ρόμπερτ Ουίλιαμς είναι γιατί για δεκαετίες μέσα στη ζωή τους πορεύτηκαν με τις αξίες τους. Με τις λέξεις τους. Με τις έννοιές τους.

Σπάνια θα συναντήσει κανείς ύμνο πολιτικού κόμματος να μιλά για την ψυχή, την αγάπη, τη γαλήνη, την έλλειψη μίσους. Σπάνια θα συναντήσει ύμνο πολιτικού κόμματος να διακηρύσσει χωρίς φόβο και πάθος, μη τυχόν και το αποκαλέσουν «εθνικιστικό», την αγάπη του στην πατρίδα, στη θρησκεία, στη σημαία.

Ο σημαντικότερος λόγος που προκαλεί συγκίνηση, όμως, ο θάνατος του Ρόμπερτ Ουίλιαμς είναι γιατί θυμίζει σε όλους εμάς, που τον συλλαβίσαμε κάποτε σε κάποια πλατεία, σε κάποιο φεστιβάλ της Νεολαίας, σε κάποιο αμφιθέατρο, πως ό,τι τραγουδήσαμε με το πάθος και τον ενθουσιασμό της νιότης μας το εφαρμόσαμε και στις ζωές μας. Γιατί μας θυμίζει ότι δεν αλλάξαμε και δεν ξεπουληθήκαμε. Δεν γίναμε άλλοι. Οτι παραμείναμε συνεπείς στις ιδέες μας και τις νίκες και τις ήττες στα ατέλειωτα εκείνα πέτρινα χρόνια. Δεν φύγαμε. Δεν γίναμε ποτέ οσφυοκάμπτες, για να πηδάμε από τον έναν πολιτικό χώρο στον άλλον πολιτικό χώρο.

Γιατί μας θυμίζει ότι οι ιδέες του ύμνου όρισαν τις ζωές μας, τις οικογένειές μας, τον εργασιακό μας βίο. Αν νοσταλγούμε λοιπόν καμιά φορά τον στίχο «σε περιμένω να ‘ρθεις και πάλι», αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ποτέ δεν εγκαταλείψαμε τα όνειρα που κάναμε για την πατρίδα και τον λαό μας. Και ότι για αυτά κάνουμε τις ρήξεις μας θορυβώδεις ή αθόρυβες ακόμη και με τον ιδεολογικό μας χώρο καμιά φορά.

Ο καλύτερος τρόπος λοιπόν για να θυμόμαστε τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς -πέραν του ότι πρέπει να επανεκτελεστεί ο ύμνος του και να μεταδίδεται στις συγκεντρώσεις της Νέας Δημοκρατίας, μήπως και θυμηθούν κάποιοι από πού έρχονται- είναι και να κρατάμε τις σημαίες μας ψηλά. Να μην τις υποστέλλουμε. Και, προπάντων, να μη σηκώνουμε ποτέ σημαίες ευκαιρίας.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ