Οι οριζόντιες περικοπές των αμυντικών δαπανών λόγω των Μνημονίων έπληξαν ανεπανόρθωτα το Πολεμικό Ναυτικό

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Σε δύσκολη εξίσωση έχουν πλέον μετατραπεί η ανανέωση και η ενίσχυση του Στόλου, καθώς η χαμένη 15ετία 2005-2020 (τα «προεόρτια» και η εκδήλωση της οικονομικής κρίσης) δεν επέτρεψε την υλοποίηση μείζονων εξοπλιστικών προγραμμάτων του Πολεμικού Ναυτικού (Π.Ν.) και είχε καταστροφικές συνέπειες στην εθνική ναυτική ισχύ.

Του Περικλή Ζορζοβίλη

Ακολούθησε η πανδημία Covid-19 και αμέσως ύστερα από αυτή η παρούσα οξεία ενεργειακή κρίση, απόρροια της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, που καθυστερούν την ταχεία ανάκαμψη της εθνικής οικονομίας και αναλώνουν, ιδιαίτερα η δεύτερη, σημαντικούς οικονομικούς πόρους για την αντιμετώπισή τους.

Ταυτόχρονα, η από τον Μάρτιο του 2020 σφοδρότατη και ολομέτωπη εκδήλωση της τουρκικής επιθετικότητας υποχρέωσε το Π.Ν. σε πρωτοφανείς ρυθμούς επιχειρησιακής δραστηριοποίησης για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Οι μονάδες του Στόλου πλέον καταγράφουν μέχρι και 250 ημέρες (πλέον των οκτώ μηνών) εν πλω κατ’ έτος, με αποτέλεσμα να «αναλώνονται» μέσα και προσωπικό. Στην περίπτωση του προσωπικού πρόσφατα η κυβέρνηση θέσπισε πρόσθετη αμοιβή για τα πληρώματα των πλοίων που βρίσκονται σε αποστολές, αναγνωρίζοντας έμπρακτα τις προσπάθειές του και επιχειρώντας να απαλύνει τα πολυεπίπεδα προβλήματα που δημιουργεί στις οικογένειές του η για μακρά χρονικά διαστήματα απουσία. Το κόστος του μέτρου στον προϋπολογισμό ανέρχεται σε περίπου 20.000.000 ευρώ.

Ασφυκτικές συνθήκες

Σε ό,τι αφορά τα μέσα, η κατά την τελευταία διετία συνεχής υπερεντατική εκμετάλλευση, σε συνδυασμό με τη λόγω των περικοπών του αμυντικού προϋπολογισμού ελλειμματική συντήρηση κατά τη δεκαετία των Μνημονίων, και τη γενικά μεγάλη ηλικία των πλατφορμών, δημιουργεί ασφυκτικές συνθήκες που επιβάλλουν την εξάντληση κάθε περιθωρίου ευρηματικότητας στον προγραμματισμό της συντήρησης ή την άμεση αντιμετώπιση βλαβών ώστε να διασφαλιστεί το υψηλότερο επίπεδο επιχειρησιακής διαθεσιμότητας.

Στην εξίσωση θα πρέπει να προστεθούν και ακόμη δύο επιβαρυντικοί παράγοντες. Ο πρώτος είναι η απομείωση της δυνατότητας οργανικής συντήρησης του Π.Ν. σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού (κυρίως πολιτικό προσωπικό), υποδομών και εξοπλισμού.

Προσλήψεις

Τη δεκαετία των Μνημονίων έγιναν λίγες προσλήψεις πολιτικού προσωπικού, με αποτέλεσμα οι μαζικές συνταξιοδοτήσεις να επιφέρουν αριθμητική μείωση αλλά και απώλεια πολύτιμης γνώσης και εμπειρίας που δεν κατέστη δυνατόν να μεταλαμπαδευτεί. Με βάση τα στοιχεία του Συλλόγου Δημοσίων Υπαλλήλων Ναυτικού (ΣΔΥΝ), την περίοδο 2010-2020 κατεγράφησαν 1.438 συνταξιοδοτήσεις (τη διετία 2021-2022 αναμένετο να προστεθούν επιπλέον 250) και μόνο 202 προσλήψεις, ενώ το 2023 ο αριθμός των πολιτικών υπαλλήλων αναμένεται να είναι 1.050 με μέσο όρο ηλικίας τα 50 έτη, μειωμένος περισσότερο από 50% σε σχέση με το 2010 που υπηρετούσαν 2.500 πολιτικοί υπάλληλοι. Ταυτόχρονα, οι συνεχείς περικοπές των αμυντικών δαπανών έπληξαν τη συντήρηση, την ανανέωση και την ενίσχυση των υποδομών και του εξοπλισμού, αφού πολύ απλά δεν διατίθεντο πιστώσεις.

Ο δεύτερος αφορά την εγχώρια ναυπηγική βιομηχανική βάση, η οποία για πλειάδα ενδογενών και εξωγενών λόγων, που η αναφορά τους εκφεύγει του παρόντος άρθρου, εισήλθε σε διαδικασία απενεργοποίησης, χωρίς μέχρι και σήμερα να έχει ολοκληρωθεί η μετάβασή της στην επόμενη ημέρα.

Ομως, το Π.Ν. στην προσπάθεια ανανέωσης και ενίσχυσης του Στόλου αντιμετωπίζει και δύο άλλους αρνητικούς παράγοντες:

Ο πρώτος αφορά τη σχεδόν εκμηδένιση της «δευτερογενούς» αγοράς, δηλαδή της δυνατότητας προμήθειας πλοίων από τα αποθέματα των ναυτικών δυνάμεων συμμαχικών ή φιλικών ναυτικών. Μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και την εξάλειψη της κύριας απειλής, οι στόλοι όλων των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ μειώθηκαν σημαντικά.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα ναυπηγικά προγράμματα των τελευταίων 30 ετών να αφορούν συνήθως μικρότερο αριθμό μονάδων και η υλοποίησή τους να γίνεται με την εξάντληση του σχεδιαστικού επιχειρησιακού βίου των διατιθέμενων μονάδων και σε πολλές περιπτώσεις με σκοπό τη διατήρηση της αντίστοιχης εθνικής βιομηχανικής – τεχνολογικής βάσης. Τυπικά παραδείγματα αποτελούν το ναυτικό της Γαλλίας και το βασιλικό ναυτικό (Βρετανία). Στην πρώτη περίπτωση ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε τη ναυπήγηση 17 φρεγατών τύπου FREMM (για την αντικατάσταση εννέα ελαφρών κορβετών τύπου D’ Estienne d’ Orves και εννέα φρεγατών – αντιτορπιλικών των τύπων Tourville και Georges Leygues), αλλά τελικά ο αριθμός τους περιορίστηκε στις οκτώ. Στη δεύτερη περίπτωση προβλεπόταν η ναυπήγηση 13 φρεγατών Type 26 (για αντικατάσταση των 13 φρεγατών Type 23), αλλά στη συνέχεια περιορίστηκε στις οκτώ. Και στις δύο περιπτώσεις η αριθμητική διαφορά αποφασίστηκε να καλυφθεί από τις χαμηλότερου κόστους και δυνατοτήτων φρεγάτες FDI /Belh@rra (τρεις της έκδοσης FDI-HN ναυπηγούνται για το Π.Ν.) και Type 31 (είχε προσφερθεί για το πρόγραμμα των φρεγατών του Π.Ν.) αντίστοιχα, ώστε να διασφαλιστεί η επιβίωση της ναυπηγικής βιομηχανίας.

Ο δεύτερος παράγοντας αφορά το συνεχώς αυξανόμενο κόστος προμήθειας, σε σχέση με τις μονάδες που αντικαθιστούν, των νέων πλοίων επιφανείας και υποβρυχίων, απόρροια της ενσωμάτωσης νέων τεχνολογιών και των μειωμένων αριθμών παραγωγής. Πλέον, το κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο κόστος σχεδίασης, έρευνας και ανάπτυξης επιμερίζεται σε μικρό αριθμό πλοίων αυξάνοντας σημαντικά το μοναδιαίο κόστος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εκτροχιασμού του κόστους αποτελούν τα φουτουριστικά αντιτορπιλικά τύπου Zumwalt του ναυτικού των ΗΠΑ, που ενσωμάτωσαν 11 νέες τεχνολογίες έναντι των τριών ή τεσσάρων που αποτελούσαν τη συνήθη πρακτική. Τελικά, αντί να ναυπηγηθούν 32 πλοία με συνολικό κόστος περί τα 36 δισ. ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του κόστους έρευνας και ανάπτυξης 2,4 δισ. ευρώ), ναυπηγήθηκαν μόλις τρία με συνολικό κόστος 22,5 δισ. ευρώ (συμπεριλαμβανομένου τελικού κόστους έρευνας και ανάπτυξης 10,6 δισ. ευρώ).

Το «στοίχημα» με τις μεγάλες μονάδες επιφανείας

Η σημαντικότερη εξέλιξη είναι η μετατόπιση της επιλογής του αναδόχου της σύμβασης για το πρόγραμμα των τεσσάρων νέων κορβετών. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το Π.Ν. ως αντιστάθμισμα προκρίνει την εξάσκηση του δικαιώματος προαίρεσης για την τέταρτη φρεγάτα FDI-HN. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της σχετικής σύμβασης 016Β/2021, το δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί μέχρι 30 Ιουνίου 2023, η τιμή της φρεγάτας (ΠΝ4) έχει οριστεί σε 719.600.000 ευρώ και η παράδοσή της προβλέπεται στις 31 Δεκεμβρίου 2027. Στο ποσό αυτό θα πρέπει να προστεθούν 200.000.000 ευρώ, το κόστος του φόρτου των κατευθυνόμενων βλημάτων (Κ/Β), που επίσης περιλαμβάνεται ως δικαίωμα προαίρεσης στη σύμβαση 018Β/2021 για την προμήθεια Κ/Β επιφανείας – αέρος Aster 30 B1 και επιφανείας – επιφανείας Exocet MM40 Block 3c.

Αντίθετα ο πρωθυπουργός με τη δήλωσή του κατά την τελετή ονοματοδοσίας και ένταξης στον Στόλο του ταχέως περιπολικού κατευθυνόμενων βλημάτων (ΤΠΚ) «Υποπλοίαρχος Βλαχάκος», και μάλιστα με ονομαστική αναφορά, απέδωσε ισχυρή δυναμική στο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού μέσης ζωής (ΕΜΖ) των τεσσάρων φρεγατών τύπου MEKO-200HN (ΥΔΡΑ), εκτιμώμενου προϋπολογισμού περί τα 500.000.000 ευρώ.

Το συγκεκριμένο πρόγραμμα έχει καθυστερήσει να υλοποιηθεί για περισσότερο από 15 έτη από τότε που είχε εξαγγελθεί για πρώτη φορά. Ομως, η προχωρημένη πλέον ηλικία των πλοίων του τύπου («Υδρα»: 30 έτη, «Σπέτσαι»: 26 έτη, «Ψαρά» και «Σαλαμίς»: 24 έτη) αποτελεί σημείο ανησυχίας, που κυρίως εστιάζεται σε τυχόν προβλήματα που θα ανακαλυφθούν στην πλατφόρμα και στα συστήματά της κατά τη διάρκεια των εργασιών εκσυγχρονισμού και μπορεί να αυξήσουν σημαντικά τις εργατοώρες που θα απαιτηθούν για τις σχετικές εργασίες.

Οι πυραυλάκατοι (ΤΠΚ) τύπου ΡΟΥΣΣΕΝ και τα υποβρύχια

Σε προτεραιότητα έχουν επίσης τεθεί από το Π.Ν. δύο προγράμματα που αφορούν τα ΤΠΚ και τα υποβρύχια.

Παρότι λόγω των τεράστιων καθυστερήσεων του προγράμματος το έβδομο πλοίο τύπου ΡΟΥΣΣΕΝ (Super Vita) εντάχθηκε στον Στόλο στις 29 Σεπτεμβρίου 2022, τα τρία πρώτα πλοία του τύπου έχουν ήδη συμπληρώσει περίπου 17 έτη σε υπηρεσία, δηλαδή βρίσκονται σε ηλικία κατάλληλη για ΕΜΖ. Στην πράξη, τα ΤΠΚ τύπου ΡΟΥΣΣΕΝ αποτελούν σχεδιάσεις της δεκαετίας του 1990 και ενσωματώνουν ηλεκτρονικά τεχνολογίας της ίδιας χρονικής περιόδου, που με βάση την αλματώδη εξέλιξη των ηλεκτρονικών (διπλασιασμός της υπολογιστικής ισχύος ανά δύο έτη) είναι ήδη απαρχαιωμένα με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην απόδοση και τη δυνατότητα υποστήριξή τους σε βάθος χρόνου.

Το δεύτερο πρόγραμμα αφορά τον ΕΜΖ των τεσσάρων υποβρυχίων Τύπου 214 («Παπανικολής»), που θεωρείται κρίσιμος για την παγίωση και την επαύξηση του επιχειρησιακού πλεονεκτήματος που έχουν προσφέρει στο Π.Ν. και για την επόμενη 15ετία. Η έγκαιρη υλοποίηση του ΕΜΖ είναι μεγάλης σημασίας, καθώς τυχόν καθυστέρηση αυξάνει τον κίνδυνο να επαναληφθεί το φαινόμενο των αντίστοιχων προγραμμάτων των φρεγατών MEKO-200HN και Standard.

Τόσο στην περίπτωση των ΤΠΚ όσο και των υποβρυχίων, το Π.Ν. αντιμετωπίζει και το μείζον πρόβλημα αντικατάστασης μεγάλου αριθμού μονάδων που έχουν κατά πολύ υπερβεί το σχεδιαστικό όριο επιχειρησιακού βίου. Τα τέσσερα ΤΠΚ τύπου Combattante IIIA έχουν μέση ηλικία περίπου 45 ετών, τα πέντε τύπου Combattante IIIB περίπου 42 έτη και τα τρία τύπου 148 περίπου 48 έτη. Σε ό,τι αφορά τα υποβρύχια, απαιτείται η αντικατάσταση δύο υποβρυχίων Τύπου 209/1100 (ΓΛΑΥΚΟΣ) ηλικίας 50 ετών (τη δεκαετία του 1990 υπέστησαν ΕΜΖ, στο πλαίσιο του προγράμματος «Neptune I»), τριών υποβρυχίων Τύπου 209/1200 (ΠΟΣΕΙΔΩΝ) μέσης ηλικίας 43 ετών και σε δεύτερη φάση του υποβρυχίου Τύπου «Ωκεανός», που εισήχθη μεν σε υπηρεσία το 1979, αλλά τη δεκαετία του 2010 υπέστη ΕΜΖ (πρόγραμμα «Neptune II»), ενσωματώνοντας συστήματα και τεχνολογίες των υποβρυχίων Τύπου 214.

Τρία τα πλοία ναρκοπολέμου

Μετά τον αναγκαστικό παροπλισμό του ναρκοθηρευτικού «Καλλιστώ» λόγω ναυτικού ατυχήματος τον Οκτώβριο του 2020, το Π.Ν. διαθέτει μόλις τρία πλοία ναρκοπολέμου: δύο ναρκοθηρευτικά τύπου OSPREY και ένα τύπου HUNT (το αδελφό πλοίο του «Καλλιστώ») που αποκτήθηκαν από τα αποθέματα των ναυτικών των ΗΠΑ και της Βρετανίας αντίστοιχα.

Για την ενίσχυσή του, το Π.Ν. έχει προσανατολιστεί στην προμήθεια ναρκοθηρευτικών τύπου Alkmaar (Tripartite) από τα αποθέματα του ναυτικού της Ολλανδίας το οποίο διατηρεί σε υπηρεσία έξι από τα συνολικά 15 που ναυπηγήθηκαν. Τα πλοία έχουν επιθεωρηθεί από το Π.Ν. που αξιολόγησε την κατάστασή τους ως καλή.

Υπενθυμίζεται ότι για τον σκοπό αυτό είχε υπογραφεί τον Οκτώβριο του 2021, από τους διευθυντές εξοπλισμών των δύο χωρών, δήλωση προθέσεων (LOI: Letter of Intent) για την πιθανή πρόσκτηση δύο φρεγατών τύπου M και έξι ναρκοθηρευτικών τύπου Alkmaar.

Το μακροπρόθεσμο ναυπηγικό πρόγραμμα και οι πρόσθετες πηγές χρηματοδότησης

Εφόσον οι πληροφορίες (αφού επίσημες ανακοινώσεις δεν έχουν γίνει) που έχουν δει το φως της δημοσιότητας για τις προβλέψεις της Δομής Δυνάμεων 2021-2034 ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, οι οροφές που προβλέπονται για τις φρεγάτες, τις κορβέτες και τα ΤΠΚ είναι αντίστοιχα 12, έξι και 12 μονάδες. Εφόσον υλοποιηθεί επιτυχώς ο ΕΜΖ των MEKO-200HN (ΥΔΡΑ) και εξασκηθεί και το δικαίωμα προαίρεσης για την τέταρτη φρεγάτα τύπου FDI-HN, το Π.Ν. θα διαθέτει οκτώ σύγχρονες φρεγάτες και θα απαιτείται η προμήθεια επιπλέον τεσσάρων ώστε να επιτευχθεί η καθορισμένη από τη Δομή Δυνάμεων οροφή και να αντικατασταθούν οι εννέα φρεγάτες τύπου Standard που σήμερα έχουν μέση ηλικία περί τα 42 έτη. Το ενδεικτικό κόστος για τις τέσσερις νέες φρεγάτες, τον ΕΜΖ των MEKO-200HN και την τέταρτη FDI-HN, εκτιμάται περί τα 5,5 δισ. ευρώ σε σημερινές τιμές, ενώ για τις έξι κορβέτες θα απαιτηθούν επιπλέον περί τα 3 δισ. ευρώ.

Σε αυτά τα ποσά θα πρέπει να προστεθεί το κόστος προμήθειας τουλάχιστον τεσσάρων ή και περισσοτέρων (εφόσον η Δομή Δυνάμεων προβλέπει υψηλότερη οροφή των οκτώ) νέων υποβρυχίων.

Ας σημειωθεί ότι με βάση της εκτελεστικής συμφωνίας του 2010 το μοναδιαίο κόστος του πέμπτου και του έκτου υποβρυχίου τύπου 214 είχε καθοριστεί στα 500.000.000 ευρώ και ότι σήμερα 12 χρόνια μετά είναι απολύτως βέβαιο ότι θα έχει αυξηθεί τουλάχιστον κατά 20%. Αρα το ενδεικτικό κόστος για τα τέσσερα νέα υποβρύχια ανέρχεται σε περίπου 2,5 δισ. ευρώ σε σημερινές τιμές, στο οποίο θα πρέπει να προστεθεί και το κόστος του ΕΜΖ των τεσσάρων υποβρυχίων Τύπου 214, που τη δεδομένη στιγμή δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί.

Μεγάλο κόστος

Τέλος, η επίτευξη της οροφής των 12 ΤΠΚ (σημαντικά μειωμένη σε σχέση με τα 19 που είναι σε υπηρεσία σήμερα) απαιτεί τη ναυπήγηση πέντε νέων μονάδων με εκτιμώμενο κόστος (συμπεριλαμβανομένων των όπλων τους) περί τα 800 έως 900.000.000 ευρώ, στο οποίο θα πρέπει να προστεθεί και το κόστος του ΕΜΖ των επτά ΤΠΚ τύπου ΡΟΥΣΣΕΝ.

Δηλαδή, συνολικά για την ανανέωση του Στόλου στις προαναφερθείσες κατηγορίες μονάδων απαιτούνται περί τα 12 δισ. ευρώ για τα επόμενα 12 έτη, εφόσον το 2034 θεωρηθεί δεσμευτικό ορόσημο για την επίτευξη των οροφών και με την αίρεση ότι δεν θα έχουν λάβει χώρα σημαντικές μεταβολές στο περιβάλλον ασφαλείας της χώρας.

Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η ανανέωση και ενίσχυση του Στόλου και η επίτευξη των οροφών της εγκεκριμένης Δομής Δυνάμεων, εκτός φυσικά της επίτευξης ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια, απαιτούν την κατάρτιση και την πολιτική δέσμευση για την υλοποίηση ενός μακροπρόθεσμου ναυπηγικού προγράμματος με συνεχώς αυξανόμενη τη συμμετοχή της εγχώριας ναυπηγικής, βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης για να διασφαλιστεί ο μέγιστος βαθμός εγχώριας ανακύκλωσης των δαπανών. Επίσης απαιτείται να εξασφαλιστούν πρόσθετες πηγές χρηματοδότησης εκτός του προϋπολογισμού.

Προβλήματα στα βοηθητικά και τα παράκτια περιπολικά

Και στις δύο κατηγορίες είναι πολύ έντονο το πρόβλημα της μεγάλης ηλικίας των μονάδων. Για παράδειγμα, τα δύο παράκτια περιπολικά τύπου «Αντωνίου» είναι ηλικίας 47 ετών, τα τέσσερα τύπου «Nasty» μέσης ηλικίας 56 ετών, ενώ στα ρυμουλκά καταγράφονται ηλικίες μεγαλύτερες των 70 ετών. Στα βοηθητικά (π.χ. ρυμουλκά) η ανανέωση μπορεί να γίνει με χαμηλό κόστος μέσω της προμήθειας πλοίων από τη δευτερογενή εμπορική αγορά και συμπληρωματικά την εγχώρια ναυπήγηση μικρού αριθμού μονάδων για την κάλυψη συγκεκριμένων απαιτήσεων. Σε ό,τι αφορά τα παράκτια περιπολικά, και συνυπολογίζοντας τις ανάγκες του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής, αποτελούν ιδανικό τομέα για τη δραστηριοποίηση της εγχώριας ναυπηγικής βιομηχανίας μετά την επανεργοποίησή της.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ