Ο Παράκελσος ήταν ο πρώτος που αναφέρθηκε στο μεταλλικό στοιχείο που ονομαζόταν κοβάλτιο ή «κόμπολντ».
Ενώσεις του κοβαλτίου ήταν γνωστές από τους αρχαίους χρόνους. Τις χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι και οι Αρχαίοι Έλληνες στην υαλογραφία και τα ψεύτικα κοσμήματα, γιατί προσέδιδαν μια σαγηνευτική απόχρωση ημιδιαφανούς γαλάζιου χρώματος, δείγματα του οποίου έχουν ανευρεθεί και στον τάφο του Τουταγχαμών.
Η λέξη «κόμπολντ» προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη κόβαλος, το όνομα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι μεταλλωρύχοι για τα κακοποιό πνεύματα που συναπαντούσαν στις υπόγειες στοές των ορυχείων. Θεωρούσαν πως αυτές οι δαιμονικές παρουσίες προκαλούσαν κατολισθήσεις και εκρήξεις και πως, πολλές φορές, έκαναν μάγια στους μεταλλωρύχους. (Η αγγλική λέξη goblin=δαιμόνιο, καλικάντζαρος, τελώνιο, προέρχεται από την ίδια ρίζα.)
Όπως πίστευαν οι ανά τους αιώνες μεταλλωρύχοι, όλες οι ενώσεις του κοβαλτίου ήταν άκρως δηλητηριώδεις και τις τοποθετούσαν στα ορυχεία οι «κόβαλοι». Ακόμη και ο Γκαίτε, στον Φάουστ, αναφέρεται σε αυτά τα δαιμόνια.
Για πρώτη φορά το κοβάλτιο απομονώθηκε από τους αλχημιστές του Μεσαίωνα. Όμως, όπως φαίνεται, αυτοί δεν είχαν επίγνωση του πράγματος, ενώ ο Παράκελσος ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε πως ήταν ένα νέο μεταλλικό στοιχείο. Άρχισαν λοιπόν, για πρώτη φορά, μετά από δυο χιλιετίες, να ανακαλύπτονται νέα στοιχεία.
Στις καινούριες τεχνικές οφείλεται η ανακάλυψη, την ίδια περίπου εποχή, ενός ακόμη μεταλλικού στοιχείου, του αντιμονίου. Και αυτό ήταν γνωστό από την αρχαιότητα, μόνον όμως υπό τη μορφή σουλφιδίου. Το χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες της Μέσης Ανατολής για να σκουραίνουν τα μάτια και τα ματόφρυδά τους, για να είναι πιο ελκυστικές.
Υπάρχουν αρκετές αναφορές σε αυτή τη συνήθεια στη Βίβλο και στην πιο γνωστή εμφανίζεται και η διαβόητη Ιεζάβελ, που «έβαψε τα μάτια και στόλισε τα μαλλιά της και μετά στάθηκε σε ένα παράθυρο κοιτάζοντας κάτω». (Από το οποίο στη συνέχεια έπεσε και το νεκρό κορμί της το κατασπάραξαν σκυλιά.)
Το αραβικό όνομα για την ουσία με την οποία η Ιεζάβελ έβαφε τα μάτια της ήταν κόολ. Μέσα από μια αλυσίδα παρανοήσεων αυτή η λέξη κατέληξε να χρησιμοποιείται για την περιγραφή αποσταγμάτων και, τελικά, για το απόσταγμα αλκόολ, από όπου και η λέξη αλκοόλ.
Η προέλευση της λέξης αντιμόνιο είναι ακόμη πιο απίθανη
Στις διαδρομές που ακολούθησε η λέξη εμπλέκεται και ο θρυλικός αβάς και αλχημιστής του δέκατου πέμπτου αιώνα, ο Μπάζιλ Βαλεντίνους (που σήμερα πλέον γνωρίζουμε πως πρόκειται για το ψευδώνυμο κάποιου Γιόχαν Τέλντε, ενός αξιοσέβαστου Γερμανού δημοτικού συμβούλου του δέκατου έκτου αιώνα, ο οποίος ασκούσε την τέχνη της αλχημείας, αλλά δεν επιθυμούσε να χάσει και τη θέση του).
Λέγεται πως μια μέρα, μετά από τη δουλειά, ο Βαλεντίνους πέταξε από το παράθυρο του κελιού του κάποια χωνευτήρια που περιείχαν αντιμόνιο. Τα έφαγαν τα γουρούνια και αρρώστησαν. Όταν τα γουρούνια συνήλθαν, έφαγαν τεράστιες ποσότητες φαγητού για να αποκαταστήσουν το βάρος που είχαν χάσει. Ήταν γουρούνια, όμως, και έπρεπε να τιμήσουν το όνομα και τη φήμη τους, οπότε έφαγαν πάρα πολύ και πήραν υπερβολικό βάρος.
Του Βαλεντίνους δεν του έβγαζες πια από το μυαλό την ιδέα πως αυτός ήταν ένας εξαιρετικός τρόπος πάχυνσης των γουρουνιών του μοναστηριού για τα Χριστούγεννα. Οπότε αποφάσισε να προχωρήσει ακόμη ένα βήμα. Όντας αβάς, είχε κάθε δικαίωμα να έχει την άποψη πως και οι μοναχοί που βρίσκονταν υπό την επίβλεψή του χρειάζονταν να πάρουν κάνα κιλό για τα Χριστούγεννα και άρχισε στα κρυφά να βάζει λίγο αντιμόνιο στην τροφή τους. Δυστυχώς, όμως, πολλών ασκητών το σώμα ήταν πια τόσο αδύναμο από τη νηστεία, που απεδήμησαν εις Κύριον προτού καταφέρει να τους παχύνει.
Η ουσία που είχαν φάει έγινε γνωστή ως αντι-μοναχική (κατά των καλογήρων, δηλαδή), από όπου και η λέξη αντιμόνιο.
Ακούγεται σαν αληθινό παραμύθι. Και είναι κρίμα που κάποιοι μικρόψυχοι σύγχρονοι σχολιαστές επισήμαναν πως το όνομα αντιμόνιο μνημονεύεται ήδη μερικούς αιώνες πριν από το θρυλικό Βαλεντίνους, δηλαδή τον Κωνσταντίνο τον Αφρικανό, στην από μέρους του μετάφραση της φαρμακοποιίας του Αβικέννα.
Από το βιβλίο «Το όνειρο του Μεντελέγιεφ» του Paul Strathern