Ο Πτολεμαίος ΙΓ’ Θεός Φιλοπάτωρ (62 π.Χ. – 13 Ιανουαρίου 47 π.Χ.) ήταν βασιλιάς της Αιγύπτου και ένα από τα τελευταία μέλη της Δυναστείας των Πτολεμαίων. Ήταν γιος του βασιλιά Πτολεμαίου ΙΒ’ Αυλητή και άγνωστης μητέρας, κατά μια εκδοχή της Κλεοπάτρας Ε’ Τρύφαινας. Συμβασίλεψε με τη μεγαλύτερη αδελφή του, Κλεοπάτρα Ζ’ κατά την περίοδο 51 – 47 π.Χ..
Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου ΙΒ’ το 51 π.Χ., ξεκίνησε η βασιλεία της μεγαλύτερης εν ζωή θυγατέρας του, της Κλεοπάτρας Ζ’, με την οποία έμελε να λάβει τέλος η Δυναστεία των Πτολεμαίων, μετά από τρεις αιώνες κυριαρχίας στη γη της Αιγύπτου. Όταν η Κλεοπάτρα ανέβηκε στο θρόνο, το βασίλειό της ήδη έμοιαζε να έχει φτάσει στη δύση του: οι σημαντικότερες επαρχίες του, η Κοίλη Συρία, η Κυρήνη, η Κύπρος, ήδη είχαν χαθεί. Η δημοτικότητα του βασιλικού οίκου επίσης ποτέ δεν είχε υπάρξει χαμηλότερη, καθώς πλέον οι Ρωμαίοι επενέβαιναν απρόσκοπτα στα εσωτερικά του κράτους, το οποίο είχε μεταλλαχθεί σε ανεπίσημη ρωμαϊκή επαρχία. Όλα έδειχναν πως οι Πτολεμαίοι θα έσβηναν άδοξα όπως οι Σελευκίδες λίγα χρόνια νωρίτερα.
Η Κλεοπάτρα ανέβηκε στο θρόνο της Αιγύπτου σε ηλικία δεκαεπτά ή δεκαοχτώ ετών. Σύμφωνα με τη συνήθεια του οίκου των Πτολεμαίων, η διαθήκη του πατέρα της όριζε να συμβασιλεύσει με το μεγαλύτερο από τους δύο άρρενες αδελφούς της, που τότε ήταν μόλις εννέα ή δέκα ετών, και που μας είναι γνωστός με το όνομα Πτολεμαίος ΙΓ’. Εντούτοις, χαρακτηριστική είναι η λεπτομέρεια πως καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας της, ακόμη και έπειτα, όταν συμβασίλεψε με το δεύτερο αδελφό της, κανένα άλλο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε στα νομίσματα της χώρας παρά μόνο το δικό της, με την επιγραφή “Κλεοπάτρας Βασιλίσσης”.
Τα υπόλοιπα πρόσωπα που απέκτησαν εξουσία την εποχή αυτή ήταν ο ευνούχος Ποθίνος, ο παιδαγωγός του νεαρού Πτολεμαίου, ο Θεόδοτος από τη Χίο, και ο στρατηγός Αχίλας, που είχε αιγυπτιακή (έστω κατά το ήμισυ) καταγωγή. Στη χώρα υπήρχαν ακόμη τα στρατεύματα που άφησε ο Γαβίνιος, που τα συγκροτούσαν κυρίως Γαλάτες και Γερμανοί. Οι τελευταίοι άρχισαν να μονιμοποιούν την παρουσία τους στη χώρα, πραγματοποιώντας μικτούς γάμους με ντόπιες γυναίκες, είτε αιγυπτιακής είτε ελληνικής καταγωγής. Μάλιστα όταν, στα πλαίσια της ταραγμένης πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε στη Ρώμη – την εποχή εκείνη το δημοκρατικό πολίτευμα στη Ρώμη ήταν μόλις δύο ανάσες προτού παραδώσει τη θέση του στη μοναρχία – τα στρατεύματα αυτά κλήθηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή, οι αρχηγοί τους φρόντισαν να θανατώσουν τους απεσταλμένους που μετέφεραν τη διαταγή.
Επέμβαση του Καίσαρα
Καθώς η μεγάλωνε η πείρα και η φιλοδοξία της Κλεοπάτρας, σύντομα ήρθε σε σύγκρουση με τους αυλικούς του παλατιού, τον Ποθίνο, το Θεόδοτο και τον Αχίλα. Την κατηγόρησαν πως συνωμοτούσε κατά της ζωής του αδελφού της και τελικά πέτυχαν την εκδίωξή της από την Αλεξάνδρεια. Τότε εκείνη, σε ηλικία είκοσι ενός ετών, συγκέντρωσε τον προσωπικό της στρατό, ανάμεσα στους Άραβες πέρα από τα ανατολικά σύνορα και ετοιμάστηκε να προελάσει κατά της Αιγύπτου. Οι αυλικοί και ο νεαρός βασιλιάς ετοιμάστηκαν να τη σταματήσουν κοντά στο Πελούσιο.
Όμως την ίδια εποχή που ο εμφύλιος ξεσπούσε στην Αίγυπτο, ένας άλλος εμφύλιος καθόριζε τις τύχες της Ρώμης: ο Ιούλιος Καίσαρ υποχρέωσε σε ήττα τον Πομπηίο στη Μάχη των Φαρσάλων το 48 π.Χ. Ο Πομπηίος, ελπίζοντας στην υποστήριξη της Αιγύπτου, τη δύσκολη ώρα της πτώσης του αποφάσισε να βρει εκεί καταφύγιο. Έπλευσε όχι στην Αλεξάνδρεια, αλλά στην ακτή κοντά στο στρατόπεδο του Πτολεμαίου. Εκεί δεν βρήκε τίποτα άλλο παρά μόνο το θάνατο: μέσα στη μικρή λέμβο που τον μετέφερε από το πλοίο στην ακτή, ο αξιωματικός Σεπτίμιος, με τη διαταγή του Αχίλα που επίσης ήταν παρόν στη βάρκα, δολοφόνησε τον Ρωμαίο στρατιωτικό, υπό το βλέμμα του Πτολεμαίου που παρακολουθούσε τα πάντα από την ακτή. Ήταν Σεπτέμβριος του 48 π.Χ. Με την πράξη του αυτή, ο περίγυρος του Πτολεμαίου ήλπιζε αναμφίβολα να δείξει σημάδια καλής θέλησης προς τον Καίσαρα, ώστε να τον αποτρέψει από το να εισβάλει στην Αίγυπτο.
Ωστόσο το μόνο που κατάφερε ήταν να στραφεί αυτή του η πράξη εναντίον όλων τους. Ο Καίσαρ, που ακολουθούσε τον Πομπηίο από απόσταση, κατέφθασε στα αιγυπτιακά νερά ελάχιστες μέρες αργότερα από τη δολοφονία του αντιπάλου του. Ο Θεόδοτος τον συνάντησε στο πλοίο του και του επέδειξε το κεφάλι του εχθρού του. Εντούτοις, αντί να φύγει, ο Καίσαρ οργισμένος όχι μόνο δεν έπλευσε μακριά, αλλά αποφάσισε να καταλάβει την πρωτεύουσα των Πτολεμαίων με τη δύναμη που είχε φέρει μαζί του. Αποβιβάστηκε στην Αλεξάνδρεια, παρέλασε στους δρόμους κρατώντας ψηλά τα εμβλήματα της Ρώμης και εγκαταστάθηκε στο παλάτι. Ο λαός δεν έμεινε βέβαια ασυγκίνητος από το γεγονός. Αντίθετα, σύντομα ξέσπασαν ταραχές στους δρόμους και δολοφονίες στρατιωτών του Καίσαρα που τυχόν απομακρύνονταν στα στενά της πόλης.
Με το βασιλικό ζεύγος να βρίσκεται μακριά από την πόλη, και συγκεκριμένα στα σύνορα όντας παραταγμένοι ο ένας εναντίον του άλλου, ο Καίσαρ αντιπροσωπεύοντας τη Ρώμη, διεκδίκησε το δικαίωμα να διευθετήσει το ζήτημα. Κάλεσε και τους δύο ενωπίων του, με την απαίτηση να διαλύσουν πρώτα το στρατό τους. Ο μεν Ποθίνος πήρε το νεαρό Πτολεμαίο και επέστρεψε στην πόλη, αφήνοντας όμως το στρατό του σε αναμονή υπό τη διοίκηση του Αχίλα. Η Κλεοπάτρα είχε να αντιμετωπίσει τότε ένα δύσκολο ερώτημα: πώς θα μπορούσε να φτάσει ενωπίων του Καίσαρα χωρίς να τη δολοφονήσουν οι εχθροί της στη διαδρομή; Για το λόγο αυτό, ο έμπιστός της, Απολλόδωρος από τη Σικελία, τη μετέφερε με βάρκα στην πόλη και την έβαλε κρυφά στα διαμερίσματα του Καίσαρα τυλιγμένη σε ένα χαλί. Ο θρύλος θέλει τον Καίσαρα να βρήκε την κίνηση αυτή τόσο χαριτωμένη που, υπό το έκπληκτο βλέμμα των αντιπάλων της, την έκανε ερωμένη του άντρα που θα έκρινε τις τύχες τους.
Τελικά ο Καίσαρ διακήρυξε δημόσια τη συμφιλίωση των δύο αδελφών και τους ανακήρυξε για άλλη μια φορά συμβασιλείς σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα τους. Ωστόσο στην πόλη, η δυσαρέσκεια προς την ανοικτή επέμβαση της Ρώμης συνεχιζόταν υποδαυλιζόμενη από τον Ποθίνο και τον Αχίλα, που είχαν ακόμη στην κατοχή τους τη διοίκηση ολόκληρου στρατού. Ο στρατός αυτός αποτελούταν από 20.000 άνδρες, σημαντικό ποσοστό των οποίων ήταν πεπειραμένοι στρατιώτες ή είχαν εκπαιδευτεί με το ρωμαϊκό τρόπο. Εκτός από τους Γερμανούς και Γαλάτες του Γαβίνιου, περιελάμβανε μεγάλο αριθμό προσφύγων και φυγάδων σκλάβων από την Ιταλία και τη Δύση, αλλά και συμμοριτών και πειρατών από τη Μικρά Ασία και τη Συρία, απομεινάρια του στρατού που διέλυσε κάποια χρόνια πριν ο Πομπηίος.
Η κακομεταχείριση δύο απεσταλμένων του – ο ένας θανατώθηκε και ο άλλος μόλις που γλίτωσε – σήμαινε πως ο Καίσαρ είχε στα χέρια του νέο πόλεμο, ο οποίος έμεινε γνωστός ως “Αλεξανδρινός Πόλεμος”. Διαμέσου της Συρίας στρατεύματα βρίσκονταν προς το παρόν καθ’ οδόν να τον βοηθήσουν, αλλά μέχρι να φτάσουν ο Καίσαρ βρέθηκε σε δυσμενή θέση, γιατί η δύναμη που είχε στα χέρια του ήταν κατά πολύ μικρότερη.
Ένοπλη Σύγκρουση
Αυτό που μπορούσε να κάνει ήταν να ταμπουρώσει στρατιώτες κάπου κοντά στο μεγάλο λιμένα ώστε να κρατήσει τον εχθρό στη θάλασσα, αλλά δεν ήταν δυνατόν να επιβιβάσει στρατό στα πλοία χωρίς να τους κατανικήσει ο εχθρός. Κατάφερε ωστόσο να μην αποκοπούν οι επικοινωνίες του καίγοντας τον αλεξανδρινό στόλο που ήταν αγκυροβολημένος στο μεγάλο λιμένα. Σε αυτή την περίσταση έπιασαν φωτιά κάποιες αποθήκες όπου και φυλασσόταν πάπυρος. Ο ιστορικός Τίτος Λίβιος αναφέρει πως 40.000 πολύτιμοι τόμοι έγιναν στάχτη. Έτσι δημιουργήθηκε η εντύπωση στις μετέπειτα γενεές πως τη χρονική αυτή στιγμή κάηκε η Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.
Το βασιλικό παλάτι, ο βασιλιάς και η βασίλισσα, αλλά και τα δύο μικρότερα παιδιά του Αυλητή παρέμεναν στα χέρια του Καίσαρα. Η μικρότερη κόρη του, Αρσινόη Δ’, σε ηλικία δεκαπέντε ετών, κατάφερε να διαφύγει από το παλάτι με τη βοήθεια του ευνούχου που τη φρόντιζε, και που ονομαζόταν Γανυμήδης. Στα τέλη του φθινοπώρου του 48 π.Χ. κατέφυγε στο στρατόπεδο του Αχίλα. Την εξέλιξη αυτή ακολούθησε μια δεύτερη: η εξόντωση των δολοφόνων του Πομπήιου λίγους μήνες πριν. Ο μεν Αχίλας ήρθε σε σύγκρουση με το Γανυμήδη κι έτσι έχασε τη ζωή του με διαταγή της Αρσινόης. Περίπου την ίδια περίοδο ο Ποθίνος κατηγορήθηκε πως επικοινωνούσε μυστικά με τον εχθρό και εκτελέστηκε από τον Καίσαρα, κατά πάσα πιθανότητα με την προτροπή της Κλεοπάτρας.
Ο επιτιθέμενος στρατός, πλέον υπό τις διαταγές του Γανυμήδη, άσκησε μεγάλη πίεση στον Καίσαρα. Κατάφερε μάλιστα να αποκόψει την παροχή νερού από τη Λίμνη Μαρεότιδα, αλλά ο Καίσαρ αντιμετώπισε το πρόβλημα σκάβοντας πηγάδια. Σε μια προσπάθεια να αποκτήσει την λωρίδα γης που ένωνε τη νήσο Φάρο με την ενδοχώρα, ο Καίσαρ έχασε τετρακόσιους λεγεωναρίους. Ο ίδιος σώθηκε κολυμπώντας προς το πλοίο του. Τότε οι Αλεξανδρινοί μπήκαν σε διαπραγματεύσεις υποσχόμενοι πως αν ο Καίσαρ τους έστελνε τον νεαρό βασιλιά, θα ανέτρεπαν την Αρσινόη και θα δέχονταν την εξουσία του Πτολεμαίου. Ο Καίσαρ δεν εμπιστεύτηκε αυτές τις υποσχέσεις, ωστόσο για λόγους πολιτικής ελευθέρωσε το αγόρι. Πράγματι, μόλις εκείνο πήγε στο στρατόπεδο των Αλεξανδρινών τέθηκε επικεφαλής του αγώνα κατά των Ρωμαίων.
Τελικά, οι δυνάμεις που ο Καίσαρ περίμενε έφτασαν στην Αίγυπτο. Επρόκειτο για μια δύναμη υπό τη διοίκηση του Μιθριδάτη της Περγάμου, άντρα ελληνικής και γαλατικής καταγωγής που πρόσκειτο στον Καίσαρα. Ανάμεσά τους ήταν και μια δύναμη τριών χιλιάδων Εβραίων, υπό τις διαταγές του Αντιπάτρου. Ο Μιθριδάτης πέρασε την έρημο με αφετηρία την Παλαιστίνη, πήρε το Πελούσιο, κινήθηκε κατά μήκος του ανατολικού κομματιού του Νείλου με προορισμό τη Μέμφιδα, και από κει κάτω κατά μήκος του δυτικού κομματιού στην Αλεξάνδρεια. Οι Αλεξανδρινοί αποπειράθηκαν να τον σταματήσουν προτού ενωθεί με τις λεγεώνες του Καίσαρα, αλλά ο τελευταίος κινήθηκε ταχύτατα γύρω από τη λίμνη Μαρεότιδα και έτσι οι ενωμένες ρωμαϊκές δυνάμεις επιτέθηκαν στους Αλεξανδρινούς που είχαν εγκατασταθεί στο ποτάμι. Τη δεύτερη ημέρα είχαν καταλάβει τη θέση και μεγάλο μέρος του αλεξανδρινού στρατού – Γαλάτες, Γερμανοί, Ασιάτες, Ρωμαίοι, Ιταλοί, Ελληνοαιγύπτιοι και ντόπιοι – εξοντώθηκε. Όταν η σφαγή έλαβε τέλος, ο νεαρός Πτολεμαίος ΙΓ’ δεν βρέθηκε πουθενά. Αναφέρθηκε πως το πλοίο με το οποίο αποπειράθηκε να δραπετεύσει γέμισε τόσο με φυγάδες που βυθίστηκε.
Ο Καίσαρ επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια κύριος της κατάστασης τον Ιανουάριο του 47 π.Χ. Παρόλο που η Κλεοπάτρα είχε πλέον γίνει αντιπαθής στους υπηκόους της γιατί συντάχθηκε με το Ρωμαίο, αναγκάστηκαν να την δεχτούν ως βασίλισσα, υπό την πίεση του Καίσαρα. Με τον Πτολεμαίο ΙΓ’ να έχει πλέον χαθεί, βασιλιάς ανακηρύχθηκε ο νεότερος αδελφός τους, Πτολεμαίος ΙΔ’, που τότε ήταν δώδεκα ετών. Η Αρσινόη Δ’ εστάλη στη Ρώμη έτσι ώστε, όταν μελλοντικά διοργανωνόταν ο θρίαμβος του Καίσαρα στην πόλη, η πριγκίπισσα να παρελάσει αλυσοδεμένη πίσω από το άρμα του.
** Η αρίθμηση των Πτολεμαίων είναι σύγχρονη επινόηση. Οι Έλληνες τους διέκριναν από το επίθετο (ψευδώνυμο). Ο αριθμός που δίνεται εδώ (ΙΓ’) είναι σήμερα αποδεκτός, αλλά κατά τον 19ο αιώνα υπήρξε μία διαφωνία σχετικά με το ποιοι από τους Πτολεμαίους θα πρέπει να υπολογίζονται ως βασιλείς. Καθώς άλλες πηγές μπορεί να δίνουν έναν άλλο αριθμό μεγαλύτερο ή μικρότερο, τα επίθετα είναι ο πιο αξιόπιστος τρόπος για να καθορίζεται ο Πτολεμαίος που αναφέρεται σε κάθε περίπτωση.