Η διάσκεψη της Καζαμπλάνκας ήταν σύσκεψη των ηγετών των Συμμάχων που έγινε στην Καζαμπλάνκα, πόλη του (τότε) Γαλλικού Μαρόκου από τις 14 έως τις 24 Ιανουαρίου 1943 υπό την κωδική ονομασία «SYMBOL». Χαρακτηρίστηκε ως η πλέον αμφιλεγόμενη διάσκεψη του Πολέμου.
Στη διάσκεψη, σε επίπεδο ηγετών, συμμετείχαν ο Αμερικανός πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούζβελτ και ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστων Τσώρτσιλ. Απουσίαζε ο Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος, αν και είχε προσκληθεί, αρνήθηκε να παραστεί προφασιζόμενος την επικείμενη μάχη του Στάλινγκραντ.
Οι δύο ηγέτες είχαν μαζί τους όλους τους αρχηγούς επιτελείων τους και σημαντικούς στρατιωτικούς παράγοντες. Παρόντες ήταν επίσης οι Γάλλοι ανταγωνιστές στρατηγοί Σαρλ ντε Γκωλ και Ανρί Ζιρώ.
Πριν τη διάσκεψη
Στις 8 Νοεμβρίου 1942 οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στις ακτές της (τότε) Γαλλικής Βόρειας Αφρικής, εκτελώντας μια επιχείρηση η οποία είχε το προσωνύμιο «Πυρσός» (Operation Torch). Η επιχείρηση είχε αποφασιστεί παρά την αρχική δυσπιστία των Αμερικανών και υπό την πίεση του Στάλιν, ο οποίος απαιτούσε να ανοίξουν οι Αγγλοαμερικανοί το ταχύτερο δυνατό ένα μέτωπο στη Δυτική Ευρώπη, ώστε να ανακουφιστεί ο Κόκκινος Στρατός στο Ανατολικό Μέτωπο.
Πράγματι σχεδιάστηκε η «Επιχείρηση Σφύρα» (Operation Sledgehammer) με στόχο τους λιμένες της Βρέστης και του Σερμπούρ αποκτώντας έτσι ένα μικρό προγεφύρωμα στο ευρωπαϊκό έδαφος. Οι Αμερικανοί αρχικά ευνόησαν το σχέδιο, αλλά οι Βρετανοί αντιτάχθηκαν ισχυρά, προφασιζόμενοι (και σωστά) ότι ούτε πολλά αποβατικά σκάφη διέθεταν ούτε ήταν σε θέση να υποστηρίξουν από αέρος και θαλάσσης ένα παρόμοιο εγχείρημα. Έτσι ξεκίνησε η εφαρμογή του «Πυρσού», με ισχυρή απροθυμία των Αμερικανών, που δε θεωρούσαν ότι «ο δρόμος προς το Βερολίνο περνά από τη Βόρεια Αφρική».
Στις αρχές του 1943 διαφαινόταν ήδη ότι η έκβαση της επιχείρησης ήταν αυτή που αναμενόταν: Οι γερμανικές και οι ιταλικές δυνάμεις θα εκδιώκονταν οριστικά από τη Βόρεια Αφρική. Έμενε να διευκρινιστούν ορισμένα θέματα, όπως η διαχείριση του προβλήματος που είχαν δημιουργήσει τα υποβρύχια του ναυάρχου Καρλ Νταίνιτς στον Ατλαντικό (Μάχη του Ατλαντικού), πώς θα κατανέμονταν οι δυνάμεις στα διάφορα πολεμικά μέτωπα, ποιο θα έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα των Συμμάχων και, τέλος, από πλευράς Τσώρτσιλ, τέθηκε το ζήτημα του πώς θα συμβιβάζονταν οι αντιμαχόμενοι Γάλλοι στρατηγοί.
Οι Βρετανοί επιθυμούσαν τη συνέχεια των επιχειρήσεων από την πλευρά της Μεσογείου. Ο Τσώρτσιλ μάλιστα είχε χαρακτηρίσει την Ιταλία ως «το μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης». Οι Αμερικανοί αντίθετα επιθυμούσαν την εισβολή μέσω της Μάγχης, γνωρίζοντας πως σε τέτοια περίπτωση το κύριο βάρος θα σήκωναν οι Βρετανοί, πράγμα που τους επέτρεπε να εξοικονομήσουν πόρους για την τεράστια προσπάθεια που κατέβαλαν στον Ειρηνικό εναντίον της Ιαπωνίας.
Η προετοιμασία
Η διάσκεψη έγινε στη συνοικία Άνφα της Καζαμπλάνκας και οι συζητήσεις θα γίνονταν στο ομώνυμο ξενοδοχείο (Anfa Hotel). Για τη διαμονή των ηγετών είχαν παραχωρηθεί δύο επαύλεις, άλλες δύο παραχωρήθηκαν για τη διαμονή των αρχηγών των επιτελείων, ενώ ολόκληρη η συνοικία είχε συρματοπλεχθεί και πίσω από το συρματόπλεγμα βρίσκονταν πυκνά παρατεταγμένοι ένοπλοι φρουροί.
Ουσιαστικά η διάσκεψη δεν είχε σοβαρό αντικειμενικό σκοπό. Χωρίς μάλιστα την παρουσία του Στάλιν έχανε μεγάλο μέρος της σημασίας της. Όλα της τα θέματα θα μπορούσαν να επιλυθούν χωρίς αυτήν. Ωστόσο ο πρόεδρος Ρούζβελτ «ήθελε να κάνει ένα ταξίδι», όπως αφηγείται ο προεδρικός σύμβουλος Χάρι Χόπκινς. Επειδή μάλιστα δεν ήθελε και πολλές επισημότητες, παρακάλεσε τον Τσώρτσιλ «να μη φορτωθεί τον υπουργό εξωτερικών του», καθώς το ίδιο θα έκανε κι αυτός. Στην πραγματικότητα ο Ρούζβελτ έκανε το γύρο της μισής υφηλίου πριν καταλήξει στην Καζαμπλάνκα, περνώντας μέχρι και από το Τρινιντάντ. Η περιττή αυτή μετακίνηση λίγο έλειψε να στοιχίσει ακριβά στη συμμαχική ηγεσία: το αεροσκάφος που μετέφερε τον Τσώρτσιλ πήρε φωτιά, ενώ αυτό που μετέφερε τον Αϊζενχάουερ έχασε δύο κινητήρες εν πτήσει, με αποτέλεσμα ο αρχιστράτηγος να προσγειωθεί με το αλεξίπτωτο στην πλάτη και ένα κτύπημα στο γόνατο από τους κραδασμούς.
Ο Τσώρτσιλ, από την άλλη, είχε προσχεδιάσει τι ήταν αυτά που θα ζητούσε από τον Αμερικανό, που δεν ήταν άλλο από την επέκταση των εχθροπραξιών στη Μεσόγειο. Φόρτωσε ένα πλοίο με έγγραφα («πλωτό επιτελείο» το χαρακτηρίζει ο Καρτιέ) και πήρε μαζί του (όπως και ο Ρούζβελτ) όλους τους αρχηγούς επιτελείων του. Ζήτησε επίσης από τον Ντε Γκωλ να τον συνοδεύσει, χωρίς προηγουμένως να τον έχει ενημερώσει. Αιτιολόγησε την έλλειψη ενημέρωσης προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι, αν είχε γνωστοποιηθεί η διάσκεψη, θα χρειάζονταν πολλαπλά μέτρα ασφαλείας. Ο πείσμων Γάλλος, γνωρίζοντας ότι εκεί ακριβώς ήταν η έδρα του αντιπάλου του, προβαλε αρχικά ένα κατηγορηματικό «όχι» και ο Τσώρτσιλ αναχώρησε μόνος του. Κάλεσε εκ νέου τόσο τον Ζιρώ όσο και τον Ντε Γκωλ «εκ μέρους του Αμερικανού προέδρου και του Βρετανού πρωθυπουργού». Ο Ζιρώ έφθασε αμέσως, ο Ντε Γκωλ εξακολούθησε να αρνείται, υποστηρίζοντας ότι αυτό ήταν ένα καθαρά γαλλικό ζήτημα και δε χρειαζόταν παρεμβάσεις ξένων. Ο οξύθυμος Τσώρτσιλ εκνευρίστηκε τόσο που απείλησε τον Ντε Γκωλ, στέλνοντάς του ένα αυστηρό τηλεγράφημα ότι θα απέσυρε την υποστήριξή του και θα τον παραμέριζε. Υπό την ασφυκτική αυτή πίεση ο Ντε Γκωλ υποχώρησε, αν και ήρθε στη διάσκεψη μόλις την ένατη ημέρα.
Συμμετέχοντες
Παρόντες στη διάσκεψη ήταν:
Βρετανική πλευρά
Ουίνστον Τσώρτσιλ, Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου
Ναύαρχος Σερ Ντάντλεϊ Πάουντ (Sir Alfred Dudley Pickman Rogers Pound)
Στρατάρχης της Αεροπορίας Τσαρλς Πόρταλ (Charles Frederick Algernon Portal)
Στρατάρχης της Αεροπορίας Σερ Άρθουρ Τέντερ (Arthur Tedder)
Στρατηγός Σερ Άλαν Μπρουκ (Sir Alan Francis Brooke)
Στρατάρχης Σερ Τζον Ντιλ (Sir John Greer Dill)
Στρατάρχης Σερ Χάρολντ Αλεξάντερ, επικεφαλής των Βρετανικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή
Ναύαρχος λόρδος Λούις Μαουντμπάττεν (Louis Francis Albert Victor Nicholas George Mountbatten)
Στρατηγός Σερ Χάστινγκς Ίσμεϊ (Hastings L. Ismay)
Αμερικανική πλευρά
Φραγκλίνος Ρούζβελτ, πρόεδρος των ΗΠΑ
Στρατηγός του Στρατού και της Αεροπορίας Χένρι Άρνολντ (Henry Harley «Hap» Arnold)
Ναύαρχος Έρνεστ Κινγκ (Ernest King), επικεφαλής του αμερικανικού στόλου
Στρατηγός Τζορτζ Μάρσαλ (George Catlett Marshall), αρχηγός του αμερικανικού επιτελείου
Αρχιστράτηγος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ (Dwight Eisenhower), επικεφαλής της «Επιχείρησης Πυρσός»
Άβερελ Χαρριμαν (Averel Harriman), προεδρικός σύμβουλος
Χάρι Χόπκινς (Harry Hopkins]], προεδρικός σύμβουλος
Ρόμπερτ Μέρφι (Robert D. Murphy), ειδικός αντιπρόσωπος του προέδρου στο επιτελείο του Αϊζενχάουερ
Αντισυνταγματάρχης Έλιοτ Ρούζβελτ, γιος του προέδρου[7]
Γαλλική πλευρά
Στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ (Charles de Gaulle), επικεφαλής των «Ελεύθερων Γάλλων»
Στρατηγός Ανρί Ζιρώ (Henri Onoré Giraud), στρατιωτικός διοικητής της Γαλλικής Βόρειας Αφρικής
Συμμετείχαν επίσης και αρκετοί ανώτεροι αξιωματικοί και των τριών όπλων
Μεγάλος απών στη διάσκεψη, ο Στάλιν. Η πραγματοποίηση της διάσκεψης εν απουσία του ενίσχυσε στη σκέψη του Σοβιετικού ηγέτη την εντύπωση ότι σχέδια καταστρώνονταν χωρίς τη συμμετοχή του και πίσω από την πλάτη του, χωρίς αυτός να ενημερώνεται απόλυτα. Η καχυποψία του Στάλιν ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο ύστερα από τις αποφάσεις τις διάσκεψης και συνέχισε να αυξάνει σε ολόκληρη την πορεία του πολέμου, για να καταλήξει, ύστερα από τη λήξη του, στην έναρξη του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ένωσης.
Σύμφωνα με τις ανταποκρίσεις των New York Times, τόσο ο Στάλιν όσο και ο Τσανγκ Κάι Σεκ τηρήθηκαν ενήμεροι σχετικά με τις αποφάσεις της διάσκεψης. Στο ίδιο φύλλο η ανταπόκριση αναφέρει ότι και οι δύο ηγέτες ήταν τελικά ικανοποιημένοι από τις αποφάσεις της διάσκεψης.
Αποφάσεις
Η βασική απόφαση της διάσκεψης ήταν ότι ο αγώνας των Συμμάχων έπρεπε να συνεχιστεί μέχρι του σημείου που αποκαλείται «bitter end» (πικρό τέλος), δηλαδή μέχρις ότου η Ναζιστική Γερμανία οδηγηθεί στην άνευ όρων παράδοση (Unconditional surrender)[10] Το ίδιο θα ίσχυε τόσο για την Ιταλία όσο και για την Ιαπωνία. Συμφωνήθηκε επίσης ότι κανείς από τους Συμμάχους δεν θα αποδεχόταν χωριστή παράδοση κάποιας από τις δυνάμεις του Άξονα (π.χ. η Ιταλία όφειλε να παραδοθεί στους Συμμάχους και όχι στη Βρετανία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες).
Η αλήθεια είναι ότι ο Τσώρτσιλ αντιτάχθηκε στην πρόταση περί Unconditional surrender. Δεν θεωρούσε ότι επάνω στη Γερμανία έπρεπε να επιπέσει η μανία αντεκδίκησης των Συμμάχων. Γι’ αυτό και αργότερα διευκρίνισε ότι «άνευ όρων συνθηκολόγηση δε σημαίνει διάθεση εκδικήσεως εις βάρος του γερμανικού λαού». Ο Τσώρτσιλ φοβόταν, και όπως αποδείχτηκε απολύτως δικαιολογημένα, ότι αυτές οι δύο λέξεις κατέστρεφαν την όποια αντιπολίτευση υπήρχε στο εσωτερικό της Γερμανίας: Έδινε στους Ναζί το εφαλτήριο που αναζητούσαν για να στηρίξουν την απόφασή τους να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. Τις δύο αυτές μικρές λέξεις εκμεταλλεύθηκε άριστα ο Γιόζεφ Γκέμπελς στην προπαγάνδα του. Όπως είναι λογικό, οι αντίπαλοι του χιτλερικού καθεστώτος δεν είχαν άλλη επιλογή από το να σταματήσουν κάθε τους ενέργεια.
Οι Βρετανοί επιχειρηματολόγησαν ισχυρά και ο Τσώρτσιλ αντέκρουσε προσωπικά την άποψη του Μάρσαλ σχετικά με μια «μικρή» απόβαση στις βόρειες γαλλικές ακτές προς το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Κατέδειξε ότι ένα τέτοιο εγχείρημα στην παρούσα φάση του πολέμου θα κατέληγε απλά σε μια εύκολη νίκη του Χίτλερ, δεδομένης της αεροπορικής κυριαρχίας της Luftwaffe στη συγκεκριμένη περιοχή. Επιπλέον τα διαθέσιμα αποβατικά σκάφη ήταν εκείνη την εποχή αριθμητικά πολύ λίγα για να μεταφέρουν τα απαιτούμενα στρατεύματα, ενώ ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική η παρουσία των γερμανικών υποβρυχίων.
Αντίθετα, ο Τσώρτσιλ έδωσε την έγκρισή του για την παροχή ισχυρής υποστήριξης στους Αμερικανούς από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, χώρες μέλη της Κοινοπολιτείας, στο θέατρο επιχειρήσεων του Ειρηνικού. Ο Τσώρτσιλ διαβεβαίωσε επίσης ότι θα επεκτείνονταν οι βρετανικές επιχειρήσεις στη Βιρμανία με στόχο την ισχυροποίηση του Τσανγκ Κάι Σεκ στην Κίνα. Ως ανταπόδοση αυτής της χειρονομίας, ο Ρούζβελτ συμφώνησε στην Εισβολή των Συμμάχων στη Σικελία. Συμφωνήθηκε, επίσης να αρχίσουν και να ενταθούν αεροπορικές επιδρομές κατά του γερμανικού εδάφους από τα βρετανικά αεροδρόμια με τη συμμετοχή και των δύο αεροποριών (RAF και U.S.A.F.).
Η διάσκεψη αυτή ήταν η τελευταία στην οποία ο Τσώρτσιλ θα μπορούσε να υπαγορεύσει τους στόχους της συμμαχικής προσπάθειας. Ύστερα από τη διάσκεψη αυτή οι Αμερικανοί συνειδητοποίησαν ότι λόγω της ισχύος τους ήταν ο κύριος παράγοντας της Συμμαχίας και θα άρχιζαν να ενεργούν ανάλογα.
Οι Γάλλοι
Αρχικά οι δύο Γάλλοι ηγέτες, αν και ισχυρά αντιτιθέμενοι στην Κυβέρνηση του Βισύ είχαν αναπτύξει ένα κλίμα έντονης ψυχρότητας, αν όχι αντιπάθειας, στις σχέσεις τους. Τα «πείσματα» αυτά είχαν κουράσει τόσο τον Τσώρτσιλ όσο και τον Ρούζβελτ. Ο Αμερικανός πρόεδρος από την άλλη θεωρούσε τον Ντε Γκωλ εκπρόσωπο της «παλαιάς» Γαλλίας, με τάσεις αποικιοκρατισμού και απολυταρχισμού, ενώ παράλληλα τον θεωρούσε επηρμένο. Από την άλλη ο Ζιρώ θεωρούσε ότι στη δολοφονία του ναυάρχου Νταρλάν είχε συμμετάσχει και ο Ντε Γκωλ (για την ακρίβεια θεωρούσε πως τον δολοφόνο του Νταρλάν τον είχε αποστείλει ο Ντε Γκωλ).
Την Κυριακή 24 Ιανουαρίου, τελευταία ημέρα της διάσκεψης, Τσώρτσιλ και Νε Γκωλ έχουν ακόμη μια θυελλώδη συζήτηση, στην οποία ο Ντε Γκωλ επιμένει να μην αναλάβει καμία δέσμευση. Στη συνέχεια οι δυο άνδρες πηγαίνουν να συναντήσουν τον Ρούζβελτ, ο οποίος, ύστερα από αποτυχημένες προσπάθειες σύνταξης κοινού ανακοινωθέντος, αποφασίζει να εφαρμόσει με τον Ντε Γκωλ άλλη μέθοδο: Αρχίζει μαζί του μια ήρεμη συζήτηση, κατά την οποία τον ερωτά αν θα δεχτεί να ανταλλάξει χειραψία με τον Ζιρώ. Ο Ντε Γκωλ απαντά «ναι». «Και θα το κάνετε αυτό μπροστά στους φωτογράφους;» «I shall do it for you», απαντά ο Γάλλος. Οι δημοσιογράφοι καλούνται στην αίθουσα και παίρνουν φωτογραφία τους δύο άνδρες να ανταλλάσσουν τη χειραψία, η οποία εμφανίζει την εικόνα της συμφιλίωσης. Ο Ζιρώ μάλιστα αποδέχεται να του στείλει ο Ντε Γκωλ έναν εκπρόσωπό του για να οργανώσει άμεση επαφή μεταξύ Γαλλικής Αφρικής και Λονδίνου (έδρα του Ντε Γκωλ).
Από την άποψη αυτή, για τη Γαλλία η διάσκεψη έλαβε μεγάλη σημασία. Το BBC ανέφερε: «The two Frenchmen became the joint chairmen of the French Committee for National Liberation» («Οι δύο Γάλλοι έγιναν οι από κοινού ηγέτες της Γαλλικής Επιτροπής για την Εθνική Απελευθέρωση»).