Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη η Ιστορία έχει ήδη αποφανθεί, ό,τι κι αν κάνει από εδώ και πέρα – Μπαίνει στην ίδια σελίδα με τον πατέρα του

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Μέχρι να ξεσκεπαστεί η υπόθεση Ανδρουλάκη, ο Μητσοτάκης απαξιούσε να απαντήσει στα ερωτήματα περί υποκλοπών. Οταν στις αρχές Αυγούστου η ΑΔΑΕ επιβεβαίωσε ότι πράγματι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ, ο πρωθυπουργός απέλυσε την ίδια μέρα δύο εμπλεκομένους σε θέσεις-κλειδιά και αμέσως μετά απευθύνθηκε στον ελληνικό λαό: «Πρέπει η αλήθεια να αναδειχθεί στις διαστάσεις που πραγματικά έχει».

Από τον Βασίλη Γαλούπη

Το επίσημο σλόγκαν που μοιράστηκε από το Μαξίμου προς πάσα κατεύθυνση ήταν «όλα στο φως». Στο μυαλό του Μητσοτάκη υπήρχε από την αρχή μόνο ένα ποντάρισμα: ότι δεν θα χρειαστεί να έρθει τίποτα στο φως. Οτι, δηλαδή, δεν θα προκύψει κάτι άλλο για να αποκαλυφθεί και σύντομα η υπόθεση θα ξεχαστεί. Αυτή ήταν η «γραμμή» που χτίστηκε γρήγορα και από τα συστημικά ΜΜΕ.

Εκείνες τις αυγουστιάτικες μέρες των διακοπών ο πρωθυπουργός, αν και ανησύχησε, κατέληξε τελικά πως ο κίνδυνος είναι διαχειρίσιμος και δεν υπάρχει λόγος για εναλλακτικά σχέδια. Τα ΜΜΕ που κάνουν σέρβις στο Μαξίμου βιάζονταν να πείσουν ότι «από Σεπτέμβριο κανείς δεν θα ασχολείται». Η πολιτική εκτίμηση του πρωθυπουργού ήταν ότι η ζημιά θα μπορούσε να περιοριστεί μάλλον εύκολα.

«Καθάρισε» άμεσα τους δύο αυτοφωράκηδες για να φορτώσει τις ευθύνες και να δείξει ότι παίρνει κεφάλια στις στραβές, είπε ότι θα φτιάξει νέο νόμο, θεώρησε ότι έκανε την αυτοκριτική του για τον Ανδρουλάκη με τη δήλωση «ήταν νόμιμη, αλλά πολιτικά μη ανεκτή η παρακολούθηση» και όσο τα έγγραφα για την υποκλοπή στον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ καταστρέφονταν ο Μητσοτάκης συνέχιζε τα μπάνια του.

Ο πρωθυπουργός βρήκε πολύ γρήγορα μπροστά του τον κακό υπολογισμό του. Υποτίμησε τρεις παράγοντες: τη δημοσιογραφική έρευνα, την ανάγκη της αντιπολίτευσης να πάει το ζήτημα μέχρι τέλους, μα, πάνω απ’ όλα, την ακεραιότητα του Ράμμου.

Αποδείχθηκε ότι το Μαξίμου δεν είχε χτίσει καμία άμυνα. Οσο οι έρευνες προχωρούσαν, ο Μητσοτάκης αιφνιδιαζόταν με κάθε νέο στοιχείο που ερχόταν στο φως και σκόνταφτε ξανά και ξανά πάνω στα ψέματά του. Μαζί του έπαιρνε στον λαιμό του και τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που, πέραν ελάχιστων προφορικών διαφοροποιήσεων, αποστήθιζαν τη ρητορική Μαξίμου με την ελπίδα ότι θα καταφέρουν να αποδράσουν από τα τηλεοπτικά πάνελ δίχως να «τσαλακωθούν» πολύ.

Το τελευταίο του χαρτί

Στο φινάλε ο Μητσοτάκης επιστράτευσε το τελευταίο του χαρτί. Οταν η κάβα με τα ψέματα εξαντλήθηκε, άρχισε να πουλάει τρέλα, το τελευταίο καταφύγιο των απελπισμένων. Οπως αποδείχθηκε και από τη σουρεαλιστική εικόνα χθες στη Βουλή, η άρνηση της πραγματικότητας είναι ανίκητη στη μάχη. Στο επιχείρημα «είναι μέρα όταν έξω έχει ήλιο» ο Μητσοτάκης απαντά «όχι, νύχτα είναι, κι αυτό που βλέπετε είναι φεγγάρι».

Είναι σχεδόν επώδυνο για κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από την ιδεολογική του τοποθέτηση, να βλέπει επί έξι μήνες τον πρωθυπουργό της χώρας να επιδίδεται σε ασκήσεις αυτοεξευτελισμού, αγωνιώντας κάθε φορά να ξεγλιστρήσει από το μοιραίο, όσο και αυτονόητο: ότι αυτός, όπως λέει και ο νόμος του, είναι πίσω από τις υποκλοπές. Ακόμα και χθες αυτό που πέτυχε είναι, πρακτικά, να αποδεχτεί όλες τις κατηγορίες.

Ο διά νόμου υπεύθυνος της ΕΥΠ Μητσοτάκης δεν έχει προσφέρει στον κοινό διάλογο καμία χειροπιαστή απόδειξη που να καταρρίπτει κανένα στοιχείο. Ουδέποτε εντόπισε, συνέλαβε, ξεμπρόστιασε και έστειλε στη Δικαιοσύνη κανένα «ρυπαρό δίκτυο». Ουδέποτε η Δικαιοσύνη έκανε έρευνες κι ανακρίσεις. Ούτε καν ο Κοντολέων έχει λογοδοτήσει ακόμα.

Οχι μόνο για τη Ν.Δ., αλλά για όλη τη χώρα το πολιτικό σκηνικό και το κύρος των υπηρεσιών ασφαλείας είναι μια τραυματική εμπειρία. Υπουργοί, πολιτικοί αντίπαλοι, ανώτατοι στρατιωτικοί, δημοσιογράφοι κ.ά. έζησαν για μήνες και χρόνια με το κάθε 24ωρό τους «παγιδευμένο» από το ίδιο το Μαξίμου. Ακόμα και χθες ο πρωθυπουργός δεν βρήκε το θάρρος ούτε καν να διαψεύσει τα στοιχεία της ΑΔΑΕ για τους «6». Ούτε τα ονόματα των «παρακολουθούμενων» δεν τόλμησε να ψελλίσει.

Ομως, αυτό που ξεκίνησε ως ελάττωμα στην προσωπικότητα ενός ανθρώπου κατέληξε ως ελάττωμα για ένα ολόκληρο κόμμα, για μια ιστορική παράταξη που από το 1974 έχει παίξει κεντρικό ρόλο στη χώρα, εκφράζοντας σταθερά ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού.

Η Ιστορία έχει ήδη αποφανθεί

Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη η Ιστορία έχει ήδη αποφανθεί, ό,τι κι αν κάνει από εδώ και πέρα. Μπαίνει στην ίδια σελίδα με τον πατέρα του. Και οι δυο δεν έπαιξαν καθαρά, αλλά κυβέρνησαν με όπλο τις παράνομες υποκλοπές.

Αλλά, πάνω από κάθε Μητσοτάκη, υπάρχει μια παράταξη. Και η Ν.Δ. στην περίπτωση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη πλήρωνε για χρόνια τις μεθοδεύσεις του. Από το 1993 ο ελληνικός λαός εμπιστεύθηκε ξανά το κόμμα το 2004.

Χθες, ο Μητσοτάκης κρέμασε τα δικά του κουδούνια σε άλλους 155 άβουλους βουλευτές. Αιχμαλώτισε στις πρακτικές του ολόκληρο το κόμμα. Και κατάφερε να επιφέρει μια μόνιμη ζημιά, τραβώντας όλη την Κοινοβουλευτική Ομάδα του μακριά από τις αξίες που κάποτε η Ν.Δ. θεωρούσε πολύτιμες και αδιαπραγμάτευτες. Πάνω απ’ όλα ο πρωθυπουργός αποστράγγισε ό,τι είχε απομείνει από τη δημόσια δεξαμενή εμπιστοσύνης.

Βιογραφικό

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968 και είναι γιος του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Αποφοίτησε από το Κολλέγιο Αθηνών και σπούδασε Κοινωνικές Επιστήμες στο Χάρβαρντ, με μεταπτυχιακό στο Στάνφορντ. Εκανε πρακτική στις αγγλικές Chase Investment και McKinsey, στην οποία ήταν σύμβουλος το 1995-1997, ενώ στη συνέχεια εργάστηκε σε θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών Alpha και Εθνική. Για πρώτη φορά εξελέγη βουλευτής της Ν.Δ. το 2004 και το 2013 διετέλεσε υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Από το 2016 είναι πρόεδρος του κόμματος και από τις 7 Ιουλίου 2019 πρωθυπουργός της Ελλάδος.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ