Ζακ Καρύ – Ο σκιτσογράφος που απεικόνισε τον Παρθενώνα λίγο πριν καταστραφεί από την έκρηξη του Μοροζίνι

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ


Ο Ζακ Καρύ (Jacques Carrey, 12 Ιανουαρίου 1649 – 18 Φεβρουαρίου 1726) ήταν Γάλλος ζωγράφος και σκιτσογράφος. Είναι γνωστός για τα σκίτσα που έκανε το 1674 απεικονίζοντας πιστά τον Παρθενώνα λίγο πριν καταστραφεί από την έκρηξη του Μοροζίνι. 

Γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1649 στην Τρουά (Troyes). Μαθήτευσε στον Σαρλ Λε Μπρεν (Charles Le Brun), τον βασιλικό ζωγράφο της αυλής του Λουδοβίκου ΙΔ’.

Ο διδάσκαλός του τον πρότεινε για να συνοδεύσει μαζί με άλλους νεαρούς μαθητευόμενους τον διπλωμάτη και συλλέκτη αρχαιοτήτων Σαρλ Ανρί Φρανσουά Ολιέ ντε Νουαντέλ (Charles-Henri-François Olier de Nointel) που διατελούσε ως γαλλικός απεσταλμένος στην Υψηλή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη. Αποστολή του Καρύ ήταν η ακριβής και λεπτομερής αντιγραφή των σημαντικότερων κτιρίων.

Στα έτη 1670 με 1679 ο Καρύ έφτιαξε περίπου 500 σχέδια ζωγραφικής, απαθανατίζοντας την καθημερινή ζωή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Ελλάδα, Μικρά Ασία και Παλαιστίνη. Απεβίωσε στις 18 Φεβρουαρίου 1726 στην γενέτειρά του. Τα έργα του φιλοξενούνται στο Μουσείο του Λούβρου.

Η τελευταία απεικόνιση ακέραιου του Παρθενώνα σε πανόραμα του 1674

Ένας από τους αντιπροσωπευτικούς πίνακες για την ιστορία της Αθήνας είναι και μια ελαιογραφία του 1674. Πρόκειται για το έργο του Γάλλου ζωγράφου Jacques Carrey «Ο Γάλλος πρεσβευτής του Λουδοβίκου 14ου στην Κωνσταντινούπολη, Charles Marie-Francois Olier, marquis de Nointel και η ακολουθία του με φόντο την Αθήνα και την Ακρόπολη».

Η ιστορική σημασία που έχει ο πίνακας αυτός δεν είναι μόνο μεγάλη αλλά και τριπλή, αφού:

Πρώτον, πρόκειται για την πρώτη μετά από αιώνες (με εξαίρεση το σχέδιο του Ανώνυμου της Βόννης από το 1670 που εκτίθεται στο Kunstmuseum) αναπαράσταση της Αθήνας που βασίζεται σε επιτόπια παρατήρηση και όχι σε φαντασία όπως αρκετών προηγούμενων σχεδιαστών, αποτελώντας και την μοναδική πιστή πανοραμική απόδοση μιας πόλης η οποία πιστευόταν στην Δύση πως είχε χαθεί.

Δεύτερον, ο Charles Marie-Francois Olier de Nointel που είναι η κεντρική φιγούρα του πίνακα, ήταν και ο τελευταίος περιηγητής που είδε τον Νοέμβριο του 1674 ακέραιο τον Παρθενώνα, μόλις 13 χρόνια πριν από την ανατίναξή του από τις βόμβες των Βενετών τον Σεπτέμβριο του 1687.

Τρίτον, είναι η πρώτη ελαιογραφία και ταυτόχρονα ο μεγαλύτερος σε μέγεθος πίνακας (260 x 520) με θέμα την Αθήνα και την Ακρόπολη.

Στον πίνακα, ο Γάλλος πρεσβευτής απεικονίζεται σε αριστερό προφίλ με την επίσημη στολή του, να κρατά το καπέλο με το αριστερό χέρι του κάτω από τη μασχάλη και δίπλα του να τον υποδέχεται σε στάση ανατολίτικης διπλωματικής αβρότητας ο Τούρκος τοποτηρητής.

Ο ντυμένος στα κόκκινα άνδρας που φαίνεται να ποζάρει αν φας σε μια επιτηδευμένη πόζα κρατώντας το μπαστούνι εικάζεται ότι είναι είτε ο κόμης René Gaspard de La Croix (1611-1674) ιδρυτής του οίκου de Castries είτε ο Γάλλος οριενταλιστής συγγραφέας και αρχαιολόγος Antoine Galland (04.04.1646 – 17.02.1715) γνωστός ως πρώτος Ευρωπαίος ο οποίος μετέφρασε τις «Χίλιες και Μία Νύχτες» (ως «Les mille et une nuits») είτε ακόμη ο Joseph-Antoine le Fèbvre de LaBarre (1622–1688) κυβερνήτης της Νέας Γαλλίας στην Βόρεια Αμερική μεταξύ 1682 και 1685.

Στους ακολούθους του Nointel συμπεριλαμβανόταν και ο Ιταλός Cornelio Magni από την Πάρμα (1638 – 1692) ο οποίος δημοσίευσε οδοιπορικά για Αιγαίο, Βαλκανική, Συρία, Κύπρο, Παλαιστίνη και Ελλάδα.

Δεξιά εικονίζονται γυναίκες με φερετζέ όπως απαιτούσαν τα μουσουλμανικά έθιμα, πιο πίσω διακρίνονται έφιπποι και πεζοί Τούρκοι με τα τουρμπάνια τους καθώς και ένας γενίτσαρος με το χαρακτηριστικό μακρόστενο λευκό καπέλο του.
Σε πρώτο φόντο φαίνονται και δύο ακόμη άνδρες, πιθανότατα Έλληνες αφού δεν φορούν τουρμπάνι ή φανταχτερά χρώματα αλλά φέσι και σκούρα ενδυμασία.

Η Αθήνα στο βάθος του πίνακα, όπως φαίνεται πανοραμικά από την περιοχή της Δεξαμενής, στους πρόποδες του Λυκαβηττού, αποδίδεται περιτειχισμένη. Φαίνεται το βόρειο τμήμα της Ακρόπολης, ένα πλήθος τζαμιών, όπως μαρτυρούν οι μιναρέδες που προεξέχουν από αυτά, ενώ και στον Παρθενώνα υπάρχει μιναρές αφού είχε μετατραπεί ήδη από τον προηγούμενο αιώνα σε τζαμί (ο μιναρές θα εμφανισθεί τελευταία φορά σε ακουαρέλα άγνωστου καλλιτέχνη στις αρχές της δεκαετίας του 1830). Οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει την πόλη το 1456 και την Ακρόπολη τον Ιούνιο του 1458. Ο Μωάμεθ επισκέφθηκε την Αθήνα τον Αύγουστο του 1458 και έμεινε για 4 ημέρες. Σε ανάμνηση δε της επίσκεψης του ανεγέρθηκε στο βόρειο άκρο της άλλοτε Ρωμαϊκής αγορά το -γνωστό και ως «το τζαμί του Σταροπάζαρου»- Φετιχέ Τζαμί, στα ερείπια της Βυζαντινής εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων.

Οι Τούρκοι έκαναν μετατροπές στον Παρθενώνα με την προσθήκη ενός μιναρέ, ενώ το Ερέχθειο το χρησιμοποίησαν για στέγαση του χαρεμιού. Σύντομα ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε τζαμί με ένα κτίσμα που έβλεπε προς την Μέκκα στο εσωτερικό του, ενώ στην δε Ακρόπολη χτίστηκαν πολλά σπίτια που κάλυπταν όλη την επιφάνειά της και σε αυτά έμεναν αποκλειστικά Τουρκικές οικογένειες, η φρουρά και ο διοικητής της Αθήνας. Αντίθετα, απαγορευόταν η είσοδος σε Χριστιανούς αν δεν είχαν ειδική άδεια. Ο πίνακας δημιουργήθηκε μεταξύ δύο καταστροφών του 17ου αιώνα: του κεραυνού που ανατίναξε τα Προπύλαια το 1640 καθώς στο εσωτερικό τους ήταν αποθηκευμένη πυρίτιδα η πρώτη και του Morosini η δεύτερη. Ο Παρθενώνας έγινε ξανά χώρος αποθήκευσης πυρίτιδας και στην πολιορκία των Ενετών με αρχηγό τον μετέπειτα Δόγη Φραγκίσκο Μοροζίνι, τη νύχτα της 26ης Σεπτεμβρίου του 1687, μία οβίδα έπεσε στον Παρθενώνα και τον ανατίναξε. Στα ερείπια του Παρθενώνα οι Τούρκοι έχτισαν σχεδόν αμέσως μετά ένα νέο τζαμί το οποίο κατεδαφίστηκε μετά την απελευθέρωση το 1844 μαζί με όλα τα σπίτια που βρίσκονταν στον βράχο. Το 1875 κατεδαφίστηκε και ο μεσαιωνικός ψηλός πύργος των προπυλαίων.

Αριστερά φαίνονται οι στύλοι του Ναού του Ολυμπίου Διός όταν ακόμη ήταν 17. Ο 17ος στύλος γκρεμίστηκε το 1759 από τον τότε βοεβόδα Μουσταφά Αγά Τζισταράκη προκειμένου να χρησιμοποιήσει τον ασβέστη για το μαρμαροκονίαμα των τοίχων του «τζαμιού του Κάτω Σιντριβανιού» (πρόκειται για το τζαμί της Πλατείας Μοναστηρακίου) που χτίσθηκε εκείνην την χρονιά. Κατά τη λαϊκή πρόληψη, το γκρέμισμα ιερής κολόνας, οποιασδήποτε θρησκείας, έφερνε καταστροφή και έτσι, λίγο μετά την ανέγερση του τζαμιού, η πρωτεύουσα χτυπήθηκε από επιδημία πανώλητος. Η ευθύνη καταλογίστηκε στον βοεβόδα, ο οποίος εκτοπίστηκε.

Εκτός των τειχών φαίνεται και ένας ναός που ανήκε σε ορθόδοξο μοναστήρι. Πρόκειται για την σημερινή Ρωσική Εκκλησία επί της οδού Φιλελλήνων. Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε στο σημείο αυτό ιερό αφιερωμένο στον Λύκειο Απόλλωνα. Επί Ειρήνης της Αθηναίας (780-802) χτίστηκε μια μικρή χριστιανική εκκλησία. Τον 11ο αιώνα, χτίστηκε και γυναικείο μοναστήρι, της Παναγίας Σωτήρας του Λυκοδήμου (ονομάστηκε «του Λυκοδήμου», επειδή είχε χτιστεί πάνω σε ναό του Λυκείου Απόλλωνα). Μετά την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους, την μονή πήραν Βενεδικτίνοι καλόγεροι. Έμειναν σ’ αυτήν έως το 1669 οπότε περιήλθε εκ νέου στον έλεγχο των Ορθοδόξων και λειτούργησε ως ανδρική μονή. Όταν οι Ενετοί του Μοροζίνι πολιορκούσαν την Αθήνα, το 1687, ο ναός έπαθε ζημιές από κανονιοβολισμούς. Ένας σεισμός γκρέμισε τα κελιά το 1701, αλλά ανοικοδομήθηκαν εκ νέου.

Η μονή (εκτός από το καθολικό) κατεδαφίστηκε από τον Χατζή Χασεκή το 1778, προκειμένου τα υλικά να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή τείχους που θα προστάτευε την πόλη. Στα κατοπινά χρόνια η μονή έγινε μετόχι του μοναστηριού της Καισαριανής. Ο ναός έπαθε μεγάλες ζημιές, όταν στην Επανάσταση το 1827 δέχτηκε κανονιοβολισμούς από τους Τούρκους. Το 1847 ο Ρώσος πρεσβευτής στην Αθήνα ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να δοθεί στην πρεσβεία ο ναός, ώστε αφού επισκευαστεί να καλύψει τις λατρευτικές ανάγκες της ρωσικής παροικίας. Η αναστήλωση ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 1850. Το 1855, και έγιναν τα εγκαίνια. Αφιερώθηκε στην Αγία Τριάδα.

wikipedia, thanpan

ΔΗΜΟΦΙΛΗ