Η Λίλιθ είναι μυθικός θηλυκός Μεσοποτάμιος νυχτερινός δαίμονας που σχετίζεται με τον άνεμο και πιστεύεται ότι βλάπτει τα παιδιά.
Στο Ταλμούδ και το Μιδράς, η Λίλιθ εμφανίζεται σαν νυχτερινός δαίμονας.
Σύμφωνα με κάποια απόκρυφα κείμενα της καθολικής εκκλησίας, η Λίλιθ ήταν η πρωτόπλαστη γυναίκα και φτιάχτηκε όπως ο Αδάμ από χώμα, οπότε ήταν ίση του, σε αντίθεση με την Εύα. Όταν ο Αδάμ προσπάθησε να την καθυποτάξει, η Λίλιθ πρόφερε το ιερότερο από τα ονόματα του Θεού και υψώθηκε στον ουρανό. Ο Αδάμ παραπονέθηκε στον Θεό, ο οποίος της έδωσε την επιλογή ή να υποταχθεί στον Αδάμ είτε να φύγει από τον Κήπο της Εδέμ και πολλά από τα παιδιά που θα κάνει να πεθαίνουν. Η Λίλιθ, για να μπορέσει να έχει ελεύθερη βούληση, διάλεξε να εγκαταλείψει τον Κήπο της Εδέμ. Έπειτα από τη φυγή της, ο Αδάμ νιώθοντας μοναξιά παρακάλεσε το Θεό και του έδωσε μια γυναίκα υποτακτική, την Εύα.
Ετυμολογία
Το όνομά της κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από την Σουμεριανή Λιλλάκε και σημαίνει (σε ελεύθερη μετάφραση) «η Θεϊκή Γυναίκα». Εμφανίζεται για πρώτη φορά σε αρχαία Σουμερικά μυστικιστικά γραπτά και φυλαχτά ως Λιλλάκε, που είναι το απόκρυφο όνομα της Θεάς Μπελίλι. Την ξανασυναντάμε με το όνομα Μπααλάτ (που είναι παράφραση του «Μπελίλι») στους καναΐτες.
Παρουσία και λατρείες
Λίγο αργότερα την ξανασυναντάμε στις Εβραϊκές δοξασίες ως δαιμόνισσα της ερήμου και η πρώτη «επίσημη» εμφάνισή της στο Εβραϊκό και Χριστιανικό δόγμα με το όνομα Λίλιθ γίνεται με μια πολύ σύντομη αναφορά στην Βίβλο, όπου αναφέρεται και πάλι ως δαιμόνισσα, καθώς και στα Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας.
Κατά την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο χαρακτήρας της Λίλιθ ξεκινά πλέον να έχει «πρωταγωνιστικό ρόλο» στις δοξασίες που σχετίζονται με το Σκότος και η πρώτη σοβαρή αναφορά της γίνεται στο Εβραϊκό Ταλμούδ.
Πριν όμως από όλες τις προαναφερόμενες γραπτές παρουσίες της, συναντάμε και πολλές ταυτίσεις της στις λαϊκές δοξασίες με διάφορες άλλες αρχαίες Θεότητες όπως η Εκάτη, η Περσεφόνη, η ινδική Κάλι και άλλες.
Με όλες αυτές τις προ-εβραϊκές εμφανίσεις της, γεννάται η απορία για το κατά πόσον η ιστορία της Λίλιθ ως πρωτόπλαστης προϋπήρξε και κρίθηκε απόκρυφη ή προστέθηκε αργότερα. Πάντως σίγουρα λύνει τον γρίφο που δημιουργεί το πρώτο με το δεύτερο Βιβλίο της Γένεσης, αναφέροντας αρχικά στο πρώτο ότι ο Θεός έπλασε τον άνδρα και την γυναίκα ενώ αργότερα στο δεύτερο παρουσιάζοντας τον άνδρα μόνο και με ανάγκη για συντροφιά.
Στα Καμπαλιστικά γραπτά η Λίλιθ αναφέρεται κυρίως ως σύντροφος του Σαμαήλ και ως η θηλυκή έκφρασή του. Αναφέρεται επίσης και ως η προσωποποίηση του πειρασμού, καθώς και ως το πρώτο σούκουμπους που επιτίθετο στον Αδάμ ενώ αυτός κοιμόταν.
Την ξανασυναντάμε στην Μεσαιωνική θρησκευτική ζωγραφική, όπου αναπαριστάται ως ο πειρασμός του Αδάμ και της Εύας (ο απαγορευμένος καρπός) είτε ως φίδι με γυναικείο κεφάλι είτε ακόμα μερικές φορές ως κανονική γυναίκα που τους προσφέρει τον καρπό. Αυτό είναι κάτι που μας οδηγεί στο να συνδέσουμε τον Όφι του κήπου της Εδέμ με την Λίλιθ.
Φτάνοντας στον 19ο αιώνα, η Λίλιθ απολαμβάνει για άλλη μια φορά την διασημότητα μέσω του ψυχολόγου Καρλ Γιουνγκ, που την χρησιμοποιεί ως έκφραση και προσωποποίηση του αρσενικού άνιμους, δηλαδή την καταπιεσμένη θηλυκή πλευρά του κάθε άνδρα.
Κατά τον ίδιο αιώνα, η Λίλιθ ξεκινά αργά αλλά σταθερά να μεταλλάσσεται από πλάσμα δαιμονικό σε σύμβολο θηλυκότητας. Πάμπολλες φεμινίστριες την λατρεύουν ως το αυθεντικό θηλυκό ίνδαλμα που απαρνείται ακόμα και τον κήπο της Εδέμ για χάρη της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας της και η δαιμονική και παιδοκτόνος πλευρά της παραμερίζεται και απορρίπτεται.
Τα νεοπαγανιστικά κινήματα (όπως το Wicca) αποδέχονται την Λίλιθ ως Θεότητα-Προστάτιδα της σκοτεινής γυναικείας πλευράς αλλά και του γυναικείου ερωτισμού, θέλοντας έτσι να δείξουν ότι αντιτίθενται στην φαλλοκρατική καθημερινότητα. Λατρεύεται όμως μέχρι τις μέρες μας και από διάφορα σκοτεινά τάγματα με την αρχική της μορφή, ως Αρχόντισσα του Σκότους δηλαδή, καθώς και ως η Ηγέτιδα των άυλων Βαμπίρ (incubi & succubi).
Η Λίλιθ είναι η μυθολογική πρώτη σύζυγος του Αδάμ. Όπως και ο Αδάμ, δημιουργήθηκε από τον Θεό [1] ως πρώτη αναφορά ανθρώπινης ζωής στην Βίβλο. Η Εύα έρχεται μετά, δημιουργημένη από το πλευρό του Αδάμ καθώς κοιμόταν:
…και θα ονομαστεί Γυναίκα, αφού αυτό πάρθηκε από Άνδρα (Γένεσις 2:24)
Αυτή η φανερή αντίθεση μπορεί να εξηγηθεί μόνο με την προϋπόθεση της ύπαρξης θηλυκού ανθρώπου πριν την Εύα. Και αφού μόνο η Εύα αναφέρεται στον κήπο της Εδέμ, η πρoκάτοχός της θα πρέπει να έφυγε πριν το όλο σκηνικό. Η απουσία της Λίλιθ από την Βίβλο εξηγείται λόγω της πατριαρχικής αντίληψης και επικράτησης των Ιουδαίων/Χριστιανών.
Ο σημιτικός θρύλος περιγράφει την Λίλιθ να αρνείται την επιβολή του Αδάμ (σεξουαλικά κατά το να είναι «από κάτω»), και σε στιγμή πικρίας ξεστόμισε το ιερότερο των ονομάτων του Θεού και πέταξε στον αέρα, με αποτέλεσμα να διωχτεί από τον Θεό στην έρημο. Η μόνη αναφορά στις τωρινές γραφές τις Βίβλου είναι κατά Ιεζεκιήλ, όπου μιλάει για την ζωή της στην έρημο. Η Λίλιθ περιγράφεται με διάφορες μορφές, που επισκέπτεται τα όνειρα ανδρών και συνευρίσκεται μαζί τους.
Άλλοι μύθοι και μορφές
Το Φίδι που δελέασε την Εύα με τον Καρπό του Δέντρου της Γνώσης.
Ερωμένη του Εωσφόρου στην κόλαση: αποδείχτηκε να είναι ανυπόταχτη ακόμα και στον Πρίγκιπα του Σκότους, ο οποίος την έδιωξε στην έρημο για άλλη μια φορά.
Το πρώτο Βαμπίρ, που ήρθε στον Κάιν αφού αυτός εγκαταλείφθηκε από τον Θεό για τον φόνο του Άβελ.
Η Μαύρη Μόρα.
Μητέρα των Λίλουμ, των Γήινων δαιμόνων.
Στην αρχαία Σουμερία, η Λίλιθ ήταν Θεότητα και βοηθός της Ινάννα.
Στους Σημιτικούς λαούς της Μεσοποταμίας ήταν αρχικά μορφή παρόμοια με αυτήν της Λιλ, Σουμέριας Θεά των καταστροφικών ανέμων και καταιγίδων. Αργότερα στην Ανατολή παρομοιάστηκε με την Λαμαστού, ένα δαιμονικό θηλυκό πνεύμα γνωστό στην Συρία ως η δολοφόνος των βρεφών. Εδώ απέκτησε και τους χαρακτηρισμούς ως φτερωτός γυναικείος δαίμονας της νύχτας (Talmud), ως επικίνδυνο Βαμπίρ και Succubus (Ζοχάρ), ως η μητέρα των Incubi και Succubi και ως νυχτερινής κουκουβάγιας (Βίβλος).