Γιώργος Μπάτης: Ρεμπέτης και μάγκας

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Γιώργος Μπάτης (πραγματικό όνομα: Γιώργος Τσώρος, 1885 – 10 Μαρτίου 1967), γνωστός και ως Γιώργος Αμπάτης, ήταν Έλληνας μουσικός. Ήταν ένας από τους πρώτους και σημαντικότερους μουσικούς του ρεμπέτικου καθώς επίσης και γνωστός μάγκας του Πειραιά.

Είχε μεγάλη αγάπη για τη μουσική και διατηρούσε σημαντική συλλογή μουσικών οργάνων. Είχε πέντε μπουζούκια, δύο μπαγλαμάδες, ένα μισομπούζουκο, μια κιθάρα και μια ρομβία-λατέρνα.

Γεννήθηκε το 1885 στα Παλαιά Λουτρά του δήμου Μεθάνων και σε ηλικία 8 ετών μετακόμισε οικογενειακώς στον Πειραιά.

Στα μέσα της δεκαετίας του ΄20 άνοιξε χoροδιδασκαλείο το οποίο ονομαζόταν «Κάρμεν». Εργάστηκε ακόμη ως πωλητής αυτοσχέδιων φαρμάκων κατά του πονόδοντου, περιπλανώμενος οδοντογιατρός, μικροπωλητής και ενεχυροδανειστής. Το 1931 άνοιξε ένα καφενείο, το «Ζώρζ Μπατέ», το οποίο αποτέλεσε ένα από τα λίκνα του ρεμπέτικου. Στο καφενείο του σύχναζε και ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης.

Την δεκαετία του ΄30 ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη μουσική και συνεργάστηκε στενά, με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστο Δελιά στη ρεμπέτικη κομπανία «Η τετράς η ξακουστή του Πειραιώς».

Το 1933 ο Γιώργος Μπάτης κάνει τις πρώτες ηχογραφήσεις με μπουζούκι στην Ελλάδα. Ωστόσο δεν άφησε μεγάλη δισκογραφία (μόλις 17 τραγούδια), διότι όπως και πολλοί άλλοι μεγάλοι ρεμπέτες της εποχής (Βαγγέλης Παπάζογλου, Ανέστος Δελιάς, Γιοβάν Τσαούς κ.α.) σταμάτησε να ηχογραφεί το 1937 επειδή αρνούνταν να υποβάλλεται στην λογοκρισία από το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά.

Αν και ηχογράφησε μόνο 17 τραγούδια σε δίσκους γραμμοφώνου, υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές του κλασικού πειραιώτικου ρεμπέτικου τραγουδιού. Οι σημαντικότερες επιτυχίες του: «Ο τεκές του Μπάτη», «Ο Ωρωπός», «Από κάτω απ’ το ραδίκι», «Βάρκα μου μπογιατισμένη», «Η Παπαδιά», «Ο Θερμαστης», «Κάτω στην Άγια Μαρίνα», «Ατσιγγάνα με φωνάζουν», «Εφουμέρναμε χασίσι», «Ο γαλατάς», «Η Αλεξάνδρα», «Γιαχνί σοκάκι», «Κάτω στο γυαλό στην άμμο», «Φωνογραφητζήδες», «Βλέπω τέσσεροι παρέα», «Στρατώνα», «Καμηλιέρικο», «Ζεϊμπεκάνο Σπανιόλο» («Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα»), «Ο Mπουφετζής», «Σού ‘χει λάχει», «Μάγκες καραβοτσακισμένοι», «Το μπαρμπεράκι», «Γυφτοπούλα στο χαμάμ» κ.ά.

Είχε πολύ έντονη την αίσθηση του χιούμορ και οι πλάκες του άφηναν εποχή. Ντυνόταν πάντοτε στην «πέννα», στο κλασσικό στυλ του «παλιόμαγκα», με μαύρο κουστούμι, άσπρο πουκάμισο, παπιγιόν, σκληρό καπέλο και κρατούσε μπαστουνάκι. Φορούσε στιβάλια μυτερά και ψηλοτάκουνα, χαρακτηριστικά παπούτσια των «Κουτσαβάκηδων».

Πέθανε στις 10 Μαρτίου το 1967 και θάφτηκε αγκαλιά με τον αγαπημένο του μπαγλαμά, όπως ο ίδιος είχε ζητήσει.

wikipedia, sansimera

ΔΗΜΟΦΙΛΗ