Το ξεκίνημα του Ποιητή της Ελλάδας και της καρδιάς μας: Πριν από 60 χρόνια, ο Δημήτρης Ιατρόπουλος εκδίδει την πρώτη του συλλογή!

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Σήμερα,πρώτη μέρα της Άνοιξης, Εαρινή Ισημερία του 2023, το Olympia gr. συνεορτάζει με όλες τις Ποιήτριες κι όλους τους Ποιητές του κόσμου, την Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης, με ένα Αφιέρωμα στον Ποιητή Δημήτρη Ιατρόπουλο,που ακριβώς σαν σήμερα,πριν από 60 συναπτά έτη,την 21η Μαρτίου 1963,ξεκίνησε την πνευματική του διαδρομή,αφού την ημέρα αυτή εκδόθηκε η Πρώτη Ποιητική Συλλογή του, οι “ΑΠΟΛΟΓΙΕΣ”!

Απευθυνθήκαμε στον ίδιο τον Ποιητή ο οποίος σε μιαν άκρως τιμητική για την Ιστοσελίδα μας αποκλειστικότητα,μας αφηγήθηκε τον τρόπο με τον οποίο εκδόθηκε η πρώτη του συλλογή.

Και επειδή,όσο κι αν ψάξαμε,δεν βρήκαμε παρόμοιο τρόπο έκδοσης μιας ποιητικής συλλογής και μάλιστα της πρώτης ενός Ποιητή,σε ολόκληρη την ιστορία της νεότερης ποίησής μας,σας παρουσιάζουμε σήμερα την μοναδική αυτή περίπτωση στα ποιητικά χρονικά του τόπου μας.

Ο λόγος λοιπόν,στον Δημήτρη Ιατρόπουλο..

Το χειμώνα του 1962, ήμουν τότε 17 χρονών, εργαζόμουν στην παλιά “Κολούμπια” του Τάκη Λαμπρόπουλου και το βράδυ πήγαινα στο Νυχτερινό Οκτατάξιο Γυμνάσιο. Τις νύχτες για κάποιες ώρες,μετά το σχολείο πήγαινα στον “Μαγεμένο Αυλό” στην Πλατεία Προσκόπων στο Παγκράτι,όπου ήταν το στέκι του Μάνου Χατζιδάκι κι εκεί παρέα με τον αξέχαστο μαέστρο μαζευόμασταν νέοι κυρίως διανοούμενοι και καλλιτέχνες και τον ακούγαμε να μας μιλάει “για την μαγεία της τέχνης και την τέχνη της μαγείας”,όπως του έλεγα και του άρεσε..

D9261692 A794 4107 B40F 4129411043C2
Ο Δημήτρης Ιατρόπουλος όταν έγραψε την πρώτη του ποιητική συλλογή πριν από 60 χρόνια!

Αυτό γινόταν απ’ τα 15 χρόνια μου. Ο Μάνος ήξερε για την ποίησή μου κι ήταν ο πρώτος που μου είχε πει να εκδώσω  την πρώτη μου συλλογή..

Όπως ίσως σας είναι γνωστό από άλλες πηγές,ξεκίνησα να γράφω ποίηση στα 8 χρόνια μου και από τα 12 θεωρήθηκα ανθολογητέος από κατοπινούς καθηγητές και διανοούμενους που διάβασαν τα πρώτα μου ποιήματα..

Έτσι εκείνο τον χειμώνα,μάζεψα το υλικό που θεώρησα ότι έπρεπε να εκδοθεί, και μίλησα στον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ο Κυριάκος, ο όμορφος μπαρμπέρης της ιστορικής Πλατείας Ομονοίας της δεκαετίας του 60, μου ζήτησε να τα διαβάσει πρώτα. Του τα έδωσα. Τα διάβασε. Με κοίταξε σοβαρά και μου είπε:

Δημητράκο,  (έτσι με αποκαλούσε) δεν καταλαβαίνω γρυ απ’ όλα αυτά που γράφεις τόσα χρόνια,όμως έχεις μια δικιά σου τρέλα παιδί μου και μακάρι να σε βγάλει εκεί που θέλεις..Τι θες από μένα τώρα;”

Μου μιλούσε για την “τρέλα” μου,γιατί όταν με ρωτήσανε σαν ήμουν 5 χρονών,κάτι πελάτες του στο κουρείο που με είχε πάρει μαζί του μια μέρα, Δημητράκη τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις” τους απάντησα: “Εγώ θα γίνω ποιητής.”

Του είπα λοιπόν,ότι θα χρειαστώ χρήματα για να τυπώσω το βιβλίο,που βέβαια θα ήταν το πρώτο μου βιβλίο και θα αναγνωριζόμουν έτσι επίσημα σαν αυτό που ήθελα δηλαδή ως Ποιητής. Με ξαναρώτησε πόσα, και τότε πήγα από τη γειτονιά μας, εκεί κάπου στα Σεπόλια που ζούσαμε τότε, στην Πλατεία Αττικής σ’ ένα υπόγειο που είχε το τυπογραφείο του ένας αγωνιστής της Αριστεράς που μόλις είχε επιστρέψει από τις φυλακές και τις εξορίες, ο  Κουλουφάκος, που με ρώτησε πόσες σελίδες θα έχει το βιβλίο, του είπα,και μου απάντησε: “Φιλαράκο μου,για σένα, μιας κι είναι η πρώτη σου συλλογή, 3.000 δραχμές,δε γίνεται πιο κάτω..”.

Γυρίζοντας σπίτι τα είπα στον πατέρα μου. Χαμογέλασε, “Τρεις χιλιάδες Δημητράκο για το βιβλίο;” Λίγο μουδιασμένος,περίμενα να δω τι θα αποφασίσει. Γιατί το 1963, (είχαμε μπει πια στον καινούργιο χρόνο,ήμουν κι εγώ δεκαεπτάμιση χρονών πλέον..) με 3.000 δραχμές ήσουν…γαμπρός! Ήταν μισθός αρεοπαγίτη ας πούμε!

“Εντάξει γιε μου,σε καμιά  βδομαδούλα θα σ’ έχω έτοιμο. Χαλάλι σου..”

Πού θα τα βρεις πατέρα,”τον ρώτησα αμήχανα..Γιατί ήμασταν φτωχοί, όπως το λέει η λέξη, με χίλια ζόρια τα φέρναμε βόλτα, η μάνα δούλευε νυχτερινή αποκλειστική νοσοκόμα κι έκανε και ενέσεις στη γειτονιά, εγώ έβγαζα ένα χαρτζιλίκι στην Κολούμπια, γιατί ο Χατζιδάκις είχε μιλήσει με το Λαμπρόπουλο κι επειδή ξενυχτούσα και κάπνιζα από τότε, με φροντίζανε μην αρρωστήσω κι έτσι δούλευα  στην εταιρία παρ-τάϊμ, πήγαινα πιο αργά το πρωί κι έφευγα πιο νωρίς για το γυμνάσιο το απόγευμα,  ο πατέρας πάλι, ό,τι έβγαζε στο κουρείο αλλά είχαμε και έξοδα για τον μακαρίτη τον αδελφό μου που είχε μετατραυματική επιληψία και μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία από παιδί..

Θα τα βρω σου λέω,άντε στον τυπογράφο εσύ και μη νοιάζεσαι..”

Πήγα,ξεκινήσαμε με τον Κουλουφάκο, τότε τα βιβλία βγαίνανε με στοιχειοθεσία στην κάσα όπως λεγότανε, γράμμα-γράμμα,κάναμε μαζί και τις διορθώσεις,εγώ είχα μεγάλη σχέση με τη γλώσσα μας από μικρό παιδί,4 ετών έγραφα και διάβαζα κανονικά,βρήκα κι ένα φίλο σχεδιαστή στη γειτονιά, το Λάκη Νότη, μου έφτιαξε ένα χειροποίητο εξώφυλλο, τον “πλήρωσα” αφιερώνοντας του το πρώτο ποίημα,τέλος βγάλαμε το βιβλίο, έδωσα τα λεφτά στον τυπογράφο και ξεκίνησα την πνευματική μου διαδρομή, επίσημα πλέον, ως ποιητής..

7B1F6386 F9C0 4888 A547 F7457AB1898D
Αυτή είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του μεγάλου μας ποιητή, Δημήτρη Ιατρόπουλου

Ήμουν απίστευτα συγκινημένος έτρεμα από χαρά, αλλά και γεμάτος αυτοπεποίθηση, αισθανόμουν ότι είχα πιάσει τον Πάπα απ’ τ’ αρχίδια όπως λέγαμε στη γειτονιά μας, απ’ την άλλη ο Χατζιδάκις με είχε τονώσει πολύ, μου έλεγε: “Εσύ και να μην έγραφες ποιήματα,δεν θα έχανες τίποτε,γιατί είσαι ο ίδιος ένα ολοκληρωμένο ποίημα και πρέπει οι άλλοι να γράφουν για σένα..”.

Αλλά κι ο τρόπος που ζούσα,γέμιζε τις μπαταρίες μου με άγια επανάσταση, κιόλας ανέβαινα στις πρώτες μπουάτ και διάβαζα τα ποιήματά μου στους φοιτητές πριν τελειώσω εγώ καν, το γυμνάσιο..

Όμως, ένα τώρα μένει πια, το σημαντικότερο, να σας εξομολογηθώ: Πώς βρήκε και μου τα έδωσε τόσα χρήματα ο πατέρας μου..

Λοιπόν, στη δεκαετία του 60, η Πλατεία Ομονοίας,ήταν κυριολεκτικά η καρδιά της Ελλάδας! Υπήρχαν όλα μαζεμένα εκεί. Το ιστορικό φαρμακείο του Μπακάκου,που ήταν το κέντρο όλων των ραντεβού, όλοι οι επαρχιώτες που έρχονταν στην Αθήνα,εκεί συναντούσαν τους γνωστούς τους, εκεί βρίσκανε αφεντικά για δουλειές.

Η Πλατεία ήταν γεμάτη μπαγαπόντηδες,παπατζήδες,καφενεία με γραφικούς επαγγελματίες ψευδομάρτυρες, γιατί εκεί ήταν και τα Δικαστήρια..

Εκεί και η πιάτσα των ταξιτζήδων που πήγαιναν τους πιο φραγκάτους στο Λουτράκι. Πιο κάτω στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, απέναντι απ’ το Εθνικό Θέατρο, ήταν η πιάτσα των ιερόδουλων με τους αγαπητικούς τους.

Ακόμη οι σαράφηδες, οι υπαίθριοι αργυραμοιβοί,και η μεγάλη στοά στις αρχές της οδού Αγίου Κωνσταντίνου πάνω στην Πλατεία, η Στοά Δεβερίκου, εκεί στο 4 της στοάς, ήταν το κουρείο που δούλευε ο πατέρας μου..

Μια απίστευτη Αυλή των Θαυμάτων που ζούσε όπως είπαμε κυρίως απ τους νεόφερτους επαρχιώτες, όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, μια υπόγεια συμφωνία ξετυλιγόταν κάθε μέρα σ’  όλη την Πλατεία.. Ο πατέρας μου είχε και πελάτες καλλιτέχνες,ο Βασίλης Λογοθετίδης κουρευόταν εκεί, ο Σπυρόπουλος κι ο Παπαδούκας οι συγγραφείς αλλά και ηθοποιοί απ’ το  Εθνικό, η Πλατεία Ομονοίας ήταν στ’ αλήθεια η καρδιά της Ελλάδας του ’60.

Εγώ τους ήξερα και με ήξεραν όλοι αυτοί, γιατί τα καλοκαίρια πήγαινα στο κουρείο ως βοηθός, ξεσκόνιζα τους πελάτες και μου δίνανε φραγκοδίφραγκα χαρτζιλικάκι..

Ε, λοιπόν ναι! Ο πατέρας μου, ο Κυριάκος Ιατρόπουλος, “ο ’μορφονιός μπαρμπέρης” όπως τον λέγανε στην Πλατεία, έκανε…έρανο σε όλα αυτά τα εξωτικά πλάσματα! Τους εξηγούσε: “ Το παιδί βγάζει το πρώτο του βιβλίο,θέλω να το αγοράσετε από τα πριν για να δώσουμε τα φράγκα στον τυπογράφο κι όταν το βγάλουμε θα σας το δώσω, τσοντάρετε όμως τώρα, ό,τι μπορείτε..

Και όλοι του έδωσαν!Και μάζεψε σε μια “βδομαδούλα” όπως μου είχε τάξει,τα 3 χιλιάρικα και μου τα έδωσε!

Όλοι του δώσανε, με πολλή χαρά και πολλή, μα πάρα πολλή κι αληθινή, αγάπη! Οι ταξιτζήδες από ένα μεροκάματο, από μιαν αρπαχτή οι παπατζήδες, οι ψευδομάρτυρες από το χαρτζιλίκι τους, οι χαρτοπαίχτες, όλοι λέμε,όλοι!

Τα “κορίτσια” στον Άγιο Κωνσταντίνο,μόλις παίρνανε μια βίζιτα τη νύχτα, το άλλο πρωί,αντί να δώσουνε το χρήμα στον αγαπητικό,το δίνανε στον πατέρα μου,για το βιβλίο,κι ο αγαπητικός συμφωνούσε κι αυτός!

Έτσι, ξεκίνησα την ποιητική μου διαδρομή, ακριβώς τέτοια μέρα, πριν εξήντα χρόνια,γιατί συμφωνήσαμε τότε να βγει το βιβλίο, στις 21 του Μάρτη,πρώτη μέρα της ΄Άνοιξης πάνω στην Εαρινή Ισημερία,για να πάει γούρι.

Και πήγε..

Και το πιο συγκινητικό. Καμιά και κανένας, μόλις τους έδινε το βιβλίο που τυπώσαμε ο πατέρας, δεν το πήρε! Κι όταν τους διαμαρτυρήθηκε, ένας ταξιτζής εκ μέρους όλων, του είπε: Κυριάκο, εμείς είμαστε αγράμματοι, ό,τι δώσαμε το δώσαμεγια το Δημήτρη μας,να έχουμε κι εμείς ένα δικό μας σπουδαίο άνθρωπο βρε αδερφέ, στην κοινωνία. Δε θέλουμε βιβλίο, να πάει μπροστά το παιδί θέλουμε,τέλος!”.

Δεν ξέρω αν είμαι σπουδαίος, αλλά ΔΙΚΟΣ τους είμαι και θα είμαι, μέχρι να παραδώσω κι εγώ κάποτε το σώμα μου σ’ αυτή τη γη, όμως σ’ αυτή την Αυλή των Θαυμάτων ήθελα σήμερα να αφιερώσω τη συμμετοχή μου στην Παγκόσμια  Ημέρα της Ποίησης..

Μιαν άλλη φορά θα σας πω για το τι ακολούθησε και τι συνέβη με την έκδοση εκείνη..Άλλη φορά..

Σας ευχαριστώ που διαβάσατε την ιστορία μου και σας προτείνω να εμπιστεύεστε πάντοτε τους Ποιητές. Γιατί, εμείς, τουλάχιστον, δεν πρόκειται να σας πουλήσουμε ποτέ..

————————————————————————————————-

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΑΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Το ποίημα με το οποίο κλείνουν οι ΑΠΟΛΟΓΙΕΣ.

Τόσο επίκαιρο,μετά από 60 χρόνια..

Ποιητής

Λεμονιά λειψή από ανθών χορό

μέσα στην Άνοιξη η καρδιά μου.

Δάκρυ λησμονημένο απ’ το βλέφαρο

η ζωή μου.

Το στίχο μου στέλνω,

να φιλήσει τον άνεμο,

που χαϊδεύει τις παλάμες σας,

να χαϊδέψει τον ήλιο,

που φιλά το μέτωπό σας.

Πιστέψτε με,

τότε θα πλανηθεί το δάκρυ

σε κάποιον δρόμο συγκίνησης.                                                            

Θα λουλουδιάσει το δέντρο,

σε κάποιο «Ευχαριστώ»..

*

ΔΗΜΟΦΙΛΗ