Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ὁ Πανδρολόγος

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Μικρά διηγήματα.

ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ

Μπροστὰ εἰς τὴν Κολώναν τῆς Πιάτσας, ὅπου ἔδεναν τὸν χειμῶνα τὰ παλάγκα* τῶν πλοίων, ὅσα παρεχείμαζον εἰς τὸν λιμένα, μέσα εἰς τὸ μπακάλικο τοῦ Ζαγοριανοῦ, ἕνα πρωί, ὁ καπετὰν Σάββας, κυβερνήτης βομβάρδας*, ἀραγμένης εἰς τὸν λιμένα, καθὼς ἐκάθητο σταυροπόδι ἐπάνω εἰς τὴν γυμνήν, λιπώδη μπάγκαν, ἐφώναξε τὸν καπετὰν Στέλιον, γνωστὸν θαλασσινόν, καὶ φημισμένον τῶν καραβιῶν λοστρόμον, παρήγγειλε δύο μαστίχες, κ᾽ ἐπάνω στὸ ἐβίβα καὶ στὸ τσούγκρισμα τῶν ποτηριῶν, «μεταξὺ χειλέων καὶ κύλικος», τοῦ εἶπεν:

―Ἤθελα νὰ σοῦ πῶ ἕνα λόγο, καπετὰν Στέλιο· θὰ σοῦ ἀνοίξω τὴν καρδιά μου…

― Λέγε, καπετὰν Σάββα, εἶπεν ὁ Στέλιος, αἰσθανθεὶς κινουμένην τὴν περιέργειάν του.

―Ἂν ἤθελες νὰ μοῦ κάμῃς μιὰ χάρη… νὰ πᾷς στὴν παλιά σου τὴν γειτόνισσα…

Τὸν ἐκοίταξε κ᾽ ἐσταμάτησε.

― Ποιά; ἠρώτησεν ὁ Στέλιος.

― Εἶπα νὰ στείλω πανδρολόγισσα, ἐπανέλαβε, χωρὶς ν᾽ ἀπαντᾷ κατ᾽ εὐθεῖαν ὁ Σάββας, μὰ δὲν ἔχω μεγάλη ἐμπιστοσύνη στὰ λαδικά*· καλύτερα ν᾽ ἀνοίξω τὴν καρδιά μου σ᾽ ἐσένα…

― Ποιὰ γειτόνισσα; ἠρώτησε καὶ πάλιν ὁ Στέλιος.

Ὁ Σάββας ἐταπείνωσε τὴν φωνήν:

― Κείνη τὴ μορφοχήρα, τὴν Κρατήρα, τῆς Ἀνδρεώλας… εἶπεν ὁ Σάββας μὲ ἐρωτικὸν πλατάγισμα, τοῦ ὁποίου τὸν ἀντίκτυπον ᾐσθάνθη ὁ Στέλιος.

―Ἄ! ἔκαμεν οὗτος.

― Νὰ πᾷς καὶ νὰ τῆς πῇς, ἐπανέλαβεν ὁ Σάββας… ἄκουσε τί νὰ τῆς πῇς· νὰ τῆς πῇς, ὁ καπετὰν Σάββας μ᾽ ἔστειλε, πές της· σὲ θέλει, πές, νὰ σὲ κάμῃ νοικοκυρά του, ὁ καπετὰν Σάββας· ἔχει μεγάλη εὐχαρίστηση, πές της, ἂν θέλῃς κ᾽ ἐλόγου σου, νὰ σὲ μβάσῃ μὲς στὸ σπίτι του, στὸ νοικοκυριό του, μέσα στὰ καλά του, θὰ γίνῃ, πές της, μεγάλη νοικοκυρά, μὲ τὰ φασόλια τση, μὲ τὰ ρεβίθια τση, μὲ τὸν καφέ τση, μὲ τὴν ζάχαρή τση… μὲ τὰ λάδια τση, μὲ τὰ μέλια τση, μὲ ὅλα τὰ καλά τση… Κ᾽ ἐμεῖς τώρα, πές τση, σ᾽ αὐτὴν τὴν ἡλικία, γιὰ σαρκικὰ πράγματα δὲ θέλουμε, μόνο γιὰ μιὰ σκέπη, γιὰ μιὰ παρηγοριά… Αὐτὴ θὰ ἔχῃ ἔννοια τὰ δυὸ τὰ παιδάκια μου, ποὺ μ᾽ ἄφησε ἡ μακαρίτισσα, κ᾽ ἐγὼ θὰ πηγαίνω νὰ ταξιδεύω, χειμῶνα-καλοκαίρι, νὰ θαλασσοπνίγωμαι, γιὰ νὰ τῆς κουβαλῶ σοδιαστικά*, μὲ τὴν κουμπάνια*, ὅλα τὰ καλά τση… Καὶ σὰ θέλῃ νὰ ξαναμβῇ στὸν κόσμο, νὰ γίνῃ νοικοκυρά, ἀφοῦ στάθηκε κι αὐτὴ φρόνιμη, καθὼς μικροπανδρεύθηκε, ἀπ᾽ τὸν καιρὸ ποὺ ἔχασε τὸν πρῶτόν της τὸν ἄνδρα, μικρὴ-μικρή, καὶ παιδιὰ δὲν ἔχει, ἂς κάμῃ τὰ παιδιά μου παιδιά τση, κ᾽ ἐγὼ νὰ τὴν κάμω μεγαλονοικοκυρά, νὰ τῆς κουβαλῶ μὲ τὸ τσουβάλι, νά ᾽χῃ ὅλα τὰ καλά τση… Καὶ σ᾽ αὐτὴ τὴν ἡλικία ἐμᾶς ἄλλο τίποτε δὲ μᾶς χρειάζεται, μόνον γιὰ μιὰ σκέπη, γιὰ ἕν᾽ ἀποκούμπι…

Ὁ καπετὰν Στέλιος ἀκούων μετὰ προσοχῆς, ἐμειδίασεν ἀκουσίως, ἐφάνη σκεπτικός, εἶτα εἶπε:

― Καλά· ἂς εἶναι, καπετὰν Σάββα· κ᾽ ἐγὼ πολὺ θάρρος δὲν ἔχω· μὰ ἐπειδὴ εἶναι ἡ παλιὰ γειτονιά μου πρὸς τὰ ἐκεῖ, κ᾽ ἐπειδὴ πηγαίνω στὴν ἀποθήκη μου… καὶ κάποτε τὴν καλημερίζω… ἂν ἔλθῃ βολικά, θὰ τῆς τὸ πῶ…

Ἔπιαν καὶ δευτέραν μαστίχαν. Ὁ Σάββας ἐπανέλαβε δύο καὶ τρεῖς φορὰς τὰ ἴδια, προσθεὶς καὶ ἄλλα, καὶ πάλιν καταλήξας εἰς τὴν φράσιν, «γιὰ μιὰ σκέπη, γιὰ μιὰ παρηγοριὰ καὶ περιποίηση τοῦ γήρατος».

Τέλος ὁ Στέλιος ἐπανέλαβε:

― Καλά· θὰ τῆς κάμω λόγο, ἂν μπορέσω.

Κ᾽ ἐσηκώθη διὰ νὰ ἐξέλθῃ.

Πρὶν ὑπερβῇ τὸ κατώφλιον τοῦ μαγαζίου, ὁ καπετὰν Σάββας τὸν ἀνεκάλεσε καὶ τοῦ εἶπεν:

―Ἄκουσε, καπετὰν Στέλιο· πές της κι αὐτό… Νὰ μὴ θαρρῇ πὼς εἶμαι καὶ πολὺ γέρος, τάχατε… βαστῶ ἀκόμα…

Ὁ Στέλιος ἐκάγχασε. Καὶ πάλιν ὁ Σάββας ἐπανέλαβε:

― Ναί· πές της, κι αὐτό… Μὴ θαρρῇ πὼς εἶμαι τάχα κι ὅλως διόλου παλιόγερος, σάψαλο… ἀκόμα βαστῶ.

― Καλά, καπετὰν Σάββα.

Καὶ ὁ Στέλιος ἀπῆλθε.

*
* *

Δὲν ἦτον σημερινὸς γείτων ὁ καπετὰν Στέλιος πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἐκατοικοῦσεν ἡ περὶ ἧς ὁ λόγος νεαρὰ χήρα, ἀλλ᾽ ἦτον παλαιὸς γείτων. Εἶχεν οἰκίαν πλησίον ἐκεῖ, ὅπου ἐκατοικοῦσεν ἄλλοτε. Τώρα, τὴν οἰκίαν ἐκείνην, τὴν εἶχεν ὡς ἀποθήκην διαφόρων ναυτικῶν σκευῶν, ἐξαρτίων, σχοινίων, πανίων, καὶ συχνὰ τὴν ἐπεσκέπτετο. Ἦτον παλαιὸς φίλος τοῦ μακαρίτου, τοῦ συζύγου τῆς νῦν χήρας, καὶ εἶχεν ἄδολον θάρρος πρὸς αὐτήν, μέχρι χαιρετισμοῦ καὶ τετριμμένης ὁμιλίας. Ἡ Κρατήρα τῆς Ἀνδρεώλας εἶχε χηρεύσει πρὸ ἑξαετίας. Συνέπεσεν ὅμως νὰ χηρεύσῃ ἐσχάτως, πρὸ δεκαεπτὰ μηνῶν, καὶ ὁ Στέλιος ὁ ἴδιος. Ἔκτοτε τὸ θάρρος πρὸς τὴν χήραν ἠλαττώθη μεγάλως.

Ἐκίνησεν ἐν τούτοις ὁ Στέλιος, καθὼς τοῦ εἶπε τ᾽ ἀνωτέρω ὁ φίλος του, νὰ ὑπάγῃ, κατὰ τὸ σύνηθες, ν᾽ ἀνοίξῃ τὴν ἀποθήκην του, ὅπου ἠσχολεῖτο εἰς διαφόρους ἐργασίας ἐπισκευῆς ἐπὶ τῶν ναυτικῶν ἐργαλείων, ἐκ τῶν ὁποίων ἄλλα ἦσαν διὰ πώλημα, προερχόμενα ἐκ ναυαγίου, ἄλλα δὲ ἀνῆκον εἰς τὸ βρίκιον, μὲ τὸ ὁποῖον ἔμελλε νὰ ταξιδεύσῃ, ἅμα τῇ ἐπανόδῳ τῆς ἀνοίξεως, ὁ Στέλιος.

Εἰς τὸν δρόμον, καθὼς ἐπήγαινεν, ἔλεγε μέσα του:

― Τώρα, μὲ τί μοῦτρα θὰ πάω ἐγὼ στὴν Κρατήρα, νὰ τῆς κάμω τέτοια κουβέντα;… νὰ τὴν ἐρωτήσω, ἀνίσως θέλῃ τὸν Σάββα γιὰ ἄνδρα της… Ἐγὼ δὲν ἔχω θάρρος νὰ τὴν ἐρωτήσω… ἂν μὲ θέλῃ ἐμένα τὸν ἴδιον… Ἀπορῶ, πῶς δὲν τὸ συλλογίστηκε ὁ γερο-Σάββας· μήπως τυχὸν εἶναι φόβος γιὰ ν᾽ ἀληθέψῃ σ᾽ αὐτὸ ἐπάνω ἡ παροιμία τοῦ λαοῦ: «Ἀνύπανδρος προξενητὴς γιὰ λόγου του γυρεύει!»

Εἶτα, μικρὸν κατὰ μικρόν, πειρασμὸς μεγαλυτέρας ἰδιοτελείας τοῦ ἐπῆλθε, καὶ εἶπε μέσα του:

«Τάχα ὁ Θεὸς ἢ ὁ Διάβολος τὸν ἐφώτισε νὰ μοῦ τὸ πῇ;… Δὲν μποροῦσα ποτὲ νὰ πῶ τῆς Κρατήρας κατ᾽ εὐθεῖαν ἂν μὲ θέλῃ ἐμένα… Μὰ μπορῶ ὅμως νὰ τῆς πῶ γιὰ ἕνα ἄλλο πρόσωπο, ἂν θέλῃ τὸν τάδε, γιὰ νὰ μετρήσουμε τὰ νερά… καὶ γιὰ νὰ πιάσουμε κουβέντα…»

Συνέκρινε καθ᾽ ἑαυτὸν τὰ προσόντα καὶ τὰς κατὰ προσέγγισιν πιθανότητας τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τοῦ Σάββα.

«Χῆρος ἐκεῖνος, χῆρος ἐγώ… Ἐκεῖνος θὰ εἶναι ὣς πενῆντα χρονῶν, ἐγὼ εἶμαι σαρανταπέντε… Ἐκεῖνος ἔχει δυὸ παιδιά, ἐγὼ ἕνα… Ἐκεῖνος ἔχει καΐκι δικό του, ἐγὼ δὲν ἔχω… μὰ εἶμαι λοστρόμος καὶ πιλότος μὲ τ᾽ ὄνομα… μὲ δίπλωμα πλοιαρχίας, ἐνῷ ἐκεῖνος ἔχει δίπλωμα κυβερνήτου… Καὶ σιμὰ εἰς ὅλα τ᾽ ἄλλα, εἶμαι πλιὸ καλοφτιασμένος ἀπὸ κεῖνον… Εἶμαι καὶ παλαιὸς φίλος τοῦ πεθαμένου, τοῦ ἀνδρός της, καὶ πιστεύω νὰ μὲ προτιμᾷ ἀπὸ κάθε ἄλλον…»

Καὶ πάλιν προσέθηκε καθ᾽ ἑαυτόν:

«Ὄχι μόνον εἶμαι πλιὸ καλοφτιασμένος, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἀνάγκη νὰ κρύβωμαι· εἶμαι καὶ φαίνομαι… Ἐκεῖνος, ἀφοῦ εἶπε καὶ ξαναεῖπε, σὰν ὑποκριτὴς ποὺ εἶναι, τὴ σκέπη καὶ τὸ ἀποκούμπι, ὕστερα, στὸ τέλος, ἔβγαλε στὸ μεϊντάνι* τὸ κοκόρευμά του, καὶ εἶπε: “μὴ θαρρῇ πὼς εἶμαι γέρος· βαστῶ ἀκόμα!” Μὲ τὸ νὰ τὸ πῇ αὐτό, ἀπέδειξε μόνος του ὅτι φοβᾶται μήπως δὲν εἶναι ὅπως τὸ λέγει, καὶ μήπως δὲν φαίνεται τέτοιος… Ἐγὼ δὲν ἔχω ἀνάγκη νὰ κοκορευτῶ!»

Τοιαῦτα λέγων καθ᾽ ἑαυτόν, ἔφθασεν ἐμπρὸς εἰς τὴν πόρταν τοῦ ἰσογείου τοῦ σπιτιοῦ του, ὅπου ἦτον ἡ ἀποθήκη, καὶ ἀντικρὺ εἰς τὴν πόρταν τοῦ κατωγείου τῆς Κρατήρας, ὁπόθεν ἠκούετο εὔθυμος καὶ ζωηρὸς ὁ διπλοῦς κρότος τῆς κερκίδος καὶ τοῦ κτενίου τῆς χήρας, ὅπου καθημένη ὅλην τὴν ἡμέραν, ὡς ἄλλη Πηνελόπη, ὕφαινε…

*
* *

Ἦτον ὄχι μόνον ἀντικρὺ εἰς τὴν πόρταν της, ἀλλὰ κατέναντι εἰς αὐτὸν τὸν ἀργαλειὸν τῆς Κρατήρας, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο εἰς τὸ βάθος. Ἡ θύρα, πρὸς ἀνατολάς, πέραν καὶ πέραν ἀνοικτή, καὶ ὁ χειμερινὸς ἥλιος εἰσέδυεν ἐλευθέρως καὶ κατέλαμπεν ὅλον τὸ ἰσόγειον τῆς χήρας, τὸ πλακόστρωτον.

Ἡ Κρατήρα εἶδε τὸν καπετὰν Στέλιον, καὶ πρὸς στιγμὴν ἀνεσήκωσε τὴν κεφαλήν. Ὁ Στέλιος εἶδεν ὅτι αὕτη τὸν ἐκοίταξεν ἐν ἀκαρεῖ, καὶ τῆς ἐφώναξε μίαν καλημέραν ἐγκάρδιον…

Ἡ καλημέρα ἦτον ὡς πρόδρομος, προάγγελος προσεγγίσεως. Τὸ βλέμμα τῆς χήρας τὸν εἵλκυσε, καὶ μὲ ὀλίγα βήματα ἔφθασεν ἕως τὴν θύραν, κ᾽ ἐπάτησε τὸ κατώφλιόν της.

― Λοιπόν, τί κάνεις, γειτόνισσα; ἠρώτησε.

― Νά, τί νὰ κάμω, καπετὰν Στέλιο… ἐδῶ βρίσκομαι σὲ δουλειά… ὅλο καὶ παιδεύομαι μὲ τὸν ἀργαλειό.

― Κ᾽ ἐγὼ ἄλλο τόσο παιδεύομαι μ᾽ αὐτὰ τὰ μόμπιλα* τοῦ καραβιοῦ, ἀπήντησεν ὁ Στέλιος· πασχίζω νὰ κάμω τὰ παλιὰ καινούργια… εἶν᾽ αὐτὸ ἕνα μέσο βοηθητικὸ γιὰ νὰ γίνωνται καινούργιοι οἱ παλιοὶ γειτόνοι…

Ἡ χήρα ἐμειδίασεν ἐλευθέρως.

― Κι ὅλα τὰ παλιὰ καινούργια γίνονται, (ἐπῆρε δρόμον ἡ γλῶσσα τοῦ Στέλιου), καὶ δὲν εἶναι τίποτε παλιὸ ποὺ νὰ μὴ μπορῇ νὰ γίνῃ καινούργιο… Θεὸς ξέρει, ἂν κ᾽ οἱ παλιὲς ἀγάπες…

Ἐδάγκασε τὴν γλῶσσάν του, κ᾽ ἐσιώπησε. Πλὴν συγχρόνως ὡς νὰ εὑρέθη εἰς ἀμηχανίαν ἂν ἔπρεπε νὰ ὑπάγῃ ἐμπρὸς ἢ ὀπίσω, ἢ ὡς νὰ ᾐσθάνθη τὴν ἀνάγκην νὰ δικαιολογήσῃ τὸ θάρρος του ― ἔκαμε δύο βήματα ἔνδοθεν τοῦ κατωφλίου, κ᾽ ἐπλησίασεν εἰς τὸν ἀργαλειόν.

― Κάθισε λιγάκι, καπετὰν Στέλιο, εἶπεν ἡ χήρα.

Ὁ Στέλιος ἐκάθισεν ἐπάνω εἰς τὴν παλαιὰν παγκέταν* τοῦ ἰσογείου.

*
* *

Ἦτό ποτε μαγαζίον, καὶ εἶχεν ἰδεῖ ἡμέρας εὐκλείας τὸ κατώγειον ἐκεῖνο τῆς χήρας. Ἔφερε συγχρόνως τρεῖς τίτλους· ἦτο καφενεῖον, κουρεῖον, καὶ βιολιτζίδικον.

Τὸν παλαιὸν καιρὸν ἡ Ἀνδρεώλα, ἡ μήτηρ τῆς Κρατήρας, μὲ τὸν σύζυγόν της τὸν γερο-Νικόλαν, ἀόμματον εἰς τὸ γῆρας, ἐκράτει τὸ μαγαζεῖον ἐκεῖνο, ὕστερον ἐμεγάλωσαν τὰ παιδιά της· ὁ Φιλάρετος, ὁ Μῆτρος καὶ ἡ Κρατήρα.

Ὁ Νικόλας ἦτον καὶ κουρεὺς καὶ χειρουργὸς καὶ φλεβοτόμος ἐπιδέξιος. Ἡ Ἀνδρεώλα πάλιν ἐγνώριζεν ὅλα τὰ βότανα καὶ τὶς κηραλοιφές*. Ὕστερον οἱ δύο γέροντες παρήκμασαν.

Ὁ Φιλάρετος, ὁ πρῶτος υἱός των, ἐβγῆκε βιολιτζὴς περίφημος. Ὁ δευτερότοκος, Μῆτρος, ἔπαιζε πότε μπουζούκι, πότε λαγοῦτο, ἀλλὰ κυρίως ἦτο κουρεύς. Εἶτα ὁ Φιλάρετος ἐνυμφεύθη, ἀπέκτησε τέκνα, ἔπαθε τὴν ὑγείαν καὶ ἀπέθανε νέος ἀκόμη. Ὁ Μῆτρος ἐξενιτεύθη, ἐπῆγεν εἰς τοὺς ὠκεανούς, καὶ δὲν ἐπανέκαμψε πλέον.

Μόνη ἡ Κρατήρα καὶ τὰ ἀνήλικα παιδιὰ τοῦ Φιλαρέτου ἐπέζων ἀπὸ ὅλην τὴν οἰκογένειαν.

Αὐτὴ εἶχε νυμφευθῆ νεωτάτη. Δὲν εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον. Μετὰ τρία ἔτη ἐχήρευσε. Τώρα ἦτον ὣς τριάντα χρόνων, κ᾽ ἐχήρευεν ἀπὸ ἑπταετίας.

Σφόδρα περιπαθής ―μερακλής― μουσικὸς ἦτό ποτε ὁ ἀδελφός της ὁ Φιλάρετος. Περιπαθὴς εἰς τὸ τραγούδι ὑπῆρξε καὶ ὁ Γιάννης ὁ Βάρναλης, ὁ σύζυγος τῆς Κρατήρας. Εἶχεν ἀποθάνει φθισικός, νέος καὶ πρὸ δύο ἐτῶν νυμφευθεὶς ἐξ ἔρωτος τὴν Κρατήραν. Ὁ θάνατός του, ἡ κηδεία του, ὑπῆρξε τραγῳδία εἰς ὅλον τὸ χωρίον. Μετὰ χρόνους ἀκόμη ἡ γειτονιά, ἡ ἀγορὰ καὶ ὅλη ἡ πολίχνη ἐνθυμεῖτο τὰ περιπαθῆ μοιρολόγια τῆς Κρατήρας.

Στηθικὸς ἀπέθανεν ὀλίγῳ ὕστερον καὶ ὁ ἀδελφός της, ὁ Φιλάρετος. Συνέπεσεν οὗτος ν᾽ ἀποθάνῃ εἰς τὰς Ἀθήνας, ὅπου ἦλθε διὰ νὰ εὕρῃ ἰατρείαν. Εὑρίσκεται θαμμένος, ἄγνωστος καθὼς ὅλοι, ἀγνωστότερος ἀπ᾽ ὅλους, εἰς μίαν γωνίαν τοῦ Α´ νεκροταφείου.

Ἔλεγαν ὅτι τὸν εἶχε βλάψει τὸ βιολὶ εἰς τὸ στῆθος, κ᾽ ἐντεῦθεν ἔγινε φθισικός.

Ἅμα ἐκαλεῖτο εἰς γάμον ἢ χαρὰν ἢ ἄλλην εὐωχίαν διὰ νὰ παίξῃ, ὁ Φιλάρετος, σπανίως ἐτύχαινε νὰ ἔχῃ εὔθυμον διάθεσιν. Εἴτε τὸν ἐπλήρωναν καλὰ ἢ κακά, εἴτε τοῦ ἐκολλοῦσαν σβάντσικα* εἰς τὸ μέτωπον, εἴτε τοῦ ἐκολλοῦσαν τούρκικα εἰκοσιπενταράκια, ἀδιάφορον τοῦ ἦτον. Δὲν τὸν ἔμελε πολὺ ἂν θὰ εὐχαρίστει τοὺς ἄλλους. Ἔπρεπε νὰ ἔχῃ αὐτὸς κέφι. Καὶ τὸ κέφι εἶναι αὐθαίρετον πρᾶγμα· δὲν τὸ ἐκράτει αὐτός· ἐκεῖνο ἐκράτει αὐτοῦ…

Εἴτε τὸν ἐκαλοπλήρωναν εἴτε ὄχι, ἐγύριζε κουρασμένος, ἀλλὰ νευροπαθής, μὴ αἰσθανόμενος τὴν κούρασιν, ἐγύριζε μεσάνυκτα ἀπὸ τὴν εὐωχίαν, ὄρθρον βαθὺν ἀπὸ τὸν γάμον, πρωὶ ἀπὸ τὰ «πιστρόφια». Ἐπανήρχετο στὸ σπίτι, ἄνοιγε τὸ μαγαζί του, ἐφώναζε τὴν γραῖαν μητέρα του, ἡ ὁποία ἐκοιμᾶτο μὲ τὸ ἓν αὐτί, καὶ εἶχε τὸ ἄλλο ἄγρυπνον καὶ τὸν ἐπερίμενε· τὴν ἐφώναζεν, ἢ μᾶλλον αὐτὴ κατήρχετο πρὶν τὴν φωνάξῃ, διὰ ν᾽ ἀνάψῃ φωτιὰν καὶ τοῦ ψήσῃ καφέ.

Καὶ εὐθύς, ἀντὶ νὰ τυλίξῃ τὸ βιολί του μὲ τὸ περικάλυμμα καὶ τὸ κρεμάσῃ στὸν τοῖχον, τὸ ἔπαιρνεν εἰς τὸ στῆθός του, τὸ ἐνεκολπώνετο, ἐτραβοῦσε δυὸ-τρεῖς δοξαριές, καὶ ἤρχιζεν αὐτὸς καθ᾽ ἑαυτόν, διὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν ἴδιον ἑαυτόν του, ἕνα ἦχον περιπαθῆ, ἓν μέλος, ἓν ᾆσμα, τὸ ὁποῖον μάτην θὰ ἐξήντλουν τὰ σβάντσικά των πᾶς γαμβρός, καὶ πᾶς σύντεκνος, καὶ ὅλ᾽ οἱ καλεσμένοι, διὰ νὰ καταφέρουν τὸν Φιλάρετον νὰ τὸ ἐπιτύχῃ νὰ τοὺς τὸ πῇ…

Δὲν ἐπρόκειτο ἐδῶ περὶ χορδίσματος βιολίου ἢ παντὸς ὀργάνου ἁπλῶς· ἐπρόκειτο περὶ χορδίσματος ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖον εἶναι ὅλως διάφορον πρᾶγμα.

Τὸ ἐτόνιζε, καὶ τὸ ἔλεγε, καὶ τὸ ἐκελαδοῦσε πράγματι μὲ ἀπαράμιλλον τρόπον, μὲ κίνδυνον νὰ κάμῃ τοὺς γείτονας ὅλους νὰ χάσουν τὸν πρωινὸν ὕπνον των.

― Τώρα, παιδάκι μου, κατακόβεσαι, κουρασμένος ὅπως εἶσαι, χαλνιέσαι μοναχός σου… Θὰ ξυπνήσῃς ὅλους τοὺς γειτόνους παράωρα!

―Ἂς κοιμηθοῦν, ἔλεγε μόνον ὁ Φιλάρετος.

― Πῶς νὰ κοιμηθοῦν, ποὺ δὲν τοὺς ἀφήνεις;…

―Ἂς πάρουν ὑπνωτικό!

*
* *

Τοιοῦτος ὑπῆρξεν ὁ Φιλάρετος, ὁ περιπαθὴς βιολιτζής, ὁποὺ τοῦ ἔμελλε ἡ μοῖρά του νὰ κεῖται ἄγνωστος εἰς μίαν ἀφανῆ γωνίαν τοῦ λαμπροτέρου πολυανδρίου τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος. Ἀλλὰ καὶ ὁ Μῆτρος, ὁ ἀδελφός του ὁ νεώτερος, μὲ τὸ μουσικὸν ὄργανόν του συχνὰ τὸν συνώδευε, καὶ μὲ μίαν ψαλίδα ἔκοπτε συνήθως τὰ μαλλιά, καὶ μ᾽ ἕνα ξυράφι ἐρήμαζε τὰ γένεια ὅλων τῶν ἀρρένων τοῦ χωρίου. Μὲ μίαν ψαλίδα, μίαν βούρτσαν, μίαν κτένα, ἓν προσόψιον σκοῦρον καὶ μ᾽ ἕνα μικρὸν καθρέπτην τοῦ χεριοῦ, μὲ μικρὰν λαβήν. Ὤ! ἕνα καθρέπτην τερατώδη, ἔχοντα δύο πρόσωπα, τὸ ἓν ἀνθρώπινον, τὸ ἄλλο θηριῶδες!

Ὤ! ἐὰν κανὲν παιδίον ὀκτὼ ἐτῶν ὡδηγεῖτο ἐκεῖ ὑπὸ τοῦ πατρός του, διὰ νὰ τοῦ κόψῃ ὁ Μῆτρος τὰ μαλλιὰ (καθὼς συνέβη εἰς ἐμέ, τὸν γράφοντα), πόσον ἐτρόμαζεν ὅταν, μὲ τρόπον, τοῦ ἔδειχνεν ὁ Μῆτρος, διὰ νὰ τὸ τρομάξῃ τὴν ἀνάποδην ὄψιν, ὅπου θὰ ἔβλεπεν ἓν φρικῶδες μορμολύκειον!

Ἦτον ὁ καθρέπτης τοῦ μέλλοντος, ἐκεῖνος. Ἐκεῖ ἔβλεπαν ὅλα τὰ ἀνήλικα ὄντα τὴν μέλλουσαν ἀσχημίαν των, ὁποῖον μοῦτρο θὰ ἔκαμναν ἂν ἔσωναν νὰ γίνουν ἄνδρες… Ἐκεῖ θὰ ηὔχετο κανείς, ἂν δὲν ἦτο εἰς ἀγνωσίαν καὶ πλάνην οἰκτρὰν περὶ τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου καὶ περὶ τῆς μελλούσης τύχης του, νὰ ἦτο ἀρκετὰ θεοφιλὴς διὰ ν᾽ ἀποθάνῃ νέος… διὰ νὰ μὴ σώσῃ ποτὲ ν᾽ ἀναπτύξῃ τόσην ἀσχημίαν, σωματικὴν καὶ ἠθικήν, ὅσην σήμερον!…

*
* *

Αὐτὸ ἐκεῖνο τὸ πλακόστρωτον ἰσόγειον ἦτον τὸ σημερινὸν κατώγι τῆς Κρατήρας, ὅπου ἡ χήρα εἶχε στημένον τὸν ἀργαλειόν της καὶ ὕφαινεν. Ἐκεῖ εἶχεν εἰσέλθει ὁ καπετὰν Στέλιος.

Εἶδεν ὅτι ἡ πρώτη ἀκριτομυθία του δὲν ἐψύχρανε πολὺ τὴν νεαρὰν χήραν· τοὐναντίον μάλιστα αὕτη ἐφάνη εὐδιάθετος νὰ τὸν προσκαλέσῃ, ὡς παλαιὸν γείτονα καὶ φίλον τοῦ μακαρίτου ἀνδρός της, νὰ καθίσῃ ὀλίγον πλησίον τοῦ ἱστοῦ της.

Ἡ λέξις «ὀμορφοχήρα», τὴν ὁποίαν εἶχε προφέρει μετὰ πλαταγισμοῦ γλώσσης καὶ χειλέων ὁ καπετὰν Σάββας, ὑπῆρξεν ὡς μεταδοτικὴ ἀσθένεια διὰ τὸν Στέλιον. Οὗτος πολλάκις ἔβλεπε τὴν γυναῖκα, ἀλλὰ ποτὲ δὲν εἶχε λάβει εὐκαιρίαν νὰ τὴν καλοκοιτάξῃ, κατὰ τοὺς τελευταίους χρόνους. Τὸ πρόσωπόν της ἦτον «ψιλολογιά»*, κατὰ τὸν χαρακτηρισμόν, τὸν ὁποῖον δίδουν εἰς τὰ λεπτοφυῆ χαρακτηριστικὰ τὰ γραΐδια· ὠχρὰ μᾶλλον, λεπτὴ ἐπιδερμίς, μὲ ἐλαφρὰν ἀπόχρωσιν ρόδου περὶ τὰς παρειάς, λευκὸν τὸ μέτωπον, καὶ εὔγραμμον ὅλον ἐκεῖνο τὸ μέρος τοῦ προσώπου τὸ μεταξὺ τῆς ρινὸς «φίλτρον», περὶ τὸ στόμα καὶ τὸν πώγωνα, ὅπου λέγουν ὅτι φωλεύουσιν οἱ ἔρωτες, καὶ τὸ ὁποῖον τὰ γύναια ὀνομάζουσι, μετ᾽ ἐνδεικτικῆς χειρονομίας, ὅταν συμβῇ νὰ περιγράψωσι μετ᾽ εὐμενείας τινὸς τὰ χαρακτηριστικὰ γυναικός, «αὐτοδά-της», δι᾽ ἔλλειψιν ὡρισμένης λέξεως. Ἐν γένει ἡ χήρα, ὑπερτριακοντοῦτις ἤδη, ἦτον ὡραία καὶ χαριτωμένη πράγματι.

― Κοντεύει κι ὁ Μάρτης νὰ ᾽ρθῇ, ἤρχισε τὴν ὁμιλίαν ἡ Κρατήρα. Θὰ πᾷς καὶ φέτος μὲ τὸ καράβι, καπετὰν Στέλιο;

― Καὶ τί νὰ κάμω; βέβαια· ὅσο μποροῦμε ἀκόμα, θὰ ὀργώνωμε τὴν ἄχαρη τὴ θάλασσα.

―Ἄχ! τί νὰ ἔγινε κ᾽ ἐμένα, ὁ ἀδερφός μου, ὁ Δημητράκης, ποὺ πῆρε μαῦρα πέλαγα· δέκα χρόνια ἔχει ν᾽ ἀκουστῇ· στὴν Ἀουστράλια εἶπαν πὼς πῆγε!… ἐπανέλαβεν ἡ χήρα· πᾶνε κ᾽ οἱ γονιοί μας, πάει κι ὁ Φιλάρετος, κι ὅλοι τους… Εἶχα μόνο τ᾽ ἀνίψια, τὰ παιδιὰ τοῦ σχωρεμένου, ποὺ μ᾽ ἔκαναν γενιά, ἀπὸ καμμιὰ φορά… τώρα, φαίνεται, ἡ μάννα τους δὲν τ᾽ ἀφήνει νὰ ᾽ρθοῦν νὰ μὲ ἰδοῦνε… Εἶπαν πὼς θέλει νὰ παντρευτῇ… Ὡς φαίνεται, πῆγαν καὶ τῆς ἔβαλαν λόγια, πὼς ἐγὼ τάχα εἶπα αὐτὸ κι αὐτό… Τί κακὸς κόσμος, καπετὰν Στέλιο! κ᾽ ἐγὼ δὲν εἶπα τίποτα… μόνο, σὰν τ᾽ ἄκουσα, θυμήθηκα τὸ Φιλάρετο, ποὺ κοιμᾶται στὰ ξένα, κ᾽ ἐδάκρυσα… Ἂς πανδρευθῇ! δὲν πανδρεύεται; Ἐγὼ θὰ τὴν ἐμποδίσω;… οὔτ᾽ ἐρωτησάμενη, οὔτε ἀποκρισάμενη… Καλὰ θὰ κάμῃ νὰ πανδρευθῇ… Νέα γυναίκα εἶναι, πολὺ μικρότερη στὰ χρόνια ἀπὸ μένα… Μόνο μοῦ κακοφαίνεται ποὺ δὲν ἀφήνει τὰ δυὸ παιδιὰ νά ᾽ρχωνται σὰ* δῶ νὰ τὰ βλέπω… Καθὼς ἐσφάλησε τὰ μάτια ὁ ἀδιαφόρετος* (ἐννοοῦσα τὸν ἄνδρα της), καπετὰν Στέλιο, ἔκλεισε τὸ σπίτι μου.

Εἶπεν ὅλα ταῦτα ἀφελῶς καὶ μετ᾽ ἐμπιστοσύνης, ὡς νὰ ὡμίλει πρός τινα πρεσβύτερον συγγενῆ της, ὁποῖον δὲν εἶχε, καὶ ᾐσθάνετο τὴν ἔλλειψιν. Ὁ Στέλιος ἤκουεν ἀπλήστως. Ἔκρινεν ὅτι ἦτο καιρὸς νὰ φέρῃ τὸ ζήτημα.

― Ἀλήθεια, εἶπε, τὰ ἴδια παθαίνουμε ὅλοι μας… κ᾽ οἱ ἄνδρες ρημάζουνε σὰ χηρέψουνε, κ᾽ οἱ γυναῖκες αἰσθάνονται τὸ σπίτι κλεισμένο… Αὐτὰ ἐλέγαμε καὶ μὲ τὸ φίλο μου τὸν καπετὰν Σάββα τὸν Ἀπανομίτη, σήμερα τὸ πρωί… Εἶναι κ᾽ ἐκεῖνος χῆρος, σὰν ἐμένα… ἔχει δυὸ παιδάκια. Ὅλον τὸν καιρὸ πηγαίνει μὲ τὴν βομβάρδα*, χειμῶνα-καλοκαίρι, καὶ θαλασσοπνίγεται, καὶ ποιὸς νὰ ἔχῃ τὴν ἔννοια τῶν παιδιῶν στὸ ἔρμο τὸ σπίτι, ποὺ μένει χωρὶς νοικοκυρά, ὅπως ἡ φωλιὰ χωρὶς χελιδονομάννα τὸν χειμῶνα…

Ἡ χήρα ἀκούσασα ἔπνιξε τὸν γέλωτα, κ᾽ ἐδάγκασε τὰ χείλη. Ὁ Στέλιος διεκόπη κ᾽ ἐκοίταξε περίεργος…

― Γι᾽ αὐτὸ μοῦ ἔχει στείλει δυὸ προξενιὲς ὣς τώρα, εἶπεν ἡ Κρατήρα.

―Ἀληθινά;

― Δυὸ πανδρολόγισσες μοῦ ἔστειλε· τὴν γρια-Μαχαιρίνα καὶ τὴν Θασίτισσα.

―Ἀλήθεια;… Κ᾽ ἐμένα μοῦ εἶπε πὼς δὲν ἔχει ἐμπιστοσύνη στὰ λαδικά!…

― Τί τοῦ φταῖνε τὰ λαδικά;… Ἐγὼ ἀποκρίθηκα πὼς δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ πανδρευτῶ, δὲν εἶμαι γιὰ τὸν καπετὰν Σάββα…

―Ἔτσι;

Καὶ ὁ Στέλιος ἐγέλασεν αἰσθανθεὶς ἀνακούφισιν εἴς τε τὴν συνείδησιν καὶ τὴν καρδίαν. Εἶτα ἐπανέλαβεν:

― Εἶχ᾽ εὐχαρίστηση, λέει, νὰ σὲ κάμῃ μεγαλονοικοκυρά… μὲ τὰ φασόλια σου, μὲ τὰ ρεβίθια σου…

―Ὤ! ὅλο γιὰ φασόλια καὶ γιὰ ρεβίθια μοῦ παραγγέλνει… μὲ θέλει, ὡς φαίνεται, γιὰ νὰ βαστῶ σαρακοστὴ ὅλο τὸ χρόνο…

Ὁ Στέλιος ἐκάγχασε.

― Τὰ ἴδια, μοῦ λέγανε, τὶς προάλλες, κ᾽ ἡ Μαχαιρίνα κ᾽ ἡ Θασίτισσα.

Καὶ ἡ χήρα ἥνωσε τὸν γέλωτά της μὲ τοὺς καγχασμοὺς τοῦ Στέλιου.

― Πές μου, Κρατήρα, στὸ Θεό σου, γιατί δέν τονε θέλεις; ἠρώτησεν ὁ Στέλιος.

― Δέν τονε θέλω, τὸ ἕνα πρῶτο, γιατὶ… δὲν ἀποφάσισα ἀκόμα νὰ πανδρευθῶ (ὁ Στέλιος ἐσημείωσε τὸ ἐπίρρημα ἀκόμα), καὶ δεύτερο, γιατὶ, κι ἂν ἀποφάσιζα, δὲν θὰ ἤμουν γιὰ τὸν καπετὰν Σάββα… Καλὸς κι ἄξιος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, μὰ… ὅσο γιὰ φασόλια καὶ γιὰ ρεβίθια, δὲν ὑστεροῦμαι, δόξα σοι ὁ Θεός· ἂς εἶναι καλὰ οἱ πλάτες μου καὶ τὰ χέρια μου…

Καὶ εἰποῦσα, ἔσυρε πάλιν πρὸς ἑαυτὴν τὸ κτένι της, τὸ ὁποῖον εἶχε παραιτήσει ἐπ᾽ ὀλίγα δευτερόλεπτα, καὶ ἠκούσθη ταχεῖα ἡ σαΐτα, ἡ κερκίς της, νὰ διέρχεται ὡς βολὶς τὸ μεταξὺ τῶν δύο στημόνων διάκενον, καὶ νὰ βγαίνῃ πεταχτὴ ἀπὸ τὸ ἄλλο ἄκρον· καὶ τὰ δύο «πατήματά»* της ἔτριξαν κ᾽ ἐκινήθησαν, τὸ ἓν πρὸς τ᾽ ἄνω, τὸ ἄλλο πρὸς τὰ κάτω, ὑπὸ τοὺς μικροὺς πόδας της μὲ τὰς ἐμβάδας τὰς κεντητάς.

―Ὥστε δὲν ἀποφάσισες ἀκόμα νὰ ξαναπανδρευθῇς, ἐπανέλαβεν ὁ Στέλιος.

― Δὲν ἀποφάσισα.

― Κι ἂν πρόκειται λόγος γιὰ κανέν᾽ ἄλλο πρόσωπο, ὄχι γιὰ τὸν καπετὰν Σάββα;…

― Τότε θὰ ἰδῶ, εἶπεν ἡ Κρατήρα.

―Ἂν τύχῃ νὰ εἶναι κανένας γνωστός, καὶ φρόνιμος, καὶ καλόγνωμος… ἂν τὸ πρόσωπον αὐτὸ εἶναι παλαιὸς γνώριμος, καὶ μάλιστα…

Ἡ Κρατήρα ἐφαίνετο μόλις ν᾽ ἀκούῃ, βλέπουσα ἀλλοῦ.

―Ἂν εἶναι καλός, παλαιὸς γείτονας, καὶ φίλος μὲ τ᾽ ἀδέρφια σου, καὶ μὲ τὸν μακαρίτη τὸν Φιλάρετο, καὶ μὲ τὸν Δημητράκη, καλή του ὥρα, ὅπου καὶ ἂν εἶναι;..

Ἡ Κρατήρα ἐσιώπα.

―Ἀνίσως ἦτον παλαιὸς γνωστὸς καὶ φίλος, πιστὸς καὶ εἰλικρινής, μὲ τὸν μακαρίτη τὸν ἄνδρα σου, Κρατήρα;..

Ἡ χήρα ἠρυθρίασεν, ἀπὸ τὰς ρίζας τῶν βοστρύχων μέχρι τῆς παρυφῆς τῆς τραχηλιᾶς της.

― Μ᾽ ἕνα λόγον, ἂν σὲ παρακαλοῦσα, Κρατήρα, νὰ δεχθῇς τὴν πρότασίν μου, καὶ νὰ δοκιμάσῃς πάλι, ἄλλη μιὰ φορά, τὰ βάσανα τοῦ κόσμου, τί θὰ ἔλεγες;

Ἡ Κρατήρα ἐσκέφθη πρὸς στιγμήν, συνῆλθεν, ἐδέσποσεν ἑαυτῆς, ἀνέκτησε τὸ φυσικόν της χρῶμα, καὶ εἶπε:

― Τώρα, κοντεύει Μάρτης, καπετὰν Στέλιο· τώρα, μὲ τὸ καλὸ κατευόδιο, θὰ πᾷς στὸ ταξίδι σου, καὶ σὰν… καὶ σὰν… ἀκόμα δὲν ἔκλεισε τὰ δυὸ χρόνια ἡ μακαρίτισσα, ἡ γυναίκα σου… σὰν ἔρθῃς, μὲ τὸ καλό, βλέπουμε.

*
* *

Ὅλον τὸ ἐν ὀλίγαις γραμμαῖς πρόγραμμα, τὸ ὁποῖον διέγραψεν ἡ χήρα, ἐξετελέσθη. Τὸν Μάρτιον ὁ Στέλιος ἐμβαρκάρισε μὲ τὸ καράβι καὶ ἀπέπλευσεν· ἐταξίδευσεν ἐπὶ ὀκτὼ μῆνας. Ἦλθε τὸ φθινόπωρον, καὶ τὸ καράβι ἔφθασεν εἰς τὴν πατρίδα.

Τὰ Χριστούγεννα ἐτελέσθη ὁ γάμος.

(1902)

http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/329-03-38-o-pandrologos-1902

ΔΗΜΟΦΙΛΗ