Ο Μεγασθένης ο Ίων, (περ. 350 – 290 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας γεωγράφος – εθνογράφος, διπλωμάτης και ιστορικός. Υπήρξε πρέσβης του Σέλευκου Α΄ του Νικάτορος (φωτογραφία) για περισσότερα από 10 χρόνια στα ανάκτορα του Τσαντραγκούπτα Μαουρύα (Ελληνικά: Σανδροκόττος ή Σανδράκοττος) στην Παταλιπούτρα, και κατά τους Έλληνες Παλίμβαθρα, (σημερινή Πάτνα) των Ινδιών. Το βιβλίο του «Ινδικά» αποτελεί την πρώτη ιστορική πηγή που έχουμε για την Ινδία, και γι’ αυτό δίκαια έχει χαρακτηρισθεί ως ο «Πατέρας της Ινδικής Ιστορίας».
Επίσης έχει καταγραφεί ως ο πρώτος ξένος Πρέσβης στα χρονικά της Ινδίας. Η παραμονή του στην Ινδία θα πρέπει να έγινε πριν από το θάνατο του Τσαντραγκούπτα το 288 π.Χ., οπότε και επέστρεψε στην Αραχωσία. Ο Μεγασθένης στα «Ινδικά» του φέρεται κατά τους ερευνητές να επηρεάστηκε από τα έργα του Σκύλακα, Ηρόδοτου, Κτησία και Εκαταίου, ενώ με τη σειρά του επηρέασε μεταγενέστερους ιστορικούς όπως τον Στράβωνα και τον Αρριανό. Η περιγραφή του για την Ινδία περιλαμβάνει πολλούς «μύθους» αλλά και σημαντικά γεωγραφικά και εθνολογικά στοιχεία.
Στην αρχή του βιβλίου του αναφέρεται στους ηλικιωμένους Ινδούς που γνωρίζουν για την προϊστορική άφιξη του Διόνυσου και του Ηρακλή στην Ινδία. Μια ιστορία ιδιαίτερα δημοφιλή κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι και οι παρατηρήσεις του για τις θρησκείες των Ινδών, όπου αναφέρεται στους λάτρεις του Ηρακλή (Σίβα) και Διόνυσου (Κρίσνα ή Ίντρα) ενώ δεν αναφέρεται καθόλου στο Βουδισμό που αποδεικνύει ότι η θρησκεία αυτή δεν ήταν ευρέως γνωστή πριν από την ανάληψη της ηγεμονίας από τον Ασόκα.
Τα διασωθέντα αποσπάσματα από τα «Ινδικά» του Μεγασθένη, συνέλεξαν, μετέφρασαν και εξέδωσαν ο E. A. Schwanbeck το 1846 και ο J. W. McCrindle το 1877. Μερικές σημαντικές εργασίες έχουν γίνει και από σύγχρονους λόγιους αλλά δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα καμία εκμετάλλευση του πρωτοπόρου ιστορικού και διπλωματικού έργου του από την Ελληνική πολιτεία.
O Τσαντραγκούπτα Μαουρύα (340 – 298 π.Χ.) ή Σανδροκόττος ή Ανδροκόττος όπως είναι γνωστός στην αρχαιοελληνική γραμματεία, ήταν ο ιδρυτής της Ινδικής αυτοκρατορίας των Μαουρύα και ο πρώτος αυτοκράτορας που ένωσε την Ινδία σε ένα ενιαίο κράτος. Βασίλεψε από το 322 π.Χ. μέχρι την εθελοντική του παραίτηση από τον θρόνο προς χάρη του γιού του Μπιντουσάρα (Bindusara) το 298 π.Χ.. Έγινε επίσης γνωστός για την επανάκτηση των ανατολικών περιοχών της Ινδίας τις οποίες είχε κατακτήσει ο Μέγας Αλέξανδρος, και για την νίκη του έναντι ενός από τους πιο ισχυρούς διαδόχους του Αλεξάνδρου, του Σέλευκου Νικάτορα.
Μαζί με τον εγγονό του, τον Ασόκα τον Μέγα, ο Τσαντραγκούπτα Μαουρύα είναι ένας από τους πιο ένδοξους βασιλείς της ιστορίας της Ινδίας, και διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας της, όπου σήμερα έχει τιμές εθνικού ήρωα.
Μετά τον θάνατο του Μέγα Αλέξανδρου το 323 π.Χ., ο Τσαντραγκούπτα έστρεψε την προσοχή του στην Βορειοδυτική Ινδία -στην περιοχή του σημερινού Πακιστάν-, όπου νίκησε τις Ελληνιστικές σατραπείες που είχαν διοριστεί από τον Αλέξανδρο, και είναι πιθανό να δολοφόνησε δύο από τους κυβερνήτες της περιοχής, τον Νικάνωρ και τον Φίλιππο. Οι σατράπες τους οποίους πολέμησε είναι πιθανό να συμπεριλαμβάνουν και τον Εύδημο, τον κυβερνήτη του δυτικού Παντζάμπ μέχρι την αναχώρηση του το 317 π.Χ., και τον Πείθων του Αγήνορα, ο οποίος κυβερνούσε τις Ελληνικές αποικίες του Ινδού ποταμού μέχρι να αναχωρήσει για την Βαβυλώνα το 316 π.Χ..
Ο Αλεξανδρινός ιστορικός του 1ου αιώνα μ.Χ. Αππιανός αναφέρει πως όταν ο ίδιος ο Σέλευκος ενεπλάκη στη διαμάχη, πέρασε τον Ινδό ποταμό το 305 π.Χ. και ήρθε σε σύγκρουση με τον Τσαντραγκούπτα όπου και ηττήθηκε, σύντομα όμως κατέληξαν σε ανακωχή καθώς και κάποια συμφωνία γάμου προς κύρωση της. Ακολούθως ο Ρωμαίος ιστορικός του 2ου αιώνα μ.Χ., Ιουστίνος, επίσης αναφέρει πως ο Σέλευκος έκανε ανακωχή με τον Τσαντραγκούπτα έτσι ώστε να επικεντρωθεί στον πόλεμο των διαδόχων εναντίον του Αντίγονου τον οποίο και τελικά νίκησε. Ο Τσαντραγκούπτα σύντομα κήρυξε ανακωχή και παντρεύτηκε την κόρη του Σέλευκου, και εισήγαγε μια πολιτική φιλίας με τα Ελληνιστικά βασίλεια, αναζωογονώντας το εμπόριο και επαφές της Ινδίας με τον δυτικό κόσμο.
Ο Έλληνας διπλωμάτης και ιστορικός της εποχής, ο Μεγασθένης, επισκέφτηκε την πρωτεύουσα των Μαουρύα την Παταλιπούτρα, και αποτελεί μια σημαντική πηγή πληροφοριών για την ιστορία των Μαουρύα. Ο Σέλευκος Α’ Νικάτωρ (358 π.Χ. ή 353 π.Χ. – 281 π.Χ.) ήταν ένας από τους διαδόχους του Αλέξανδρου του Μέγα, ιδρυτής της δυναστείας των Σελευκιδών, που βασίλεψε στο Ασιατικό τμήμα της πρώην Περσικής Αυτοκρατορίας.
Ο Σέλευκος ήταν γιος του Αντίοχου, στρατηγού του Φίλιππου Β’. Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου το 323 π.Χ., πήρε το μέρος του Περδίκκα, αλλά αργότερα οργάνωσε συνωμοσία εναντίον του και το 321 π.Χ. ανέλαβε την σατραπεία της Βαβυλώνας. Στους πολέμους των Διαδόχων που ακολούθησαν, πολεμώντας κατά καιρούς είτε τους μεν είτε τους δε, πέτυχε να επικρατήσει έναντι των υπολοίπων, και έγινε κύριος της πρώην Περσικής Αυτοκρατορίας, από την Σογδιανή και την Βακτριανή στην ανατολή, μέχρι και το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας στην δύση.
Το 281 π.Χ. νίκησε σε μάχη τον Λυσίμαχο. Ακολούθως πέρασε τον Ελλήσποντο και αναγορεύτηκε βασιλιάς της Μακεδονίας. Σύντομα όμως δολοφονήθηκε από τον Πτολεμαίο Κεραυνό τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Οι αρχαίοι συγγραφείς της ελληνιστικής και αυτοκρατορικής εποχής εκθειάζουν τη «φιλανθρωπία», το προσωπικό του θάρρος και την ιπποτική του συμπεριφορά αλλά και τη σωματική του ρώμη.
Από τις μη στρατιωτικές του δραστηριότητες αναφέρονται οι εξερευνητικές αποστολές που έγιναν με εντολή του στην Ινδία και την Κασπία Θάλασσα και προπάντων η ίδρυση πολλών ελληνικών πόλεων ανέρχονται περίπου σε 30 στο κέντρο του κράτους του, δηλ. τη Βόρεια Συρία αλλά και στη Μικρά Αία και στις Ανατολικές επαρχίες.
Το 306 π.χ. κατά τη διάρκεια της ατυχούς εκστρατείας του Αντιγόνου στην Αίγυπτο κατέλαβε τις ανατολικές επαρχίες της Περσικής αυτοκρατορίας και στη συνέχεια εισέβαλε (306 -4) στο δυτικό τμήμα της Ινδίας εναντίον του βασιλιά Σανδροκόττου(Τσαντραγκούπτα).
Λιγα χρονια αργοτερα, οι εξελίξεις στο μέτωπο της δυτικής Μικράς Ασίας τον ανάγκασαν να συνάψει ειρήνη με τον Ινδό ηγεμόνα παραχωρώντας αρκετά εδάφη την (Αραχωσία και τη Γεδρωσία) και πήρε από αυτόν 500 ελέφαντες η σημασία των οποίων ως νέον όπλο φάνηκε τρία χρόνια αργότερα στη μάχη Ιψού. Εκεί ο Σέλευκος νίκησε μαζί με τον Λυσίμαχο, τον μεγάλο του αντίπαλο Αντίγονο που βρήκε το θάνατο στο πεδίο της μάχης (301 π.Χ.)
https://greekhistoryandprehistory.blogspot.gr/2015/08/blog-post_47.html