Μέγας Ιουστινιανός – Ο τελευταίος Ρωμαίος

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Ιουστινιανός Α΄ (Φλάβιος Πέτρος Σαββάτιος Ἰουστινιανός, Flavius Petrus Sabbatius Iustinianus, 11 Μαΐου 482 – 14 Νοεμβρίου 565), παραδοσιακά γνωστός ως Μέγας Ιουστινιανός και επίσης ως Άγιος Ιουστινιανός ο Μέγας στην Ορθόδοξη Εκκλησία (παρότι στα ορθόδοξα Συναξάρια δεν αναφέρεται μεταξύ των Αγίων), ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 527 έως το 565.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, προσπάθησε να αναβιώσει το μεγαλείο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και να ανακαταλάβει το απολεσθέν δυτικό μισό της ιστορικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η βασιλεία του Ιουστινιανού αποτελεί μία ξεχωριστή εποχή στην ιστορία της ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και χαρακτηρίζεται από τη φιλόδοξη αλλά μόνο εν μέρει υλοποιημένη αποκατάσταση της αυτοκρατορίας.

Λόγω των ενεργειών αποκατάστασης, ο Ιουστινιανός αποκαλείται μερικές φορές «ο τελευταίος Ρωμαίος» στη σύγχρονη ιστοριογραφία. Αυτή η φιλοδοξία εκφράστηκε από τη μερική ανάκτηση των εδαφών της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Ήταν μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ύστερης αρχαιότητας και ενδεχομένως ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας που μιλούσε τα λατινικά ως πρώτη γλώσσα.[3]

Πρώτα χρόνια και άνοδος στον θρόνο

Ο Πέτρος Σαββάτιος, ιλλυρικής ή θρακικής καταγωγής, γεννήθηκε στο Ταυρέσιο[4] και ήταν ανιψιός του στρατηγού (και αργότερα αυτοκράτορα) Ιουστίνου Α΄. Με την άνοδο του θείου του στην εξουσία το 518 ονομάστηκε πατρίκιος. Υπήρξε ο σημαντικότερος σύμβουλος και ουσιαστικός αντιβασιλέας του θείου του, και το 527, λίγο πριν τον θάνατο του τελευταίου, ονομάστηκε συναυτοκράτορας, παίρνοντας το όνομα Ιουστινιανός, που σημαίνει ότι έχει υιοθετηθεί από τον Ιουστίνο.

Ήταν εξαιρετικά ικανός αλλά και αυταρχικός κυβερνήτης, με βαθιά λατινική και κλασσική μόρφωση. Η γυναίκα του Θεοδώρα, την οποία γνώρισε και παντρεύτηκε τον καιρό της εξουσίας του θείου του μέσω των κοινών τους επαφών με τους Βένετους, ήταν ταπεινής καταγωγής, αλλά ταυτόχρονα υπέρμετρα φιλόδοξη, ικανή, οξυδερκής και κυρίως πολύ όμορφη. Παρά την ταπεινή της καταγωγή, ο Ιουστίνος Α’ τη δέχτηκε, όχι όμως και η γυναίκα του, η οποία δεν επέτρεψε το γάμο μέχρι το θάνατό της το 524. Ακόμα και αν το παρελθόν της Θεοδώρας ήταν όντως σκοτεινό, είναι σίγουρο ότι με το γάμο της με τον Ιουστινιανό μεταμορφώνεται σε ιδανική σύζυγο και Αυτοκράτειρα.

Από τις πρώτες ενέργειες του Ιουστινιανού ήταν η βελτίωση των οικονομικών, μέσω είσπραξης των φόρων, εργασία που ανέθεσε στον ικανό αλλά αντιπαθή στο λαό Ιωάννη Καππαδόκη. Επίσης, αναθέτει τον ίδιο καιρό στον Τριβωνιανό την επανακωδικοποίηση των νόμων του Θεοδοσίου, απαλείφοντας αντικρουόμενες διατάξεις και μειώνοντας δραστικά το μέγεθος και την έκταση των ισχυουσών διατάξεων. Αντιμετώπισε τους Σασσανίδες Πέρσες ήδη από το 532, οπότε και υπέγραψε συμφωνία ειρήνης με τον βασιλιά Χοσρόη Α΄, ώστε να μπορέσει να ασχοληθεί απερίσπαστος με το μεγάλο του όνειρο, την ανακατάληψη της Δύσης.

Η Στάση του Νίκα

Τον Ιανουάριο του 532 ξέσπασαν σοβαρές ταραχές μετά την καταδίκη κάποιων Πράσινων και Βένετων σε θάνατο για επεισόδια στον Ιππόδρομο. Εκφράζοντας την αντιπάθειά τους στο πρόσωπο του απόμακρου αυτοκράτορά τους, που στα μάτια τους ήταν ο εισηγητής της σκληρής φορολογικής πολιτικής που πραγματοποιούσε ο Ιωάννης Καππαδόκης, ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους της Πόλης, προκαλώντας καταστροφές και χρίζοντας αυτοκράτορα τον Υπάτιο, ανιψιό του Αναστασίου Α΄. Η κατάσταση ξέφευγε από το έλεγχο του Ιουστινιανού, ο οποίος την παραμονή της εγκατάλειψης του θρόνου προς διαφυγή, μεταπείθεται (κατά μία εκδοχή) από τη Θεοδώρα και παραμένει για μάχη μέχρις εσχάτων. Έτσι, υπό τις εντολές του Βελισάριου, του Μούνδου και του διοικητή της φρουράς στρατηγού Ναρσή, ο ρωμαϊκός στρατός σφαγιάζει στον Ιππόδρομο 30.000 περίπου στασιαστές και μη, δίνοντας τέλος στην περίφημη «Στάση του Νίκα», η οποία έλαβε το όνομά της από το σύνθημα των επαναστατών.

Η καταστροφή του ναού της Αγίας Σοφίας κατά τις ταραχές αποτελεί το έναυσμα για την ανάθεση από τον Ιουστινιανό της κατασκευής ενός νέου μεγαλοπρεπούς ναού. Έτσι, την ίδια χρονιά οι αρχιτέκτονες από τις Τράλλεις της Μ. Ασίας Ανθέμιος και Ισίδωρος ξεκινούν τις εργασίες κατασκευής, που ολοκληρώνονται το 537, χρησιμοποιώντας πολύχρωμα μάρμαρα από την Ελλάδα (κυρίως από τις Κυκλάδες) και ψηφιδωτά από διάφορα μέρη της Ιταλίας και της Ελλάδας. Ο Ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, έργο για το οποίο ο αυτοκράτορας δεν φείσθηκε χρημάτων ή εργασίας, αποτελεί ορόσημο στην παγκόσμια ιστορία της αρχιτεκτονικής, με μέγεθος και μεγαλοπρέπεια που ως τις μέρες μας συγκινούν και προκαλούν δέος.

keimeno megas ioustinianos1
Το μέγεθος της Αυτοκρατορίας επί Ιουστινιανού

Η Επανάκτηση της Δύσης

Μετά τη Στάση του Νίκα, ο Αυτοκράτορας καταπιάνεται με έναν από τους βασικούς του στόχους:των δυτικών επαρχιών. Ο Βελισάριος, επικεφαλής του ρωμαϊκού στρατού (magister militum), εκστρατεύει κατά του βασιλείου των Βανδάλων της Βόρειας Αφρικής, κατακτά την Καρχηδόνα το 533, και προετοιμάζεται για την απόβαση στην Ιταλική χερσόνησο. Με τον θάνατο του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχου (ή Θεϋδέριχου) το 526, τη διακυβέρνηση αναλαμβάνει η φιλόδοξη γυναίκα του Αμαλασούνθα, κηδεμόνας του διαδόχου Αθαλάριχου, την οποία όμως εκθρονίζει και θανατώνει ο Θεϋδάτος. Αυτή είναι και η αφορμή που ζητά η Ανατολική Αυτοκρατορία για να επιτεθεί. Άμεσα ο Βελισάριος καταλαμβάνει τη Νάπολη και τη Ρώμη. Ο αρχηγός των Γότθων Ουίτιγις υποχωρεί στη Ραβέννα, αλλά σύντομα επιστρέφει για να πολιορκήσει τη Ρώμη. Ο Βελισάριος, ενισχυμένος από την πρωτεύουσα καταλαμβάνει τη γύρω περιοχή και υποχρεώνει τους Γότθους σε τελική υποχώρηση το 538, σε μάχη κοντά στη γέφυρα της Μουλβίας, στην ίδια περίπου θέση όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος νίκησε το Μαξέντιο. Κατόπιν σειράς ασυνεννοησιών και αμφισβήτησης της πρωτοστρατηγίας του Βελισάριου από τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα, Ναρσή και Ιωάννη, οι Γότθοι ανακαταλαμβάνουν το Μιλάνο, εξοντώνοντας τους 300.000 κατοίκους του. Χρονικά την ίδια στιγμή περίπου, η Αυτοκρατορία δέχεται και την επίθεση του Χοσρόη και των Περσών στα ανατολικά. Ενώ λοιπόν ο Ιουστινιανός είναι έτοιμος να ανακαλέσει το Βελισάριο για ενίσχυση στα ανατολικά, ο ιδιοφυής αυτός στρατηγός με δόλιο τέχνασμα καταλαμβάνει τη Ραβέννα, συλλαμβάνει τον Ουίτιγι και την οικογένειά του, δίνοντας τέλος στην εκστρατεία και ολοκληρώνοντας φαινομενικά για λογαριασμό του Ιουστινιανού την ανακατάληψη της Ιταλίας.

Μετά την επιστροφή του στην πρωτεύουσα το 539, ο Βελισάριος φεύγει σύντομα για να συναντήσει το Χοσρόη. Μετά από δύο χρόνια μαχών (και υπό το ψυχολογικό βάρος των απιστιών της γυναίκας του Αντωνίνας), ο Βελισάριος με τέχνασμα και πάλι εξουδετερώνει τον Χοσρόη. Το 542 ξεσπά η επιδημία βουβωνικής πανώλης, η οποία πλήττει και τον Αυτοκράτορα. Ο Βελισάριος επιστρέφει στην Ιταλία, η οποία λόγω της ανικανότητας των ορισμένων από τον Ιουστινιανό διοικητών της έχει περιέλθει εκ νέου στους Γότθους. Δυστυχώς, υπό την πίεση της Θεοδώρας ο Ιουστινιανός πείθεται ότι ο Βελισσάριος έχει τάσεις σφετερισμού, και έτσι τον εξοπλίζει δυσανάλογα φτωχά σε σχέση με τη φιλόδοξη αποστολή που του αναθέτει.

Στην αντιπαράθεσή τους με τον ικανό Γότθο βασιλιά Τωτίλα, οι Ρωμαίοι δεν μπορούν να κυριαρχήσουν. Ο Γότθος αρχηγός καταλαμβάνει τη Ρώμη το 546. Μετά από 5 χρόνια ατελέσφορων μαχών και διπλωματικών προσπαθειών, ο Βελισάριος ανακαλείται στην Πόλη το 549, χωρίς να έχει επιτύχει την επανάκτηση της Ιταλικής χερσονήσου, έχοντας όμως αναχαιτίσει του Γότθους σε βαθμό που δεν θα μπορέσουν ποτέ να εδραιώσουν την κυριαρχία τους. Έτσι, θα μπορέσει εύκολα ο Ναρσής, που τον αντικαθιστά το 551, με πολλαπλάσιο μάλιστα εξοπλισμό και μέσα, να ολοκληρώσει το έργο του Βελισάριου. Η επιστροφή του στρατηγού στην πρωτεύουσα το 549 συμπίπτει χρονικά με τον θάνατο της Θεοδώρας. Το γεγονός αυτό επιτρέπει τη συμφιλίωση των δύο ανδρών. Εν τω μεταξύ, στην Ιταλία, ο Ναρσής επικρατεί των βαρβάρων, καταφέρνοντας δύο συντριπτικές νίκες στην Μάχη των Βουσταγαλλώρων και στη Μάχη του Βεζουβίου, σκοτώνοντας τον Τωτίλα και τερματίζοντας την οστρογοτθική αντίσταση.

Το 551-555, ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα, υπό τις διαταγές του 80χρονου συγκλητικού Λιβέριου, στάλθηκε στην Ιβηρική χερσόνησο, για να υποστηρίξει τον Αθανάγιλδο, που είχε εξεγερθεί εναντίον του βασιλιά Αγίλα. Το εκστρατευτικό σώμα σημείωσε εκπληκτική επιτυχία, καταλαμβάνοντας εύκολα τις παραλιακές πόλεις και το μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ισπανίας, και με τη βοήθειά του, ο Αθανάγιλδος στέφεται βασιλιάς των Βησιγότθων το 554. Παρότι ο νέος βασιλιάς απαίτησε την επιστροφή των ρωμαιοκρατούμενων εδαφών, αναγκάστηκε να προβεί σε συμβιβασμό, μέσω του οποίου το νότιο τέταρτο της Ισπανίας έγινε ρωμαϊκή επαρχία, ενώ το βησιγοτθικό βασίλειο αναγνώρισε την επικυριαρχία του Ιουστινιανού.

keimeno megas ioustinianos2
Χρυσό νόμισμα του Ιουστινιανού Α’ (527-565), που ανασκάφηκε στην Ινδία πιθανώς στα νότια, είναι ένα παράδειγμα του Ινδο-ρωμαϊκού εμπορίου κατά τη διάρκεια της περιόδου.

Οι Περσικοί Πόλεμοι

Ο Ιουστινιανός κληρονόμησε από τον προκάτοχό του ανειλημμένες στρατιωτικές υποχρεώσεις στα ανατολικά σύνορα. Με αφορμή την επέμβαση των Περσών υπό τον Καβάδη Α΄ στην Λαζική και στην Ιβηρία, οι δύο αυτοκρατορίες ενεπλάκησαν σε αναμετρήσεις στην ρωμαιοπερσική μεθόριο. Το 529 ο στρατηγός Βελισάριος ηττήθηκε κοντά στο συνοριακό οχυρό Δάρας, αλλά την επόμενη χρονιά μπροστά στο ίδιο οχυρό συνέτριψε διπλάσιες περσικές δυνάμεις κατά την περίφημη μάχη του Δάρας. Αμφίβολο αποτέλεσμα είχε η σύγκρουση στο Καλλίνικο της Συρίας το 531 με συνέπεια και οι δύο αντίπαλοι να αποσυρθούν, αν και οι Πέρσες ήταν σε πλεονεκτικότερη θέση. Η σύρραξη φάνηκε να κλιμακώνεται, αλλά ο θάνατος του Σασσανίδη μονάρχη (531) απέτρεψε αυτό το ενδεχόμενο. Ο Ιουστινιανός και ο διάδοχος του περσικού θρόνου Χοσρόης Α΄ συνομολόγησαν την Απέραντο Ειρήνη το 532 με βαριές χρηματικές αποζημιώσεις εις βάρος των Ρωμαίων.

Η επέμβαση των Ρωμαίων στα εσωτερικά της Αρμενίας (540) έδωσε στον Χοσρόη την αφορμή να ξεκινήσει νέο κύκλο επιδρομών κατά της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Παρακινούμενος και από Οστρογότθους πρέσβεις εισέβαλε το 540 στην Συρία. Οι Ρωμαίοι, που ήταν απασχολημένοι στη Ιταλία με τον πόλεμο εναντίον των Οστρογότθων, προέβαλαν ασθενική αντίσταση με συνέπεια το ίδιο έτος οι Πέρσες να εκπορθήσουν και να λεηλατήσουν τις πλούσιες πόλεις Χαλέπι και Αντιόχεια (Ιούνιος 540). Ιδίως η καταστροφή της τελευταίας, που ήταν η τρίτη σημαντικότερη πόλη της αυτοκρατορίας, υπήρξε μεγάλο πλήγμα για τους αμυνόμενους. Ακολούθως, ο Χοσρόης βάδισε προς το μικρό, περιφερειακό αλλά στρατηγικά σπουδαίο βασίλειο της Λαζικής απαιτώντας λύτρα από τις πόλεις που συναντούσε καθ’ οδόν.

Η κατάσταση είχε γίνει κρίσιμη για την αυτοκρατορία. Ο Βελισάριος ανακλήθηκε από την Ιταλία (541) και εστάλη στην περιοχή για να οργανώσει την αντίδραση των Ρωμαίων. Σε σύντομο διάστημα ανακλήθηκε εκ νέου χωρίς να έχει σημειώσει κάποια μεγάλη επιτυχία. Μια επιδημία πανώλης, που ξέσπασε το επόμενο έτος, καταπόνησε και τους δύο αντιπάλους αλλά οι περσικές επιδρομές συνεχίστηκαν, κυρίως στις περιοχές της Έδεσσας και της Θεοδοσιούπολης (σημερινή Ερζερούμ της ανατολικής Τουρκίας). Η καλύτερα οργανωμένη αντεπίθεση των Ρωμαίων κατά τα επόμενα χρόνια όπως και η σθεναρή αντίσταση της Έδεσσας στην επίμονη πολιορκία των Περσών, οδήγησαν σε συμφωνία πενταετούς ανακωχής (545). Καθώς όμως οι όροι της ανακωχής δεν διευθετούσαν την κατάσταση της Λαζικής, ο πόλεμος ουσιαστικά μεταφέρθηκε στη χώρα αυτή. Ωστόσο οι μακροχρόνιες εχθροπραξίες είχαν εξουθενώσει τις δύο αυτοκρατορίες. Επιπλέον, ο Χοσρόης αντιμετώπιζε εσωτερικά προβλήματα στο βασίλειό του. Το 551 και το 557 ανανεώθηκε η πενταετής ανακωχή του 545 και το 562 υπεγράφη 50ετής συνθήκη ειρήνης, που σε γενικές γραμμές τηρήθηκε και από τα δύο μέρη.

Θρησκευτική πολιτική

Ο Ιουστινιανός θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ως ορθόδοξο Αυτοκράτορα. Η βασιλεία του θεωρείται ότι σημάδεψε το ζενίθ της αυτοκρατορικής κυριαρχίας επί της Εκκλησίας.[5] Η εξουσία του επεκτεινόταν και πάνω στην ιεροσύνη. Διαχώριζε μεν imperium και sacerdotium, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να υποκύπτει στον πειρασμό να νομοθετεί πάνω σε θρησκευτικά ζητήματα. Έλαβε μέτρα για την ενεργό επιβολή του χαλκηδονιανού Χριστιανισμού (Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος) σε όλη την επικράτειά του. Έτσι, από νωρίς (το 529), έλαβε σκληρά μέτρα κατά των εναπομεινάντων ειδωλολατρών, και έκλεισε την περίφημη Ακαδημία Πλάτωνος. Περιόρισε με νομοθετικά μέτρα τα δικαιώματα των Εβραίων, και συνέτριψε με σκληρότητα την εξέγερση των Σαμαριτών. Ακόμα καταδίωξε τους μανιχαϊστές, οι οποίοι, λόγω της συσχέτισής τους με την εχθρική Σασσανιδική Περσία, υπέφεραν ιδιαίτερα.

Η αντιμετώπιση της πιο μεγάλης και επικίνδυνης αίρεσης, του Μονοφυσιτισμού, ποίκιλλε. Η επιρροή της Θεοδώρας, που υποστήριζε τον Μονοφυσιτισμό και παρείχε προστασία σε σημαίνοντες εκπροσώπους του, μετρίασε την στάση του κατά το πρώτο μισό της βασιλείας του. Το 535 της επέτρεψε να διορίσει Πατριάρχη τον Άνθιμο, ο οποίος αμέσως συνδέθηκε με τους Μονοφυσίτες Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας κατήγγειλε το γεγονός στον Πάπα Αγαπητό, ο οποίος ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και έπεισε τον Ιουστινιανό να τον εκθρονίσει και να τον εξορίσει.[6] Μετά τον θάνατο της Θεοδώρας όμως, σε συνδυασμό με την έντονη πίεση της δυτικής εκκλησίας και την έντονη ενασχόλησή του με την θρησκεία προς το τέλος της ζωής του, η κρατική καταπίεση εντάθηκε. Η αυταρχική του πολιτική και η τάση του να ελέγχει πλήρως την Εκκλησία, φάνηκαν τόσο στην συμπεριφορά του απέναντι στον Πάπα Βιγίλιο, τον οποίο διαπόμπευσε δημοσίως, όσο και κατά την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο που συγκάλεσε το 553 στην Κωνσταντινούπολη, η οποία λειτούργησε υπό το καθεστώς της κυριαρχίας των απόψεών του, δια της συνηθισμένης οδού της επιλεκτικής αποδοχής των συμμετεχόντων.

Η ιεραποστολική του δραστηριότητα ήταν εξίσου έντονη, και απέστειλε ιερείς για να προσηλυτίσουν τους λαούς πέριξ της Αυτοκρατορίας, επιτυγχάνοντας να εκχριστιανίσει την Νουβία, τους Έρουλους και τους Αβασγούς.

Η εισβολή των Κουτρίγουρων το 559, που έφτασε μέχρι έξω από την πρωτεύουσα, αντιμετωπίζεται από το Βελισάριο με επιτυχία. Ο στρατηγός θα βρεθεί ξανά σε δυσμένεια το 562, στερούμενος τόσο τη δόξα που του άρμοζε, όσο και τη θέση του στην ρωμαϊκή ιεραρχία, αλλά αποκαταστάθηκε σύντομα.

Οικονομία και διοίκηση

Όπως συνέβαινε και με τους προκατόχους του Ιουστινιανού, η οικονομική υγεία της αυτοκρατορίας στηριζόταν κυρίως στη γεωργία. Επιπλέον, το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων άνθισε, φτάνοντας ως το μακρινό Βορρά μέχρι την Κορνουάλη, όπου ο κασσίτερος ανταλλάχθηκε με ρωμαϊκό σιτάρι. Στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας, μεγάλες συνοδείες που έπλεαν από την Αλεξάνδρεια προς την Κωνσταντινούπολη με το σιτάρι και τα δημητριακά. Ο Ιουστινιανός με μια αποτελεσματική κίνηση ήταν η οικοδόμηση μιας μεγάλης σιταποθήκης στο νησί της Τενέδου για αποθήκευση και περαιτέρω μεταφορά στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ιουστινιανός προσπάθησε επίσης να βρει νέες διαδρομές για το ανατολικό εμπόριο, το οποίο υπέφερε τα πάνδεινα, λόγω των πολέμων με τους Πέρσες.

Ένα σημαντικό προϊόν πολυτελείας ήταν το μετάξι, το οποίο είχε εισαχθεί και στη συνέχεια μεταποιούνταν στην Αυτοκρατορία. Προκειμένου να προστατευθεί η παραγωγή του μεταξιού, ο Ιουστινιανός χορήγησε το μονοπώλιο στα αυτοκρατορικά εργοστάσια το 541. Προκειμένου να παρακάμψει το περσικό εμπάργκο, ο Ιουστινιανός δημιούργησε φιλικές σχέσεις με τους Αβησσυνίους, τους οποίους ήθελε να ενεργούν ως διαμεσολαβητές του εμπορίου με τη μεταφορά Ινδικού μεταξιού στην αυτοκρατορία. Οι Αβησσύνιοι, ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστούν τους Πέρσες εμπόρους στην Ινδία. Στη συνέχεια, στις αρχές της δεκαετίας του 550, δύο μοναχοί κατάφεραν να κλέψουν μέσα στα μπαστούνια τους, αυγά μεταξοσκώληκα από την Κεντρική Ασία πίσω στην Κωνσταντινούπολη, και το μετάξι έγινε μονοπώλιο των ανακτόρων.

Κατά την έναρξη της βασιλείας του Ιουστινιανού Α΄ είχε κληρονομήσει ένα πλεόνασμα 28.800.000 σόλιδων (£400.000 χρυσού) στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο από των Αναστάσιο Α΄ και Ιουστίνο Α΄. Σύμφωνα με τους κανόνες του Ιουστινιανού, ελήφθησαν μέτρα για την καταπολέμηση της διαφθοράς στις επαρχίες και να συλλέγεται πιο αποτελεσματικά οι φορολογία. Μεγαλύτερη διοικητική εξουσία δόθηκε τόσο στους ηγέτες των νομών και των επαρχιών, ενώ η εξουσία που είχε ληφθεί μακριά από τις αντιπροσωπείες των μητροπόλεων, ένας αριθμός των οποίων καταργήθηκαν. Η γενική τάση ήταν προς την απλοποίηση της διοικητικής υποδομής. Σύμφωνα με τον Brown(1971), η αυξημένη επαγγελματοποίηση της είσπραξης των φόρων έκανε πολλά για να καταστρέψει τις παραδοσιακές δομές της επαρχιακής ζωής, δεδομένου ότι αποδυνάμωσε την αυτονομία των δημοτικών συμβουλίων στης Ελληνικές πόλεις. Έχει υπολογιστεί ότι πριν την επανάκτηση (reconquista) του Ιουστινιανού Α΄ το κράτος είχε ετήσια έσοδα 5.000.000 σόλιδους το 530, αλλά μετά της κατάκτησης του, τα ετήσια έσοδα αυξήθηκαν σε 6.000.000 σόλιδους στο 550 μ.Χ.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, οι πόλεις και τα χωριά του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους ευημερούσαν, αν και οι Αντιόχεια χτυπήθηκε από δύο σεισμούς (526, 528) και αλώθηκε και εκκενώθηκε από τους Πέρσες (540). Ο Ιουστινιανός είχε ανακατασκευάσει την πόλη, αλλά σε μικρότερη κλίμακα.

Παρ’ όλα αυτά τα μέτρα, η αυτοκρατορία υπέστη αρκετές σημαντικές αποτυχίες κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα. Η πρώτη ήταν τα ακραία καιρικά φαινόμενα των ετών 535-536 τα οποία ασθένησαν την αγροτική παραγωγή σε όλη την αυτοκρατορία με αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών ανθρώπων, μετά χτύπησε η πανούκλα, (γνωστή και ως πανώλη του Ιουστινιανού) η οποία διήρκεσε από το 541 έως 543 και, κατά των Προκόπιο αποδεκάτιζε τον πληθυσμό της αυτοκρατορίας. Μέχρι και το 40% της Κωνσταντινούπολης λέγεται ότι αποδεκατίστηκε, κατά συνέπεια δημιούργησε έλλειψη εργατικού δυναμικού και αύξηση των μισθών. Η έλλειψη εργατικού δυναμικού, επίσης, οδήγησε σε σημαντική αύξηση του αριθμού των «βάρβαρων» στα βυζαντινά στρατεύματα, μετά τις αρχές της δεκαετίας του 540. Το παρατεταμένο πόλεμο στην Ιταλία και τους πολέμους με τους Πέρσες, ήταν ένα βαρύ φορτίο για τους πόρους της αυτοκρατορίας, και ο Ιουστινιανός είχε επικριθεί από πολλούς για τη σπατάλη του παλατιού και για την άσωτη ζωή που έκανε το αυτοκρατορικό ζεύγος.

keimeno megas ioustinianos3
Αναπαράσταση του 1912 της στήλης του Ιουστινιανού

Μεταφορά του μεταξιού από την Κίνα

Σύμφωνα με πληροφορίες Βυζαντινών συγγραφέων, εξαιτίας της τεράστιας ζήτησης που είχε το μετάξι από την ανατολή, και το εμπάργκο που έκαναν οι Πέρσες κατά των Βυζαντινο-Περσικών πόλεμων, ο Ιουστινιανός το 544 έστειλε στην Κίνα δύο μοναχούς, ειδικά για το μετάξι, το οποίο εκείνη την εποχή είχε διαδοθεί σε μεγάλο βαθμό το χρησιμοποιούσε η εκκλησία και οι ευγενείς και ήταν πανάκριβο. Οι Βυζαντινοί μοναχοί με εντολή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού για τη μετάδοση της Χριστιανικής θρησκείας περιηγήθηκαν στην Περσία και την Κίνα και κατά τη διάρκεια των περιηγήσεων τους, παρακολούθησαν όλη τη διαδικασία εκτροφής του μεταξοσκώληκα και παραγωγής του μεταξιού και φεύγοντας έκρυψαν μέσα στα κούφια μπαστούνια τους αρκετό μεταξόσπορο, γιατί απαγορευόταν η εξαγωγή τους. Στο τέλος της περιοδείας τους το 544 μετέφεραν το μετάξι στην Κωνσταντινούπολη, και από τότε περιήλθε η σηροτροφία στο Βυζάντιο. Στα πρώτα χρόνια η βυζαντινή αυλή κρατούσε μυστικό τον τρόπο παραγωγής του μεταξιού από τον υπόλοιπο λαό, που πίστευε ότι το μετάξι προερχόταν από κάποια φυτική ουσία. Αργότερα όμως η τεχνική ξέφυγε από τα ανάκτορα και η μεταξουργία αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που ονομάστηκε από τότε Μοριάς, εξαιτίας της καλλιέργειας της μουριάς. Και το Βυζάντιο ήταν ο μοναδικός εξαγωγέας του περίφημου μεταξιού του σε όλην την Ευρώπη για περίπου 3 αιώνες.

Αποτίμηση

Ο Ιουστινιανός κατάφερε να επεκτείνει τα σύνορα της Αυτοκρατορίας από τους Άγιους τόπους και τα βάθη της Ανατολίας μέχρι τις Ηράκλειες στήλες, επαναφέροντας τα σύνορα στα ίδια σχεδόν, της παλιάς Ρωμαϊκής. Στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο οι περιοχές επανέρχονται στη Δυτική Αυτοκρατορία και επιβάλλεται πλέον μια ένωση μέσω της κοινής χριστιανικής πίστης, με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Ο βυζαντινός στρατός σημειώνει νίκες στην Ιταλία, το νότιο τμήμα της Ισπανίας και την Αφρική, και οι Πέρσες σταματούν τις επιχειρήσεις τους κατά του Βυζαντίου, σεβόμενοι τις συνθήκες.[7] Η επανάκτηση της Δυτικής Αυτοκρατορίας διήρκεσε 25 χρόνια, με συνεχείς εκστρατείες κατά των Περσών και κατασκευή εκτενούς αμυντικού συστήματος (ορατού ακόμα και σήμερα σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου). Ωστόσο η περίοδος βασιλείας του Ιουστινιανού περιλαμβάνει και πλήθος άλλων σημαντικών εξελίξεων, όπως κωδικοποίηση των νόμων, ενίσχυση του εμπορίου, εισαγωγή της καλλιέργειας του μεταξιού από την Κίνα, θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις, ενίσχυση των δημοσίων οικονομικών και ανέγερση δημοσίων οικοδομημάτων με αποκορύφωμα την Αγία Σοφία.[7]

Η φιλόδοξη επέκταση του Βυζαντίου όμως, προκάλεσε αρκετές εσωτερικές διαμάχες με τον πληθυσμό να κάνει συχνές εξεγέρσεις, είτε λόγω των δυσβάσταχτων φόρων από τους μακροχρόνιους πολέμους, είτε λόγω θρησκευτικών διαφορών. Η συνεχής εξωτερική απειλή, από σχεδόν όλα τα μέτωπα, οδήγησε σε μια περίοδο πτώσης της Αυτοκρατορίας, που ήρθε αμέσως μετά τον θάνατο τον Ιουστινιανού. Χαρακτηριστικά, το μεγαλύτερο τμήμα της Ιταλίας κατελήφθη από τους Λομβαρδούς, μόλις 3 χρόνια από το θάνατό του. Ο Προκόπιος στο έργο του Απόκρυφη Ιστορία κατηγορεί τον ίδιο τον Ιουστινιανό αλλά κυρίως τη Θεοδώρα για αυτό.[7]

Ο μύθος της σλαβικής καταγωγής

Από μερικούς συγγραφείς του 18ου και του 19ου αιώνα υποστηρίχτηκε η σλαβονική καταγωγή του Ιουστινιανού. Αυτή η υπόθεση είχε τις ρίζες της σε μια έκδοση του 1623 των Ανεκδότων ή Arcana Historia του Προκοπίου Καισαρείας, μιας μυστικής ιστορίας του Ιουστινιανού. Ο κουράτωρ της βιβλιοθήκης του Βατικανού Nicholas Alemannus που δημοσίευσε αυτό το έργο, πρόσθεσε σχόλια μεταξύ των οποίων και πληροφορίες από κάποιον ιερωμένο Θεόφιλο, φερόμενο ως δάσκαλο του Ιουστινιανού. Κατά τον Θεόφιλο, ο Ιουστινιανός ήταν γνωστός και ως Upravda, ο πατέρας του λεγόταν Istokus και η μητέρα του Bigleniza. Ο Αλεμάνους δεν αναφέρει που βρήκε αυτό το κείμενο του Θεόφιλου, το οποίο αργότερα αναζητήθηκε από ερευνητές αλλά δεν βρέθηκε. Κάποιοι υπέθεσαν ότι τα ονόματα Upravda, Istokus και Bigleniza είναι σλαβονικά και ότι ο Ιουστινιανός ήταν Ιλλυρικής, Μακεδονικής, Βουλγαρικής ή Θρακικής καταγωγής. Ο Edward Gibbon υπέθεσε ότι τα ονόματα είναι Γοτθικά. Οι δυτικοί ιστορικοί αναπαρήγαγαν αυτή την άποψη χωρίς να την ερευνήσουν ή να δώσουν σ’αυτή κάποια βαρύτητα, ενώ οι σλάβοι συγγραφείς την υιοθέτησαν για εθνικούς λόγους. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος δέχεται επίσης την σλαβική καταγωγή του Ιουστινιανού.[8] Η θεωρία αυτή καταρρίφθηκε μετά την έρευνα του ιστορικού J. Bryce (1838 – 1922), ο οποίος διαπίστωσε ότι το υποτιθέμενο έργο του Θεόφιλου ήταν ένα χειρόγραφο με περιλήψεις και αποσπάσματα στα λατινικά που γράφτηκε από κάποιον σλάβο ιερωμένο Ι.Τ. Marnavic (1580-1637) και ότι η συγκεκριμένη πληροφορία ήταν ένας μύθος.[9][10]

Παραπομπές

1. Britannica Concise Encyclopedia, σελ. 1007, ISBN 1593394926
2. J. B. Bury, History of the Later Roman Empire from Arcadius to Irene, τ. 2, σελ. 7, Cosimo Inc. (2008), ISBN 1605204056
3. Chris Wickham, The Inheritance of Rome, σελ. 90, Penguin Books Ltd (2009), ISBN 978-0-670-02098-0
4. Η ακριβής θέση της πόλης Ταυρέσιον δεν έχει ταυτοποιηθεί. Εικάζεται ότι είναι η σημερινή πόλη Λέμπανε της Σερβίας ή η θέση Τάορ κοντά στα Σκόπια
5. Steven Runciman (2005). Η Βυζαντινή Θεοκρατία. Εκδόσεις Δόμος, σελ. 51. ISBN 9607217225.
6. Steven Runciman (2005). Η Βυζαντινή Θεοκρατία. Εκδόσεις Δόμος, σελ. 52. ISBN 9607217225.
7. Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο σ.25-27, εκδ. ελληνικά γράμματα, 2009 ISBN 978-960-19-0326-2
8. Παπαρρηγόπουλος Κ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. 4, Λειψία 1883, σ. 8. Αναφέρεται στο Petrovich (1967), σ. 8.
9. Michael B. Petrovich, “How Justinian became a Slav: The story of a forgery”, Balkan Studies, 8, (1967), σ. 1 – 28.
10. [http://www.jstor.org/stable/40866846?seq=1#page_scan_tab_contents F. J. Thomson , βιβλιοκριτική του G. Sotiroff, The Assassination of Justinian’s Personality. Canadian Slavonic Papers / Revue Canadienne des Slavistes Vol. 17, No. 1 (1975), σ. 163.]

Πηγές

Ανέκδοτα ή Απόκρυφη ιστορία, {Προκοπίου) απόδ. Αλόη Σιδέρη, Εκδ. ΑΓΡΑ, Αθήνα 1988, ISBN 960-325-036-8
Ιστορία των Πολέμων, αρχαίο κείμενο και απόδ. Περικλή Ροδάκη, εκδ. ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ – ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα, 1996, SET ISBN 960-236-599-4
Δανάη Ζάνου, Ιουστινιανός, εκδ. ΜΙΝΩΑΣ, 2004 ISBN 960-542-927-6
Steven Runciman (2005). Η Βυζαντινή Θεοκρατία. Εκδόσεις Δόμος. ISBN 9607217225.

Βικιπαίδεια

ΔΗΜΟΦΙΛΗ