Γενοκτονία των Αρμενίων Άλλη μια κτηνωδία των Τούρκων

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Στις 24 Απριλίου 1915, οι οθωμανικές αρχές της Κωνσταντινούπολης συλλαμβάνουν 300 εξέχοντα μέλη της αρμενικής κοινότητας της Πόλης τα οποία εκτοπίζονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κοντά στην Άγκυρα. Eίναι το σημείο εκκίνησης ενός από τα πιο φρικτά εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη σύγχρονη Ιστορία- της Γενοκτονίας των Αρμενίων.

Βρισκόμαστε στο δεύτερο έτος του Μεγάλου Πολέμου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία πνέει τα λοίσθια και σε μια ύστατη προσπάθεια να βρεθεί στο κέντρο των εξελίξεων συμμαχεί με τις Κεντρικές Δυνάμεις τις οποίες αποτελούν τότε η Γερμανία, η Αυστροουγγαρία και η Ιταλία.

Αρμένιοι άμαχοι, οδηγούμενοι από ένοπλους Οθωμανούς στρατιώτες, περνώντας μέσα από το Χαρπούτ (Kharpert), σε μια φυλακή στην κοντινή Μεζιρέχ

Η πάλαι ποτέ κραταιά Αυτοκρατορία των Σουλτάνων είναι σκιά του εαυτού της. Η επανάσταση των Νεοτούρκων του 1908 προσπαθεί να δώσει ένα αέρα ανανέωσης προβάλλοντας τον εκτουρκισμό της Αυτοκρατορίας σαν απάντηση στις εθνικές επαναστάσεις που από τη δεκαετία του 1820 και μετά συνεχώς της στερούν εδάφη τόσο στα Βαλκάνια όσο και στην Εγγύς Ανατολή.

Τα ηνία της διακυβέρνησης έχει αναλάβει η τριανδρία των Ταλαάτ Πασά, Εμβέρ Πασά και Τζεμάλ Πασά. Οι δύο τελευταίοι θεωρούν πως η παρουσία των Αρμενίων και εν γένει των χριστιανικών πληθυσμών δημιουργεί πρόβλημα στην τουρκοποίηση της Μικράς Ασίας και στα σχέδια του παντουρανισμού, δηλαδή της δημιουργίας ενός υπερκράτους στο οποίο θα ανήκουν όλες οι τουρκικές φυλές.

Λίγες μέρες πριν τον εκτοπισμό των Αρμενίων της Πόλης, ο Τζεβτέτ Μπεης, ζητά από την πόλη Βαν 4.000 άνδρες προκειμένου να αποσταλλούν στο μέτωπο. Οι Αρμένιοι καταλαβαίνουν ότι η κίνηση αυτή έχει σκοπό την απομάκρυνση των ανδρών εκείνων που μπορούν να φέρουν όπλα, αφήνοντας έτσι απροστάτευτους τους αμάχους. Έτσι, προσφέρουν 500 άτομα και χρήματα για να κερδίσουν χρόνο, όμως ο Τζεβτέτ τους κατηγορεί ως επαναστάτες και προειδοποιεί πως αν πέσει έστω και μια σφαίρα θα αφανίσει κάθε χριστιανό της περιοχής.

Η καχυποψία των δύο πλευρών ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής. Από την έναρξη του Πολέμου, οι Τούρκοι κατηγορούσαν τους Αρμένιους ως συνεργάτες των Ρώσων, ενώ από τον Φεβρουάριο του 1915 με εντολή του Ενβέρ Πασά οι χριστιανικοί πληθυσμοί αποστρατεύονται και οδηγούνται για καταναγκαστικά έργα στα διαβόητα «τάγματα εργασίας» (amele taburlari). Ωστόσο, όσοι κλήθηκαν να «υπηρετήσουν» σε αυτά ήταν γνωστό ότι δεν θα έβλεπαν τους δικούς τους ξανά, αφού υπήρχαν διάχυτες φήμες ότι τα εν λόγω τάγματα δεν είχαν προορισμό άλλο από την εξόντωση.

Στις 20 Απριλίου 1915, μια Αρμένια παρενοχλείται από Οθωμανούς στρατιώτες. Στην προσπάθεια να την προστατέψουν, δύο Αρμένιοι σκοτώνονται από τις αρχές. Σύντομα αρχίζει η πολιορκία της πόλης από τις δυνάμεις του Τζεβτέτ. Οι Αρμένιοι αντιστέκονται σθεναρά και χάρη στη σωτήρια παρέμβαση του Ρώσου στρατηγού Γιουντένιτς σώζονται. Αυτό ήταν και το πρελούδιο της εξόντωσης, αφού πλέον η τριανδρία των Νεοτούρκων ήταν πεπεισμένη πως οι Αρμένιοι έπρεπε να εκδιωχθούν από την Ανατολία και να οδηγηθούν στην έρημο της Συρίας.

Το σχέδιο ενορχηστρώνεται με ακρίβεια στην Κωνσταντινούπολη. Διαδίδεται πως οι Αρμένιοι έχουν συμμαχήσει με τον εχθρό και σκοπεύουν να εξεγερθούν προκειμένου να ανοίξουν τα Δαρδανέλλια. Τελικώς η σύλληψη αποφασίζεται για τις 24 Απριλίου, μια ημέρα πριν οι Σύμμαχοι αποβιβαστούν στην Καλλίπολη.

Τον Μάιο του ίδιου έτους, ψηφίζεται ο νόμος περί αναγκαστικών εκτοπίσεων, σύμφωνα με τον οποίο κάθε Οθωμανός υπήκοος ο οποίος θεωρείτο απειλή για την εθνική ασφάλεια έπρεπε να μεταφερθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τον νόμο αυτό θα συνοδεύσει ένας δεύτερος που θα αφορά την κατάσχεση των περιουσιών των Αρμενίων που εγκατέλειπαν τις εστίες τους.

Οι δρόμοι του θανάτου προς τη Συρία δεν έμειναν απαρατήρητοι από τη Δύση. Οι New York Times σε καθημερινή βάση μετέδιδαν πληροφορίες για «σχεδιασμένη επιχείρηση εξόντωσης των Αρμενίων» και περιέγραφαν εκατόμβες θυμάτων στους δρόμους προς τη Συρία και τον ποταμό Ευφράτη.

Στις 24 Μαίου οι Σύμμαχοι με κοινή διακοίνωση προειδοποιούν την Πύλη ότι έχουν γνώση για τις δολοφονίες και τα εγκλήματα που διαπράττονται εναντίον των Αρμενίων και πως η οθωμανική ηγεσία θα θεωρηθεί ως μόνη υπεύθυνη για τα εγκλήματα αυτά.

«Είναι φυσικό οι θάνατοι να προέρχονται από την πείνα και τις ασθένειες σε συνδυασμό με την σκληρή μεταχείριση από τις αρχές που τους αναγκάζουν σε πορείες στην έρημο σαν τα σκλαβοπάζαρα. Καταλύματα υπάρχουν μόνο για όσους μπορούν να δωροδοκήσουν τους αξιωματικούς» αναφέρει το δημοσίευμα των New York Times στις 8 Αυγούστου 1916.

Ακόμη και οι Γερμανοί σύμμαχοι των Οθωμανών, που βρίσκονταν στην περιοχή για την κατασκευή του σιδηροδρόμου Κωνσταντινούπολης-Βαγδάτης δεν έκρυβαν τον αποτροπιασμό τους για το έγκλημα που λάμβανε χώρα. Μάλιστα ο Φραντζ Γκούντερ, αντιπρόσωπος της Deutsche Bank απέστειλε φωτογραφίες στο Βερολίνο αναφέροντας πως είναι «φρικτό να πρέπει να μένει κανείς σιωπηλός μπροστά σε αυτό το κτηνώδες έγκλημα».

Ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά του Ουίνστον Τσώρτσιλ ο οποίος κάνει λόγο για «διοικητικό ολοκαύτωμα», κάνοντας χρήση του όρου τρεις δεκαετίες πριν τη ναζιστική θηριωδία, αναφερόμενος σε οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας.

Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης βρίσκονταν κοντά στα σημερινά σύνορα της Τουρκίας με τη Συρία και το Ιράκ και υπολογίζονται σε 25, υπό τη διοίκηση του Σουκρού Καγιά. Αυτά ήταν ο ένας τρόπος αφανισμού των Αρμενίων. Στον Πόντο, οι Τούρκοι τους στοίβαζαν σε βάρκες και τους έπνιγαν στα ανοικτά της Σαμψούντας και της Τραπεζούντας, ενώ πιο «αποδοτικός μέθοδος» σύμφωνα με τον Χασάν Μαρούφ, που ήταν τότε αξιωματικός του οθωμανικού στρατού ήταν οι μαζικοί εμπρησμοί.

Στις δίκες της Τραπεζούντας το 1918, οπότε και οι Νεότουρκοι δικάστηκαν για τη συμμετοχή της Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μαρούφ αναφέρει στη 12σέλιδη κατάθεσή του ότι Τούρκοι αιχμάλωτοι τρελάθηκαν στη θέα των συγκεντρωμένων Αρμενίων που καίγονταν ζωντανοί ενώ είπαν στους Ρώσους πως η οσμή της καμμένης ανθρώπινης σάρκας ήταν στον αέρα για πολλές μέρες. Μόνο ο Εϊτάν Μπελκίντ, που ήταν επίσης αξιωματικός παραδέχθηκε πως είδε 5.000 Αρμένιους να καίγονται ζωντανοί.

Ωστόσο η πιο αποτρόπαιη από όλες τις μεθόδους που εφάρμοσαν οι οθωμανικές Αρχές για να αφανίσουν τους Αρμένιους ήταν τα τοξικά αέρια και τα φάρμακα. Στις δίκες της Τραπεζούντας αναφέρεται πως ο δρ. Σαίμπ χορηγούσε μορφίνη σε παιδιά ενώ δύο γιατροί, ο δρ. Φουάντ και ο δρ. Αντνάν κατέθεσαν για τουλάχιστον δύο περιπτώσεις σχολείων όπου συγκεντρώθηκαν παιδιά τα οποία εξοντώθηκαν με χρήση τοξικών αερίων.

Έναν αιώνα αργότερα, ο συνολικός αριθμός των θυμάτων της τουρκικής θηριωδίας δεν είναι ακόμη σαφής, ωστόσο υπάρχει γενική συμφωνία των επιστημόνων ότι τα θύματα της Γενοκτονίας των Αρμενίων ήταν τουλάχιστον 500.000 για την περίοδο 1914-1918, με τις δυτικές παραπομπές και πηγές να κάνουν λόγο για αριθμό θυμάτων που βρίκεται μεταξύ 600.000 και 1,5 εκατομμυρίου.

Μαζί με τους ανθρώπους, θύμα της τουρκικής μανίας ήταν και ο πολιτισμός των Αρμενίων, καθώς το 1974 η UNESCO υπολόγιζε πως από τα 913 ιστορικά κτίρια των Αρμενίων στην Τουρκία, τα 464 είχαν καταστραφεί ολοσχερώς, 252 βρίσκονταν σε ερειπώδη κατάσταση ενώ 197 χρειάζονταν άμεσα επισκευές.

Ήταν Γενοκτονία;

Η θέση της Τουρκίας, που αποτελεί διάδοχο κράτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι ότι ο όρος «γενοκτονία» είναι αδόκιμος και ισχυρίζεται πως οι εκτοπισμοί ήταν αποτέλεσμα των συνθηκών του Πολέμου και της συνεργασίας των Αρμενίων με τους Ρώσους. Επιπλέον, η Άγκυρα θεωρεί αναχρονισμό το να χρησιμοποιείται ένας όρος που δημιουργήθηκε για να περιγράψει το Ολοκαύτωμα για ένα γεγονός που έγινε 30 χρόνια νωρίτερα.

Ωστόσο, η αμηχανία με την οποία η Τουρκία αντιμετωπίζει το ζήτημα της Γενοκτονίας των Αρμενίων υποδηλώνει έμμεση παραδοχή της ενοχής της. Είναι παράλογο να αρνείται τη χρήση του όρου «γενοκτονία» τη στιγμή που από τα αρχεία της εποχής και τις καταθέσεις των πρωταγωνιστών, προκύπτει ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία σχεδίασε και εκτέλεσε ένα οργανωμένο πρόγραμμα εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών (Αρμένιοι, Έλληνες, Χαλδαίοι, Ασσύριοι) στα πλαίσια τόσο του εκτουρκισμού της Ανατολίας, όσο και των στρατηγικών αναγκών της χώρας στα πλαίσια του Μεγάλου Πολέμου.

Ένα αιώνα αργότερα, η Τουρκία σε συνεργασία με τη Δύση συνεχίζει να διαπράττει γενοκτονία, αυτή τη φορά στο επίπεδο της μνήμης. Αρνείται κατηγορηματικά την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων γιατί ακόμα διακατέχεται από το «σύνδρομο των Σεβρών», δηλαδή την πεποίθηση ότι υπάρχει οργανωμένο σχέδιο διαμελισμού της.

Για εμάς τους Έλληνες που η πορεία με τους Αρμένιους ήταν κοινή, πρέπει να παραδειγματιστούμε από τον τρόπο με τον οποίο προώθησαν το δίκαιο αίτημά τους στη διεθνή κοινότητα για να αναγνωριστεί αυτό το φρικτό γεγονός που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα για να κορυφωθεί την περίοδο 1915-1918. Δυστυχώς η δική μας πλευρά ουδέποτε κινήθηκε σοβαρά για να αναδείξει το ζήτημα της Γενοκτονίας των Ποντίων αλλά και των άλλων ελληνόφωνων της Μικράς Ασίας εκείνη την περίοδο.

Ίσως γιατί δεν καταλάβαμε πως οι μέρες μνήμης και η αναγνώριση μιας Γενοκτονίας δεν γίνονται για να παίζονται φτηνά πολιτικά παιχνίδια μεταξύ των χωρών, ούτε για να αναζοπυρώνουν το μίσος μεταξύ των λαών. Γίνονται για να διατηρούμε στη συλλογική μνήμη το που μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη θηριωδία όταν θέλει να κυνηγήσει τον «άλλο», εκείνον που διαφέρει σε γλώσσα, ήθη, θρησκεία και πολιτισμό.

Μια μέρα σαν κι αυτή το σύνθημα πρέπει να είναι αυτό που φώναζαν οι ίδιοι οι Τούρκοι, όταν δολοφονήθηκε από ακροδεξιούς, ο αρμενικής καταγωγής δημοσιογράφος Χραντ Ντικ: «Σήμερα, είμαστε όλοι Αρμένιοι».

ΔΗΜΟΦΙΛΗ