Ξεκαθαρος ο Αλέξης Τσίπρας: Δεν υπάρχει θέμα τραπεζών και νομίσματος – Εμμονές του Βαρουφάκη το σχέδιο «Δήμητρα»

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Το μήνυμα ότι μια ενδεχόμενη κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μπορεί να συνδυάσει την ανάταξη της οικονομίας με τη στήριξη της κοινωνίας έστειλε ο Αλέξης Τσίπρας σε συνέντευξη που παραχώρησε στη δημοσιογράφο Μαρία Νικόλτσιου στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ Δελφών. «Εμείς έχουμε συγκεκριμένο πρόγραμμα για την ανάταξη της οικονομίας και τη στήριξη της κοινωνίας και ζητάμε ισχυρή λαϊκή εντολή για να σχηματίσουμε κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας από την επομένη των εκλογών», διαμήνυσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.

Απαντώντας σε ερώτηση για την πολυαναμενόμενη επενδυτική βαθμίδα, άσκησε δριμεία κριτική στην απερχόμενη κυβέρνηση της ΝΔ, υπενθυμίζοντας ότι «η επενδυτική βαθμίδα ήταν το μόνο που είχε μείνει στον κ. Μητσοτάκη να υποσχεθεί στις εκλογές του ’19 σε ό,τι αφορά στην οικονομία, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταφέρει να βγάλει τη χώρα απ’ τα μνημόνια, να ρυθμίσει το χρέος, να αφήσει 37 δισ. στα δημόσια ταμεία, να έχει 8 συνεχόμενα τρίμηνα θετικών ρυθμών ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία». Προσέθεσε ότι ο κ. Μητσοτάκης συνέχισε και σε όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης του να υπόσχεται κάθε εξάμηνο ότι θα έρθει επενδυτική βαθμίδα μέσα στη θητεία του, σχολιάζοντας «όσο το είδατε εσείς, άλλο τόσο το είδαμε κι εμείς». Σημείωσε ότι «αντί για επενδυτική βαθμίδα, αφήνει μεγαλύτερο δημόσιο χρέος κατά 46 δισ., ιδιωτικό χρέος μεγαλύτερο κατά 40 δισ., και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μεγαλύτερο κατά δέκα φορές».

Απαντώντας, μάλιστα στην κριτική που δέχεται ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για το οικονομικό του πρόγραμμα, είπε ότι «δεν είναι λογικό να θέτει ο κ. Μητσοτάκης τέτοιου είδους διλήμματα» καθώς «έχουμε αποδείξει στις πιο δύσκολες συνθήκες ότι καταφέραμε να κάνουμε αυτό που τότε φαινόταν ακατόρθωτο, να βγάλουμε τη χώρα από τα μνημόνια και να την επαναφέρουμε στις αγορές». Σημείωσε δε ότι «με μια χρηστή διοίκηση σε ό,τι αφορά τα δημόσια οικονομικά και ταυτόχρονα με αλλαγή μείγματος κοινωνικής πολιτικής μπορούμε να πετύχουμε και την επενδυτική βαθμίδα, ταυτόχρονα όμως και την ανάσα της κοινωνίας».

Ερωτηθείς, συγκεκριμένα, για πρόσφατη ανάλυση της Standard and Poor’s “που βλέπει θετικά την επενδυτική βαθμίδα ωστόσο περιμένει το αποτέλεσμα των εκλογών”, και για το αν σε κυβέρνηση συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να έχει χώρο το κόμμα του κ. Βαρουφάκη “που έβαλε θέμα νομίσματος”, ο κ. Τσίπρας σχολίασε ότι «ο κ. Βαρουφάκης ανοίγει ένα θέμα που δεν απασχολεί την κοινωνία και δεν αφορά την πραγματικότητα αλλά τις δικές του εμμονές». Τόνισε ότι αυτές οι θέσεις και οι απόψεις για το νόμισμα δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, ούτε καν συζήτησης. «Απόψεις για το νόμισμα δεν αποτέλεσαν αντικείμενο συζήτησης ούτε στις δύσκολες μέρες του ’15 κι αυτός ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ ο κ. Βαρουφάκης» σημείωσε.

Ο κ. Τσίπρας τόνισε ότι «το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι το νόμισμα, το πρόβλημα είναι ότι τα ευρώ που έχουμε στην τσέπη μας δεν φτάνουν για να καλύψουμε τις βασικές ανάγκες του νοικοκυριού και τα έξοδα των επιχειρήσεων» και προσέθεσε: «Σε όλους όσοι ανοίγουν ξανά αυτά τη συζήτηση, απαντάμε με καθαρότητα: ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δοκιμαστεί, δεν έρχεται απ’ το πουθενά».

Επισήμανε ότι «η Standard and Poor’s και άλλοι οίκοι αξιολόγησης αναβάθμισαν τη χώρα δυο βαθμίδες κατά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, συνεχίστηκε η πορεία αναβάθμισης κατά δύο βαθμίδες και αργότερα επί κυβέρνησης ΝΔ». Σχολίασε ότι όμως και ο οίκος Fitch στην πρόφαση αιτιολογική έκθεση του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας αναφέρθηκε στις εκλογές και είπε ότι όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα δεν έχουμε καμία αβεβαιότητα για την ελληνική οικονομία». Κατόπιν αυτού σημείωσε: «Ας μη δημιουργούμε λοιπόν μόνοι μας αβεβαιότητες εκεί που δεν υπάρχουν».

Υπογράμμισε ότι «το μεγάλο ζήτημα και ο εθνικός στόχος για τη χώρα δεν είναι κάτι το οποίο πετύχαμε -να μείνουμε στο ευρώ, να βγούμε απ’ τα μνημόνια, να ρυθμίσουμε το χρέος-, αλλά να επουλώσουμε τις πληγές της 8ετίας των μνημονίων που παραμένουν ακόμα στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας».

Κληθείς να σχολιάσει τη δήλωση του πρωθυπουργού ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ οδηγεί σε τέταρτο μνημόνιο, ο κ. Τσίπρας έκανε λόγο για “ξαναζεσταμένο φαγητό” και διερωτήθηκε «πόσο πια θα μπορούμε να μεταστρέφουμε την αλήθεια και να επισείουμε τον μπαμπούλα του ΣΥΡΙΖΑ». «Δεν είναι μια πρωτοφανής τακτική από τον κ. Μητσοτάκη. Όταν είχαμε ρυθμίσει το χρέος το 2018, όταν βγάλαμε τη χώρα από τα μνημόνια και είχαμε οκτώ συνεχόμενα τρίμηνα ανάπτυξης, έλεγε ότι υπογράψαμε τέταρτο μνημόνιο. Αυτό το τέταρτο μνημόνιο ήταν αυτό που του έδωσε τέσσερα χρόνια τώρα τη δυνατότητα να έχει πρόσβαση στις αγορές, να έχει μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική πάνω από 55 δισ. ευρώ. Προφανώς έλεγε ψέματα. Τα ίδια ψέματα λέει και τώρα», είπε χαρακτηριστικά, ενώ αναφερόμενος και πάλι στις “πληγές” της ελληνικής οικονομίας που δεν έχουν κλείσει, παρέπεμψε στα στοιχεία για το κατά κεφαλήν εισόδημα που υπολείπεται κατά 16% σε σχέση με το 2007, δηλαδή πριν τα μνημόνια και για την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων που είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ. «Γίναμε εξαιτίας αυτής τη μεγάλης κρίσης χρέους χώρα που μοιάζει με αυτές της Ανατολικής Ευρώπης, όχι του πυρήνα της ΕΕ. Αν υπάρχει εθνικός στόχος είναι η πραγματική σύγκλιση με τον μέσο όρο της ΕΕ και της ευρωζώνης», προσέθεσε.

Ο κ. Τσίπρας κλήθηκε επίσης να αναπτύξει το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων, όσον αφορά κυρίως το κατά πόσο αυτό μπορεί να γίνει αποδεκτό από τις Βρυξέλλες και τη Φρανκφούρτη. Όπως είπε, το «καλό νέο των τελευταίων εξελίξεων» είναι ότι το ιδιωτικό χρέος πλέον δεν «συσσωρεύεται στις ελληνικές τράπεζες και άρα δεν αφορά την ΕΚΤ», αλλά στα funds, υπογραμμίζοντας, ωστόσο, ότι η κακή εξέλιξη είναι ότι τα κόκκινα δάνεια μεταφέρθηκαν σε αυτά με ένα σχέδιο που αποσκοπεί στο να έχουμε ένα «τσουνάμι πλειστηριασμών το επόμενο διάστημα», καθώς συνδυάζεται με έναν πτωχευτικό νόμο που «αίρει προστασία της πρώτης κατοικίας», χωρίς όρους και δεσμεύσεις για τη λειτουργία των funds και με ένα «εξωδικαστικό μηχανισμό που δεν υποχρεώνει τη ρύθμισή τους». «Άρα, δεν βρισκόμαστε μπροστά μόνο σε ένα οικονομικό αδιέξοδο, αλλά και σε ένα κοινωνικό» σημείωσε. Μιλώντας για το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, το χαρακτήρισε «ρεαλιστικό και βιώσιμο» που ναι μεν, αντιμετωπίζει το πρόβλημα των υπερκερδών των funds, αλλά δεν αποτελεί ένα «σχέδιο συσσάχθειας» και δίνει τη δυνατότητα στα μεν funds να έχουν ένα «εύλογο κέρδος» και στη μεσαία τάξη να κρατήσει την περιουσία της. Αυτό το σχέδιο, υπενθύμισε, περιλαμβάνει δύο εναλλακτικές, τη βραχυπρόθεσμη αποπληρωμή με μεγάλο κούρεμα της ονομαστικής αξίας της οφειλής και την μακροχρόνια αποπληρωμή με χαμηλότερες δόσεις. Όσον αφορά το σχέδιο “Ηρακλής” της κυβέρνησης, σχολίασε πως πρόκειται για «αυταπάτη» και το χαρακτήρισε «μη βιώσιμο» καθώς δεν δίνει διέξοδο στο πρόβλημα, αλλά ανοίγει το δρόμο για ένα «τσουνάμι πλειστηριασμών».

Ερωτηθείς σχετικά με την φορολογική επιβάρυνση της μεσαίας τάξης από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ο τέως πρωθυπουργός παραδέχθηκε πως όντως «επιβαρύνθηκε δυσανάλογα» κατά τη διάρκεια των μνημονίων, ωστόσο διευκρίνισε πως το μεγαλύτερο μέρος των φόρων επιβλήθηκε την πρώτη πενταετία. Εξήγησε, επίσης, ότι οι πολιτικές αυτές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, υπηρετούσαν έναν εθνικό στόχο, να βγει η χώρα από την χρεοκοπία και ότι «αυτό που κερδίσαμε το ’18 είναι η δυνατότητα η κάθε κυβέρνηση να κυβερνά με τις δικές προτεραιότητες και όχι του Τόμσεν, της τρόικα και της ΕΚΤ». Σε αυτό το πλαίσιο, κατηγόρησε την κυβέρνηση Μητσοτάκη ότι με την ευχέρεια αυτήν που είχε από το 2019, αυτό που έκανε ήταν να αυξήσει ακόμα περισσότερο τα έσοδα από τους φόρους, κυρίως τους έμμεσους, μέσω μιας διαφορετικής «υπερφορολόγησης» εξαιτίας του «τρομακτικού» πληθωρισμού και της διατήρησης των τιμών σε πολύ υψηλά επίπεδα, κάτι που «λεηλατεί» το εισόδημα των μεσαίων και των αδύναμων. «Η ζωή μας όλη έγινε ένα pass για τη βενζίνη, το ρεύμα, το σούπερ μάρκετ», είπε χαρακτηριστικά, επαναφέροντας το θέμα της «κρατικής αισχροκέρδειας» που γίνεται επιδοτήσεις”, προκειμένου «να παραμένουν οι τιμές υψηλές και να ευνοούνται οι ισχυροί».

Απαντώντας και στο κατά πόσο το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ είναι δημοσιονομικά εφαρμόσιμο, σχολίασε πως είναι «οξύμωρο» να κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ που
«έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια και ξέρει καλά τι σημαίνει να πετυχαίνει στόχους» για δημιουργία δημοσιονομικών κενών, «αυτοί που δεν πέτυχαν ποτέ δημοσιονομικούς στόχους» και «που έβαλαν τη χώρα σε μνημόνια». Επί της ουσίας, τόνισε πως «απλά δεν θα έχουμε υπερέσοδα» και πως είναι ρεαλιστικό ένα «μείγμα πολιτικής που θα δώσει ανάσα στον καταναλωτή και ταυτόχρονα θα αφήσει χώρο για δημόσιες επενδύσεις σε τομείς που έχει ανάγκη η οικονομία», δηλαδή στο ΕΣΥ, στο ανθρώπινο δυναμικό και στις υποδομές, κάτι που όμως προϋποθέτει ένα «διαφορετικό παραγωγικό μοντέλο». «Εμείς παρουσιάζουμε ένα ολιστικό σχέδιο που ταυτόχρονα μπορεί να ενισχύσει την κοινωνική συνοχή και να δώσει ακόμη μεγαλύτερη αναπτυξιακή πνοή στην ελληνική οικονομία», συμπλήρωσε.

Μάλιστα, επικαλούμενος και τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, άσκησε έντονη κριτική στην κυβέρνηση ότι δεν έχει προσελκύσει παραγωγικές επενδύσεις που δημιουργούν πολλές και καλές θέσεις εργασίας, αλλά επενδύσεις που αποτελούν στην πραγματικότητα «κερδοσκοπικό οπορτουνισμό».

«Οι επενδύσεις είναι αναγκαίες, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία», τόνισε απαντώντας στην κριτική περί “αντιεπενδυτικής λογικής” του ΣΥΡΙΖΑ και ξεκαθάρισε πως «πρέπει να προσεγγίζουμε στρατηγικούς επενδυτές που έρχονται όχι για να φύγουν σε τρία χρόνια, αλλά για να μείνουν» και πως για να γίνει αυτό χρειάζονται «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» κυρίως όσον αφορά τη Δικαιοσύνη αλλά και την καταπολέμηση της διαφθοράς και της μαύρης οικονομίας. «Η Ελλάδα δυστυχώς απομακρύνθηκε από την ευρωπαϊκή κανονικότητα αυτά τα τέσσερα χρόνια της διακυβέρνσης του κ. Μητσοτάκη και γι’ αυτό το λόγο. Όταν έχουμε δέκα δισ. σε απευθείας αναθέσεις και κλειστούς διαγωνισμούς σε ημέτερους, όταν σ’ αυτή τη χώρα ο μέσος επιχειρηματίας ξέρει ότι για να πάρει ένα έργο πρέπει να περάσει από το ιδιαίτερο γραφείο μέσα στου Μαξίμου, αυτή είναι η πραγματικότητα. Ας με διαψεύσει οποίος μπορεί», συμπλήρωσε, παραπέμποντας στη φράση της Φώφης Γεννηματά περί “Μαξίμου ΑΕ” αλλά και στο σκάνδαλο παρακολουθήσεων: «Αυτή είναι η εικόνα σήμερα της χώρας που χειροτέρευσε από αυτό το απίθανο σκάνδαλο με τις παράνομες παρακολουθήσεις. Να παρακολουθεί ο πρωθυπουργός της χώρας το μισό πολιτικό σύστημα και τον μισό επιχειρηματικό κόσμο και να μην έχει δώσει μια εξήγηση, να μην έχει επιληφθεί η δικαιοσύνη και να ζητά να ξαναγίνει πρωθυπουργός για να συνεχίσει να μας παρακολουθεί όλους», σημείωσε, τονίζοντας ότι προϋπόθεση για την ανάπτυξη είναι «ο σεβασμός των κανόνων του κράτος δικαίου και της δημοκρατίας, η χρήστη διοίκηση και η πάταξη της διαφθοράς».

Ερωτηθείς, στη συνέχεια για το δημογραφικό, ο κ. Τσίπρας υπογράμμισε πως πρόκειται για ένα θέμα που θα μας απασχολήσει τις επόμενες δεκαετίες και γι’ αυτό χρειάζεται μια δέσμη παρεμβάσεων άμεσα. Σε αυτή τη δέσμη, είπε, «περιλαμβάνεται η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου» στην οποία αναφέρθηκε προηγουμένως, «η στήριξη των νέων ζευγαριών και της μητρότητας» αλλά και «η μεταστροφή της μεταναστευτικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της ενσωμάτωσης και της ένταξης των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία και την οικονομία», κάτι που, όπως σημείωσε, η ΝΔ δεν μπορεί να κάνει «γιατί έχει υιοθετήσει ακροδεξιά ρητορική».

Ερωτηθείς και για την ενεργειακή κρίση, ο κ. Τσίπρας επανέλαβε πως είναι πολιτική επιλογή της κυβέρνησης να έχει η Ελλάδα από τις υψηλότερες τιμές στο ρεύμα, καθώς καμία άλλη χώρα δεν προχώρησε σε ιδιωτικοποίηση της δημόσιας υπηρεσίας ρεύματος εν μέσω κρίσης, αλλά συνέβη το αντίθετο σε κάποιες χώρες όπως στη Γαλλία και στη Γερμανία. Όπως τόνισε, είναι εφικτή η επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ σε ποσοστό 51%, όχι μόνο για να λειτουργεί «με ορίζοντα την κοινωνική προστασία αλλά για να πάψει να είναι ο λαγός στην κούρσα της κερδοσκοπίας».

Εκλογές και συνεργασίες

Μιλώντας για τις εκλογές και τις προοπτικές σχηματισμού κυβέρνησης, σχολίασε ότι η ΝΔ «φαίνεται να είναι κόμμα ανάδελφο», «η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη φαίνεται όχι να μη θέλει, αλλά να μην μπορεί να κάνει συνεργασίες με άλλα κόμματα». Είπε ειδικότερα ότι «δεν μπορεί με το όμορο κόμμα της δεξιάς πολυκατοικίας, τον κ. Βελόπουλο, και προσπαθεί να του κλέψει υποψήφιους με αποστασίες». Αν και δεν το απέκλεισε να συνεργαστεί η ΝΔ με την Ελληνική Λύση, είπε ότι η ΝΔ δεν μπορεί να συνεργαστεί με ένα κόμμα «που έχει καταγραφεί ως φιλορωσικό, ακραίο σε πολλές θέσεις». Επίσης είπε ότι δεν μπορεί η ΝΔ να συνεργαστεί «και με το από τα αριστερά της όμορο, το κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, γιατί ο κ. Μητσοτάκης παρακολουθούσε τον αρχηγό του».

Απαντώντας και στο ερώτημα τι σημαίνει η αναφορά που έχει κάνει σε “ανοχή” όταν μιλά για συγκρότηση κυβέρνησης, σημείωσε ότι η εναλλακτική προοπτική απέναντι στη ΝΔ είναι «να υπάρξει μια κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας κατά βάση ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ, αν είναι πρώτο κόμμα, και στο ΚΙΝΑΛ» και πως αν δεν βγαίνουν οι αριθμοί «και τα υπόλοιπα μικρότερα κόμματα της Αριστεράς, θα πρέπει να αναλάβουν ευθύνη». «Η απλή αναλογική δεν έχει μόνο οφέλη, έχει και ευθύνες», τόνισε. Είπε ειδικότερα πως «και το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25, εάν υπολείπονται 5-10 βουλευτές για να έχουμε την πλειοψηφία που χρειαζόμαστε για να προχωρήσουμε μπροστά σε ένα σχέδιο προοδευτικής προγραμματικής σύγκλισης, θα πρέπει να πάρουν την ευθύνη, αν θα στηρίξουν αυτή την κυβέρνηση ή αν θα ανοίξουν τον δρόμο στον κ. Μητσοτάκης, με απανωτές εκλογές και περιπέτειες για τη χώρα, να επανέλθει και να συνεχίσει αυτά που έκανε τέσσερα χρόνια».

Κληθείς να σχολίασε τις αντιδράσεις του πρωθυπουργού στο κάλεσμα του για ντιμπέιτ μεταξύ των δυο τους, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είπε πως «έχει καταντήσει ανέκδοτο» και επανέλαβε την κριτική του ότι ο κ. Μητσοτάκης «θέλει να ξεφύγει μέσα από ένα άχαρο ντιμπέιτ μεταξύ των έξι αρχηγών» και ότι ασχολείται με «ανύπαρκτα θέματα», όπως το τι κάνει ο Βελόπουλος, ο Βαρουφάκης, ο Κασιδιάρης.

Όσον αφορά, δε, την ερώτηση που θα του έκανε σε περίπτωση που δεχόταν το ντιμπέιτ μεταξύ τους μόνο, απάντησε πως σίγουρα «ένα από τα θέματα που και ο ίδιος φοβάται μην ερωτηθεί, αλλά πρέπει να απαντήσει είναι τι ακριβώς παρακολουθούσε όλο αυτό το διάστημα», εξηγώντας πως πρόκειται για μια «βάναυση κακοποίηση της δημοκρατικής λειτουργίας» για την οποία «αν πάρει συγχωροχάρτι» και επανεκλεγεί «φοβάται τι θα κάνει μετά». Προσέθεσε, ωστόσο, πως πέρα από αυτό το καίριο ζήτημα, ο κόσμος θέλει να μάθει για τα «ζητήματα οικονομίας, τα κόκκινα δάνεια, την παιδεία, την υγεία».

Κλείνοντας, ο Αλ. Τσίπρας απηύθυνε έκκληση στους νέους ανθρώπους να προσέλθουν στις κάλπες να ψηφίσουν και χρησιμοποιώντας μία φράση του Προέδρου Λούλα της Βραζιλίας διαμήνυσε πως «είναι προτιμότερο να κυβερνά μια Αριστερά που κάνει ό, τι μπορεί παρά μια Δεξιά που κάνει ό,τι θέλει».

ΔΗΜΟΦΙΛΗ