Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Αρθρον δια τον Καζαμίαν

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Φιλολογικά απομνημονεύματα

ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ

Τῷ Κυρίῳ Β…

… Παραπολὺ χυδαῖον εἶναι τὸ ἀνέκδοτον τῆς χήρας γυναικός, ἥτις χάσασα ἀρτίως τὸν ἄνδρα της, δὲν ἐλησμόνει καὶ δύο ἄλλας ὀλίγον τι προγενεστέρας ἀπωλείας χρησιμωτάτων διὰ τὸν πτωχικὸν οἶκόν της ζώων, καὶ θρηνοῦσα ἔλεγεν: Ἄνδρα μ᾿, γουρούνι μ᾿, γάϊδαρε μ᾿!…

Παραπολὺ χυδαῖον, καὶ ὅμως δὲν ἀντέχω εἰς τὸν πειρασμὸν νὰ τὸ προτάξω ἐνταῦθα, ὡς προοίμιον ἐκ παραβολῆς… Σὺ ὁμοιάζεις μὲ τὴν χήραν ἐκείνην γυναῖκα, ἀφοῦ ἀπαιτεῖς παρ᾿ ἐμοῦ νὰ εἶμαι ὄχι μόνον ἐπιφυλλιδογράφος, μεταφραστής, ἀρθρογράφος καὶ δὲν ἠξεύρω τί ἄλλο ἀκόμη, ἀλλὰ καὶ συνεργάτης διὰ τὸν Καζαμίαν σου.

Πρὸς Θεοῦ! ὡς τί μ᾿ ἐξέλαβες ἐμέ; Μ᾿ ἐπῆρες δι᾿ ἕνα παλαιὸν συνεργάτην σου, ὅστις ἔχει, ὡς λέγουσι, τοσαύτην εὐχέρειαν εἰς τὸ ἀρθρογραφεῖν περὶ παντὸς ἐπιστητοῦ πράγματος ἐπὶ θέματος δεδομένου, ὥστε, ἐν τῇ φοβερᾷ ταχύτητι τῆς γραφίδος του, δὲν προφθάνει νὰ βάλλῃ ὀξείας καὶ περισπωμένας εἰς τὰς λέξεις, οὔτε κἂν νὰ διακρίνῃ μεταξὺ ἰῶτα καὶ ἦτα καὶ τῶν ὁμοήχων διφθόγγων, ἢ μεταξὺ ὀμικροῦ καὶ ὠμεγάλου, καὶ τούτου ἕνεκα ἔχει ἀνάγκην δύο συνεργατῶν ὑποαρθρογράφων, διὰ νὰ ἐπαρκῶσιν εἰς τὴν διόρθωσιν τῶν μικρῶν τούτων ἀνωμαλιῶν τῶν χειρογράφων του. Ὁ νέος οὗτος ἂν ἐγεννᾶτο ἐν Ἰταλίᾳ, καθ᾿ ὃν χρόνον ἤκμαζεν ἡ ἐξ ὑπογυίου ποίησις, οὐδεμία ἀμφιβολία ὅτι θὰ ἀνεδεικνύετο ὁ μέγιστος τῶν αὐτοσχεδιαστῶν.

Ἀλλὰ καὶ ἂν ὡμοίαζα κατά τι μὲ τὸν θαυμάσιον ἐκεῖνον παντογράφον, εἰς τὸν Καζαμίαν τί ἠδυνάμην νὰ σοῦ γράφω ἐγώ; Εἶμαι ἱκανὸς νὰ συντάξω τὰς γνωστὰς ἐκείνας σεληνογραφίας καὶ μετὰ Χριστὸν προφητείας (εὐτυχῶς, ἐλπίζω ὅτι ἔπαυσαν πλέον νὰ εἶναι τοῦ συρμοῦ), τὰς πληρούσας κατ᾿ ἔτος, οὐ πρὸ πολλοῦ χρόνου ἀκόμη, τὰς σελίδας παντὸς Ἡμερολογίου; Καὶ ὑπερέβησαν πᾶν ὅριον ἀναλγησίας, οἱ ἀθεόφοβοι. Παιδάρια ἀσυνείδητα ἔγραφον παίζοντα ψευδοπροφητείας, περὶ θεομηνιῶν καὶ νόσων καὶ συμφορῶν καὶ παντοίων ἀπαισίων πραγμάτων, καὶ οἱ βάναυσοι ἐκδόται τὰς ἐτύπωναν καὶ τὰς ἐπωλοῦσαν εἰς τὸ δημόσιον πρὸς ἑβδομήκοντα λεπτὰ ἢ πρὸς ἡμίσειαν δραχμὴν τὸ τεῦχος. Καὶ ἠξεύρεις πόσον τρόμον ἐνέσπειρον, πόσον φόβον καὶ ἀγωνίαν ἐνέβαλλον εἰς τὰς ψυχὰς ἀμαθῶν καὶ ἁπλοϊκῶν ἀνθρώπων αἱ ψευδοπροφητεῖαι αὗται; Φρονῶ ὅτι δὲν ἐξήρχετο τῶν ὁρίων τῆς δικαιοδοσίας τῶν ἀστυνομικῶν ἀρχῶν ἡ κατάσχεσις καὶ ἡ ἐξαφάνισις τοιούτων ἐπιβλαβῶν δημοσιευμάτων. Πρὸ δύο ἐτῶν ἀκόμη, διατρίψας ἐπὶ δύο ἢ τρεῖς ἑβδομάδας ἔν τινι πολίχνῃ τῆς Ἑλλάδος, εἶδον τοὺς χωρικοὺς ἐντρόμους καὶ ἀγωνιῶντας ἐπὶ τῇ προσδοκίᾳ ἡμέρας τινὸς τοῦ Ἰουλίου, τὴν ὁποίαν ἐσημείου ὁ Καζαμίας ὡς ἡμέραν τῆς συντελείας τοῦ Κόσμου. Ὁ μπακάλης τοῦ τόπου εἶχε Καζαμίας πρὸς πώλησιν, ὡς δεῖγμα δὲ τοῦ περιεχομένου ἐδείκνυεν εἰς τοὺς πελάτας τὴν περὶ τῆς φοβερᾶς ἐκείνης ἡμέρας προφητείαν. Ἐσχηματίζοντο ὅμιλοι, ἐπεδεικνύετο ἡ σελὶς τοῦ Καζαμίου, ἀνεγινώσκετο τὸ οἰκεῖον χωρίον, ἠγρεύοντο ἀγορασταί. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἐφαντάζοντο ὅτι αἱ προφητεῖαι αὗται εἶχον συνταχθεῖ ὑπὸ λίαν σπουδαίων ἀνδρῶν καὶ σοφῶν ἀστρονόμων. Μετὰ πολλοῦ κόπου προσεπάθησα νὰ τοὺς διδάξω ὅτι οἱ συγγραφεῖς τῶν κατὰ τέταρτον σελήνης προφητευμάτων ἦσαν παιδάρια τῶν Ἀθηνῶν, παιδάρια προσουροῦντα τῇ συγγραφικῇ τέχνῃ καὶ τῇ δημοσιογραφίᾳ. Τότε δὲ μόνον ἐπείσθησαν, ὅτε ἡ φοβερὰ ἡμέρα παρῆλθε, καὶ ὁ οὐρανὸς ἐξηκολούθησε νὰ μένῃ ἀσάλευτος, θρόνος τοῦ Ὑψίστου, καὶ ἡ γῆ νὰ εἶναι ὑποπόδιον τῶν ποδῶν Αὐτοῦ.

Οὐδεὶς βεβαίως θὰ ἰσχυρισθῇ ὅτι τοιαῦτα μέσα εἶναι συντελεστικὰ πρὸς μετάνοιαν τοῦ πλήθους. Ἡ μὲν θρησκεία δὲν ἔχει ἀνάγκην, ὅπως στηριχθῇ, ψευδοπροφητειῶν καὶ ψευδοθαυμάτων, ἡ δ᾿ ἐπιστήμη δὲν ἔχει προγνωστικὰ ἄλλα παρὰ τὰ πορίσματα τῶν μαθηματικῶν ὑπολογισμῶν καὶ τῶν λογαρίθμων. Δὲν πρέπει δέ, ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ περὶ συντελείας τῶν αἰώνων θρησκευτικοῦ δόγματος, νὰ ἐγείρωσι τὴν κεφαλὴν ἀνέρπουσαι ψευδεπιστημονικαὶ προρρήσεις, γελοιοποιουμένης θρησκείας καὶ ἐπιστήμης, πρὸς ἐκφόβησιν τοῦ πλήθους.

Ἀλλὰ καὶ ἄλλην διακωμῴδησιν τῆς τε θρησκείας κ᾿ ἐπιστημονικῆς ἀκριβείας ἀποτελοῦσι τὰ συνήθη ἡμερολόγια, ἐγχειρίδια ἢ κρεμαστὰ τοῦ τοίχου, ὅπως ἐκδίδονται. Οὐδεμία ἀκρίβεια, οὐδεμία τάξις τὰ διακρίνει. Ἀταλαιπωρία ἐν πᾶσιν, ἐπιπολαιότης καὶ ἀδιαφορία αὐτόχρημα ρωμέικη. Οὔτε εἰς τὴν ὀρθὴν σημείωσιν τῶν ἡμερῶν, τῶν τε ἀκινήτων τοῦ Μηνολογίου καὶ τῶν κινητῶν τοῦ Τριῳδίου καὶ Πεντηκοσταρίου, τηρεῖται εὐσυνείδητος ἀκρίβεια, οὔτε εἰς τὴν ἀναγραφὴν τῶν ἑορτῶν, οὔτε εἰς αὐτὴν τὴν ὀρθογραφίαν καὶ ὀρθὴν ἐκφορὰν τῶν ὀνομάτων τῶν Ἁγίων. Θὰ εἴπῃ τις ὅτι ἡμεῖς τώρα ἐπεράσαμεν πέρα, καὶ δὲν μᾶς μέλει πλέον δι᾿ ἑορτάς, δι᾿ Ἁγίους καὶ διὰ θρησκευτικὰ πράγματα. Ἀλλὰ δὲν ὁμιλῶ ἐνταῦθα περὶ ἀκριβείας θρησκευτικῆς οὔτε περὶ εὐλαβείας καὶ θεοσεβείας· ὁμιλῶ περὶ ἀκριβείας πρακτικῆς καὶ ἐπιστημονικῆς. Τοὺς Φράγκους, ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρήσωμεν ὡς χριστιανικωτέρους ἡμῶν αὐτῶν, καὶ ὅμως οἱ Φράγκοι ἐκδίδουσιν ἐν τελειοτάτῃ ἀκριβείᾳ καὶ τάξει τὰ ἡμερολόγιά των, θρησκευτικά τε καὶ ἄλλα, ὡς παρακατιὼν ὁ λόγος θὰ δείξῃ. Βεβαίως, ἂν πράγματι ἐπαραγίναμεν καὶ δὲν ἔχωμεν πλέον ἀνάγκην θρησκευτικῶν ἑορτῶν καὶ Ἁγίων, συνεπέστερον καὶ λογικώτερον θὰ ἦτο νὰ σημειοῦται, φέρ᾿ εἰπεῖν, ἡ 6η Αὐγούστου λευκὴ καὶ ὀρφανή, ἄνευ μνείας τοῦ ὀνόματος Ἁγίου, παρὰ νὰ σημειοῦται ἐν αὐτῇ ἡ μνήμη Σισίνη τοῦ Μεγάλου, ὅπως σημειοῦται τακτικὰ κατ᾿ ἔτος εἰς ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ ἀθηναϊκὰ ἡμερολόγια (γράφε Σισώη τοῦ Μεγάλου). Προκριτώτερον θὰ ἦτο νὰ σημειοῦται κενὴ ἡ 5η Αὐγούστου, παρὰ ν᾿ ἀναγράφεται ἐν αὐτῇ ἡ μνήμη Εὐγενίου Μάρτυρος (γράφε Εὐσιγνίου Μάρτυρος). Ὀρθότερον θὰ ἦτο νὰ ἐσημειοῦτο ἁπλῶς τῷ Σαββάτῳ τῆς Α´ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν ἡ μνήμη τοῦ συμπίπτοντος Ἁγίου τῆς ἡμέρας τοῦ μηνός, παρὰ ν᾿ ἀναγράφεται ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, ἐνῷ εἶναι ἁπλῶς τοῦ ἑνὸς Ἁγίου Θεοδώρου, τοῦ Τήρωνος, καὶ ὄχι πάλιν ἡ μνήμη του, ἀλλ᾿ ἀνάμνησις τοῦ γενομένου ὑπ᾿ αὐτοῦ θαύματος, ἐμφανισθέντος εἰς τὸν ἐπίσκοπον τῆς πόλεως καὶ κελεύσαντος νὰ τραφῶσι πρὸς καιρὸν οἱ χριστιανοὶ διὰ κολλύβων, ὅπως μὴ μολυνθῶσι διὰ τῶν εἰδωλοθύτων.

Μὲ τοιαύτην ρᾳστώνην καὶ νωχέλειαν, μὲ τοιαύτην ἐπιπολαιότητα καὶ ὀλιγωρίαν, συντάσσονται καὶ τὰ ἡμερολόγια, ὡς διεξάγονται ἄλλως καὶ τὰ πράγματα ὅλα παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἕλλησιν. Εὔκολον δέ, τηρουμένων ὀλιγίστων κανόνων, καὶ ἡ σαφήνεια καὶ ἀκρίβεια νὰ ἐπιτευχθῇ, καὶ ἡ συντομία νὰ μὴ λείψῃ. Τῇ 14 Ὀκτωβρίου σημειοῦται, παραδείγματος χάριν, ἐν τοῖς ἡμερολογίοις «Κελσίου Μάρτυρος. Κοσμᾶ τοῦ ποιητοῦ». Δὲν ἀπαιτῶ ν᾿ ἀναγραφῇ διὰ μακρῶν, ὡς φέρεται ἐν τῷ Μ. Ὡρολογίῳ καὶ τοῖς Μηναίοις «Τῶν ἁγίων Μαρτύρων Γερβασίου, Ναζαρίου, Προτασίου καὶ Κελσίου· καὶ τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Κοσμᾶ τοῦ Ἁγιοπολίτου καὶ Ποιητοῦ, ἐπισκόπου Μαϊουμᾶ». Ἀλλ᾿ ἰδοὺ τί τρέχει. Ὁ ἅγ. Γερβάσιος εἶναι γνωστότερος εἰς ἡμᾶς τοὺς γαλλίζοντας, παρ᾿ ὅσον εἶναι ὁ ἅγ. Κέλσιος, ἀφοῦ καὶ εἰς τοὺς Παρισίους ὑπάρχει, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, ὁδὸς Saint – Gervais, περὶ ἧς εἰς ὅλα τὰ παλαιότερα μυθιστορήματα γίνεται λόγος. Ἔχει δέ,

ὡς βλέπετε, καὶ τὰ πρωτεῖα τοῦ χρόνου ἢ τῆς τάξεως ἀπέναντι τῶν τριῶν ἄλλων συναθλητῶν του. Συντόμως λοιπόν, καὶ ἐν πάσῃ ἀκριβείᾳ καὶ σεμνότητι, δύναται νὰ σημειωθῇ: «Γερβασίου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ Μαρτύρων. Κοσμᾶ ὁσίου τοῦ Ποιητοῦ». Ἔτι συντομώτερον, ὁριζομένων κατὰ συνθήκην abbréviations, δύναται νὰ γραφῇ: «Γερβασίου καὶ τῶν σ. Α.Μ.Μ. Κοσμᾶ Ὁσ. τοῦ Ποιητοῦ».

Οὕτω καὶ τῇ 13η Δεκεμβρίου, δύναται συντόμως νὰ σημειοῦται «Εὐστρατίου καὶ τῶν σ. Α.Μ.Μ. Λουκίας παρθένου Μ.». Ὁμοίως, ἐξ ἀναλογίας, καὶ εἰς ἄλλας ἡμέρας.

Ἀλλὰ ποῦ τὰ ἀκούει ὁ Ρωμιὸς αὐτά, φίλε μου. Ρωμιὸς εἶσαι καὶ τὰ ἠξεύρεις. Ὅλοι, καὶ πρὸ πάντων σεῖς οἱ ἐπιχειρηματικοὶ ἄνδρες, ζητεῖτε εἰς πάντα τὴν εὐκολίαν, ὄχι τὴν ἀκρίβειαν. Ὁ Ρωμιὸς δὲν τὸ ἔχει διὰ τίποτε ν᾿ ἀντιγράψῃ τὸ ἐφετινὸν ἡμερολόγιον ἀπὸ τὸ περυσινόν, ἀδιάφορον ἂν αἱ ἡμέραι τοῦ μηνὸς δὲν συμπίπτουν πλέον μὲ τὰς ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος. Πέρυσι, εἰς ἓν παντοπωλεῖον, ἀντικρὺ τῆς κατοικίας μου, ὅπου ἔκαμνα ὀψώνια, ὑπῆρχεν ἡμερολόγιον κρεμασμένον εἰς τὸν τοῖχον, τοῦ 1891, τὸ ὁποῖον εἶχε τὰς νέας σελήνας τοῦ ἔτους ὅλας σημειωμένας κατὰ τὴν τάξιν τοῦ 1890. Ἀκριβῶς δὲ ἡ σημειουμένη ὡς νέα σελήνη συνέπιπτε πάντοτε μὲ τὴν πραγματικὴν πανσέληνον. Μίαν Δευτέραν τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 1886 μία μακαρίτικη ἐφημερὶς ἐξεδόθη πρωὶ πρωὶ φέρουσα ἐν τῇ θέσει τοῦ Ἡμερολογίου τὴν ἑξῆς μνείαν: «Δευτέρα… Φεβρουαρίου. Τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου». Καὶ ἠξεύρεις τί εἶναι τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου; Εἶναι ἡ γνωστὴ πρώτη Κυριακὴ τοῦ Τριῳδίου, πάντοτε Κυριακή. Ἀλλ᾿ ὁ ἀστεῖος εἶχεν ἀντιγράψει ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιον τοῦ προλαβόντος ἔτους, ὅτε ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου ἦτο Κυριακή, καὶ ὅτε συνέπιπτε νὰ εἶναι ἡ Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου. Ἐφαντάσθη ὅτι ὁ Τελώνης καὶ ὁ Φαρισαῖος εἶναι Ἅγιοι τοῦ Ἡμερολογίου, ἐνῷ εἶναι ἁπλῶς ὅροι δεσποτικῆς παραβολῆς, ἐν τῷ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίῳ.

Κ᾿ ἐπειδὴ περὶ Τριῳδίου ὁ λόγος, ὑπομιμνήσκω ὅτι ἐν τοῖς ἡμερολογίοις καλὸν νὰ σημειοῦνται ἀκριβέστερον, τὸ μὲν πρὸ τῆς Τυρινῆς Σάββατον «Τῶν ὁσίων Πατέρων» (συντόμως «τῶν ὁσ. Π.Π.»). Ἡ πρώτη Κυριακὴ τῶν νηστειῶν, «τῆς Ὀρθοδοξίας», ἡ Β´ Κυριακὴ «Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ι.» (ἱεράρχου). Ἡ Γ´ «τῆς Σταυροπροσκυνήσεως». Ἀλλὰ καὶ ἡ Δ´ Κυριακὴ «τοῦ ὁσ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος», καὶ ἡ Ε´ «τῆς ὁσ. Μαρίας». Ὁ Μέγας Κανὼν πρέπει νὰ σημειοῦται τῇ Πέμπτῃ τῆς Ε´ ἑβδομάδος, οὐχὶ τῇ Τετάρτῃ, ὡς ὁ Ἀκάθιστος τῷ Σαββάτῳ τῆς αὐτῆς ἑβδομάδος, οὐχὶ τῇ Παρασκευῇ.

Καὶ ἐν τῷ Πεντηκοσταρίῳ δὲ πρέπει νὰ σημειοῦται ἡ Δευτέρα καὶ ἡ Τρίτη τῆς Διακαινησίμου, ὡς καὶ ἡ Παρασκευὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς καὶ ἡ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Τῇ παραμονῇ τῆς Ἀναλήψεως δὲ πρέπει νὰ σημειοῦται: «Ἀπόδοσις τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα». Ἐν τοῖς λατινικοῖς ἡμερολογίοις σημειοῦνται αἱ Ἀποδόσεις (Octaves) ὅλων τῶν ἑορτῶν, ὡς καὶ τὰ μεθέορτα. Οὕτω παρ᾿ ἡμῖν ὀφείλει, τῇ 23 Αὐγούστου νὰ γίνεται μνεία τῆς Ἀποδόσεως τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς καὶ μεταστάσεως, ὅτε ἄγονται τὰ κοινῶς καλούμενα Ἐννεάμερα.

Ὁμοίως καὶ τῶν ἄλλων ἑορτῶν ἡ Ἀπόδοσις καλὸν νὰ σημειοῦται, τῶν μὲν Θεοφανείων τῇ 14 Ἰανουαρίου, τῆς δὲ Ὑπαπαντῆς, τῇ ἡμέρᾳ καθ᾿ ἣν ἑκάστοτε ἀποδίδοται ἡ ἑορτή, ὡς συμπίπτουσα μὲ τὰς πρώτας ἡμέρας τοῦ Τριῳδίου, τῆς Ἀναλήψεως τῇ Παρασκευῇ τῆς Ζ´ ἑβδομάδος (μετ᾿ αὐτὴν Ψυχοσάββατον), τῆς Πεντηκοστῆς, τῷ Σαββάτῳ πρὸ τῆς τῶν Ἁγίων Πάντων, τῆς Μεταμορφώσεως τῇ 13 Αὐγούστου, τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ τῇ 21 Σεπτεμβρίου, τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου τῇ 12 Σεπτεμβρίου καὶ τῶν Εἰσοδίων τῇ ἡμέρᾳ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης. Καλὸν ἐπίσης ν᾿ ἀναγράφωνται, πρὸς τῇ Κυριακῇ τῶν Πατέρων τοῦ Πεντηκοσταρίου, καὶ αἱ ἄλλαι δύο Κυριακαὶ τῶν Πατέρων τοῦ Ἰουλίου καὶ τοῦ Ὀκτωβρίου, ὡς καὶ ἡ Κυριακὴ πρὸ καὶ μετὰ τὴν Ὕψωσιν, ἡ Κυριακὴ τῶν Προπατόρων, κατὰ Δεκέμβριον, ἡ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως Κυριακὴ καὶ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν, ἡ πρὸ καὶ μετὰ τὰ Θεοφάνεια, κτλ.

Ὁμοίως κάλλιστα θὰ εἶχε ν᾿ ἀναγράφωνται ἡ μετὰ τὴν τῶν Ἁγίων Πάντων ὡς Κυριακὴ Β´ τοῦ Ματθαίου, ἡ μετ᾿ αὐτὴν Γ´ Κυριακὴ τοῦ Ματθαίου, καὶ καθεξῆς, ἄχρι Σεπτεμβρίου ὑπερμεσοῦντος, ὅτε ἄρχεται Κυριακὴ Α´ τοῦ Λουκᾶ, Β´ τοῦ Λουκᾶ, καὶ οὕτω καθεξῆς. Εὐχῆς ἔργον ὡσαύτως θὰ ἦτο ν᾿ ἀναγράφωνται καί τινες τῶν Κυριακῶν ἐν σχέσει πρὸς τὰς οἰκείας περικοπὰς τῶν Εὐαγγελίων, ὡς, φέρ᾿ εἰπεῖν, Κυριακὴ τῆς ἐπὶ Ὄρους διδασκαλίας, Κυριακὴ τοῦ Ἀμπελῶνος, Κυριακὴ τῶν Δέκα Λεπρῶν, Κυριακὴ τοῦ Ζακχαίου, Κυριακὴ τοῦ Πτωχοῦ Λαζάρου, κτλ.

Διότι, σᾶς παρακαλῶ, εἰς τί χρησιμεύει τὸ πρόχειρον θρησκευτικὸν ἡμερολόγιον τοῦ ἔτους; Βεβαίως ὡς χρήσιμον βοήθημα ὅλου τοῦ θρησκευτικοῦ ἔτους. Καθ᾿ ὃν τρόπον τὸ ἡλιακὸν ἡμερολόγιον ἀναγράφει πλήρως τὰς ἀνατολὰς καὶ δύσεις τοῦ ἡλίου, ὡς καὶ τῆς σελήνης τὰς φάσεις, καθ᾿ ὅμοιον τρόπον καὶ τὸ ἡμερολόγιον τὸ θρησκευτικὸν ὀφείλει ν᾿ ἀναγράφῃ ἀνελλιπῶς πᾶν τὸ ἐνδιαφέρον τῷ χριστιανῷ πρὸς ἄσκησιν τῶν θρησκευτικῶν του ἔργων. Ἢ πρέπει νὰ εἶναι σχετικῶς τέλειον, ἢ ἂς διαγραφῶσιν ἀπ᾿ αὐτοῦ αἱ μνῆμαι τῶν Ἁγίων καὶ αἱ δεσποτικαὶ ἑορταί, καὶ ἂς ἀναγραφῶσιν ἀντ᾿ αὐτῶν αἱ μνῆμαι τοῦ Ροβεσπιέρρου, τοῦ Μαράτου καὶ λοιπῶν μεγάλων ἀνδρῶν, ὅπως ἐπρότεινεν οὐ πρὸ πολλοῦ χρόνου λογογραφίσκος τις, ἐμποτισθεὶς τὰ νάματα τῆς αἱρέσεως τοῦ Αὐγούστου Κὸντ καὶ ἄλλων γελοίων ψευδοφιλοσόφων.

Ἐμνήσθην δὶς τῶν λατινικῶν ἡμερολογίων καὶ ἰδοὺ σημειῶ ἐνταῦθα κατὰ πόσον εἶναι ἀξία μιμήσεως ἡ παρ᾿ αὐτοῖς μετὰ συντομίας καὶ τάξεως ἀκρίβεια. Παρ᾿ αὐτοῖς τὸ Μ. σημαίνει Μάρτυς, τὸ Ap. ἀπόστολος, τὸ Ρ. (Père) ὅσιος, τὸ D. (Docteur) διδάσκαλος, τὸ C. Confesseur (ὁμολογητής), τὸ Ε.Μ. evêque Martyr (ἱερομάρτυς), τὸ Ε.C. evêque confesseur (ἱεράρχης καὶ ὁμολογητὴς) κτλ. Οὕτω καὶ παρ᾿ ἡμῖν δύναται νὰ κανονισθῇ τὸ «Φιλίππου Ἀπ.» νὰ σημαίνῃ Φιλίππου τοῦ Ἀποστόλου, τὸ «Γρηγορίου Ι.» Γρηγορίου τοῦ ἱεράρχου, τὸ «Διονυσίου Ι.Μ.» Διονυσίου Ἱερομάρτυρος, τὸ Μακαρίου Ὁσ. νὰ σημαίνῃ τοῦ ὁσίου, τὸ Παύλου τοῦ Ὁμ. νὰ σημαίνῃ τοῦ ὁμολογητοῦ, κτλ. Καὶ πληθυντικῶς τὸ ΑΑπ. δύναται νὰ σημαίνῃ ἀποστόλων, τὸ Μ.Μ. μαρτύρων, τὸ ΟΟμ. ὁμολογητῶν κτλ. κτλ.

Ἴσως τις, μὲ τὴν συνήθη πάλιν νεοελληνικὴν ἀνυπομονησίαν καὶ ἰταμότητα, μὲ τὴν σύγχυσιν τῶν ἰδεῶν καὶ τὰ quiproquo τὰ οἰκεῖα εἰς τὰ νεοελληνικὰ μυαλά μας, ἐνταῦθα ἀνακράξῃ: «Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ Εὐρωπαῖοι ἔχουν τόσον καλὰ τὸ ἡμερολόγιόν των, καὶ τὸ ἰδικόν μας εὑρίσκεται εἰς τόσον ἀθλίαν κατάστασιν, ἂς παραδεχθῶμεν μίαν φορὰν διὰ πάντα τὸ Γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον, διὰ νὰ ἡσυχάσωμεν…». Βλέπεις; Τί σοῦ ἔλεγα ἐγώ!… Εὐκολίαν ζητεῖ ὁ Ρωμιός, ρᾳστώνην ζητεῖ καὶ ἀνάπαυσιν… Θέλει τὸ λατινικὸν ἡμερολόγιον διὰ νὰ τὸ ἀντιγράφῃ εὐκόλως, νὰ μὴ τὸ ἀντιγράφῃ μάλιστα, νὰ τὸ κρεμνᾷ εἰς τὸν τοῖχον, νὰ τὸ ἔχῃ πρόχειρον, καὶ νὰ μὴ σκοτίζεται… Ἀλλ᾿ ὦ φίλτατε Ρωμιέ, ἐγὼ δὲν σοῦ εἶπα ὅτι τὸ ἡμερολόγιον τὸ ἰδικόν μας εἶναι ἐσφαλμένον, καὶ ὅτι τὸ φράγκικον εἶναι σωστόν. Ἄπαγε! Τόσον σοφὸς δὲν εἶμαι. Ἀλλὰ σὺ ἐκλαμβάνεις τὴν σκιὰν ὡς πρᾶγμα, κάμνεις, δηλαδή, κιπρόκο, ὡς λέγουν οἱ Φράγκοι. Ἐγὼ εἶπα ὅτι αἱ ἡμέραι αἱ τακταί, αἱ ἐκ συνθήκης, αἱ ἑορταί, αἱ μνῆμαι τῶν Ἁγίων, ὡς ἔχουσι παρ᾿ αὐτοῖς, ἐσφαλμένως βέβαια, σημειοῦνται ἀκριβῶς ἐπὶ τοῦ χάρτου· ἐνῷ παρ᾿ ἡμῖν, ἐνῷ ἔχουσιν ὀρθῶς, σημειοῦνται ἀνακριβῶς καὶ συγκεχυμένως, καὶ τοῦτο ἐκ ρᾳστώνης καὶ ἀταλαιπωρίας νεοελληνικῆς.

Ἐνταῦθα ὁ λόγος κυρίως εἶναι περὶ ἡμερολογίων καὶ ὄχι περὶ Ἡμερολογίου, almanachs καὶ ὄχι Calendrier. Τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, φοβοῦμαι μήπως ὄχι μόνον οἱ Δυτικοί, ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς ἀκόμη βαίνομεν ἐμπρὸς ὡς πρὸς τὸν ἀκριβῆ χρόνον, ὅταν π.χ. κρυολογῶ τὸν Ἰούνιον ἐν Ἀθήναις, καὶ ὑποπτεύω ὅτι εἶναι ἀκόμη Ἀπρίλιος. Ἀνησυχοῦντες ἂν μετὰ δισχίλια ἔτη ὁ παρ᾿ ἡμῖν Μάρτιος θὰ εἶναι ὁ Ἰούλιος τῶν Εὐρωπαίων, ἐνῷ οὐδόλως εἴμεθα βέβαιοι ὅτι θὰ ὑπάρχῃ κόσμος μετὰ δισχίλια ἔτη, ὑπερακοντίζομεν τὸν ἀρχαῖον Σχολαστικόν, ὅστις ἔτρεφε κόρακα διὰ νὰ πεισθῇ ἰδίοις ὄμμασιν ὅτι ὁ ὄρνις οὗτος ζῇ ὑπὲρ τὰ διακόσια ἔτη. Οὐδεμία ἀμφιβολία ὅτι ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία οὐδέποτε θ᾿ ἀσπασθῇ τὸ Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιον. Ἀλλὰ καὶ ἂν οἱ εὐρωπαΐζοντες ἐν τῇ Ἀνατολῇ ἐνεκολποῦντο τὸ Ἡμερολόγιον τοῦτο εἰς τὰς πρὸς ἀλλήλους σχέσεις, ἐν τοῖς ἡμετέροις ἡμερολογίοις οὐδέποτε θ᾿ ἀναγραφῶσι τὰ Πέντε Τραύματα τοῦ Κυρίου, οὔτε ἡ Ἱερά Καρδία τοῦ Ἰησοῦ, οὔτε τῆς Παναγίας τὰ Δάκρυα, οὔτε οἱ Χαιρετισμοὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ. Ἀδύνατον δὲ νὰ τιμηθῶ παρ᾿ ἡμῖν ὁ ἅγ. Λουδοβίκος καὶ ὁ ἅγ. Φραγκίσκος καὶ ὁ Σὰν – Κάρλος, ὅστις, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, ἔφαγεν ἐννέα κοφίνια σαλιάγκους – καὶ πάλιν τὰ κοφίνια εὑρέθησαν γεμᾶτα. Τὸ Ἡμερολόγιον ἄρα τὸ ἡμέτερον θὰ διαφέρῃ οὐσιωδῶς τοῦ παρὰ Δυτικοῖς καὶ Διαμαρτυρομένοις ἡμερολογίου, καὶ ἐπειδὴ μόνον περὶ τάξεως μεθόδου πρόκειται, εὐκόλως δύναται μετά τινος προσοχῆς νὰ καταρτίζωνται μεθοδικῶς τὰ ἐνιαύσια θρησκευτικὰ ἡμερολόγια τῇ βοηθείᾳ τῶν οἰκείων βιβλίων τῆς Ἐκκλησίας.

…Ἀλλὰ τώρα μόλις μοῦ ἔρχεται εἰς τὴν μνήμην, φίλε, ὅτι μοῦ ἀνέθεσες νὰ γράψω, διὰ τὸν Καζαμίαν, εἶδος διδαχῆς ἐναντίον τοῦ ὑπερπλεονάσαντος ἐν τῇ χώρᾳ ἐγκλήματος… Τὸ εἶχα ξεχάσει, σὲ βεβαιῶ. Ἀλλ᾿ ὀφείλω νὰ σοὶ ὁμολογήσω ὅτι εἶμαι ὅλως ἀνεπιτήδειος διὰ τοιοῦτον εἶδος συγγραφῆς… Τίς εἶναι ἱκανὸς νὰ τιθασεύσῃ τὰ θηρία; Ἀφοῦ δὲν κατορθοῦτε σεῖς οἱ δημοσιογράφοι νὰ ἐξημερώσητε ὀλίγον τοὺς πολιτικούς. Ἂς εἶναι. Διατί ἡ Κυβέρνησις δὲν χρησιμοποιεῖ τοὺς τόσους καταδίκους εἰς ἀναγκαστικὰ ἔργα, καὶ μάλιστα εἰς γεωργίαν ἀνὰ τὸ θεσσαλικὸν πεδίον; Ἀλλὰ θὰ εἴπῃς, πῶς νὰ τοὺς φυλάξῃ; Ἐκ τῶν ἰδίων, ἐκ τῶν ληξιποίνων καὶ τῶν καλυτέρας διαγωγῆς, θὰ ἠδύνατο νὰ καταρτίσῃ φύλακας. Τὸ μέτρον θὰ ἦτο φιλανθρωπότατον. Θὰ ἔζων αὐτοὶ καλύτερον ἐκ τοῦ κόπου των, θὰ ἐρρωννύοντο σωματικῶς καὶ ἠθικῶς, θ᾿ ἀνεγεννῶντο… Ἀλλὰ δὲν εἶμαι ποινικολόγος. Ἴσως γελάσουν ἄλλοι μὲ τὸ ἀφελὲς τῆς προτάσεως. Τί μὲ μέλει;

Δὲν μοὶ λέγεις, ὡς πόσαι χιλιάδες κόσμος νὰ ταξιδεύωσι τὴν νύκτα μὲ τὸν σιδηρόδρομον Ἀθηνῶν – Πειραιῶς; Θὰ εἰπῇς, τί σ᾿ ἐνδιαφέρει νὰ τὸ μάθῃς; Ἰδού. Συλλογίζομαι ὡς (…)

(1987)

http://www.papadiamantis.org/works/88-epiloipa/471-7-filologika

ΔΗΜΟΦΙΛΗ