Η Μάχη του Σομμ που έγινε το 1916, ήταν μια από τις πιο ολέθριες μάχες του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Με περισσότερα από ένα εκατομμύριο θύματα ήταν και μια από τις πιο αιματηρές μάχες στην ανθρώπινη ιστορία.
Οι συμμαχικές δυνάμεις προσπάθησαν να περάσουν μέσα από το γερμανικό μέτωπο κατά μήκος μιας εκτάσεως 40 χλμ. βόρεια και νότια του ποταμού Σομμ στη βόρεια Γαλλία. Ένας από τους στόχους της μάχης ήταν να αποσπάσουν τις γερμανικές δυνάμεις από τη μάχη του Βερντέν. Στο τέλος της μάχης, οι απώλειες στον Σομμ ήταν μεγαλύτερες εκείνων του Βερντέν.
Την πρώτη ημέρα της μάχης, την 1η Ιουλίου 1916, ο βρετανικός στρατός θρήνησε 57.470 θύματα, συμπεριλαμβανομένων 19.240 νεκρών. Η 1η Ιουλίου ήταν η πιο αιματηρή ημέρα στην ιστορία του βρετανικού στρατού. Τις ίδιες και παρόμοιες απώλειες είχαν όμως και οι άλλοι στρατοί.
Ένας Γερμανός ανώτερος υπάλληλος (ο λοχαγός φον Χέντινγκ) περιέγραψε την ημέρα αυτή ως τον «λασπώδη τάφο του γερμανικού πεζικού». Ο Βρετανός ιστορικός Σερ Τζέιμς Έντμοντς δήλωσε: «Δεν είναι υπερβολή αν υποστηρίξουμε ότι τα θεμέλια της τελικής νίκης στο δυτικό μέτωπο τέθηκαν με την μάχη του Σομμ το 1916.»
Για πρώτη φορά, ο Βρετανικός πληθυσμός γνώρισε τη φρίκη του πολέμου με την προβολή της προπαγανδιστικής ταινίας The Battle of the Somme, η οποία περιείχε αυθεντικές σκηνές γυρισμένες τις πρώτες ημέρες στο πεδίο της μάχης.
Προοίμιο
Η μάχη του Σομμ ήταν ολέθρια και για τις δύο πλευρές, δεδομένου ότι και οι δύο από τις συμμαχικές δυνάμεις έχασαν πολλούς στρατιώτες. Η συμμαχική πολεμική στρατηγική του 1916 διατυπώθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος στην διάσκεψη του Σαντιγί (Chantilly), μεταξύ της 6ης και της 8ης Δεκεμβρίου του 1915. Αποφασίστηκε ότι το επόμενο έτος θα γίνονταν ταυτόχρονες επιθέσεις. Οι Ρώσοι θα έκαναν επίθεση στο ανατολικό μέτωπο, οι Ιταλοί στις Άλπεις και οι Άγγλοι με τους Γάλλους στο δυτικό μέτωπο. Με αυτόν τον τρόπο θα εξουθένωναν τις Γερμανικές δυνάμεις σε όλα τα μέτωπα.
Στα τέλη Δεκεμβρίου 1915, ο στρατηγός σερ Ντάγκλας Χέιγκ είχε αντικαταστήσει τον στρατηγό Σερ Τζων Φρεντς που είχε την θέση του Ανώτατου Διοικητή (Commander-in-Chief) της Βρετανικής Εκστρατευτικής Δύναμης (British Expeditionary Force, BEF).
Ο Χέιγκ προτιμούσε μια επίθεση των Βρετανών στο έδαφος της Φλαμανδίας, επειδή ήταν κοντά στις γραμμές του ανεφοδιασμού της BEF μέσω του στενού της Μάγχης και είχε για στρατηγικό στόχο τους Γερμανούς από την ακτή της Βόρειας Θάλασσας του Βελγίου, από την οποία τα υποβρύχια των Γερμανών απειλούσαν τη Μεγάλη Βρετανία.
Εντούτοις, αν και δεν υπήρξε καμία συγκεκριμένη επίσημη ρύθμιση, οι Βρετανοί ήταν ντε φάκτο ο ελάσσων συνεργάτης στο δυτικό μέτωπο και έπρεπε να συμμορφωθούν με τη στρατηγική της Γαλλίας. Τον Ιανουάριο του 1916 ο Γάλλος διοικητής στρατηγός Ζοζέφ Ζοφρ, συμφώνησε με το BEF να κάνουν επίθεση στη Φλαμανδία, και κατόπιν περαιτέρω συζητήσεων το Φεβρουάριο, πήραν την απόφαση να συντονίσουν τις γαλλικές και τις βρετανικές δυνάμεις κάνοντας ταυτόχρονη επίθεση βόρεια και νότια της πόλης Πικαρδία (Πικαρντί) στον ποταμό Σομμ.
Τα σχέδια για την κοινή επίθεση είχαν μόλις αρχίσει να παίρνουν μορφή, όταν στις 21 Φεβρουαρίου 1916 εκδηλώθηκε η επίθεση των Γερμανών στο Βερντέν. Οι Γάλλοι που αναγκάστηκαν να υπερασπιστούν το Βερντέν δεν μπόρεσαν να συμμετάσχουν στη μάχη του Σομμ, έτσι ώστε το βάρος της μάχης έπεσε στους Βρετανούς. Η Γαλλία παραχώρησε τρία Σώματα για την έναρξη της επίθεσης (το 10ο Σώμα, το 1ο αποικιακό, και το 35ο Σώμα της 6ης στρατιάς).
Ενώ μαινόταν η μάχη του Βερντέν, ο στόχος της επίθεσης στον Σομμ άλλαξε. Αντί για ένα αποφασιστικό χτύπημα εναντίον της Γερμανίας, έγινε τώρα απλός αντιπερισπασμός για την ανακούφιση της πίεσης στο γαλλικό μέτωπο. Εκτός αυτού υπήρχε διαφορά απόψεων μεταξύ του Χέιγκ και του ανώτερου τοπικού διοικητή του, του Στρατηγού Σερ Χένρι Ρόουλινζον, της 4ης βρετανικής στρατιάς GOC, ο οποίος προτιμούσε την τακτική «bite and hold» (»χτύπα και μείνε!«) αντί για την τακτική του Χέιγκ που ήταν τύπου «decisive battle» (»αποφασιστική μάχη«).
Ο τακτικός στρατός της Μεγάλης Βρετανίας, που κατά την έναρξη του πολέμου είχε ισχύ 6 στρατιών, ήταν στο μεταξύ κυριολεκτικά αποδεκατισμένος από τις μάχες του 1914 και του 1915. Οι περισσότεροι στρατιώτες τώρα ήταν εθελοντές του Territorial Force και του Λόρδου Κιτσενερ (Horatio Kitchener, 1st Earl Kitchener of Khartoum), που είχαν αρχίσει να συγκροτούνται από τον Αύγουστο του 1914. Επειδή όμως υπήρχε μεγάλη έλλειψη από αξιωματικούς για τις εκδόσεις εντολών, γινόντουσαν πολλές προαγωγές χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες ικανότητες, με αποτέλεσμα να πέφτει γενικά η ποιότητα των στρατευμάτων, και να υπονομεύεται η εμπιστοσύνη των στρατιωτών στους διοικητές, πράγμα που ίσχυε ιδιαίτερα για τον Ρόουλινζον.
Η πρώτη μέρα της μάχης
Της μάχης προηγήθηκαν 5 ημέρες και νύχτες ανελέητου βομβαρδισμού, κατά τον οποίο το βρετανικό βαρύ πυροβολικό πυροδότησε πάνω από 1,7 εκατομμύρια βλήματα. Την τρίτη ημέρα των βομβαρδισμών, τα αναγνωριστικά αεροπλάνα των Βρετανών ανακοίνωσαν την πλήρη καταστροφή των γερμανικών χαρακωμάτων. Δεκαεπτά νάρκες είχαν τοποθετηθεί επίσης σε σήραγγες κάτω από τα γερμανικά χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Οι τρεις μεγαλύτερες σήραγγες περιείχαν περίπου 19 τόνους εκρηκτικά η κάθε μια.
Η επίθεση θα γινόταν από 13 βρετανικά τμήματα (11 από την 4η Στρατιά και δύο από την 3η Στρατιά) βόρεια του ποταμού Σομμ και 11 τμήματα της 6ης γαλλικής Στρατιάς από τα νότια του ποταμού. Από την άλλη μεριά ήταν παρατεταγμένη η 2η γερμανική Στρατιά του Στρατηγού Φριτς φον Μπίλοβ.
Η ώρα μηδέν είχε καθοριστεί για τις 7:30 π.μ. της 1ης Ιουλίου του 1916. Δέκα λεπτά πιο πριν, ένας αξιωματικός πυροδότησε τη νάρκη κάτω από το χαράκωμα Hawthorn Ridge Redoubt, για άγνωστο λόγο. Στις 7:28 π.μ. οι υπόλοιπες νάρκες απομακρύνθηκαν εκτός από μία που ήταν στο Kasino Point, επειδή είχαν αργήσει. Όταν έφτασε η ώρα μηδέν έγινε απόλυτη σιωπή καθώς το πυροβολικό μετατόπιζε το στόχο του. Ο δεκανέας Ντάρσι Χότζον (Darcy S. Hodgson) ήταν από τους πρώτους που όρμησε προς το πεδίο της μάχης καβάλα στο άλογο.
Το πεζικό, φορτωμένο με εξοπλισμό βάρους 32 κιλών ανά άνδρα, άρχισε να βγαίνει από τα χαρακώματα και να πεζοπορεί σε ακανόνιστη διάταξη μέσα από τη νεκρή ζώνη. Με κατεύθυνση τα γερμανικά χαρακώματα. Οι Βρετανοί πίστευαν ότι με τον ανελέητο βομβαρδισμό θα είχαν κατατροπώσει, αν όχι εξολοθρεύσει, τους Γερμανούς στα χαρακώματα.
Άλλοι είχαν συρθεί ακόμα πιο πριν, μέσα από τη νεκρή ζώνη, μέχρι τα γερμανικά χαρακώματα και περίμεναν να πάψει ο βομβαρδισμός. Παρά τον βαρύ βομβαρδισμό, πολλοί από τους Γερμανούς είχαν επιζήσει και μόλις έπαψε ο βομβαρδισμός άρχισαν να υπερασπίζονται τα χαρακώματα προκαλώντας σοβαρότατες απώλειες στους Βρετανούς. Οι Γερμανοί ήταν μέσα στα χαρακώματα, ενώ οι Βρετανοί τους επιτίθονταν πεζοί και οπλισμένοι, αλλά χωρίς καμμία θωράκιση.
Από τα 1.437 βρετανικά πυροβόλα, μόνο 467 ήταν βαριά, και μόλις 34 ήταν των 234 mm ή βαρύτερα. Η μάχη που ακολούθησε ήταν μια κόλαση πυρός, όπου και οι δυο πλευρές αλληλοεξολοθρεύονταν με τρομερό πείσμα είτε από μακρυά με το πυροβολικό, είτε από μέση απόσταση με κάθε είδους όπλα (πολυβόλα, τουφέκια, βόμβες, χειροβομβίδες), είτε από πολύ κοντά, σώμα με σώμα, με ξιφολόγχες, χειροβομβίδες και πυροβόλα όπλα.
Βόρεια της οδού Albert-Bapaume, η εξέλιξη της μάχης ήταν σχεδόν πλήρης αποτυχία εξαρχής. Σε κάποια σημεία, οι Βρετανοί κατόρθωσαν να διεισδύσουν στα γερμανικά χαρακώματα που σχημάτιζαν την πρώτη γραμμή, ή ακόμα και στα βοηθητικά χαρακώματα που βρίσκονταν ακριβώς από πίσω. Ήταν όμως πολύ λίγοι και δεν μπόρεσαν να αντέξουν στις γερμανικές αντεπιθέσεις. Εν τέλει οι Γερμανοί βγήκαν στη νεκρή ζώνη και έκαναν αντεπίθεση, αποκλείοντας τους Βρετανούς που δεν μπορούσαν ούτε να συνεχίσουν την πορεία, αλλά ούτε και να στείλουν πίσω αγγελιοφόρους.
Η επικοινωνία ήταν απολύτως ανεπαρκής, και οι διοικητές κατά ένα μεγάλο μέρος ήταν εντελώς χωρίς ενημέρωση σχετικά με την εξέλιξη της μάχης. Μια λανθασμένη είδηση περί δήθεν νίκης του 29ου τμήματος στο Beaumont Hamel οδήγησε στη μοιραία διαταγή, να προχωρήσουν οι εφεδρείες και να μπουν και αυτές μέσα στην μάχη. Το 1ο σύνταγμα από τη Νέα Γη δεν μπόρεσε να φτάσει στα χαρακώματα. Το μεγαλύτερο μέρος του τάγματος σκοτώθηκε προτού να φτάσει την πρώτη γραμμή, 91% σκοτώθηκαν, η δεύτερη σοβαρότερη απώλεια ταγμάτων της ημέρας. Οκτακόσιοι ένας από αυτό το τάγμα μπήκαν στον πεδίο μάχης εκείνη η ημέρα και μόνο 68 ξαναβγήκαν σώοι, ενώ πάνω από 500 έπεσαν νεκροί.
Σχεδόν μια ολόκληρη γενιά των μελλοντικών αξιωματικών της Νέας Γης σκοτώθηκε. Προς τιμήν τους, το 1ο τάγμα της Νέας Γης ονομάστηκε «Βασιλικό σύνταγμα της Νέας Γης» («The Royal Newfoundland Regiment») από τον Γεώργιο τον Ε΄.
Η βρετανική έφοδος στην οδό Albert-Bapaume σημείωσε πλήρη αποτυχία, παρ’όλη την έκρηξη των δύο ναρκών στην περιοχή Οβιγιέ-λα-Μπουαζέλ (Ovillers-la-Boisselle). Η ιρλανδική ταξιαρχία «Τάινσάιντ» (Tyneside) του 34ου τμήματος είχε ξεκινήσει για την επίθεση. Σε απόσταση σχεδόν ένα μίλι από τη γερμανική πρώτη γραμμή και εντελώς ακάλυπτοι πεζοπορούσαν, ενώ τα πολυβόλα των των Γερμανών τους θέριζαν κυριολεκτικά.
Στα νότια, τα γαλλικά στρατεύματα σημείωσαν μεγαλύτερη επιτυχία. Το γαλλικό πυροβολικό, που ήταν πιο υπεράριθμο και πιο έμπειρο στη μάχη από τους Άγγλους, ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό, επιτυγχάνοντας όλους τους στόχους της πρώτης μέρας, από την πόλη Μοντωμπάν μέχρι και τον ποταμό Σομμ. Εκτός αυτού, οι Γάλλοι είχαν άλλη νοοτροπία. Ενώ οι Βρετανοί είχαν πάρα πολύ λεπτομερή σχέδια δράσης, που έκαναν τους στρατιώτες να μην έχουν καθόλου πρωτοβουλία, οι Γάλλοι είχαν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και μπορούσαν να αντιδρούν αποτελεσματικότερα στην εκάστοτε περίπτωση.
Αν και το γαλλικό 20ό Σώμα είχε απλά εφεδρικό ρόλο, η βοήθειά του στη μάχη ήταν σημαντική. Το 1ο Αποικιακό Σώμα βγήκε από τα χαρακώματα στις 9:30 π.μ. για να παραπλανήσει τους Γερμανούς. Η παραπλάνηση αυτή είχε επιτυχία και μέσα σε λιγότερο από μια ώρα, είχε καταληφθεί τα χωριά Φε (Fay), Ντομπιέρ (Dompierre) και Μπεκινκούρ (Becquincourt) και είχαν κάνει μια βάση στο οροπέδιο Φλοκούρ (Flaucourt). Ολόκληρη η γερμανική πρώτη γραμμή είχε πέσει στα χέρια των Γάλλων. Στις 11:00 π.μ. η δεύτερη γραμμή – που σχημάτιζαν τα χωριά Ασβιγιέ (Assevillers), Ερμπκούρ (Herbecourt) και Φεγιέρ (Feuillères) – έπεσε αμέσως χωρίς να χρειαστούν ούτε καν ενισχύσεις.
Δεξιά του αποικιακού Σώματος το 35ο Σώμα επίσης επιτέθηκε στις 9:30 π.μ. αλλά, έχοντας μόνο ένα τμήμα στην πρώτη γραμμή, προχωρούσε με μεγάλη δυσκολία. Εντούτοις, όλοι οι στόχοι της πρώτης ημέρας επιτεύχθηκαν. Τα Γερμανικά χαρακώματα είχαν εντελώς συντριβεί, και ο εχθρός είχε αιφνιδιαστεί εντελώς από την επίθεση. Οι Γάλλοι είχαν προωθηθεί 1,5 χλμ και 2 χλμ στα βόρια και νότια αντίστοιχα.
Μερικά Βρετανο-Ιρλανδικά τμήματα κατόρθωσαν να προχωρήσουν αρκετά. Σε γενικές γραμμές όμως, η πρώτη ημέρα της μάχης του Σομμ ήταν αποτυχία. Οι Βρετανοί είχαν υποστεί απώλειες 19.240 νεκρών και 35.493 τραυματιών, 2.152 αγνοουμένων και 585 αιχμαλώτων. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και πολλοί αξιωματικοί.
Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων από γερμανικής πλευράς δεν είναι γνωστός, επειδή οι Γερμανοί μετρούσαν τις απώλειες τους μόνον ανά δέκα μέρες. Υπολογίζεται όμως ότι οι Γερμανοί είχαν 8.000 θύματα στο βρετανικό μέτωπο, 2.200 των οποίων ήταν αιχμάλωτοι πολέμου. Η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των βρετανικών και γερμανικών θυμάτων ήταν στο Οβιγέ, όπου το 8ο βρετανικό τμήμα υπέστη 5.121 θύματα, ενώ το γερμανικό 180ό σύνταγμα είχε μόνο 280 θύματα.
Οι υπόλοιπες μέρες
Στις 10:00 μ.μ. την 1η Ιουλίου, ο διοικητής της βρετανικής τέταρτης στρατιάς, Στρατηγός Σερ Χένρι Ρόουλινζον, έδωσε εντολή να συνεχιστεί η επίθεση. Μέσα στη γενική σύγχυση και από λανθασμένες ειδήσεις κατά μήκος της μακράς ιεραρχίας, οι Βρετανοί έκαναν μέρες πολλές για να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της καταστροφής. Ο Χέιγκ ανέθεσε στον υπολοχαγό Χούμπερτ Γκοχ να αναλάβει το βόρειο τομέα, ενώ η τέταρτη στρατιά έλεγχε το νότιο τομέα. Ο Γκοχ αναγνώρισε την τραγωδία στον τομέα του και διέταξε τον άμεσο τερματισμό της επίθεσης – μέχρι τις 3 Ιουλίου.
Οι Βρετανοί αγνοούσαν επίσης και την μικρή επιτυχία τους στα νότια της οδού Albert-Bapaume, όπου είχαν κάνει μια κάποια πρόσβαση. Σήμερα είναι γνωστό ότι υπήρξε για ένα χρονικό διάστημα ένα μεγάλο απροστάτευτο άνοιγμα στο γερμανικό μέτωπο μεταξύ Οβιγιέ και Λονγκεβάλ (Longueval).
Στις 3 Ιουλίου, μια αναγνωριστική περίπολος του 18ου (ανατολικό) τμήματος εισέβαλε δύο μίλια στο γερμανικό έδαφος χωρίς να βρει καμία αντίσταση ή να συναντήσει αμυντικές θέσεις. Oι Βρετανοί άφησαν την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη και οι Γερμανοί κάλυψαν το κενό εγκαίρως.
Το δάσος του Mametz ήταν ακόμα έρημο μέχρι τις 3 Ιουλίου, αλλά ανακαταλήφθηκε από τους Γερμανούς την επόμενη ημέρα και έμεινε υπό την κατοχή τους μέχρι τις 10 Ιουλίου, όταν το κατέλαβαν οι Εγγλέζοι μετά από δύο αιματηρές μάχες. Στη θέση «High Wood» και στο δάσος του Ντελβίλ (Delville) συνέχισαν να διαδραματίζονται πολλές αιματηρές μάχες, μέχρι που έπεσαν στα χέρια των Βρετανών τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο, μετά από πολλούς νεκρούς.
Τον Αύγουστο, ο Ρόουλινζον έγραψε σχετικά με την περίοδο 1-4 Ιουλίου:
Αυτές οι τέσσερις ημέρες κατά πάσα πιθανότητα θα μπορούσαν να μας είχαν επιτρέψει να κερδίσουμε την πλήρη κατοχή της εχθρικής τρίτης γραμμής υπεράσπισης, αφού εκείνη την περίοδο (οι Γερμανοί) ήταν μισοτελειωμένοι… Με αρρωσταίνει η σκέψη του »τι θα μπορεί να είχε γίνει«.»
Χενρυ Ρόουλινζον
Ενώ οι Βρετανοί προσπαθούσαν ακόμα να ανασυγκροτήσουν τις επιθέσεις τους, οι Γάλλοι συνέχισαν τη γρήγορη κατάληψη εδάφους στα νότια του Σομμ. Οι κρίσιμες μέρες στην επίθεση ήταν η 3 και 4 Ιουλίου, όταν η δυνατότητα μιας σημαντικής νίκης φαίνονταν πραγματικά επιτεύξιμη. Η κατάσταση άρχισε όμως να αλλάζει γρήγορα υπέρ των Γερμανών. Το 20ό Σώμα των Γάλλων αναγκάστηκε να σταματήσει την κάθοδό του στα βόρεια προκειμένου να περιμένει τους Βρετανούς για να έρθουν και αυτοί. Λόγω της καθυστέρησης των Βρετανών όμως ξέσπασε αντίδραση στον γαλλικό στρατό.
Εν τω μεταξύ, οι Γάλλοι συνέχισαν τις επιθέσεις, και μέχρι το βράδυ της 3 Ιουλίου κατέλαβαν τις τοποθεσίες Φριζ (Frise), δάσος του Méréaucourt, Ερμπεκούρ (Herbécourt), Μπυσκούρ (Buscourt), δάσος του Chapitre, Φλοκούρ (Flaucourt) και Ασβιγέ (Asseviller), συλλαμβάνοντας 8.000 Γερμανούς αιχμαλώτους, ενώ με την κατάληψη του οροπεδίου Φλοκούρ ο Φερντινάν Φος κέρδισε ένα στρατηγικό σημείο για το βαρύ πυροβολικό προς ενίσχυση και υποστήριξη του 20ού Σώματος στο βόρειο πεδίο της μάχης. Οι Γάλλοι συνέχισαν την επίθεσή τους και στις 5 Ιουλίου κατέλαβαν το Εμ (Hem).
Στις 8 Ιουλίου έπεσαν και οι θέσεις Αρντεκούρ-ο-Μπουά (Hardecourt-aux-Bois) και Κτήματος Μονασί (Monacu Farm) (ένα πραγματικό οχυρό, που προστατευόταν από ζώνη καμουφλαρισμένων πολυβόλων στο κοντινό έλος) ακολουθούμενα από τα Μπιάς (Biaches), Μεζονέτ (Maisonnette) και το οχυρό Biaches στις 9 και 10 Ιουλίου.
Εντός δέκα ημερών, η γαλλική 6η Στρατιά είχε κατορθώσει να διεισδύσει σε βάθος 10 χλμ σε μέτωπο σχεδόν 20 χλμ. Είχε καταλάβει ολόκληρο το οροπέδιο Φλοκούρ (από όπου υπεράσπισε την πόλη Περόν (Péronne) συλλαμβάνοντας 12.000 αιχμαλώτους και καταλαμβάνοντας 85 πυροβόλα, 26 ναρκοθέτες, 100 πολυβόλα και πολλά πυρομαχικά, όλα αυτά με ελάχιστες απώλειες.
Για τους Βρετανούς, οι πρώτες δύο εβδομάδες της μάχης ήταν σειρά αποτυχιών. Από τις 3 έως τις 13 Ιουλίου, η τέταρτη στρατιά του Ρόουλινζον πραγματοποίησε 46 επιθέσεις με συνέπεια 25.000 θύματα, αλλά καμία σημαντική πρόοδο. Αυτό έκανε φανερή την διαφορά μεταξύ της στρατηγικής του Χέιγκ και των γαλλικών αντιστοίχων. Ενώ ο Χέιγκ είχε σκοπό να διατηρηθεί η συνεχής πίεση στον εχθρό, ο Ζοφρ και ο Φος προτίμησαν να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους και να προετοιμάσουν ένα ενιαίο, ισχυρό χτύπημα.
Από μια συγκεκριμένη άποψη, η μάχη του Σομμ ήταν μια σημαντική στρατηγική επιτυχία για τους Συμμάχους, αφού στις 12 Ιουλίου, ο Γερμανός Φάλκενχάιν (Falkenhayn) διέκοψε τη μάχη του Βερντέν λόγω της μάχης του Σομμ και της γενικής κατάστασης στο ανατολικό μέτωπο.
Στον ποταμό Σομμ ο γερμανικός στρατός του φον Μπίλοβ δεν θα ήταν σε θέση να υπομείνει τις συνεχείς βρετανικές και γαλλικές επιθέσεις χωρίς ενισχύσεις, αφού οι δυνάμεις των συμμάχων ήταν αριθμητικά τριπλάσιες των Γερμανών. Στις 19 Ιουλίου, οι γερμανικές δυνάμεις αναδιοργανώθηκαν με αρχηγούς τον φον Μπίλοβ και τον φον Γκάλλβιτζ. Ο φον Μπίλοβ διοικούσε την 1η Γερμανική Στρατιά και ήταν αρμόδιος για το βόρειο μέτωπο, ενώ ο στρατηγός Μαξ φον Γκάλβιτζ ήταν διοικητής της 2ης Στρατιάς και κάλυπτε το νότιο μέτωπο.
Επιπλέον, ο φον Γκάλβιτζ έγινε διοικητής ομάδας στρατιών, αρμόδιος και για τους δύο γερμανικούς στρατούς στο μέτωπο του ποταμού Σομμ.
Στις 2 Ιουλίου, επτά γερμανικές μεραρχίες κατευθύνονταν στον ποταμό Σομμ για να ενισχύσουν το μέτωπο, ενώ άλλες επτά θα ακολουθούσαν την επόμενη εβδομάδα. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, οι Γερμανοί αντέταξαν 35 πρόσθετες μεραρχίες στο βρετανικό μέτωπο και άλλες επτά μεραρχίες στο γαλλικό μέτωπο. Οι εφεδρικές δυνάμεις των Γερμανών είχαν εξασθενήσει δραματικά, αφού τους είχε μείνει μόνο μια εφεδρική μεραρχία. Οι Βρετανοί αποσκοπούσαν στην εξασθένηση των Γερμανών και την αποδυνάμωση των μετώπων. Για αυτό το λόγο συνέχισαν τις επιθέσεις.
Η πιο αιματηρή και αποτυχημένη από τις μάχες που ακολούθησαν ήταν αυτή του Φρομέλ στις 19 – 20 Ιουλίου, απέναντι του υψώματος «Aubers» στην τοποθεσία Αρτουά (Artois). Θρήνησαν 7.080 Αυστραλούς και Βρετανούς στρατιώτες χωρίς να καταλάβουν κανένα έδαφος.
Μάχη του Σομμ (1940)
Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επαναλήφθηκαν οι γαλλογερμανικές συγκρούσεις στην περιοχή του Σομμ. Μετά τη διάσπαση στο Σεντάν και την εκμηδένιση της γραμμής Μαζινό το γερμανικό Γενικό Επιτελείο αποφάσισε να συνεχίσει τις επιχειρήσεις στο εσωτερικό της Γαλλίας. 48 μεραρχίες, υπό τον στρατηγό Γκερντ φον Ρούντστεντ κατευθύνθηκαν νότια της γραμμής Μαζινό, ενώ ο στρατηγός Μαξίμ Βεϋγκάν είχε αρχίσει ευρείες αμυντικές επιχειρήσεις στην περιοχή του ποταμού Σομμ.
Στις 5 Ιουνίου 1940, οι Γερμανοί άρχισαν να σφυροκοπούν τα οχυρώματα των Γάλλων από όλες τις πλευρές. Τα γερμανικά στρατεύματα, που είχαν κυριεύσει τη Δουνκέρκη υπό τις διαταγές του Ρούντστεντ, έσπασαν εύκολα τη γαλλική άμυνα, και στις 8 Ιουνίου 1940 ο ποταμός Σομμ παρακάμφθηκε. Πλέον, όλη η βόρεια Γαλλία ανήκε στους Γερμανούς και οι μηχανοκίνητες γερμανικές φάλαγγες, με τη βοήθεια των στούκα δεν βρήκαν καμιά αντίσταση στην πορεία τους προς το Παρίσι, το οποίο κυριεύθηκε στις 4 Ιουνίου 1940.
[wikipedia]