Του Μανώλη Κοττακη
Από την εποχή των Μνημονίων μέχρι σήμερα ένα συναίσθημα έχει εγκατασταθεί σαν μαύρο σύννεφο πάνω από την πατρίδα μας: το μίσος. Η «τοξικότητα», όπως ονομάζεται στην επιστημονική ορολογία της πολιτικής ορθότητας. Στην εποχή της χρεοκοπίας η οργή και το μίσος των πλειονοτήτων εναντίον της πολιτικής μας τάξης στην οποία χρέωνε όλα τα δεινά που είχαν επιπέσει επί της κεφαλής του ελληνικού λαού είχαν τουλάχιστον μια εξήγηση.
Εστω κι αν πολλές φορές η οργή εξετράπη σε ακραίες μορφές, όταν κοινωνικές ομάδες στράφηκαν εναντίον άλλων κοινωνικών ομάδων ή όταν ο όχλος επιτίθετο βίαια σε πολιτικούς και τους προπηλάκιζε. Ακόμη και όταν πολιτικά κόμματα, κατά κάποιον τρόπο, χώριζαν τους Ελληνες με τα ακραία συναισθήματα «ή εμείς ή αυτοί». Η χώρα μας είχε χάσει εντελώς τα λογικά της.
Το παράδοξο είναι ότι το μίσος της εποχής εκείνης, που άφθονο γεννήθηκε στην κάτω και την πάνω πλατεία, πέρασε το ποτάμι, μετακόμισε στην από δω πλευρά και κυριαρχεί ακόμα και στην εποχή της υποτιθέμενης κανονικότητας. Η τοξικότητα διαπερνά ακόμη τον λόγο των ηγεσιών, των κομμάτων, των κοινωνικών δικτύων στα οποία κάνουν καριέρα γνωστά συνθήματα, τον λόγο των υποψηφίων βουλευτών, που χρησιμοποιούν άφθονα κοσμητικά επίθετα, τον λόγο των μέσων ενημέρωσης. Λες και πέρασε οριστικά και τελεσίδικα στο DNA μας. Και το ακόμα πιο παράδοξο, όπως παρατηρούσα το Σαββατοκύριακο μελετώντας τις κυριακάτικες εφημερίδες, είναι ότι το μίσος έχει μετακομίσει στην καλή κοινωνία.
Στην αστική κοινωνία. Είναι πλέον στιλ. Στοιχείο της προσωπικότητας του νέου συστήματος που γεννήθηκε μετά την έξοδο από τα Μνημόνια. Αν υποτεθεί ότι το μίσος που χαρακτηρίζει την Ακροδεξιά και μέρος της Αριστεράς είναι αδιανόητο στη δική μας αντίληψη των πραγμάτων, πώς είναι δυνατόν να χαρακτηρίζει πλέον και την αστική Δεξιά, η οποία υιοθετεί αυτά που καταγγέλλει εδώ και μια δεκαετία ως ακραία; Σαν τα μούτρα τους γίναμε;
Μου έκαναν ισχυρότατη εντύπωση δύο φαινόμενα, τα οποία παρατηρώ καιρό: το μίσος για τον πολιτικό αντίπαλο. Το μίσος για τους πολίτες που επιλέγουν κάτι διαφορετικό στην κάλπη που εμείς δεν καταλαβαίνουμε. Αν ο Τσίπρας κήρυξε το μίσος σε μία συγκεκριμένη περίοδο της ελληνικής Ιστορίας και αυτό δεν το ξεχνάμε ποτέ, το στοίχημά μας δεν είναι να γινόμαστε κάθε μέρα σαν κι εκείνον, αν είναι πράγματι έτσι στην καθημερινότητά του σήμερα. Στη δική μου αντίληψη των πραγμάτων δεν πατάς ποτέ τον αντίπαλο στο κεφάλι όταν είναι πεσμένος, εξοντωμένος, χωρίς την παραμικρή δυνατότητα αντίδρασης, στο έδαφος. Απλώς τον αφήνεις. Κι όμως το κάναμε. Καταχρηστικός αυτός ο πληθυντικός.
Λες και το μίσος γι’ αυτόν είναι το στοιχείο που, άμα λείψει, δεν θα έχουμε λόγο αυτοπροσδιορισμού. Λες και το σκιάχτρο του Τσίπρα είναι ο μοναδικός λόγος της πολιτικής μας ύπαρξης. Λες και η παρουσία του ακόμα και ως ηττημένου λειτουργεί ως φύλο συκής για το σύστημα. Ως ψευδαίσθηση διαχωριστικής γραμμής ότι εμείς είμαστε οι διαφορετικοί. Και άρα για όσο υπάρχει και για όσο τον ξυλοκοπούμε μπορούμε να υπερηφανευόμαστε ότι είμαστε διαφορετικοί. Οτι υπερέχουμε.
Λάθος. Δεν είναι έτσι η Δεξιά και οι δεξιοί. Το Κέντρο, που ιστορικά έσπευδε πάντοτε να εκμεταλλευτεί το αίμα της Αριστεράς και της Δεξιάς, ίσως. Η Δεξιά αφήνει πάντοτε τον αντίπαλό της να θρηνήσει την ήττα του αξιοπρεπώς χωρίς να τον σκυλεύει. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έλεγε ότι πρέπει πάντοτε να δίνεις οδό αξιοπρεπούς διαφυγής στον ηττημένο αντίπαλό σου. Το σύστημα, το όλο σύστημα, φαίνεται ότι δεν θέλει να το κάνει αυτές τις μέρες. Συνέχισε να πυροβολεί τον σκοτωμένο. Να αδειάζει τις σφαίρες της στο άψυχο πολιτικό του πτώμα. Είτε από κεκτημένη ταχύτητα είτε γιατί κατά βάθος μέσα του παραδέχεται ότι χωρίς αυτόν τον αντίπαλο θα νιώσει μοναξιά, ή για λόγους παραδειγματισμού.
Για να μην υπάρξει ποτέ άλλος που θα τολμήσει στη βάση δικαστικών αποφάσεων να ανοίξει λογαριασμούς και να ελέγξει τη διαφθορά Ελλήνων πολιτικών, οι οποίοι, παρεμπιπτόντως, στις τελευταίες εκλογές οδηγήθηκαν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, πλην εξαιρέσεων, είτε στο πολιτικό περιθώριο είτε στη χωματερή της Ιστορίας. Αρχειοθετήθηκαν.
ίδια συμπεριφορά επιδεικνύει το σύστημα αυτές τις μέρες απέναντι στα τρία δεξιά κόμματα και ολιγότερο στη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Ο,τι δεν καταλαβαίνει το σύστημα το πετροβολά με μίσος. Το ονομάζει «πολιτικό παρατράγουδο», σύμφωνα με τις διαρροές του Μαξίμου, του βάζει μουστάκι για να μοιάζει με τον Χίτλερ (το έκανε εφημερίδα σε νεοεκλεγέντα πολιτικό αρχηγό), του φορά ράσα ιερομόναχου (το έκανε εφημερίδα σε νέους πολιτικούς αρχηγούς πιστεύοντας ότι τους διασύρει), επινοεί ακόμα και νέα εκλογικά συστήματα για να «συμπιέσει» και να εξαφανίσει από τον χάρτη (το θυμάμαι το ρήμα που χρησιμοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη) την έκφραση των Ελλήνων πολιτών.
Είναι εκπληκτικό, αλλά εδώ και δύο εβδομάδες το σύστημα υβρίζει τους Ελληνες για την ψήφο τους. Δείχνοντας ανικανοποίητο, καθώς ο βασικός στόχος του επετεύχθη. Στην πραγματικότητα, κάποιοι δεν καταλαβαίνουν ότι έγιναν εκλογές και ανακηρύχθηκαν νικητές. Συνεχίζουν τις εκλογές και μετά τις εκλογές. Συμπεριφέρονται σαν τους παίκτες που συνεχίζουν να κλοτσούν την μπάλα προς τα δίκτυα, ενώ μόλις ο διαιτητής έχει ήδη σφυρίξει τη λήξη. Δεν μπορεί να μας πάει πουθενά μακριά αυτό το μίσος. Διότι από ένα σημείο και μετά είναι αλληλοτροφοδοτούμενο. Το μίσος των ελίτ και το μίσος των δυναμικών μειονοτήτων. Ευθύνη των ελίτ είναι να εφαρμόζουν πολιτικές που ικανοποιούν τις μειονότητες και τις πλειονότητες και που μειώνουν την κοινωνική ένταση.
Πολιτικές που προάγουν την κοινωνική ειρήνη. Δεν είναι ακριβώς η δουλειά του κράτους να γίνεται εμπρηστής. Κάποιοι, βέβαια, πιστεύουν ότι η σκηνοθεσία του χάους είναι η ιδανική συνταγή για τη μακρά επικράτηση. Και ότι το μίσος βοηθά στη διασπορά και μονιμοποίηση του βολικού χάους. Μπορεί. Μπορεί να συμβαίνει όμως και το ανάποδο: Το χάος που σκηνοθετείς με το μίσος μπορεί να περιλαμβάνει στο τέλος και σένα.
Γι’ αυτό ας αρχίσουμε από τα βασικά σ’ αυτή τη χώρα που γέννησε την κοινοβουλευτική δημοκρατία: σεβασμός στον ηττημένο, γονατισμένο και κατανικημένο αντίπαλο. Σεβασμός στο περιεχόμενο της λαϊκής ετυμηγορίας. Βαθύτερη κατανόηση της λαϊκής ετυμηγορίας και όχι μπούλινγκ στους πολίτες οι οποίοι, όταν ψήφιζαν μια ζωή εμάς και κολλούσαν αφίσες για εμάς, ήταν δημοκράτες, αλλά τώρα που ψηφίζουν άλλους είναι αντιδημοκράτες. Είναι οξύμωρο οι διώκτες της τοξικότητας να γίνονται οι νέοι προαγωγοί της και να διεκδικούν την αντιπροσωπία. Ας μισήσουμε το μίσος.