Η Αιλία Πουλχερία (19 Ιανουαρίου 399 – Ιούλιος 453) ήταν αυτοκράτειρα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από το 450 έως το 453. Ήταν το δεύτερο παιδί του αυτοκράτορα Αρκάδιου και της αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Η Πουλχερία ήταν γυναίκα μορφωμένη, κάτοχος αξιόλογης φιλοσοφικής και θεολογικής παιδείας. Διακρινόταν για την ευσέβεια και την εν γένει ενάρετη ζωή της.
Υπήρξε προσωπικότης δυναμική, φιλόδοξη, δραστήρια και ευφυής. Χαρακτηριστικό δείγμα της ευφυίας της αποτελεί το γεγονός ότι παρουσίαζε τον άβουλο αδελφό της ως κυβερνώντα, ενώ κατ’ ουσίαν η ίδια διοικούσε το βυζαντινό κράτος.
Η μεγαλύτερη αδελφή της, που γεννήθηκε το 397, θεωρείται ότι πέθανε νέα. Μικρότερα αδέλφια της ήταν η Αρκαδία, γεννημένη το 400, ο μελλοντικός αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β´ και η Μαρίνα, αμφότεροι γεννημένοι το 401.
Όταν πέθανε ο αυτοκράτωρ Αρκάδιος, ο Θεοδόσιος ήταν επτά ετών, η δε Πουλχερία εννέα. Την εξουσία τα πρώτα χρόνια την ασκούσε ο συνετός ύπατος (έπαρχος) Ανθέμιος. Από τις 4 Ιουλίου 414 όμως, οπότε η Πουλχερία αναγορεύθηκε Αυγούστα, ο Ανθέμιος απομακρύνθηκε από την πολιτική ζωή και η Πουλχερία ανέλαβε τα ηνία της Αυτοκρατορίας, πράγμα που συνεχίστηκε και μετά την ενηλικίωση του αδελφού της. Ο Θεοδόσιος, αδύναμος και ασθενούς χαρακτήρος, δέχτηκε την επιρροή της δραστήριας και δυναμικής αδελφής του, η οποία, με την βοήθεια των ικανών συνεργατών που επέλεγε, μπόρεσε να δώσει λύσεις σε αρκετά από τα προβλήματα που ταλάνισαν την Αυτοκρατορία, επιβάλλοντας πάντα την θέλησή της στον Θεοδόσιο.
Το 421 ο Θεοδόσιος, κατόπιν εισηγήσεως της αδελφής του, νυμφεύθηκε την κατά επτά έτη μεγαλύτερή του Αθηναία κόρη Αθηναΐδα. Η Αθηναΐς ήταν εθνική (ειδωλολάτρις) και βαπτίσθηκε χριστιανή πριν από τον γάμο της, μετονομασθείσα σε Ευδοκία. Η Ευδοκία –δυναμική χαρακτήρας κι αυτή– επρόκειτο να έλθει αργότερα σε σύγκρουση με την φιλόδοξη Πουλχερία. Η δεύτερη αποχώρησε από τα ανάκτορα μέχρι την (αυτό)εξορία της βασιλικής συζύγου στα Ιεροσόλυμα, οπότε και επανήλθε στην εξουσία.
Η Πουλχερία έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον –όπως και η Ευδοκία– για την ανάπτυξη των γραμμάτων και συνέβαλε στην ίδρυση του περίφημου Πανδιδακτηρίου (425), ενός πανεπιστημίου της εποχής. Μέχρι τότε η ανωτάτη παιδεία παρέχονταν εν μέρει ιδιωτικώς και εν μέρει σε ελεύθερη δημόσια διδασκαλία. Διά του διατάγματος του Φεβρουαρίου του 425 η παροχή δημόσιας επί ανωτάτου επιπέδου διδασκαλίας κατέστη υπόθεση του κράτους.
Το 450 ο Θεοδόσιος απεβίωσε και η Πουλχερία έμεινε μόνη επί του θρόνου. Επέλεξε για σύζυγό της τον ενεργητικό, δραστήριο αλλά και σώφρονα συγκλητικό Μαρκιανό από την Θράκη, τον οποίο παντρεύτηκε αφού τον δέσμευσε ότι θα σεβόταν την παρθενία της. Ο Μαρκιανός, ως αυτοκράτορας, αντιμετώπισε αποφασιστικά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε τότε η αυτοκρατορία.
Η Πουλχερία, γυναίκα άκρως ευσεβής, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα εν γένει εκκλησιαστικά πράγματα της Αυτοκρατορίας, ασχολήθηκε με την ανέγερση και υποστήριξη φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, ενώ έκτισε και τον πρώτο ναό της Παναγίας στις Βλαχέρνες.
Λέγεται μάλιστα ότι αυτή κέντησε με χρυσή κλωστή την Τιμία Ζώνη της Παναγίας διακοσμώντας την. Η χρυσή αυτή κλωστή είναι ευδιάκριτη και σήμερα στο τμήμα της Αγίας Ζώνης που φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου. Ακόμη, σύμφωνα με την παράδοση, υπήρξε η ιδρύτρια της Μονής Ξηροποτάμου στο Άγιον Όρος και της Μονής του «Χειμάρρου» κοντά στον ίδιο χώρο.
Ευαίσθητη και για τα θεολογικά πράγματα της Αυτοκρατορίας, υποστήριξε τη σύγκληση της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου στην Έφεσο το 431, η οποία καταδίκασε τον Νεστόριο και τις δοξασίες του, όπως επίσης και την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Χαλκηδόνα, η οποία καταδίκασε τον Ευτυχή και τους Μονοφυσίτες. Υπήρξε μάλιστα η πρώτη γυναίκα που παραβρέθηκε σε Σύνοδο.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία ανακήρυξε αγία την αυτοκράτειρα Πουλχερία. Η μνήμη της τιμάται στις 17 Φεβρουαρίου.
[wikipedia]