Ο Ερρίκος Β’ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Heinrich II., Βαυαρία, 6 Μαΐου 973 – Γκέττινγκεν, 13 Ιουλίου 1024), γνωστός επίσης ως Άγιος Ερρίκος (Τάγμα του Αγίου Βενέδικτου), ήταν Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 1014 μέχρι το θάνατό του το 1024. Το τελευταίο μέλος της Δυναστείας των Οθωνιδών αυτοκρατόρων.
Ο Ερρίκος Β΄ έγινε Βασιλιάς της Γερμανίας μετά τον αιφνίδιο θάνατο του δεύτερου ξαδέλφου του Αυτοκράτορα Όθωνα Γ΄ το 1002 και στέφθηκε αυτοκράτορας το 1014.
Γιος του δούκα της Βαυαρίας Ερρίκου Β΄, και της συζύγου του Γκιζέλα της Βουργουνδίας, ο αυτοκράτορας Ερρίκος Β΄ ήταν δισέγγονος του Βασιλιά της Γερμανίας Ερρίκου Α΄ και μέλος της βαυαρικής γενιάς της δυναστείας των Οθωνιδών. Δεδομένου ότι ο πατέρας του είχε εξεγερθεί εναντίον δύο προηγούμενων αυτοκρατόρων, ο Ερρίκος ο νεότερος ήταν συχνά στην εξορία. Αυτό τον οδήγησε να στραφεί προς την Εκκλησία σε νεαρή ηλικία, πρώτα βρίσκοντας καταφύγιο στην επίσκοπή του Φράιζινγκ και αργότερα με το να εκπαιδευθεί στη σχολή του καθεδρικού ναού του Χίλντεσχαϊμ.
Διαδέχτηκε τον πατέρα του ως δούκας της Βαυαρίας το 995 (ως Ερρίκος Δ΄). Ως δούκας της Βαυαρίας, προσπάθησε να ενταχθεί στο πλευρό του δεύτερου ξαδέρφου του, Όθων Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην καταστολή μιας εξέγερσης κατά της αυτοκρατορικής κυριαρχίας στην Ιταλία το 1002. Πριν όμως ο Ερρίκος Β΄ φτάσει εκεί, ο Όθων Γ΄ πέθανε από πυρετό, χωρίς να αφήσει κάποιον κληρονόμο. Μετά από διαμάχη με πολλούς άλλους διεκδικητές του θρόνου, ο Ερρίκος Β΄ στέφθηκε Βασιλιάς της Γερμανίας στις 9 Ιουλίου 1002, και Βασιλιάς της Ιταλίας στις 15 Μαΐου 1004 στην Παβία.
Ο Ερρίκος Β΄ το 1004, βοήθησε τον δούκα της Βοημίας, Γιαρομίρ, σε βάρος των Πολωνών και έτσι ενσωματώθηκε οριστικά το δουκάτο της Βοημίας στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, ο οποίος είχε επικεντρώσει την αυτοκρατορική προσοχή στην Ιταλία, ο Ερρίκος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του με το να ασχολείται με την αυτοκρατορική επικράτεια βόρεια των Άλπεων. Κύριος στόχος του ήταν μια σειρά πολέμων κατά του πολωνού δούκα Μπολεσλάβ Α΄ του Μέγα (μετέπειτα πρώτου βασιλιά της Πολωνίας).
Ο Ερρίκος Β΄, ωστόσο, οδήγησε τρεις εκστρατείες στην Ιταλία για να εξασφαλιστεί την αυτοκρατορική εξουσία πάνω στη χερσόνησο: δύο φορές για να καταστείλει τις αποσχιστικές εξεγέρσεις και μία φορά για να αμφισβητήσει την κυριαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στη Νότια Ιταλία. Στις 14 Φεβρουαρίου 1014, ο Πάπας Βενέδικτος Η΄ έστεψε τον Ερρίκο Β΄, ως αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Παλαιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου.
Η ηγεμονία του Ερρίκου Β΄ θεωρείται ως περίοδος της εξουσίας κέντρου σε ολόκληρη την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Εδραίωσε την κυρίαρχη εξουσία του με την καλλιέργεια προσωπικών και πολιτικών δεσμών με την Καθολική Εκκλησία. Έκανε επέκταση σε μεγάλο βαθμό την συνήθεια της δυναστείας των Οθωνιδών να χρησιμοποιεί κληρικούς ως αντίβαρο ενάντια στην κοσμική αριστοκρατία. Μέσα από τις δωρεές προς την Εκκλησία και τη δημιουργία νέων μητροπόλεων, ο Ερρίκος Β΄ ενίσχυσε τους πυλώνες της αυτοκρατορικής κυριαρχίας σε όλη την αυτοκρατορία και την αύξηση του αυτοκρατορικού ελέγχου πάνω στις υποθέσεις της Εκκλησίας. Τόνισε την διακονία της Εκκλησίας και προώθησε μοναστική μεταρρύθμιση.
Για τις προσπάθειές του στην υποστήριξη της Εκκλησίας, ο Πάπας Ευγένιος Γ΄ τον έκανε άγιο το 1146, καθιστώντας τον Ερρίκο Β΄ ως τον μοναδικό Γερμανό μονάρχη στην ιστορία που αγιοποιήθηκε.
Ο Ερρίκος Β΄ παντρεύτηκε την Cunigunde του Λουξεμβούργου. Δεδομένου ότι από τον γάμο του έμεινε χωρίς παιδιά, ο Ερρίκος Β΄ ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της δυναστείας των Οθωνιδών. Οι Γερμανοί ευγενείς εξέλεξαν τον Κορράδο Β΄, έναν δισέγγονο του Όθωνα Α΄ της Γερμανίας, για να διαδεχθεί τον Ερρίκο Β΄. Ο Κορράδος Β΄ ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας από την δυναστεία των Φράγκων (Salian).
[wikipedia.org]