Ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος υπήρξε ένας από τους διακεκριμένους έλληνες στρατιωτικούς του 20ου αιώνα. Συμμετείχε στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους και έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά την τελευταία φάση του Εμφυλίου Πολέμου. Διετέλεσε αρχηγός του ΓΕΣ, ενώ μετά την αποστρατεία του διορίστηκε πρεσβευτής της Ελλάδας στην Γιουγκοσλαβία. Υπήρξε ικανός ηγήτορας, με δυνατότητα να εμπνέει και να συνεγείρει τους στρατιώτες του. Ευφυής, μεθοδικός και φιλόδοξος επιτελικός αξιωματικός, διπλωματικά επιδέξιος και θιασώτης των ευρέων οργανωτικών μέτρων.
Ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1897 στην τότε τουρκοκρατούμενη Πρέβεζα. Το 1914 έγινε δεκτός στην Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε το 1916 ως ανθυπολοχαγός Πεζικού.
Συμμετείχε στις επιχειρήσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Μακεδονικό Μέτωπο) και της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-1941 ήταν διοικητής με τον βαθμό του συνταγματάρχη του 3/40 Συντάγματος Ευζώνων και διακρίθηκε στην κατάληψη του στρατηγικής σημασίας αυχένα Κούτσι από τους Ιταλούς (15-20 Δεκεμβρίου 1940) εντός του Αλβανικού εδάφους. Από τον Μάρτιο του 1941 ανέλαβε επιτελάρχης του Β’ Σώματος Στρατού.
Κατά την Κατοχή διετέλεσε γενικός διευθυντής του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας στην κυβέρνηση Τσολάκογλου,ενώ παράλληλα ήταν μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της αντιστασιακής οργάνωσης «Θέρος» υπό τον συνταγματάρχη Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλο. Το 1943 διέφυγε στην Μέση Ανατολή και υπηρέτησε αρχικά ως διοικητής του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Ισμαηλίας.
Από τον Απρίλιο του 1944 ανέλαβε διοικητής της 3ης Ελαφράς Ορεινής Ταξιαρχίας, η οποία διακρίθηκε στην Μάχη του Ρίμινι (Σεπτέμβριος 1944) στο ιταλικό μέτωπο. Επικεφαλής της ταξιαρχίας επανήλθε στην Ελλάδα και συνέβαλε στην καταστολή του κομμουνιστικού κινήματος τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου («Δεκεμβριανά»).
Το 1946 προήχθη σε υποστράτηγο και ανέλαβε την αναδιοργάνωση του στρατού στο αρχικό στάδιο του Εμφυλίου Πολέμου. Στα τέλη του 1948 με τον βαθμό του αντιστρατήγου και στο πλαίσιο του σχεδίου «Περιστερά» ανέλαβε να εκκαθαρίσει την Πελοπόννησο από τους αντάρτες του «Δημοκρατικού Στρατού» (ΔΣΕ), επικεφαλής δύναμης 45.000 ανδρών του Εθνικού Στρατού. Τον Αύγουστο του 1949, συμμετείχε στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Γράμμου, που σηματοδότησαν την ήττα του ΔΣΕ και την λήξη του Εμφυλίου Πολέμου.
Στις 31 Μαϊου 1951, ανέλαβε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού ΓΕΣ, λίγες ώρες μετά τον τερματισμό του στρατιωτικού κινήματος που αποδόθηκε στον ΙΔΕΑ, και αποστρατεύτηκε τη αιτήσει του στις 20 Νοεμβρίου 1952. Από το 1957 έως το 1960 διορίστηκε πρεσβευτής της Ελλάδας στην Γιουγκοσλαβία από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Στα τέλη του 1966 προτάθηκε από τον βασιλιά Κωνσταντίνο για την ανάληψη της πρωθυπουργίας στις μυστικές συναντήσεις που είχε με τους Γεώργιο Παπανδρέου και Παναγιώτη Κανελλόπουλο για την άρση του πολιτικού αδιεξόδου που είχε προκύψει από την λεγόμενη «Αποστασία» τον Ιούλιο του 1965. Η πρόταση του βασιλιά δεν έγινε αποδεκτή από τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Στις 23 Μαΐου 1984, συναντήθηκε με τον παλιό του αντίπαλο στον Εμφύλιο Πόλεμο, Μάρκο Βαφειάδη, με τον οποίο αγκαλιάστηκαν και τόνισαν την ανάγκη για εθνική συμφιλίωση.
Τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη τού Τάγματος του Σωτήρος για την νίκη του Ρίμινι και τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Γεωργίου Α’ για την συμβολή του στην νίκη των ετών 1948-1949. Στον Τσακαλώτο οφείλεται η μεταφορά τών οστών τού Οδυσσέα Ανδρούτσου από το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών στην Πρέβεζα.
Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει τα βιβλία: «40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος (1960), «Η Μάχη των Αθηνών» (1969), «Γράμμος» (1970), «Η Μάχη των Ολίγων» (1971), «Πώς εσώθη η Ελλάς. Δεκέμβριος 1944» (1979), «1946-1949. Δημοκρατία και Ολοκληρωτισμός: Το Χρονικό τού Συμμοριτοπολέμου (1979).
Ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος πέθανε στην Αθήνα στις 15 Αυγούστου 1989, σε ηλικία 92 ετών.