Όταν ο Φιλόνικος ο Θεσσαλός έφερε τον Βουκεφάλα για να τον πουλήσει στον Φίλιππο ζητώντας δεκατρία τάλαντα, κατέβηκαν στην πεδιάδα για να δοκιμάσουν το άλογο, που φαινόταν άγριο και πολύ δύσκολο στο να το χειριστεί κανείς και δεν δεχόταν ούτε αναβάτη, ούτε ανεχόταν τη φωνή κανενός απο τους ακόλουθους του Φιλίππου, αλλά αγρίευε με όλους.
Και όταν ο Φίλιππος θύμωσε και έδωσε εντολή να απομακρύνουν το άλογο, επειδή ήταν άγριο και ατίθασο, ο Αλέξανδρος που βρισκόταν εκεί, έιπε : “Τι άλογο χάνω, επειδή δεν μπορούν να το μεταχειριστούν εξαιτίας της απειρίας και του φόβου τους”. Στην αρχή ο Φίλιππος δεν μίλησε. Επειδή όμως πολλές φορές έλεγε τα ίδια, είπε: “Κατηγορείς τους πιο μεγάλους γιατί τάχα εσύ ξέρεις περισσότερα ή γιατί μπορείς να μεταχειριστείς το άλογο;” “Τούτο λοιπόν”, είπε, “θα μπορούσα να το χειριστώ πιο καλά απο άλλον”. “Και αν δεν το χειριστείς, ποια τιμωρία θα έχεις για την απερισκεψία σου;” “Εγώ, μα το Δία”, είπε, “θα πληρώσω το ποσό της αξίας του αλόγου”.
Τότε όλοι γέλασαν. Όμως έπειτα έγινε συμφωνία μεταξύ τους για τα χρήματα και αμέσως πλησίασε το άλογο και, αφού πήρε τα χαλινάρια, το έστριψε προς τον ήλιο, επειδή, όπως φαίνεται , κατάλαβε ότι βλέποντας την σκιά του, που έπεφτε και κινείτο μπροστά του, φοβόταν. Και αφού κάλπασε για λίγο έτσι και τον χάιδεωε όταν είδε ότι ήταν θυμωμένος και ορμητικός, έριξε ήσυχα την χλαμύδα του και πηδώντας κάθισε πάνω του σταθερά. Τράβηξε λίγο τα χαλινάρια, έσφιξε το λουρί χωρίς μαστίγωμα και χωρίς χτύπημα με το σπηρούνι του.
Και καθώς είδε ότι το άλογο δεν απειλούσε και ετοιμαζόταν να τρέξει, αφού το άφησε, το οδηγούσε με δυνατότερη φωνή, και χτυπώντας με τα πόδια. Στην αρχή ο Φίλιππος και οι γύρω απ’αυτόν ήταν σιωπηλοί και αγχώδεις. Μόλις όμως έστριψε και επέστρεψε σοβαρός και περφήνος, οι άλλοι όλοι τον υποδέχτηκαν με δυνατές φωνές, ο πατέρας του όμως λέγεται ότι δάκρυσε κάπως απο χαρά και αφού κατέβηκε απο το άλογο του είπε:
“Παιδί μου, να ζητήσεις βασίλειο ισάξιο με σένα, γιατί η Μακεδονία δεν σου φτάνει”.
—————-
Η αρχαία μας πηγή απο κάτω στο σχόλιο❗️
Βίοι Παράλληλοι
Συγγραφέας: Πλούταρχος
Αλέξανδρος[6] Ἐπεὶ δὲ Φιλονίκου τοῦ Θεσσαλοῦ τὸν Βουκεφάλαν ἀγαγόντος ὤνιον τῷ Φιλίππῳ τρισκαίδεκα ταλάντων, κατέβησαν εἰς τὸ πεδίον δοκιμάσοντες τὸν ἵππον, ἐδόκει τε χαλεπὸς εἶναι καὶ κομιδῇ δύσχρηστος, οὔτ’ ἀναβάτην…
— Όμηρος (@Pavloskanenas) August 29, 2023
Βίοι Παράλληλοι
Συγγραφέας: Πλούταρχος
Αλέξανδρος
[6] Ἐπεὶ δὲ Φιλονίκου τοῦ Θεσσαλοῦ τὸν Βουκεφάλαν ἀγαγόντος ὤνιον τῷ Φιλίππῳ τρισκαίδεκα ταλάντων, κατέβησαν εἰς τὸ πεδίον δοκιμάσοντες τὸν ἵππον, ἐδόκει τε χαλεπὸς εἶναι καὶ κομιδῇ δύσχρηστος, οὔτ’ ἀναβάτην προσιέμενος οὔτε φωνὴν ὑπομένων τινὸς τῶν περὶ τὸν Φίλιππον, ἀλλ’ ἁπάντων κατεξανιστάμενος, δυσχεραίνοντος δὲ τοῦ Φιλίππου καὶ κελεύοντος ἀπάγειν ὡς παντάπασιν ἄγριον καὶ ἀκόλαστον, παρὼν ὁ Ἀλέξανδρος εἶπεν· “οἷον ἵππον ἀπολλύουσι, δι’ ἀπειρίαν καὶ μαλακίαν χρήσασθαι μὴ δυνάμενοι,” τὸ μὲν οὖν πρῶτον ὁ Φίλιππος ἐσιώπησε· πολλάκις δ’ αὐτοῦ παραφθεγγομένου καὶ περιπαθοῦντος, “ἐπιτιμᾷς σὺ” ἔφη “πρεσβυτέροις ὥς τι πλέον αὐτὸς εἰδὼς ἢ μᾶλλον ἵππῳ χρήσασθαι δυνάμενος;” “τούτῳ γοῦν” ἔφη “χρησαίμην ἂν ἑτέρου βέλτιον”. “ἂν δὲ μὴ χρήσῃ, τίνα δίκην τῆς προπετείας ὑφέξεις;” “ἐγὼ νὴ Δί’” εἶπεν “ἀποτείσω τοῦ ἵππου τὴν τιμήν”. γενομένου δὲ γέλωτος, εἶθ’ ὁρισμοῦ πρὸς ἀλλήλους εἰς τὸ ἀργύριον, εὐθὺς προσδραμὼν τῷ ἵππῳ καὶ παραλαβὼν τὴν ἡνίαν, ἐπέστρεψε πρὸς τὸν ἥλιον, ὡς ἔοικεν ἐννοήσας ὅτι τὴν σκιὰν προπίπτουσαν καὶ σαλευομένην ὁρῶν πρὸ αὑτοῦ διαταράττοιτο. μικρὰ δ’ αὐτῷ παρακαλπάσας καὶ καταψήσας, ὡς ἑώρα πληρούμενον θυμοῦ καὶ πνεύματος, ἀποῤῥίψας ἡσυχῇ τὴν χλαμύδα καὶ μετεωρίσας αὑτόν, ἀσφαλῶς περιέβη. καὶ μικρὰ μὲν περιλαβὼν ταῖς ἡνίαις τὸν χαλινόν, ἄνευ πληγῆς καὶ σπαραγμοῦ προσανέστειλεν· ὡς δ’ ἑώρα τὸν ἵππον ἀφεικότα τὴν ἀπειλήν, ὀργῶντα δὲ πρὸς τὸν δρόμον, ἀφεὶς ἐδίωκεν, ἤδη φωνῇ θρασυτέρᾳ καὶ ποδὸς κρούσει χρώμενος. τῶν δὲ περὶ τὸν Φίλιππον ἦν ἀγωνία καὶ σιγὴ τὸ πρῶτον· ὡς δὲ κάμψας ὑπέστρεψεν ὀρθῶς σοβαρὸς καὶ γεγηθώς, οἱ μὲν ἄλλοι πάντες ἀνηλάλαξαν, ὁ δὲ πατὴρ καὶ δακρῦσαί τι λέγεται πρὸς τὴν χαράν, καὶ καταβάντος αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φιλήσας “ὦ παῖ” φάναι, “ζήτει σεαυτῷ βασιλείαν ἴσην· Μακεδονία γάρ ς’ οὐ χωρεῖ”.