Ο Αλέξανδρος, προχωρούσε στον Γρανικό ποταμό, έχοντας παρατάξει τον στρατό του. Τοποθέτησε τη φάλαγγα των οπλιτών σε δύο σειρές, παρέταξε το ιππικό και διέταξε να ακολουθούν οι σκευοφόροι. Αρχηγό των ανδρών που θα κατασκόπευαν τον εχθρό όρισε τον Ηγέλοχο, ο οποίος πήρε μαζί του τους σαρισοφόρους ιππείς και πεντακόσιους περίπου από τους ελαφρά οπλισμένους.
Δεν βρισκόταν πια ο Αλέξανδρος μακριά από τον Γρανικό ποταμό, όταν ανιχνευτές, τρέχοντας με όλη τους τη δύναμη, του ανήγγειλαν ότι οι Πέρσες είχαν παραταχτεί στην απέναντι όχθη του Γρανικού έτοιμοι για μάχη. Τότε λοιπόν άρχισε ο Αλέξανδρος να συντάσσει όλο του τον στρατό αποφασισμένος να συνάψει μάχη. Κατά τη στιγμή εκείνη τον πλησιάζει ο Παρμενίων και του λέγει τα εξής: «Νομίζω πως θα ήταν καλό, βασιλιά μου, να στρατοπεδεύσουμε για την ώρα στην όχθη του ποταμού, όπως είμαστε.
Γιατί νομίζω ότι οι εχθροί μας, που υστερούν πολύ στο πεζικό, δεν θα τολμήσουν να διανυκτερεύσουν κοντά μας· έτσι θα μας δοθεί το πρωί η ευκαιρία να περάσουμε με ευκολία το ποτάμι, γιατί θα προλάβουμε να το διαβούμε πριν παραταχθούν οι Πέρσες. Τώρα όμως νομίζω ότι θα διατρέξουμε μεγάλο κίνδυνο, αν επιχειρήσουμε τη διάβασή του, γιατί δεν είναι δυνατό να οδηγήσουμε μέσα από τον ποταμό τον στρατό μας αναπτυγμένο σε ευρύ μέτωπο, επειδή σε πολλά σημεία του φαίνεται βαθύς και, όπως βλέπεις, οι όχθες του είναι πανύψηλες, σε μερικά μάλιστα σημεία, και απόκρημνες. Καθώς λοιπόν εμείς θα βγαίνουμε από το ποτάμι χωρίς τάξη και ο ένας πίσω από τον άλλο, σε σχηματισμό δηλαδή που είναι πολύ αδύνατος, θα μας επιτεθούν οι ιππείς του εχθρού αναπτυγμένοι κατά μέτωπο· και η πρώτη αυτή αποτυχία θα είναι και για το παρόν δυσάρεστη και για την όλη έκβαση του πολέμου επικίνδυνη».
Ο Αλέξανδρος απάντησε: «Τα γνωρίζω αυτά, Παρμενίων. Ντρέπομαι όμως, να μας εμποδίσει το μικρό αυτό ρεύμα —όπως υποτιμητικά ονόμασε τον Γρανικό— να το διαβούμε τώρα αμέσως, όπως είμαστε, ενώ τόσο εύκολα περάσαμε τον Ελλήσποντο. Μια τέτοια αναβολή την θεωρώ ανάξια και για την πολεμική δόξα των Μακεδόνων και για τη δική μου ευψυχία στους κινδύνους. Έχω ακόμη τη γνώμη ότι θα αναθαρρήσουν οι Πέρσες και θα νομίσουν ότι είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν σε μάχη τους Μακεδόνες, εφόσον τώρα δεν θα πάθουν τίποτε που να δικαιολογεί τον φόβο τους». Αυτά είπε και έστειλε τον Παρμενίωνα στην αριστερή πτέρυγα να αναλάβει τη διοίκησή της, ενώ ο ίδιος προχώρησε προς τη δεξιά. Τον Φιλώτα, τον γιο του Παρμενίωνα, τον τοποθέτησε μπροστά του στο άκρο δεξιό της παρατάξεως, με τους εταίρους, τους ιππείς, τους τοξότες και τους Αγριάνες ακοντιστές.
Πίσω από τον Φιλώτα τοποθέτησε τον Αμύντα, τον γιο του Αρραβαίου, με τους σαρισοφόρους ιππείς, τους Παίονες και την ίλη του Σωκράτη. Δίπλα τους παρατάχθηκαν οι υπασπιστές των εταίρων με αρχηγό τον Νικάνορα, τον γιο του Παρμενίωνα· πίσω από αυτούς η φάλαγγα του Περδίκκα, του γιου του Ορόντη· ακολουθούσαν οι φάλαγγες του Κοίνου, του γιου του Πολεμοκράτη, ύστερα η φάλαγγα του Κρατερού, του γιου του Αλεξάνδρου, έπειτα του Αμύντα, του γιου του Ανδρομένη, και τέλος οι άνδρες που αρχηγός τους ήταν ο Φίλιππος, ο γιος του Αμύντα. Στην αριστερή πτέρυγα πρώτοι τοποθετήθηκαν οι Θεσσαλοί ιππείς με αρχηγό τον Κάλα, τον γιο του Αρπάλου.
Μετά από αυτούς οι σύμμαχοι ιππείς που είχαν για αρχηγό τους τον Φίλιππο, τον γιο του Μενελάου, και μετά οι Θράκες με αρχηγό τον Αγάθωνα. ΟΙ δυνάμεις που παρατάχθηκαν στη συνέχεια ήταν πεζικές, δηλαδή οι φάλαγγες του Κρατερού, του Μελεάγρου και του Φιλίππου, που έφθαναν ως το κέντρο ολόκληρης της παρατάξεως. Οι ιππείς των Περσών ήταν είκοσι περίπου χιλιάδες και οι πεζοί ξένοι μισθοφόροι τους λίγο λιγότεροι από είκοσι χιλιάδες. Οι Πέρσες παρατάχθηκαν τοποθετώντας το ιππικό τους κατά μήκος της όχθης του ποταμού και σε ευρύ μέτωπο· παρέταξαν το πεζικό τους πίσω από το ιππικό, γιατί το έδαφος πάνω από την όχθη του ποταμού ήταν πολύ ψηλό. Στο σημείο όπου διέκριναν τον ίδιο τον Αλέξανδρο, που βρισκόταν απέναντι στην αριστερή τους πτέρυγα, γιατί διακρινόταν από τη λαμπρότητα των όπλων καθώς και από τον μεγάλο σεβασμό με τον οποίο τον υπηρετούσαν οι γύρω του, στο σημείο ακριβώς αυτό δίπλα στην όχθη παρέταξαν οι Πέρσες πυκνές τις ίλες του ιππικού τους. Για αρκετή ώρα τα δυο στρατεύματα παρέμεναν ήσυχα στην άκρη του ποταμού, γιατί φοβούνταν για την έκβαση της μάχης, και έτσι επικρατούσε απόλυτη σιωπή και στα δυο στρατόπεδα. ————- Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις , Αρριανός Ξεκίνησα τις μάχες του Αλεξάνδρου μέχρι τέλους. Κάθε μέρα θα προχωράω την ιστορία μέσα απο τον Αρριανό. Η συγγραφή του είναι πολύ κατανοητή και αναλυτική. Δεν χρειάζονται δικά μου σχόλια πιστεύω. Ας τον απολαύσουμε. Θα αφήνω το αρχαίο κείμενο πάντα απο κάτω.
Αύριο η συνέχεια.
https://twitter.com/Pavloskanenas/status/1727985748962324930
Αρχαίο κείμενο
Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις Συγγραφέας : Αρριανός [1.13.1] Ἐν τούτῳ δὲ Ἀλέξανδρος προὐχώρει ἐπὶ τὸν Γράνικον ποταμὸν συντεταγμένῳ τῷ στρατῷ, διπλῆν μὲν τὴν φάλαγγα τῶν ὁπλιτῶν τάξας, τοὺς δὲ ἱππέας κατὰ τὰ κέρατα ἄγων, τὰ σκευοφόρα δὲ κατόπιν ἐπιτάξας ἕπεσθαι· τοὺς δὲ προκατασκεψομένους τὰ τῶν πολεμίων ἦγεν αὐτῷ Ἡγέλοχος, ἱππέας μὲν ἔχων τοὺς σαρισσοφόρους, τῶν δὲ ψιλῶν ἐς πεντακοσίους. [1.13.2] καὶ Ἀλέξανδρός τε οὐ πολὺ ἀπεῖχε τοῦ ποταμοῦ τοῦ Γρανίκου καί οἱ ἀπὸ τῶν σκοπῶν σπουδῇ ἐλαύνοντες ἀπήγγελλον ἐπὶ τῷ Γρανίκῳ πέραν τοὺς Πέρσας ἐφεστάναι τεταγμένους ὡς ἐς μάχην. ἔνθα δὴ Ἀλέξανδρος μὲν τὴν στρατιὰν πᾶσαν συνέταττεν ὡς μαχουμένους· Παρμενίων δὲ προσελθὼν λέγει Ἀλεξάνδρῳ τάδε. [1.13.3] «Ἐμοὶ δοκεῖ, βασιλεῦ, ἀγαθὸν εἶναι ἐν τῷ παρόντι καταστρατοπεδεῦσαι ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ τῇ ὄχθῃ ὡς ἔχομεν. τοὺς γὰρ πολεμίους οὐ δοκῶ τολμήσειν πολὺ τῷ πεζῷ λειπομένους πλησίον ἡμῶν αὐλισθῆναι, καὶ ταύτῃ παρέξειν ἕωθεν εὐπετῶς τῷ στρατῷ διαβαλεῖν τὸν πόρον· ὑποφθάσομεν γὰρ αὐτοὶ περάσαντες πρὶν ἐκείνους ἐς τάξιν καθίστασθαι. [1.13.4] νῦν δὲ οὐκ ἀκινδύνως μοι δοκοῦμεν ἐπιχειρήσειν τῷ ἔργῳ, ὅτι οὐχ οἷόν τε ἐν μετώπῳ διὰ τοῦ ποταμοῦ ἄγειν τὸν στρατόν. πολλὰ μὲν γὰρ αὐτοῦ ὁρᾶται βαθέα, αἱ δὲ ὄχθαι αὗται ὁρᾷς ὅτι ὑπερύψηλοι καὶ κρημνώδεις εἰσὶν αἳ αὐτῶν· [1.13.5] ἀτάκτως τε οὖν καὶ κατὰ κέρας, ᾗπερ ἀσθενέστατον, ἐκβαίνουσιν ἐπικείσονται ἐς φάλαγγα ξυντεταγμένοι τῶν πολεμίων οἱ ἱππεῖς· καὶ τὸ πρῶτον σφάλμα ἔς τε τὰ παρόντα χαλεπὸν καὶ ἐς τὴν ὑπὲρ παντὸς τοῦ πολέμου κρίσιν σφαλερόν». [1.13.6] Ἀλέξανδρος δέ, «ταῦτα μέν», ἔφη, «ὦ Παρμενίων, γιγνώσκω· αἰσχύνομαι δέ, εἰ τὸν μὲν Ἑλλήσποντον διέβην εὐπετῶς, τοῦτο δέ, σμικρὸν ῥεῦμα, —οὕτω τῷ ὀνόματι τὸν Γράνικον ἐκφαυλίσας,— εἴρξει ἡμᾶς τὸ μὴ οὐ διαβῆναι ὡς ἔχομεν. [1.13.7] καὶ τοῦτο οὔτε πρὸς Μακεδόνων τῆς δόξης οὔτε πρὸς τῆς ἐμῆς ἐς τοὺς κινδύνους ὀξύτητος ποιοῦμαι· ἀναθαρρήσειν τε δοκῶ τοὺς Πέρσας ‹ὡς› ἀξιομάχους Μακεδόσιν ὄντας, ὅτι οὐδὲν ἄξιον τοῦ σφῶν δέους ἐν τῷ παραυτίκα ἔπαθον». [1.14.1] Ταῦτα εἰπὼν Παρμενίωνα μὲν ἐπὶ τὸ εὐώνυμον κέρας πέμπει ἡγησόμενον, αὐτὸς δὲ ἐπὶ τὸ δεξιὸν παρῆγε. προετάχθησαν δὲ αὐτῷ τοῦ μὲν δεξιοῦ Φιλώτας ὁ Παρμενίωνος, ἔχων τοὺς ἑταίρους τοὺς ἱππέας καὶ τοὺς τοξότας καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας τοὺς ἀκοντιστάς· Ἀμύντας δὲ ὁ Ἀρραβαίου τούς τε σαρισσοφόρους ἱππέας ἔχων Φιλώτᾳ ἐπετάχθη καὶ τοὺς Παίονας καὶ τὴν ἴλην τὴν Σωκράτους. [1.14.2] ἐχόμενοι δὲ τούτων ἐτάχθησαν οἱ ὑπασπισταὶ τῶν ἑταίρων, ὧν ἡγεῖτο Νικάνωρ ὁ Παρμενίωνος· ἐπὶ δὲ τούτοις ἡ Περδίκκου τοῦ Ὀρόντου φάλαγξ· ἐπὶ δὲ ἡ Κοίνου τοῦ Πολεμοκράτους· [ἐπὶ δὲ ἡ Κρατεροῦ τοῦ Ἀλεξάνδρου]· ἐπὶ δὲ ἡ Ἀμύντου τοῦ Ἀνδρομένους· ἐπὶ δὲ ὧν Φίλιππος ὁ Ἀμύντου ἦρχε. [1.14.3] τοῦ δὲ εὐωνύμου πρῶτοι μὲν οἱ Θετταλοὶ ἱππεῖς ἐτάχθησαν, ὧν ἡγεῖτο Κάλας ὁ Ἁρπάλου· ἐπὶ δὲ τούτοις οἱ ξύμμαχοι ἱππεῖς, ὧν ἦρχε Φίλιππος ὁ Μενελάου· ἐπὶ δὲ τούτοις οἱ Θρᾷκες, ὧν ἦρχεν Ἀγάθων· ἐχόμενοι δὲ τούτων πεζοὶ ἥ τε Κρατεροῦ φάλαγξ καὶ ἡ Μελεάγρου καὶ ἡ Φιλίππου ἔστε ἐπὶ τὸ μέσον τῆς ξυμπάσης τάξεως. [1.14.4] Περσῶν δὲ ἱππεῖς μὲν ἦσαν ἐς δισμυρίους, ξένοι δὲ πεζοὶ μισθοφόροι ὀλίγον ἀποδέοντες δισμυρίων· ἐτάχθησαν δὲ τὴν μὲν ἵππον παρατείναντες τῷ ποταμῷ κατὰ τὴν ὄχθην ἐπὶ φάλαγγα μακράν, τοὺς δὲ πεζοὺς κατόπιν τῶν ἱππέων· καὶ γὰρ ὑπερδέξια ἦν τὰ ὑπὲρ τὴν ὄχθην χωρία. ᾗ δὲ Ἀλέξανδρον αὐτὸν καθεώρων —δῆλος γὰρ ἦν τῶν τε ὅπλων τῇ λαμπρότητι καὶ τῶν ἀμφ᾽ αὐτὸν τῇ σὺν ἐκπλήξει θεραπείᾳ— κατὰ τὸ εὐώνυμον [μὲν] σφῶν ἐπέχοντα, ταύτῃ πυκνὰς ἐπέταξαν τῇ ὄχθῃ τὰς ἴλας τῶν ἱππέων. [1.14.5] Χρόνον μὲν δὴ ἀμφότερα τὰ στρατεύματα ἐπ᾽ ἄκρου τοῦ ποταμοῦ ἐφεστῶτες ὑπὸ τοῦ τὸ μέλλον ὀκνεῖν ἡσυχίαν ἦγον καὶ σιγὴ ἦν πολλὴ ἀφ᾽ ἑκατέρων.