Ναυμαχία στο Βόρειο Ακρωτήριο

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η Ναυμαχία στο Βόρειο Ακρωτήριο ήταν μια ναυτική αποτυχία του Χίτλερ που σφράγισε την μοίρα των πλοίων επιφανείας της Γερμανίας στα τέλη του 1943.

Μπορεί να θεωρηθεί σαν συνέχεια της Ναυμαχίας στη Θάλασσα του Μπάρεντς αφού είχε το ίδιο αντικείμενο και κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα και με βάση την ίδια χιτλερική στρατηγική.

Μετά την παταγώδη αποτυχία της ναυμαχίας της Θάλασσα Μπάρεντς στις 31 Δεκεμβρίου 1942, όταν δύο βαριά γερμανικά σκάφη έχασαν μέσα από τα χέρια τους την μοναδική ευκαιρία να αποδεκατίσουν την απροστάτευτη νηοπομπή JW-51B, το Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό επικέντρωσε την προσοχή του στην καταστροφή της επόμενης αρκτικής νηοπομπής προς την Σοβιετική Ένωση, προκειμένου το ίδιο να δικαιολογήσει την ύπαρξή του, αλλά και να αποφύγει την αυτοκαταστροφή του από τον ωρυόμενο Χίτλερ, ο οποίος απειλούσε να μετατρέψει τα θωρηκτά του σε παλιοσίδερα και να μεταφέρει τα βαριά πυροβόλα τους στην παράκτια άμυνα.

Μία από τις συνέπειες εκείνης της αποτυχίας ήταν και η παραίτηση του Μέγα Ναυάρχου Έριχ Ρέντερ (Erich Raeder) από την ηγεσία του Γερμανικού Ναυτικού και την αντικατάστασή του από τον ομοιόβαθμό του Καρλ Ντένιτς (Karl Doenitz), στις 30 Ιανουαρίου 1943. Ο Ντένιτς, αν και φανατικός υποστηρικτής του υποβρυχιακού πολέμου και ένθερμος πολέμιος των σκαφών επιφανείας, έσπευσε να μεταπείσει τον Χίτλερ. Ο τελευταίος δέχθηκε διστακτικά, θέτοντας όμως στον Ντένιτς ένα σκληρό τελεσίγραφο: «Περιμένω αποτελέσματα εντός έξι μηνών».

Επιχείρηση «Ανατολικό Μέτωπο» (Ostfront)

Για ολόκληρη την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1943 καμία νηοπομπή δεν διέσχισε τον Αρκτικό Ωκεανό. Οι Βρετανοί έχοντας υποστεί βαριές απώλειες κατά το προηγούμενο έτος είχαν διακόψει τις αποστολές νηοπομπών προς την Ρωσία κατά την διάρκεια των θερινών μηνών, προτιμώντας πλέον την μυστικότητα του σκοτεινού αρκτικού χειμώνα που τους προφύλασσε από τα ενοχλητικά γερμανικά βλέμματα.

Με τα περισσότερα γερμανικά θωρηκτά ακινητοποιημένα στα ναυπηγεία για επισκευές, τα μόνα αξιόμαχα πλοία που είχαν απομείνει στις γερμανικές βάσεις της Νορβηγίας ήταν εκείνα της Βόρειας Ομάδας Μάχης, αποτελούμενη από το βαρύ καταδρομικό μάχης Σάρνχορστ (Scharnhorst) και πέντε αντιτορπιλικά του 4ου Στολίσκου. Η διοίκησή της είχε ανατεθεί στον υποναύαρχο Έριχ Μπάϋ (Erich Bey), έναν έμπειρο διοικητή, παρασημοφορημένο με τον Σταυρό των Ιπποτών. Έχοντας πλήρη συναίσθηση των ευθυνών της νέας του διοίκησης σε μία τόσο κρίσιμη περίοδο, παρέδωσε στον Ντένιτς μία αναφορά με τις αδυναμίες του στόλου στην Νορβηγία, προβάλλοντας τρία σημεία ζωτικής σημασίας σε περίπτωση που μία έξοδος του Σάρνχορστ κρινόταν αναγκαία:

– Το Σάρνχορστ δεν θα έπρεπε ποτέ να διακινδυνεύσει μόνο του μία επιχείρηση εναντίον συμμαχικής νηοπομπής πριν την επισκευή του Τίρπιτς.
– Σε περίπτωση εξόδου του στόλου κρινόταν απαραίτητη η πλήρης δύναμη των 10 αντιτορπιλικών του 4ου Στολίσκου, όταν εκείνη την στιγμή τα πέντε από αυτά βρίσκονταν αποσπασμένα σε λιμένες της Γερμανίας.
– Τέλος, δεδομένης της τεχνολογικής υπεροχής των βρετανικών ραντάρ και των δυσχερών καιρικών συνθηκών του πολικού χειμώνα που απέκλειαν την αεροπορική υποστήριξη, το Σάρνχορστ θα μειονεκτούσε δραματικά εναντίον οποιουδήποτε βρετανικού σκάφους σε ενδεχόμενο ναυμαχίας.

Η αναφορά του Μπάϋ ωστόσο, πέρασε απαρατήρητη. Ο Ντένιτς ήταν αποφασισμένος να προβεί σε μία κίνηση για να μην θιγεί το γόητρό του. Με την έλευση του χειμώνα το βρετανικό ναυτικό είχε αρχίσει τις αποστολές πολεμικού υλικού στην Ρωσία, ενώ οι γερμανικές στρατιές στο ανατολικό μέτωπο πιέζονταν σκληρά. Η καταστροφή αυτών των εφοδίων θα χάριζε μία ανακούφιση στο γερμανικό στρατό και μία νίκη στο γερμανικό ναυτικό την οποία χρειαζόταν απελπισμένα για να αποφύγει την ατίμωση και την αυτοκαταστροφή του. Παρά τους προφανείς κινδύνους, o Ντένιτς, στις 19 Δεκεμβρίου, έλαβε την απρόθυμη συγκατάθεση του Χίτλερ για μία έξοδο της Βόρειας Ομάδας Μάχης εναντίον της επόμενης βρετανικής νηοπομπής. Η επιχείρηση έλαβε την κωδική ονομασία «Ανατολικό Μέτωπο» (Ostfront).

Την επόμενη ημέρα, (20 Δεκεμβρίου), το Γερμανικό Επιτελείο Ναυτικού πληροφορήθηκε από την Λουφτβάφε τον απόπλου της αρκτικής νηοπομπής JW-55B, από την δυτική ακτή της Σκωτίας με προορισμό το Μουρμάνσκ της Σοβιετικής Ένωσης. Την ίδια ημέρα ο Μπάϋ δήλωσε εγγράφως στον Ντένιτς την εκτίμησή του για την έξοδο του στόλου: «Φοβάμαι πως οποιαδήποτε πιθανότητα επιτυχίας θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στην τύχη ή κάποιο σοβαρό σφάλμα του αντιπάλου».

Το βρετανικό σχέδιο μάχης

Οι Βρετανοί γνωρίζοντας ότι ο γερμανικός στόλος στη Νορβηγία είχε περιοριστεί πλέον μόνο στο Σάρνχορστ και μερικά αντιτορπιλικά, ένιωθαν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν και τον τελευταίο αυτό κίνδυνο μόλις παρουσιαζόταν η ευκαιρία. Ήταν ένα καθήκον το οποίο θα ανελάμβανε ο ίδιος ο διοικητής του Βρετανικού Μητροπολιτικού Στόλου, ο 55χρονος ναύαρχος Σερ Μπρους Φρέιζερ (Sir Bruce Fraser). Έχοντας υιοθετήσει μία στρατηγική επιθετικότερη από εκείνη των προκατόχων του, ο Φρέιζερ είχε ενισχύσει τις δυνάμεις προστασίας των αρκτικών νηοπομπών και αναζητούσε την ευκαιρία να προκαλέσει τον γερμανικό στόλο σε ανοικτή ναυμαχία. Παρότι κόντευε να εξαντλήσει την ιεραρχία του Βρετανικού Ναυτικού, ούτε μία φορά δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία να επισφραγίσει τις ικανότητές του με τις δάφνες μίας προσωπικής επιτυχίας που θα συνόδευε πάντα το όνομά του. Ως εκ τούτου, η βύθιση του τελευταίου αξιόμαχου γερμανικού σκάφους αντιπροσώπευε για εκείνον την ευκαιρία να επιτύχει αυτή την προσωπική νίκη.

Έχοντας την πεποίθηση ότι το γερμανικό ναυτικό, μετά από αδράνεια ενός έτους, θα σχεδίαζε μία επιθετική επιχείρηση στον Αρκτικό Ωκεανό, είχε προετοιμάσει ένα σχέδιο μάχης κατά του Σάρνχορστ, χρησιμοποιώντας σαν δόλωμα την νηοπομπή JW-55Β, η οποία θα βρισκόταν μονίμως κάτω από την άγρυπνη επιτήρηση του στόλου του.

«Θωρηκτό» για τους Γερμανούς, ή «καταδρομικό μάχης» για τους Βρετανούς, το Σάρνχορστ ουσιαστικά αποτελούσε την «χρυσή τομή» ανάμεσα στα δύο, συνδυάζοντας τα πυροβόλα και την θωράκιση ενός θωρηκτού με την ταχύτητα ενός καταδρομικού. Όντας ταχύτερο από οποιοδήποτε βρετανικό πλοίο και με εμβέλεια πυρός 45 χλμ, σε μία ναυμαχία κάτω από συνθήκες έντονης θαλασσοταραχής θα είχε την δυνατότητα να πλησιάσει γρήγορα την νηοπομπή, να ανοίξει πυρ από μεγάλη απόσταση και να εμπλέκεται ή να απεμπλέκεται από τη μάχη κατά την κρίση του. Βασικός αντικειμενικός σκοπός λοιπόν, του Φρέιζερ ήταν πρώτα να του στερήσει το πλεονέκτημα της ταχύτητας, πλήττοντάς το με τορπίλες από τα μικρότερα σκάφη και κατόπιν να εμπλακεί μαζί του, όπου τα βαρύτερα πυροβόλα των 14 in του θωρηκτού HMS Duke of York θα του χάριζαν το πλεονέκτημα.

Για την τακτική εφαρμογή του σχεδίου του, ο Φρέιζερ είχε διαιρέσει τον στόλο του σε δύο δυνάμεις. Η «Δύναμη 1», αποτελούμενη από τα καταδρομικά HMS Belfast, Sheffield και Norfolk, υπό την διοίκηση του αντιναυάρχου Ρόμπερτ Μπάρνετ (Rοbert Burnett), θα παρέπλεε σε μία παράλληλη πορεία με την νηοπομπή, καλύπτοντας το νότιο πλευρό της, δηλαδή την πιθανότερη κατεύθυνση από όπου θα εκδηλωνόταν μία γερμανική επίθεση. Η «Δύναμη 2», αποτελούμενη από την ναυαρχίδα του Φρέιζερ, το θωρηκτό Duke of York, το καταδρομικό Jamaica και τα αντιτορπιλικά Saumarez, Savage, Scorpion και Sword, θα παρείχε την βαριά κάλυψη της νηοπομπής, η οποία θα παραμόνευε περίπου 250 χλμ μακρύτερα από την «Δύναμη 1» και θα είχε τον κύριο ρόλο στην βύθιση του Σάρνχορστ. Οι δύο δυνάμεις θα συνέκλιναν στην περιοχή της Θάλασσας Μπάρεντς, ανατολικότερα της Νήσου των Άρκτων, που αποτελούσε την περιοχή υψηλού κινδύνου των νηοπομπών. Μόλις τα σκάφη της «Δύναμης 1» αντιλαμβάνονταν την παρουσία του γερμανικού καταδρομικού θα διενεργούσαν την πρώτη κρούση με τις τορπίλες τους και ταυτόχρονα θα καλούσαν την «Δύναμη 2» να σπεύσει στο σημείο για να καταφέρει τα βαριά πλήγματα.

Η μάχη

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 25ης Δεκεμβρίου, καθώς το Scharnhoprst απέπλεε υπό την συνοδεία των αντιτορπιλικών Ζ 29, Ζ 30, Ζ 33, Ζ 34 και Ζ 38, ο Ντένιτς διεμήνυσε στον Μπάϋ τις τελευταίες οδηγίες του για την εκτέλεση της επιχείρησης: «Εκμεταλλευθείτε τα τακτικά πλεονεκτήματα με επιδεξιότητα και τόλμη. Η μάχη να διακοπεί μόνο εφόσον έχει επιτευχθεί πλήρης επιτυχία. Η ισχύς πυρός του Scharnhorst είναι ζωτικής σημασίας. Διακόψατε την συμπλοκή κατά την κρίση σας, και χωρίς άλλη προειδοποίηση, εάν αντιμετωπίσετε βαριές μονάδες».

Παρά τα πομπώδη λόγια, ουσιαστικά, η κατάσταση επέστρεφε και πάλι στην παλαιά πολιτική της «αποφυγής περιττών κινδύνων» του Χίτλερ, την οποία υιοθετούσε τώρα με διπλωματική τέχνη ο Ντένιτς, έχοντας φροντίσει να καλύψει τον εαυτό του ανεξάρτητα από την έκβαση της μάχης: ναι μεν απαιτούσε ολοκληρωτική νίκη, αλλά ταυτόχρονα απαγόρευε στον Μπάϋ να εμπλακεί με βαριές μονάδες. Όπως αρκετοί άλλοι άτυχοι συνάδελφοι του στο παρελθόν, έτσι και αυτός, έπλεε τώρα προς το πεδίο της μάχης με το ένα χέρι δεμένο πίσω από την πλάτη.

Οι πρώτες πρωινές ώρες της 26ης Δεκεμβρίου ξημέρωσαν με μία θύελλα η οποία άγγιζε τα οκτώ Μπωφόρ και την ορατότητα να περιορίζεται στα 1.600 m, καθώς τα κύματα της βροχής εναλλάσσονταν με κύματα χιονόπτωσης. Το Scharnhorst, υπό την συνοδεία των αντιτορπιλικών του και αγνοώντας την ύπαρξη των δύο ισχυρών βρετανικών δυνάμεων, κατευθυνόταν βορειοανατολικά προς αναζήτηση της νηοπομπής. Ο Γερμανός διοικητής υπολόγιζε να συναντήσει την νηοπομπή μεταξύ 11.00-13.00, όταν το αμυδρό λυκόφως που επικρατούσε θα του έδινε πλεονέκτημα στον εντοπισμό και την σκόπευση. Περί τις 07.30, προκειμένου να διευρύνει την περιοχή έρευνας, διέταξε τα αντιτορπιλικά του να ερευνήσουν προς νότο, ενώ εκείνος διατήρησε την αρχική πορεία του.

Οι υπολογισμοί και η πορεία έρευνάς του ήταν σωστά, αλλά ο Μπέρνετ είχε ευφυώς παρεμβάλει την δύναμή του μεταξύ του Scharnhorst και της νηοπομπής. Η μεγαλύτερη εμβέλεια των βρετανικών ραντάρ έδωσε το πλεονέκτημα στα βρετανικά καταδρομικά και στις 08.35 το Belfast εντόπισε το στίγμα ενός μεγάλου σκάφους σε απόσταση 35 χλμ στα νότια να τον πλησιάζει. Όταν η απόσταση μειώθηκε στα 13 χλμ, τα τρία καταδρομικά αναπτύχθηκαν κατά μέτωπο και στις 09.30 το Norfolk, το βαρύτερο από τα τρία, άνοιξε πρώτο πυρ με καταπληκτική ευστοχία. Μία από τις οβίδες των 8 in της δεύτερης ομοβροντίας του κατέστρεψε ολοκληρωτικά το πρωτεύον ραντάρ του Scharnhorst -το κυριότερο μέσο σκόπευσης των πυροβόλων- αφήνοντας το πλοίο να βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στα οπτικά μέσα «τυφλής σκόπευσης», δηλαδή στοχεύοντας τις λάμψεις των αντίπαλων πυροβόλων. Εκείνη η βολή του Norfolk θα έκρινε την έκβαση της μάχης σε μεγάλο βαθμό -σε έναν τομέα 180 μοιρών στο μέτωπό του, το Scharnhorst ήταν κυριολεκτικά τυφλό. Χωρίς την προστασία των καταδρομικών του τη στιγμή που τα χρειαζόταν, ο Μπάϋ είχε αιφνιδιαστεί από την ασπίδα των βρετανικών καταδρομικών στην προσπάθειά του να προσεγγίσει την νηοπομπή. Ωστόσο, διατηρούσε ακόμη αρκετά πλεονεκτήματα και κυρίως την ταχύτητά του. Ανακαλώντας τα αντιτορπιλικά να ενωθούν μαζί του, άφησε πίσω του ένα πυκνό προπέτασμα καπνού για να καλύψει την υποχώρησή του και αγγίζοντας την μέγιστη ταχύτητά των 30 κόμβων έστρεψε νότια, υποκρινόμενο ότι τρεπόταν σε φυγή. Υπολόγιζε ότι με αυτό το τέχνασμα θα παρέσυρε τα εχθρικά σκάφη σε καταδίωξη και όταν θα βρισκόταν σε απόσταση ασφαλείας από τους διώκτες του θα έστρεφε πάλι βόρεια, διαγράφοντας ένα ημικύκλιο για να επιχειρήσει δεύτερη επίθεση κατά της νηοπομπής.

Το Scharnhorst βεβαίως, πλεονεκτούσε των βρετανικών καταδρομικών στην ταχύτητα κατά 6 κόμβους, αλλά δεν μπορούσε να ξεφύγει και από την εμβέλεια των ραντάρ τους. Στις 10.35, όταν το ίχνος του γερμανικού σκάφους βρισκόταν στην οριακή απόσταση των 35 χλμ και ήταν έτοιμο να χαθεί από τις βρετανικές οθόνες, το Belfast είδε το ασθενές στίγμα του να μεταβάλλει πορεία, στρεφόμενο βόρεια. Ο Μπέρνετ έστρεψε κι αυτός βορειοανατολικά για να παρεμβάλλει και πάλι την δύναμή του ανάμεσα στην JW-55B και το Scharnhorst, κλείνοντάς του τον δρόμο.

Στις 11.00 ο Μπάϋ έλαβε μία ασαφή αναφορά της Luftwaffe για την παρουσία πέντε σκαφών σε απόσταση 270 km βορειοδυτικά Βορείου Ακρωτηρίου. Το σήμα δεν διευκρίνιζε την ταυτότητα των πλοίων, αλλά ο Γερμανός ναύαρχος υποπτεύθηκε αμέσως την ύπαρξη μίας βρετανικής Ομάδας Μάχης με ένα βαρύ σκάφος και την συνοδεία του. Τώρα ήταν σαφές ότι υστερούσε δραματικά των αντιπάλων του σε αριθμούς και ισχύ πυρός. Όσο για τα αντιτορπιλικά του, αυτά παρότι κινούνταν στο μέγιστο της ταχύτητάς τους, αδυνατούσαν να αντεπεξέλθουν στις συνθήκες της σφοδρής θαλασσοταραχής και ο Μπάϋ γρήγορα συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να προλάβουν να ενωθούν μαζί του μέχρι τη στιγμή της επόμενης συμπλοκής. Οποιαδήποτε κίνηση θα έπρεπε να βασιστεί αποκλειστικά και μόνο στη δράση του Scharnhorst. Αναλογιζόμενος τα δεδομένα, πήρε την σκληρή απόφαση να τηρήσει το αρχικό σχέδιο: η δεύτερη εχθρική Ομάδα Μάχης βρισκόταν ακόμα μακρυά για να αποτελέσει άμεσο κίνδυνο, οπότε είχε τον χρόνο με το μέρος του για να διακινδυνεύσει μία δεύτερη προσέγγιση της νηοπομπής, χωρίς την κάλυψη των αντιτορπιλικών του.

Στις 12.20 τα καταδρομικά του Μπέρνετ ήλθαν και πάλι σε επαφή με το Scharnhorst, το οποίο τώρα άνοιξε πρώτο πυρ με επιτυχία. Τα Norfolk και Sheffield δέχθηκαν τα βαρύτερα πλήγματα και σύντομα ετέθησαν εκτός μάχης. Μετά την δεύτερη συμπλοκή του με την βρετανική δύναμη, ο Μπάϋ όφειλε να παραδεχθεί ότι, ναι μεν είχε καταφέρει σοβαρά πλήγματα στους αντιπάλους του, αλλά ουσιαστικά, είχε αποτύχει στον σκοπό του να πλήξει την νηοπομπή. Η υπεροχή των βρετανικών ραντάρ τους έδινε την δυνατότητα να προλαμβάνουν την κάθε του κίνηση, ενώ η απώλεια του δικού του τού αφαιρούσε την δυνατότητα να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα της ισχύος πυρός του. Έχοντας πλέον απομακρυνθεί υπερβολικά από τα αντιτορπιλικά του μετά τον ελιγμό που είχε επιχειρήσει, έκρινε ότι οποιαδήποτε περαιτέρω συμπλοκή θα ευνοούσε αποκλειστικά τον αντίπαλο, οπότε διέταξε απεμπλοκή και επιστροφή στη Νορβηγία.

Με τα Norfolk και Sheffield ανίκανα πλέον να λάβουν μέρος στον αγώνα ταχύτητας καταδίωξης του Scharnhorst, ο Μπέρνετ είχε απομείνει μόνος με το Belfast, να το παρακολουθεί να απομακρύνεται στα νοτιοανατολικά, μεταβιβάζοντας κάθε 15 λεπτά τις πληροφορίες του στον Φραίηζερ, ο οποίος πλησίαζε ολοταχώς από δυτικά για να αποκόψει την οδό υποχώρησης του προς την Νορβηγία.

Στις 16.48 το Duke of York είχε μειώσει την απόσταση που τον χώριζε από τον Μπέρνετ και σε απόσταση 12 χλμ εντόπισε με τα κιάλια του την στενόμακρη επιθετική σιλουέτα του Scharnhorst, με την πλώρη του κάτασπρη από τον πάγο, να γλιστράει πάνω στα σκοτεινά κύματα με ένα αξεπέραστο μεγαλείο που άφησε τους πάντες εκστατικούς: «…Σαν ένα τεράστιο ασημένιο φάντασμα που ερχόταν καταπάνω σου!», όπως την περιέγραψε ένας αξιωματικός από την γέφυρα του θωρηκτού.

Το Scharnhorst παγιδευμένο ανάμεσα σε δύο βρετανικές δυνάμεις, ετοιμάστηκε για την τελευταία του μάχη. Διαθέτοντας το πλεονέκτημα της ταχύτητας, κατάφερε να αυξήσει την απόσταση που τον χώριζε από τα βρετανικά σκάφη, ανοίγοντας πυρ εναντίον τους. Το Duke of York ανταπέδωσε, βάλλοντας στο μέγιστο της εμβέλειας των πυροβόλων του, προκειμένου να έχει μία ευκαιρία να πλήξει τον απομακρυσμένο αντίπαλο. Ωστόσο, τα βαρύτερα πυροβόλα του, σε συνδυασμό με την ακρίβεια του ραντάρ του, τού χάριζαν την υπεροχή. Οι χειριστές του Duke of York διέκριναν ολοκάθαρα στις οθόνες τους τούς πίδακες νερού που σήκωναν οι άστοχες βολές δίπλα στο Scharnhorst, δίνοντας αμέσως τις ανάλογες οδηγίες για την διόρθωση της επόμενης βολής. Το γερμανικό καταδρομικό σημείωσε δύο επιτυχή πλήγματα κατά της ναυαρχίδας του Φραίηζερ, αλλά στις 18.20 το τελευταίο τού κατάφερε δύο μοιραία πλήγματα, καταστρέφοντας αρχικά τον πύργο «Α» και στη συνέχεια το Νο 1 λεβητοστάσιο. Η ταχύτητά του έπεσε απότομα στους 22 κόμβους –ήταν η ευκαιρία που αναζητούσε ο Φραίηζερ για να βάλει στη μάχη τα αντιτορπιλικά του.

Τα βρετανικά σκάφη πλησίασαν το Scharnhorst, και από απόσταση μικρότερη των 2 χλμ, εξαπέλυσαν 24 τορπίλες σε «άνοιγμα βεντάλιας». Στις 18.50 πέντε εκρήξεις συντάραξαν το καταδρομικό από την πλώρη μέχρι την πρύμνη, αφήνοντάς το πρακτικά ακίνητο. Το Duke of York μαζί με τρία καταδρομικά και οκτώ αντιτορπιλικά κύκλωσαν το πληγωμένο και ακινητοποιημένο σκάφος και, μετά από αλλεπάλληλα πλήγματα τορπιλών και βαρέων οβίδων, η ναυμαχία κατέληξε σε έναν διαγωνισμό σκοποβολής. Ο πύργος «B» είχε πια σιωπήσει από έλλειψη πυρομαχικών και από τα δευτερεύοντα πυροβόλα μόνο τα μισά λειτουργούσαν, βάλλοντας κατά των αντιτορπιλικών. Ο πύργος «C» ήταν ο μόνος ο οποίος ανταπέδιδε πυρά προς το Duke of York. Στις 19.00 ο κυβερνήτης του Scharnhorst, πλοίαρχος Φριτς Χίντσε (Fritz Hintze) έστειλε στο αρχηγείο το τελευταίο του μήνυμα «Μαχόμεθα μέχρι την τελευταία οβίδα. Ζήτω ο Φύρερ!». Λίγα λεπτά αργότερα ακολούθησε και η τελευταία ανακοίνωση του προς τους άνδρες του: «Σφίγγω το χέρι όλων σας για τελευταία φορά». Οι αντίστοιχες τελευταίες λακωνικές διαταγές του Φραίηζερ προς τα σκάφη του, αποδίδουν γλαφυρά την κατάσταση της μονόπλευρης πλέον, μάχης: «Εκκενώστε την περιοχή του στόχου. Θα παραμείνουν μόνο τα αντιτορπιλικά… Αποτελειώστε το με τορπίλες!».

Από την έναρξη της ναυμαχίας το Scharnhorst είχε δεχθεί τουλάχιστον 2.195 οβίδες όλων των διαμετρημάτων αρνούμενο να βυθιστεί. Τα αντιτορπιλικά ανέλαβαν να δώσουν τις χαριστικές βολές. Εξαπέλυσαν ένα σύνολο 55 τορπιλών, εκ των οποίων οι 11 βρήκαν τον στόχο τους. Με τα πυροβόλα του πύργου «C» να βάλλουν μέχρι το τέλος, το Scharnhorst αναποδογύρισε και βυθίστηκε στις 19.45 με τους κινητήρες του να λειτουργούν ακόμα. Ο υποναύαρχος Έριχ Μπάϋ και ο πλοίαρχος Φριτς Χίντσε, αμφότεροι τραυματισμένοι, το ακολούθησαν στον υγρό του τάφο. Από τους 1.963 άνδρες του πληρώματος επέζησαν μόνο 36 οι οποίοι περισυνελέγησαν και οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία.

Συνέπειες και αντίκτυπος

Αγνοώντας τις δικές του ευθύνες για την τραγωδία, ο ναύαρχος Ντένιτς απέδωσε την ήττα στην συντριπτική υπεροχή του βρετανικού ραντάρ. Ο Χίτλερ, έχοντας εγκαταλείψει από καιρό κάθε ελπίδα νίκης από τον στόλο του επιφανείας, αντιμετώπισε το γεγονός φιλοσοφικά: αν τα εχθρικά ραντάρ ήταν τόσο καλά, τότε το Σάρνχορστ ήταν σαν έναν τυφλό που μάχεται εναντίον ενός πρωταθλητή της πυγμαχίας. Αμφότεροι βέβαια δεν παρέλειψαν να κατακρίνουν τον άτυχο υποναύαρχο Έριχ Μπάϋ για την έλλειψη επιθετικότητας: «Το θωρηκτό μας τράπηκε σε φυγή ενώπιον εχθρικών καταδρομικών, παρότι ήταν ανώτερο σε ισχύ πυρός και θωράκιση από εκείνα», είπε ο Ντένιτς, χωρίς, βέβαια, να αναφερθεί στις αντιφατικές διαταγές που του είχε δώσει.

Η μόνη πράξη αναγνώρισης της αξίας εκείνων των ανδρών, των οποίων η αυτοθυσία προδιδόταν πάντα από την ανικανότητα του επιτελών τους, προήλθε από τον θαυμασμό των αντιπάλων τους, το ίδιο εκείνο απόγευμα της 26ης Δεκεμβρίου. Ο Φρέιζερ, επιστρέφοντας στην Αγγλία, απευθύνθηκε στο πλήρωμά του Duke of York, παρουσία και των 36 Γερμανών επιζώντων: «Κύριοι, ελπίζω πως αν κάποιος από σας κληθεί ποτέ να κυβερνήσει ένα πλοίο στη μάχη εναντίον ενός συντριπτικά ανώτερου αντιπάλου, θα πολεμήσει τόσο γενναία όσο το Σάρνχορστ σήμερα».

Το ναυάγιο του Σάρνχορστ ανακαλύφθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2000 από τον Νορβηγό εξερευνητή Alf Jacobsen σε βάθος 300 μέτρων.

wikipedia

ΔΗΜΟΦΙΛΗ