ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ
Γιος του Δία και της Ευρώπης, αδελφός του Σαρπηδόνα και του Μίνωα που του ανέθεσε την απονομή της δικαιοσύνης στις πόλεις με έδρα την Κνωσό – ο Τάλος επόπτευε στην ύπαιθρο.
Τρεις ήταν οι βασικές του αρχές: α) είναι αθώος αυτός που χτυπά αμυνόμενος (αυτόν τον νόμο επικαλέστηκε ο Ηρακλής και αθωώθηκε για τον φόνο του δασκάλου του Λίνου με μια κιθάρα, γιατί εκείνος τον επέπληξε για τις επιδόσεις του)· β) να υφίσταται κανείς το κακό που έκανε· γ) να μην δίνονται όρκοι για ασήμαντα πράγματα.
Ο Σωκράτης στον «πλατωνικό» διάλογο Μίνως αναφέρει ότι ο Ραδάμανθυς είχε εκπαιδευτεί από τον ίδιο τον Μίνωα για την εποπτεία των δικαστηρίων, όχι όμως και στο σύνολο της βασιλικής τέχνης. Τα γνωρίσματα του Ραδάμανθυ ως δικαστή, νομοθέτη, πολιτικού, εποικιστή, φορέα πολιτισμού μνημειώνουν τη δραστηριότητα των Μινωιτών στο Αιγαίο και τη Μ. Ασία. Θεωρείται ότι έκανε νομοθετικό και πολιτικό έργο έξω από την Κρήτη: εποίκισε έρημους τόπους, συνένωσε μικρούς οικισμούς, ίδρυσε καινούριες πόλεις, στις οποίες όριζε το νομοθετικό, διοικητικό, πολιτικό πλαίσιο και τις σχέσεις τους με το κέντρο της κρητικής αυτοκρατορίας, και διόριζε άρχοντα κάποιο γιο του Μίνωα, δικό του γιο ή έμπιστο συνεργάτη του. Βία χρησιμοποιούσε μόνο εναντίον βαρβάρων και πειρατών. Στη Μ. Ασία ίδρυσε τις Ερυθρές, στη δυτική πλευρά της ομώνυμης χερσονήσου, απέναντι από τη Χίο, με το όνομα του γιου του Έρυθρου που τον έκανε και πρώτο βασιλιά της. Στη Χίο εγκατέστησε τον Οινοπίωνα, στη Λήμνο τον Θόαντα, στη Σκύρο τον Ενυέα, στην Άνδρο τον Ανδρέα, στη Δήλο τον Άνιο, στην Πάρο τον Αλκαίο. Με αυτόν τον τρόπο οι πόλεις αποκτούσαν τίτλους που η απαρχή τους βρισκόταν στην Κρήτη (πολιτική διάσταση της μυθολογίας).
Λέγεται ότι ο Μίνωας φοβήθηκε τις ικανότητες του αδελφού του, γι’ αυτό τον έστειλε έξω από την Κρήτη. Λέγεται ακόμη ότι τα δύο αδέλφια πραγματικά συγκρούστηκαν και ο Ραδάμανθυς κατέφυγε στις Ωκαλέες της Βοιωτίας, όπου παντρεύτηκε την Αλκμήνη μητέρα του Ηρακλή, στον οποίο δίδαξε την τοξοβολία. Σύμφωνα με άλλους ο γάμος τους έγινε στα νησιά των Μακάρων, όταν και οι δυο τους ήταν πια νεκροί. Μυθολογείται ότι ο Δίας, πρώτος εραστής της Αλκμήνης, ζήτησε από τον Ερμή να κλέψει το σώμα της Αλκμήνης και να το μεταφέρει στα Νησιά. Και ότι μαζί με τον Μίνωα και τον Αιακό, άλλο γιο του Δία, έκριναν τους νεκρούς. (Εικ. 117, 118, 158)
Μια άλλη παραλλαγή του μύθου (Κρης → Τάλος → Φαιστός → Ραδάμανθυς → Γόρτυνας) θέλει τον Ραδάμανθυ να ζει πολύ πριν τον Μίνωα. Γι’ αυτόν τον παλιό Ραδάμανθυ λένε ότι ήταν φορέας πολιτισμού όπως ο Φορωνέας στο Άργος και ο Κάδμος στη Θήβα· πρώτος αυτός εξημέρωσε τους ανθρώπους του τόπου του, τους συνοίκισε, νομοθέτησε γι’ αυτούς με οδηγό τον κρητικό Δία. Αυτόν θέλησε να μιμηθεί ο Μίνωας πολλές γενιές αργότερα, όταν η φήμη του Ραδάμανθυ είχε εξαπλωθεί παντού. Για να το πετύχει αυτό ο Μίνωας έπρεπε να συνδεθεί μαζί του και να τον υποτάξει ως αδελφό του. Αυτή πρέπει να είναι η παλιά μορφή του μύθου, ανεξάρτητη από τον μύθο της Ευρώπης και του Δία, που δείχνει ότι ο Ραδάμανθυς ήταν παλαιός, χθόνιος θεός που επιβλήθηκε στη συνείδηση των ανθρώπων.
Στον τάφο της κρίσεως στη Μίεζα (τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ.), (Εικ. 159) αριστερά και δεξιά της εισόδου του τάφου στέκονται τέσσερις μεμονωμένες μορφές (Εικ. 160, 161), που όμως αποτελούν τμήματα ενιαίας σύνθεσης που διακόπτονται από την παρεμβολή των ημικιόνων και του ανοίγματος του τάφου. Το θέμα της απεικόνισης είναι η κάθοδος του νεκρού στον Άδη με τη συνοδεία του Ερμή (Εικ. 162). Οι κριτές Ραδάμανθυς (Εικ. 163) και Αιακός θα αποφασίσουν για την τύχη του νεκρού, αν δηλαδή θα σταλεί στο νησί των Μακάρων ή στα Τάρταρα. Ο Αιακός, γιος του Δία και της νύμφης Αίγινας, κρίνει όσους προέρχονται από την Ευρώπη, ο Ραδάμανθυς, καρπός του Δία και της Ευρώπης, όσους έρχονται από την Ασία, ενώ στη διαιτησία του Μίνωα καταλήγουν οι δύσκολες κρίσεις (Πλ., Γοργίας 523e-524a). Εδώ κύριος κριτής του νεκρού είναι ο Αιακός.
Η επιλογή του θέματος σαφώς σχετίζεται με την προσδοκία για ζωή μετά θάνατο, όμως ανακαλεί στη μνήμη και τη σύγκριση του Αλέξανδρου με τους τρεις κριτές που επιχείρησε ο Αρριανός:
Καθόλου κατώτερος βασιλιάς από τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ, τον Αιακό η γέννηση των οποίων αποδόθηκε από τους παλιούς στον Δία, χωρίς να θεωρηθεί στάση αλαζονική. (Αρριανός, Z.29.3-4)
Η επιλογή του θέματος του Τάφου της Κρίσεως στη Μίεζα μπορεί να αποτελεί και τον απόηχο μιας άλλης μυθολογικής / ιστορικής παράδοσης για πιθανή παρουσία Κρητών στην περιοχή. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, που διασώζει μαρτυρία του Αριστοτέλη από το χαμένο σύγγραμμά το Βοτιαίων πολιτεία, οι νέοι και οι νέες που έστελναν οι Αθηναίοι στην Κρήτη, υποχρεωτική θυσία στον μυθικό Μινώταυρο, δεν σκοτώνονταν αλλά ζούσαν στο βασίλειο του Μίνωα ως σκλάβοι. Κάποιοι από τους απογόνους τους στάλθηκαν από τους Κρήτες ως προσφορά στους Δελφούς μαζί με δικά τους παιδιά. Επειδή όμως δεν ήταν δυνατό να διατρέφονται συνέχεια στους Δελφούς, πέρασαν στην Ιταλία και εγκαταστάθηκαν «γύρω από τη χώρα που ονομαζόταν Ιαπυγία· από εκεί πάλι μετέβησαν στη Θράκη και ονομάσθηκαν Βοττιαίοι» (Πλούταρχος, Θησέας 16). Στην ίδια εύφορη περιοχή έφτασαν στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. οι Αργεάδες Μακεδόνες, οπότε οι Βοττιαίοι κατέφυγαν στη Χαλκιδική.
Η παρουσία των Κρητών επιβεβαιώνεται, σύμφωνα με τον Μ. Σακελλαρίου, από κρητικά τοπωνύμια στην περιοχή της Μακεδονίας και «από την επιβίωση της παράστασης του διπλού πελέκεως σε ρόλο εμβλημάτων από ορείχαλκο, σε διάφορους τόπους της Μακεδονίας και γειτονικών χωρών, όπου θα διαδόθηκαν από τη Βοττία, με τη μετακίνηση ημινομάδων ποιμένων» (Μακεδονία, 1994, 48).[15]
15 Μ. Σακελλαρίου, Μακεδονία. 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού. (Γενική Εποπτεία Μ.Β. Σακελλαρίου) Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1994, σ. 48.
ΣΑΡΠΗΔΩΝ
Ήταν γιος του Δία και της Ευρώπης και επομένως αδελφός του Μίνωα και του Ραδάμανθυ, τους οποίους ανέθρεψε ο Αστέριος.
Συγκρούστηκε με τον Μίνωα για την εξουσία ή γιατί αγαπούσαν τον ίδιο νέο, τον Μίλητο ή Ατύμνιο, που ήταν περισσότερο δεμένος με τον Σαρπηδόνα. Οι δυο τους ή με την Ευρώπη έφυγαν για την Ασία, ο Σαρπηδόνας συμμάχησε με τον Κίλικα στον πόλεμο εναντίον των Λυκίων και αναγνωρίστηκε βασιλιάς της χώρας τους. Οι μύθοι γύρω από την απομάκρυνση του Σαρπηδόνα από την Κρήτη συνιστούν προφανώς μνημείωση των κρητικών εποικισμών.
Με το όνομα Σαρπηδόνας σώζεται και ένας ήρωας του Τρωικού πολέμου, γιος και αυτός του Δία και της Λαοδάμειας ή Δηιδάμειας, κόρη του Βελλεροφόντη, εγγονός του πρώτου Σαρπηδόνα· ή, σύμφωνα με τον Διόδωρο, γιος του Εύανδρου. Μυθολογείται, όμως, ότι μπορεί να υπήρξε μόνο ένας Σαρπηδόνας στον οποίο ο Δίας, ακριβώς επειδή ήταν γιος του, έδωσε το δικαίωμα να ζήσει τρεις γενιές – έτσι εξηγείται που τον βρίσκουμε στην Τροία.
Ο Σαρπηδόνας του τρωικού πολέμου ήταν ο δεύτερος τη τάξει μετά τον Έκτορα πολεμιστής και ο μοναδικός από το τρωικό στρατόπεδο γόνος θεού (εξαιρουμένου του Αινεία). Σύντροφός του στον πόλεμο ήταν ο Γλαύκος, γιος του Ιππόλοχου και εγγονός και αυτός του Βελλεροφόντη. Όμως Γλαύκος ονομαζόταν και ένας γιος του Μίνωα.
Σημαντική ήταν η συμβολή του στην επίθεση στο στρατόπεδο των Αχαιών και κατά την έφοδο στο τείχος. Όταν αυτός, ο γιος του Δία, χτυπήθηκε από τον γιο του Ηρακλή και της Ρόδου, τον εγγονό του Δία Τληπόλεμο, σε μια σκηνή που προοικονομούσε τον θάνατό του, είχε ικετεύσει τον Έκτορα να προστατεύσει το κορμί του από τους εχθρούς και να του επιτρέψει να πεθάνει στην Τροία, αν δεν επέστρεφε ποτέ του στη Λυκία (Ε 684-698), τραγική ειρωνεία αν σκεφτεί κανείς την κακοποίηση του νεκρού του σώματος που τελικά διασώθηκε με την παρέμβαση των θεών.
Πέθανε από το χέρι του Πάτροκλου, σε μια μάχη όμοια με ταύρου (Σαρπηδόνας) και λιονταριού (Πάτροκλος) (Π 487-489). Η πτώση του ήρωα παρομοιάστηκε από τον ποιητή της Ιλιάδας με την πτώση ενός δέντρου και η επιθανάτια πάλη του με τον αγώνα ενός κάπρου (Π 482-489). Ο Πάτροκλος πάτησε πάνω στο στήθος του αντιπάλου του, τράβηξε από το κορμί το δόρυ κι ομάδι του ξεχύθηκαν τα σπλάχνα, / και την ψυχή εκεινού εξερίζωσε μαζί με το χαλό του (Π 503-5). [εικ 164] Πράγματι, θεωρούνταν ότι ο θάνατος ενός πολεμιστή επερχόταν συνήθως με την απόσπαση του όπλου από το σώμα του (πρβ. Ν 574 κ.ε., Ξ 517-9), οπότε η ψυχή έβγαινε σαν αναπνοή από το σώμα μέσα από το τραύμα του. Ξεχωριστά όμως, η πράξη του Πατρόκλου σηματοδότησε την έναρξη μιας σειράς κακοποιήσεων νεκρών σωμάτων με διαβαθμισμένη ωμότητα -από τον Σαρπηδόνα προς τον Πάτροκλο κι ύστερα στην κορυφαία ατίμωση του Έκτορα. Η κάθε περίπτωση προοιωνίζεται την επόμενη και οι τρεις μαζί του Αχιλλέα, που δεν περιλαμβάνεται βέβαια στην Ιλιάδα. Αντίστοιχα, ο θάνατος του Σαρπηδόνα (Π 419-683) παρουσιάζει αντιστοιχίες με τον θάνατο του Μέμνονα που επίσης δεν αναφέρεται στο έπος.
Ένα σώμα κακοποιούνταν την ώρα της διεκδίκησής του από τις αντιμαχόμενες πλευρές, με στόχο την απογύμνωση του σώματος από τον οπλισμό του, την απόκτηση και την επίδειξή του και την περαιτέρω προσβολή του νεκρού σώματος σκυλεύοντάς το και αφήνοντάς το σκονισμένο και άταφο. Όλα αυτά συνέβησαν στην περίπτωση του Σαρπηδόνα. Η ντροπή για την αποτυχία να περισωθεί ο οπλισμός διατυπώθηκε εμφατικά από τον ήρωα:
[…] πάλεψε τρογύρα απ’ το κορμί μου·
τι θα σου γίνω αργότερα, μέρα και νύχτα πάντα,
ντροπή και καταφρόνια, αν τ’ άρματα μπορέσουν και μου γδύσουν.
(Π 497-499)
Γι’ αυτό ο σύντροφός του στη μάχη Γλαύκος παρακίνησε τους άλλους πολεμιστές:
Δράμετε, ω φίλ’· είν’ εντροπή, τα άρματ’ αν του πάρουν
και κακοσύρουν το νεκρό κορμί του οι Μυρμιδόνες
(Π 544-5)
Ο Πάτροκλος με τη σειρά του παρακίνησε τους Αχαιούς:
Ο άνδρας που των Αχαιών πρωτόρμησε στο τείχος
κείται νεκρός ο Σαρπηδών· χαρά μας, αν το σώμα
το κακοσέρναμε γυμνό […]
(Π 558-560)
Πολύ νωρίτερα ο Σαρπηδόνας είχε πει στον Έκτορα:
Πριαμίδη, μη στων Δαναών τα χέρια ΄δω μ’ αφήσεις
αλλά βοήθειαν δώσε μου· καν στην δικήν σας πόλιν
ας ξεψυχήσω, αφού σ’ εμέ δεν ήταν διορισμένο
να γύρω στην αγαπητήν πατρίδα […]
(Ε 683-686)
Τα άρματα του Σαρπηδόνα τα κέρδισαν τελικά οι Αχαιοί, και όταν ο Έκτορας σκότωσε τον Πάτροκλο, αρνήθηκε την πολύ λογική πρόταση του Λυκιώτη Γλαύκου, μοναδική σε όλο το έπος, να ανταλλάξουν με τους Αχαιούς το νεκρό σώμα του φίλου του Αχιλλέα για τον οπλισμό του Σαρπηδόνα -σαφώς ήταν ιδιαίτερης σημασίας η κτήση του σώματος του νεκρού Πατρόκλου από τους αντιπάλους (Ρ 160-165). Τραγική ειρωνεία συνιστά το γεγονός ότι η πανοπλία του Σαρπηδόνα αναδείχθηκε σε έπαθλο των επιτάφιων αγώνων που διεξήχθησαν στη μνήμη του Πατρόκλου.
Τέσσερις μονομαχίες ξέσπασαν πάνω από τον νεκρό Σαρπηδόνα. Έκτορας, Αινείας, Πολυδάμας, Αγήνορας και ο τραυματισμένος αλλά θεραπευμένος άμεσα από θεϊκή παρέμβαση Γλαύκος στέκονται απέναντι στον Πάτροκλο, τους δύο Αίαντες, τον Μηριόνη (Π 569-632). (Εικ. 165) Στη διάρκεια των μαχών αυτών, τα σώματα σκονίζονταν, η σκόνη κολλούσε επάνω στο αίμα της πληγής, τα πρόσωπα παραμορφώνονταν. Η παρατήρηση ότι το σώμα του Σαρπηδόνα δεν θα το αναγνώριζε ούτε κάποιος που τον ήξερε καλά, έτσι που είναι σκεπασμένο με αίματα, σκόνη και κοντάρια που ρίχνονται και από τις δύο πλευρές και που αποκορφής τον αποσκέπαζαν ως με τ’ ακρόποδά του, προκαλεί συγκίνηση (Π 638-40· πρβ. Η 424-432). Η παρομοίωση του πλήθους των Αργιτών γύρω από το νεκρό σώμα του Σαρπηδόνα με μύγες / που ζουζουνούν στη μάντρα, ολόγυρα στις γαλατοκαρδάρες, / την άνοιξη, καθώς ξεχείλισε στους αρμεγούς το γάλα (Π 641-3) υπαινίσσεται την αποσύνθεση του νεκρού, την ατίμωσή του από τη μη ταφή και την εγκατάλειψή του στα στοιχεία και τα πλάσματα της φύσης (σκυλιά, όρνια, μύγες), την ατίμωση και τη μίανση της ίδιας της γης (Λ 394-395).
Ο Δίας, με παρέμβαση της Ήρας, δεν εμπόδισε τον θάνατο του γιου του όπως αυτός είχε οριστεί από την Μοίρα, γιατί θα δημιουργούσε κακό προηγούμενο – και άλλοι γιοι θεών πολεμούσαν. Όμως για να τον τιμήσει και να εκφράσει το πένθος του, έριξε αιμάτινη βροχή στη γη και όταν ξέσπασαν οι μάχες γύρω από το νεκρό σώμα σκέπασε το πεδίο τα μάχης με νύχτα βαθιά για να το προστατέψει (Π 567-568).[16] Τελικά, η σύγκρουση για το σώμα του γιου του Δία, του Σαρπηδόνα, λύθηκε με συμβιβασμό: ο Δίας ανάγκασε τους Λύκιους και τους Τρώες να υποχωρήσουν και άφησε τους Έλληνες να τον απογυμνώσουν από τα όπλα του, οι οποίοι, ωστόσο, δεν κέρδισαν και το άψυχο κορμί του, ώστε να το πετάξουν στα σκυλιά, καθώς αυτό διασώθηκε από τον θεϊκό πατέρα του. Ο ίδιος ο Απόλλωνας έπλυνε το λερωμένο σώμα στα νερά του Σκάμανδρου, το άλειψε με νέκταρ και αμβροσία (Π 680), ώστε να μη σαπίσει και να μείνει δροσάτο, το έντυσε με ρούχα αθάνατα και το παρέδωσε στον Ύπνο και τον Θάνατο για να το μεταφέρουν στη Λυκία. Η κατ’ εξαίρεση φροντίδα του νεκρού από έναν άνδρα θεό, όχι από γυναίκα, υποδηλώνει ξεχωριστή τιμή, ενώ η σύνδεση του θεού με τον ήρωα μνημειώνεται με την ύπαρξη ιερού αφιερωμένου στον Σαρπηδόνιο Απόλλωνα στην Κιλικία, απ’ όπου πέρασε ο Αλέξανδρος (Διόδωρος 32.10.2).
Αν και συμπτωματική, η παραμόρφωση του σώματός του μετά τον θάνατό του από τον Πάτροκλο προοιωνίζεται τον παρ’ ολίγον ακρωτηριασμό του Πατρόκλου, μια αναβαθμισμένη και πιο ανεπτυγμένη και εμπλουτισμένη εκδοχή της εν λόγω σκηνής θανάτου του Σαρπηδόνα, και αργότερα την κακοποίηση του Έκτορα.
Ο θάνατος του ήρωα προκάλεσε τον χρωστήρα αγγειογράφων αλλά και τον Αισχύλο, κάποτε μάλιστα σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους, όπως στην περίπτωση του ζωγράφου Ευφρόνιου (Εικ. 166) που σε κρατήρα του Ευξίθεου παρέστησε νεκρό τον Σαρπηδόνα να τον σηκώνουν ο Ύπνος και ο Θάνατος, ενώ τη διαδικασία επιστατούσε ο ψυχοπομπός Ερμής, και όχι ο Απόλλωνας όπως στο έπος· παράσταση είναι εμπνευσμένη από το έργο του Αισχύλου Κάρες ή Ευρώπη, όπου ως μητέρα του Σαρπηδόνα εμφανίζεται η Ευρώπη και όχι η Λαοδάμεια. (Εικ. 167, 168, 169, 170, 171, 172, 173, 174, 175, 176, 177, 178)
Υποστηρίζεται ότι στην αρχική του μορφή ο Σαρπηδόνας ήταν ηλιακός θεός, κάτι που καταδεικνύεται από:
α) τη σχέση του με τη Λυκία, χώρα του φωτός, όπου ο Λύκειος Απόλλων, ο Απόλλων της Λυκίας λατρευόταν ως Απόλλων Σαρπηδόνας·
β) την προσωπική φροντίδα του Απόλλωνα, όταν ο Σαρπηδόνας πέθανε στην Τροία·
γ) το λούσιμό του στον ποταμό, όπως το καθημερινό λουτρό του Ήλιου από τον αρχέγονο ποταμό Ωκεανό·
δ) τη σύνδεσή του με τον Ύπνο και τον Θάνατο, που βρίσκονται εκεί που τελειώνει το έργο του ο Ήλιος·
ε) τον φόνο του Τληπόλεμου, γιου του Ηρακλή και βασιλιά της Ρόδου, ανέκαθεν κέντρο ηλιολατρίας·
στ) τον ερωτικό του δεσμό με τον Μίλητο ή Ατύμνιο, προσωποποιήσεις του Αυγερινού στις λατρευτικές εκδοχές του.
16 Είναι πιθανό η ιδέα της ομίχλης να προέκυψε από τα σύννεφα της σκόνης που προκαλούνταν κατά τη διάρκεια μιας πραγματικής μάχης.
ΠΑΣΙΦΑΗ
Η Πασιφάη είναι κόρη του Ήλιου και της Περσηίδας, αδελφή του Πέρη και του Αιήτη, του βασιλιά της Κολχίδας, αδελφή της μάγισσας Κίρκη, σύζυγος του Μίνωα.
Η ιστορία της είναι συνδεδεμένη με τον άνομο και αφύσικο έρωτά της για τον ταύρο που ανέδυσε ο Ποσειδώνας από τη θάλασσα, σημάδι της προτίμησης των θεών για τον Μίνωα στη διαμάχη που είχε με τους αδελφούς του Ραδάμανθυ και Σαρπηδόνα για την εξουσία. Όμως, ενώ η πράξη αυτή του Ποσειδώνα εξασφάλισε στον Μίνωα αναίμακτα και αναντίρρητα την εξουσία, ο Μίνωας δεν θυσίασε το ζώο, όπως είχε υποσχεθεί· αντίθετα, το έστειλε στα κοπάδια του και λόγω της ομορφιάς του και για να διατηρήσει τη ράτσα του. Για την πράξη αυτή της υπέρβασης της θεϊκής εντολής, ο θεός εξαγρίωσε τον ταύρο, προκαλώντας καταστροφές, και αργότερα ενέβαλε έρωτα στην Πασιφάη για τον ταύρο. Λεγόταν ακόμη ότι ο έρωτας αυτός ήταν έργο της Αφροδίτης, που έτσι τιμώρησε την Πασιφάη, γιατί είχε περιφρονήσει τη λατρεία της θεάς, όπως ο Ιππόλυτος για τον οποίο ενέβαλε έρωτα στην κόρη της Πασιφάης Φαίδρα, αν και ήταν προγονός της. Κατά άλλους ο ασυγκράτητος έρωτας της Πασιφάης για τον ταύρο ήταν στην ουσία μια τιμωρία προς τον πατέρα της Ήλιο, καθώς αυτός αποκάλυψε στον Ήφαιστο τον παράνομο έρωτα της θεάς με τον Άρη.
Η Πασιφάη, στην απελπισία της για τον ανεκπλήρωτο έρωτά της, παρακάλεσε τον Δαίδαλο να τη βοηθήσει να ικανοποιήσει τον πόθο της. Ο Δαίδαλος κατασκεύασε ομοίωμα ξύλινης αγελάδας, κούφιας εσωτερικά, τόσο τέλειας και όμοιας με δαμάλα πραγματική που ο ταύρος ξεγελάστηκε. Από την παράδοξη αυτή ένωση του ταύρου και της Πασιφάης, γεννήθηκε ο Μινώταυρος, μισός ταύρος μισός άνθρωπος, που κατοικούσε στο Λαβύρινθο, έργο επίσης του Δαίδαλου, και τρεφόταν με ανθρώπινη σάρκα. (Εικ. 88, 89, 90, 91, 92, 93, 94, 95, 96, 97, 98, 99, 100, 101, 102, 103, 104, 105, 106)
Η Πασιφάη θεωρούνταν και αυτή μάγισσα, όπως η αδελφή της Κίρκη και η ανεψιά της Μήδεια. Και αυτό φαίνεται από τη σχέση της με τον Μίνωα. Στην αρχή της βασιλείας του ο Μίνωας δεν έκαμνε παιδιά, γιατί υπέφερε από αφροδίσιο νόσημα: έβγαιναν από το σώμα του ερπετά που έτρωγαν τα σπλάχνα κάθε γυναίκας που ξάπλωνε μαζί του (μνημειωμένη φρίκη από τη μετάδοση δερματικής ασθένειας που σε παρωχημένους χρόνους εξολόθρευσε φυλές). Μόνο η Πασιφάη δεν έπαθε τίποτε, γιατί ήταν κόρη του Ήλιου. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου η Πασιφάη του έκανε μάγια, γιατί ο Μίνωας είχε πολλές ερωμένες. Έτσι, οι γυναίκες που πήγαιναν μαζί του τις καταβρόχθιζαν σκορπιοί και φίδια που έβγαιναν από το σώμα του. Τον γιάτρεψε η Πρόκρις, κόρη του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα.
Στη Λακωνία έδειχναν μαντείο της Πασιφάης, όχι οπωσδήποτε της κρητικής γυναίκας του Μίνωα, αλλά της Τρωαδίτισσας Κασσάνδρας, ή της Δάφνης, ή μιας κόρης του Άτλαντα, που αργότερα έγινε μητέρα του Άμμωνα από τον Δία. Όλες αυτές είχαν το προσωνύμιο Πασιφάη. Ωστόσο, η κρητική Πασιφάη φαίνεται ότι ήταν κάτι παραπάνω από βασίλισσα και σύζυγος του Μίνωα, γνωστή για τον αφύσικο έρωτά της και τα διάσημα παιδιά της. Η καταγωγή της από τον Ήλιο, η μαρτυρία του Παυσανία ότι στις Θαλάμες της Μεσσηνίας υπήρχαν δύο χάλκινα αγάλματα , της Πασιφάης και του Ήλιου και ότι Πασιφάη είναι επίκληση της Σελήνης (3.26.1), καθώς και η μαρτυρία του Πλούταρχου ότι το αφιερωμένο στην Πασιφάη μαντείο της Λακωνίας ήταν ονειρομαντείο και ότι αυτοί που ήθελαν να πάρουν χρησμό πήγαιναν και κοιμούνταν εκεί, ώστε την επομένη οι ιερείς να ερμηνεύσουν τα όνειρά τους· και ακόμη, η ικανότητά της να ελέγχει τη γενετήσια λειτουργία με την ασθένεια που εμβάλλει στον Μίνωα καταδεικνύει μια ισχυρή μινωική θεά. Όλα αυτά ανακαλούν στη μνήμη τη Θεά των Όφεων, το ειδώλιο από τα ανάκτορα της Κνωσού, της Ύστερης Εποχής Χαλκού, ca. 1600 π.Χ.
Και στον μύθο της Πασιφάης μεταγενέστεροι συγγραφείς αναγνώρισαν παρερμηνείες και επιχείρησαν μια επί το ορθολογικότερον ανάγνωση του μύθου:
Τάχα δὲ καὶ Πασιφάη, παρὰ Δαιδάλου ἀκούσασα ταύρου τε πέρι τοῦ ἐν τοῖς ἄστροισι φαινομένου καὶ αὐτῆς ἀστρολογίης, ἐς ἔρωτα τοῦ λόγου ἀπίκετο, ἔνθεν νομίζουσιν ὅτι Δαίδαλός μιν τῷ ταύρῳ ἐνύμφευσεν. (Λουκιανός, περί τῆς ἀστρολογἰης, 16)
Εδώ, ο έρως της Πασιφάης για τον ταύρο είναι ο μαθησιακός έρωτας, είναι η γοητεία που άσκησε επάνω της η αφήγηση του Δαίδαλου για τον αστερισμό του ταύρου.
ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ
Ο Δευκαλίων διαδέχτηκε τον πατέρα του Μίνωα. Μητέρα του ήταν η Πασιφάη. Πήρε μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου. Παντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά, τον Ιδομενέα, την Κρήτη και τον νόθο Μόλο από μια εταίρα.
Μυθολογείται ότι έκλεισε ειρήνη με τους Αθηναίους, έγινε φίλος με τον Θησέα και του έδωσε για γυναίκα την αδελφή του Φαίδρα.
Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή, με στόλο έφτασε στην Αθήνα και ζήτησε από τους Αθηναίους να του παραδώσουν τον Δαίδαλο, διαφορετικά θα σκότωνε τους επτά νεαρούς Αθηναίους και τις επτά νεαρές Αθηναίες που κρατούνταν ως αθηναϊκός φόρος στην Κρήτη. Οι Αθηναίοι αρνήθηκαν, γιατί ο Δαίδαλος ναυπηγούσε γι’ αυτούς στόλο, στον οποίο πρώτοι κυβερνήτες ήταν Κρήτες φυγάδες, μια και οι Αθηναίοι δεν εγνώριζαν την τέχνη της ναυσιπλοΐας. Με αυτό τον στόλο μπήκαν κρυφά στο επίνειο της Κνωσού και κατέλαβαν την πόλη χωρίς αντίσταση, μια και οι Κρητικοί θεώρησαν ότι ο στόλος που έβλεπαν ήταν εμπορικός. Ο Θησέας συνάντησε τον Δευκαλίωνα μπροστά στον Λαβύρινθο και τον σκότωσε. Εκεί ο Αθηναίος ήρωας συνάντησε και την Αριάδνη που διαδέχθηκε τον αδελφό της στον θρόνο και συνθηκολόγησε με τον Θησέα.
ΙΔΟΜΕΝΕΑΣ
Ο Ιδομενέας ήταν γιος του Δευκαλίωνα, εγγονός του Μίνωα. Παντρεύτηκε τη Μήδα και απέκτησαν παιδιά, μια κόρη και τρεις γιους· Κλεισιθήρα, Λύκος, Ορσίλοχος, Ίφικλος ήταν τα ονόματά τους.
Ο Ιδομενέας στην Τροία
Μαζί με τον ανεψιό του Μηριόνη από τον αδελφό του Μόλο, νόθο γιο του πατέρα Μίνωα, συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο εξαιτίας του όρκου που είχαν δώσει ως υποψήφιοι μνηστήρες της Ελένης να συνδράμουν το ζεύγος σε κάθε δυσκολία. Εξάλλου, όπως μαρτυρεί η Ελένη, Ο Ιδομενέας είχε φιλοξενηθεί επανειλημμένα στο παλάτι του Μενέλαου και της Ελένης στη Σπάρτη (Γ 230-23). Ως αρχηγός των Κρητών πήγε στην Τροία με ογδόντα ή ενενήντα πλοία από τις πόλεις Κνωσό, Γόρτυνα, Λυκτό, Μίλητο, Λύκαστο, Φαιστό, Ρύτιο.
Αν και «μεσαιπόλιος» δηλαδή μισοασπρομάλλης (Ν 361) πολεμούσε γενναία. Ήταν ένας από τους εννέα υποψήφιους μονομάχους με τον Έκτορα, όταν προτάθηκε αυτή η λύση για τη λήξη του πολέμου. Δηίφοβος και Αινείας ήταν οι κυριότεροι Τρώες αντίπαλοί του. Θα χτυπούσε τον Έκτορα στη μάχη γύρω από το σώμα του Πατρόκλου αλλά εκείνος πρόλαβε και σκότωσε τον ηνίοχο του Μηριόνη Κοίρανο, οπότε ο Ιδομενέας τράπηκε σε φυγή. Εφόνευσε και άλλος γενναίους πολεμιστές των Τρώων, όπως τον Φαίστον απ’ την Τάρνην // την μεγαλόσβολην, υιόν του Βώρου Μαιονίδου (Ε 43-44), τον Οθρυονέα, μνηστήρα της Κασσάνδρας. Στους ταφικούς αγώνες προς τιμή του Αχιλλέα, στα μετά την Ιλιάδα έπη, νίκησε στην πυγμαχία, μπήκε και αυτός στον Δούρειο Ίππο μαζί με άλλους γενναίους Αχαιούς, υπήρξε κριτής στην κρίση των όπλων του Αχιλλέα. Ωστόσο, έχοντας επίγνωση των δυνατοτήτων που φέρνει το βάρος της ηλικίας του, ζήτησε βοήθεια από συντρόφους του Αχαιούς πολεμιστές, για να αντιμετωπίσει τον Αινεία, τον ακούραστο ανθρωποφόνο που διαθέτει της νεότητας το θάρρος και την ρώμην (Ν 482-484).
Αν και, λόγω και της ηλικίας του, ανήκει στην ομάδα των γερόντων των Παναχαιών, αν και θαυμάζεται για τη σύνεσή του, καυγαδίζει με τον Αίαντα του Οϊλέα για το ποιος θα βγει πρώτος στον αγώνα αρματοδρομίας προς τιμή του νεκρού Πατρόκλου. Ο Αίαντας τον αποκαλεί επανειλημμένως φαφλατά και η φραστική αντιπαράθεση, επικίνδυνη για τις προεκτάσεις της σε σωματική σύγκρουση, λήγει με παρέμβαση του Αχιλλέα.
Ο Ιδομενέας στην Κρήτη
Σύμφωνα με τον Όμηρο και άλλους συγγραφείς, ο Ιδομενέας επέστρεψε στην Κρήτη σώος, χωρίς περιπέτειες στο δρόμο του, διαφυλάσσοντας την επιστροφή και των υπολοίπων Κρητών συντρόφων του, κάτι που δεν κατόρθωσε ο Οδυσσέας. Μαζί με τον Μηριόνη έζησαν καλά στην Κνωσό, όπου και πέθαναν. Εκεί έδειχναν για αιώνες τον κοινό τους τάφο.
Ο Βιργίλιος παραδίδει μια διαφορετική εκδοχή για την επιστροφή του Ιδομενέα στην Κρήτη (Αινειάδα III, 400). Προκειμένου να σώσει τους πολεμιστές του από τους κινδύνους της θάλασσας και να τους οδηγήσει σώους στην Κρήτη ζήτησε αρωγό τον Ποσειδώνα με αντάλλαγμα να θυσιάσει στον θεό το πρώτο έμψυχο που θα έβλεπε φτάνοντας στην πατρίδα. Είδε τον γιο του Ορσίλοχο ή την κόρη του Μήδα και τέλεσε ή προσποιήθηκε ότι τέλεσε τη θυσία. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο Ποσειδώνας έστειλε λοιμό και ο βασιλιάς εξορίστηκε για να καταπραϋνθούν οι θεοί για την απάνθρωπη στάση του. Εγκαταστάθηκε στην Καλαβρία, όπου ίδρυσε τον πρώτο ναό της Αθηνάς, ύστερα πήγε στη Μ. Ασία και έμεινε στην Κολοφώνα. Ενδιαφέρθηκε για τη λατρεία του Απόλλωνα και ενίσχυσε τα τοπικά θρησκευτικά κέντρα. (Εικ. 415)
Άλλη εκδοχή επιφυλάσσει εναντίον του Ιδομενέα τύχη παρόμοια με του Αγαμέμνονα από τη γυναίκα του Μήδα και τον εραστή της Λεύκο, γιο του Τάλου, στον έρωτα του οποίου η Μήδα είχε ενδώσει παρασυρμένη από τον Ναύπλιο που είχε βάλει σκοπό της ζωής του να διαφθείρει τις γυναίκες των Ελλήνων στρατηγών, προκειμένου να εκδικηθεί τον θάνατο του γιου του Παλαμήδη.
Και ο Λεύκος, όπως και ο Αίγισθος, υπήρξε έκθετο παιδί, ο Ιδομενέας τον ανέθρεψε, τον έκανε γαμπρό του δίνοντάς του για γυναίκα την κόρη του Κλεισιθήρα, και του εμπιστεύτηκε τα του οίκου του όσο έλειπε στην Τροία. Ο Λεύκος σκότωσε τη Μήδα και την κόρη της και γυναίκα του Κλεισιθήρα. Όταν ο Ιδομενέας ξαναπήρε την εξουσία στα χέρια του, τύφλωσε τον Λεύκο. Κατά άλλους ο Λεύκος δεν ήταν παντρεμένος με την Κλεισιθήρα, και μάλιστα σκότωσε τη Μήδα, που ουδέποτε σύναψε σχέσεις μαζί του παραμένοντας πιστή στον Ιδομενέα, καθώς και τα παιδιά του βασιλικού ζεύγους, αν και είχαν προσφύγει ικέτες στον ναό της Αθηνάς. Ο Λεύκος βεβήλωσε τον ιερό χώρο, έδιωξε τον Ιδομενέα και έγινε τύραννος σε δέκα πόλεις της Κρήτης.[17]
Ο Ιδομενέας εξόριστος
Ο Ιδομενέας με στόλο έφυγε προς την Αδριατική και μαζί με τους Λοκρούς του Αίαντα εποίκισαν μια περιοχή της Καλαβρίας, τη Σαλεντινή, όπου έχτισαν περικαλλή ναό προς τιμή της Αθηνάς, τον παλαιότερο στην περιοχή: τοὺς δὲ Σαλεντίνους Κρητῶν ἀποίκους φασίν· ἐνταῦθα δ᾽ ἐστὶ καὶ τὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἱερὸν πλούσιόν ποτε ὑπάρξαν (Στρ. 6.3.5.8-10).
Τέλος, λεγόταν ότι στο τέλος της ζωής του κατέφυγε στην Κολοφώνα που είχε ιδρυθεί παλιά από Κρήτες και ότι εκεί πέθανε (Παυσ. 7.3.1).
Μία μικρή λεπτομέρεια ακόμη στον μύθο του Ιδομενέα που τον αναδεικνύει για μια ακόμη φορά κριτή, όπως στην κρίση των όπλων του Αχιλλέα. Λεγόταν ότι Θέτις και Μήδεια όρισαν τον Ιδομενέα ως κριτή για την ομορφότερη και ότι ο Ιδομενέας διάλεξε τη Θέτιδα. Οργισμένη η Μήδεια δήλωσε ότι όλοι οι Κρήτες είναι ψεύτες και καταράστηκε τη γενιά του Κρήτα βασιλιά να μη λέει ποτέ την αλήθεια.
17 Το παράλληλο ανάμεσα στους Ατρείδες και τους Κρήτες ίσως να οφείλεται στη διάδοση του μύθου του Ορέστη και του Παλαμήδη, για να εξηγηθούν διάφορα συμβάντα μετά τα Τρωικά.
Η εκδοχή του Βιργιλίου ενέπνευσε τον Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ να συνθέσει την όπερα Ιδομενέας σε λιμπρέτο του Αντουάν Ντανσέ και διασκευή του εφημέριου της Αυλής του Σάλτσμπουργκ Τσιαμπατίστα Βαρέσκο. Το έργο παρουσιάστηκε το 1780.
ΤΕΛΟΣ Β’ ΜΕΡΟΥΣ
Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας
της Δήμητρας Μήττα