Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 21 Ἰουνίου 1925
Κἄποιος ἀναγνώστης μοῦ γράφει ἀπό τό Ἀμαρούσιον: «Πρό ἕξη ἑβδομάδων ἐπέστρεψα ἐκ Γερμανίας, κατόπιν ἑξαετοῦς ἀπουσίας μου. Μόλις ἐμπῆκα στόν Ἠλεκτρικόν, ἦσαν μόνον δύο θέσεις ἄδειες. Κατόπιν μοῦ ἤρχετο ἕνα ζεῦγος. Ἐκεῖνος ἐφαίνετο ὑγιέστατος. Ἐκείνη, πολύ χλωμή, ἐφαίνετο νά ὑποφέρῃ. Βλέπων, μετ’ ἐκπλήξεως, τόν ἐν λόγῳ κύριον νά κάθεται φαρδύς-πλατύς στήν μόνην κενήν θέσιν καί νά ἀφίνῃ τήν συνοδόν του ὀρθίαν, ὑπέθεσα, ὅτι δέν ἐπρόκειτο περί ζεύγους καί ἀμέσως, εὐγενῶς φερόμενος, παρεχώρησα τήν θέσιν μου εἰς τήν κυρίαν. Ἐκείνη ἐκάθησεν, ἀφοῦ εὐγενέστατα μέ εὐχαρίστησε. Ἔξαφνα ὅμως βλέπω τόν κύριον μπροστά μου ὄρθιον νά πνέῃ μένεα ἐναντίον μου. Καί νά μοῦ λέγῃ: «Κύριε, ἐφ’ ὅσον βλέπετε, ὅτι ἡ κυρία ἔχει καβαλιέρον, πῶς τολμᾶτε νά τῆς παραχωρήσετε τήν θέσιν σας;» -«Κύριε, τοῦ ἀπήντησα, ἀπορῶ πῶς τολμᾶτε ἐσεῖς νά αὐτονομάζεσθε καβαλιέρος, ἀφοῦ μᾶλλον κάποιο ὄνομα τετραπόδου θά σᾶς πήγαινε καλλίτερα». Ἡ ἀλήθεια εἶνε, ὅτι παρεσύρθην, ἀλλά…»
Ὁ ἱπποτικώτατος ἐπιστολογράφος μου ἀποφεύγει νά μοῦ ἐξιστορήσῃ τί ἐπηκολούθησε. Φαντάζομαι, ὅμως, ὅτι θά ἐπλήρωσεν ἀκριβά τόν παράκαιρον ἱπποτισμόν του. Πολύ δικαίως! Ἄνθρωπος κοσμογυρισμένος, ὅπως αὐτός, ἔπρεπε νά γνωρίζῃ μερικά πράγματα. Ὑποτίθεται, τοὐλάχιστον, ὅτι θά ἔπρεπε νά μήν ἀγνοῇ τήν τραγωδίαν τοῦ Δόν Κιχώτη. Καί θά ἔπρεπεν, ἑπομένως, νά εἶχε συνετισθῇ ἀπό τό θλιβερόν παράδειγμα τοῦ Μαγχησίου Ἱππότου. Διότι γι’ αὐτό ἀκριβῶς ὑπάρχουν τά μεγάλα παραδείγματα τῆς Ἱστορίας καί τῆς Τέχνης. Γιά νά ἐπωφελούμεθα ἀπ’ αὐτά. Διαφορετικά δέν θά εἶχαν λόγον ὑπάρξεως.
Ποία ὑπῆρξεν ἡ ἀφορμή τῶν φρικτῶν περιπετειῶν τοῦ ἥρωος τοῦ Θερβάντες; Εἶνε ἀνάγκη, λοιπόν, νά ὑπενθυμίσωμεν πράγματα τόσον γνωστά εἰς τόν ἐπιστολογράφον; Ἁπλούστατα, ὁ τραγικός αὐτός ἄνθρωπος εἶχε τήν ἀφροσύνην νά ἐξασκήσῃ ἱπποτισμόν, εἰς μίαν ἐποχήν, ποῦ ὁ ἱπποτισμός εἶχεν ἀποθάνει. Εἰς τόν αἰῶνα τῶν Σάντσο-Πάντσα ἐπέμενε νά παραστήνῃ τόν «ἄφοβον καί ἄψογον ἱππότην» περασμένων χρόνων.
Καί τήν ἔπαθε. Κατήντησε νά ἱππεύῃ ἕναν ἀχαμνόοντα, νά πολεμᾷμέ τούς ἀνεμομύλους καί νά θυσιάζεται διά μίαν φανταστικήν Ντουλτσινέαν, ἡ ὁποία δέν συνεκινεῖτο καθόλου ἀπό τάς θυσίας του. Ἔτσι τήν παθαίνουν ὅλοι ὅσοι φθάνουν πολύ ἀργά εἰς ἕνα κόσμον πολύ παλαιόν. Ἔτσι τήν παθαίνουν ὅλοι οἱ παράκαιροι ἱππόται. Ἔτσι τήν ἔπαθε καί ὁ ἐκ Γερμανίας καί Ἀμαρουσίου ἐπιστολογράφος.
Εἰς τόν Ἑλληνικόν αἰῶνα τῶν πρακτικῶν ἀνθρώπων ἠθέλησε νά ἐπαναλάβῃ τόν ἱππότην τοῦ ἀντιστοίχου Ἱσπανικοῦ αἰῶνος. Καί προσέφερε τό κάθισμά του εἰς τήν νέαν Ντουλτσινέαν, μέ τήν χειρονομίαν, ποῦ προσφέρουν ἕν ἄνθος. Ἦτον ἑπόμενον ὁ Σάντσο-Πάντσας νά τόν ἀνακαλέσῃ εἰς τήν αἴσθησιν τῆς νέας πραγματικότητος, ὅπως τόν ἀνεκάλεσε. Τό μόνον ποῦ τοῦ ἀπομένει, ἐάν δέν ἐξύπνησεν ἀκόμη ἐντελῶς εἰς τήν ἐποχήν του, εἶνε νά ἱππεύσῃ ἕνα ἀχαμνόοντα καί νά ἐκστρατεύσῃ, μέ τήν σειράν του, κατά τῶν ἀνεμομύλων.
Ἱσπανικοί ἀνεμόμυλοι δέν ὑπάρχουν βεβαίως πλέον. Τούς ἀντικατέστησαν οἱ κυλινδρόμυλοι τῶν ἀλευροβιομηχάνων μας, οἱ ὁποῖοι ἀλέθουν σίτον καί ἑκατομμύρια. Μία ἐκστρατεία κατ’ αὐτῶν θά ὑπερέβαινεν εἰς ματαιότητα κάθε ἱπποτικόν ἡρωισμόν. Ὑπάρχουν ὅμως ἄλλοι ἀνεμόμυλοι εἰς τήν Ἀθηναϊκήν ἐξοχήν, ποῦ ἔχουν ὅλην τήν γραφικότητα τῶν Ἱσπανικῶν. Εἶνε αἱ ἀνεμοαντλίαι τοῦ νέου συστήματος, ποῦ σκορπίζουν τήν ποίησίν των εἰς τάς ἀγροτικάς ἐπαύλεις τῆς Κηφισσιᾶς, τῆς Καλλιθέας, τῶν Φαλήρων. Ἄς ἱππεύσῃ λοιπόν τόν ἀχαμνόοντά του καί ἄς ἐκστρατεύσῃ κατ’ αὐτῶν. Ἐάν δέν εὑρεθῇ ἕνας νέος Θερβάντες διά νά διηγηθῇ τήν τραγικήν του δόξαν, ὁπωσδήποτε ὑπάρχει ἡ ἐλπίς νά ἀποτελέσῃ ἕνα εὐχάριστον «νούμερο» ἐπιθεωρήσεως.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ