Ύδρευση των αρχαίων πόλεων: Η Κρήνη του Θεαγένους

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η ύδρευση ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς τομείς δημοσίων έργων, ο οποίος συγκαταλέγονταν στις βασικές υποχρεώσεις της πόλης, καθώς με την αύξηση του πληθυσμού δεν επαρκούσαν οι αρχικές ιδιωτικές εγκαταστάσεις, όπως οι δεξαμενές και τα πηγάδια. Για την εκπλήρωση των αναγκών των πολιτών σε νερό, στις αρχαίες πόλεις διαμορφώθηκαν δεξαμενές, καθώς και διάφορες κατασκευές αγωγών και κρηνών.

Για την αποθήκευση των χειμερινών βροχών χρησιμοποιούνταν διάφορες δεξαμενές, σε τόπους όπου ο εφοδιασμός με δροσερό νερό ήταν δύσκολος, συνήθως σε ορεινά ή νησιωτικά μέρη. Συχνά επίσης δεξαμενές για το νερό της βροχής διαμορφώνονταν στα ιερά, αλλά και σε ορισμένων ειδών βιοτεχνικές εγκαταστάσεις, όπως π.χ. στα μεταλλευτικά πλυντήρια, στα βαφεία και αλλού. Στις περισσότερες περιπτώσεις αρκούσαν μερικά απλά πηγάδια λαξευμένα στο βράχο, με τοιχώματα στεγανοποιημένα με αρκετές στρώσεις υδραυλικού κονιάματος ή με ασβεστοκονίαμα με προσμίξεις κεραμοχαλικώματος ή ψιμυθίου. Η χωρητικότητά των πηγαδιών αυτών ποικίλε. Στο Πέργαμο για παράδειγμα κυμαίνονταν από 10 μέχρι 130 κυβικά μέτρα. Εκτός από αυτές τις δεξαμενές, υπήρχαν κτιστές, θολωτές ή εν μέρει θολωτές, όπως για παράδειγμα η δεξαμενή του Θεάτρου ή οι δεξαμενές διαφόρων κατοικιών στη Δήλο.

Πιο συχνά ήταν τα συστήματα αγωγών, με πρωιμότερα αυτά που βρέθηκαν στα Μέγαρα του 630 π.Χ. καθώς και των Αθηνών του 560 π.Χ. Περίφημη ήταν η σχετικήσήραγγα στη Σάμο του 530 π.Χ., το λεγόμενο Ευπαλίνειο Όρυγμα, από τον Ευπαλίνο τον Μεγαρέα, με μήκος 1040μ. Για τους αγωγούς ύδρευσης χρησιμοποιούσαν κατά κύριο λόγο πήλινους σωλήνες (εικ. 14), σπανιότερα μολύβδινους με λίθινες μούφες, λίθινους σωλήνες ή λίθινα αυλάκια με μολύβδινα ελάσματα για τη στεγανοποίηση. Οι αγωγοί αυτοί ήταν χτισμένοι για να οδηγούν το νερό με ασήμαντη φυσική κλίση από την πηγή σε μία κρήνη της πόλης, χωρίς οι σωλήνες να δέχονται ιδιαίτερη πίεση. Παραδείγματα τέτοιων αγωγών βρέθηκαν στην Πριήνη, την Αμφίπολη, τα Μέγαρα, την Όλυνθο και το Πέργαμο. Σε σχέση με τους αγωγούς αυτούς βρέθηκαν δεξαμενές καθίζησης και φίλτρα συγκράτησης της άμμου.

Εκτός από τους υδραγωγούς με τη φυσική ροή, υπήρχαν και κάποιοι άλλοι με τεχνητή πίεση. Γνωστές είναι οι σωληνώσεις για την ύδρευση της ακρόπολης της Περγάμου, με τους χοντρούς πήλινους σωλήνες της εποχής του Αττάλου.

Στο δίκτυο της ύδρευσης των πόλεων ανήκαν και τα οικοδομήματα των κρηνών καθώς και οι απλές ροοκρήνες. Οι κρήνες γενικά παρουσιάζουν μία ποικιλία, όντας ανοιχτές αρυκρήνες, στεγασμένες κρήνες με ανοιχτές λεκάνες για την άντληση του νερού, όπως συμβαίνει στους Δελφούς και την Κυρήνη, υπόστηλες δεξαμενές με εμπρόσθια στοά και ανοιχτές λεκάνες, όπως στα Μέγαρα, την Κόρινθο ή την Περαχώρα. (εικ. 105) Οι προσόψεις των κρηνών ήταν συνήθως απλές, αν και σε κάποιες περιπτώσεις ήταν διακοσμημένες με κιονοστοιχίες, λειτουργώντας ως πρόδρομοι των μεγαλόπρεπων νυμφαίων των ρωμαϊκών χρόνων.

Βιβλιογραφία:

  1. W. Muller- Wiener, Η Αρχιτεκτονική στην Αρχαία Ελλάδα, 1995 (μτφρ. Μπ. Σμιτ – Δούνα).

Κρήνη των Μεγάρων


arxaiologikos xoros kirussontai ta megara

Η Κρήνη του Θεαγένους, που υδροδοτούσε τα αρχαία Μέγαρα.

Χρονολόγηση

Α΄ τέταρτο του 5ου αιώνα (600-575 π.Χ.)

Η κρήνη των Μεγάρων στην εποχή του Παυσανία θεωρούνταν έργο του Θεαγένη, αλλά η σύγχρονη έρευνα βάση της αρχιτεκτονικής της, την τοποθετεί εκατό χρόνια τουλάχιστον πριν από το Θεαγένη.

Διαστάσεις


Συνολικό μήκος 21μ.

Συνολικό πλάτος 13,69μ.

Διαστάσεις δεξαμενής: 17,88×13,69μ.

Τόπος προέλευσης


Μέγαρα, Αττική

Γενική εισαγωγή


Η κρήνη που ανακαλύφθηκε στα Μέγαρα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα και καλύτερα διατηρημένα οικοδομήματα του είδους σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Ο Παυσανίας αναφέρεται σ’ αυτή, καθώς του προκάλεσε εντύπωση λόγω των διαστάσεων, της ομορφιάς, αλλά και του μεγάλου αριθμού των κιόνων της.

Περιγραφή

Η κρήνη διαμορφώθηκε με εκχωμάτωση στη δυτική πλαγιά της Καρίας, έτσι ώστε να χτιστούν ο βόρειος, ο ανατολικός και ο δυτικός τοίχος με ορθογώνιες πέτρες ισοδομικά. Στη νότια πλευρά η κρήνη κλείνει μ’ ένα τοίχο ύψους 1,37μ. ο οποίος είναι χτισμένος ανάμεσα στο δυτικό και τον ανατολικό περιμετρικό τοίχο.

Η δεξαμενή χωρίζεται σε δύο βασικές λεκάνες, τη λεκάνη συλλογής του νερού και τη λεκάνη άντλησής του. Η λεκάνη συλλογής νερού καλύπτει μία τεράστια επιφάνεια με μήκος 17,88μ. Μπροστά ακριβώς από αυτή, στα νότια, διαμορφώνεται μία άλλη στενή λεκάνη με μήκος 1,17μ., απ’ όπου γινόταν και η άντληση του νερού, χωρίς να λερώνεται καθόλου το νερό στη μεγάλη λεκάνη συλλογής. Με ύψος 54εκ. η λεκάνη άντλησης προσέφερε εύκολη πρόσβαση στους αντλούντες το νερό. Για το λόγο αυτό το δάπεδο του προστώου όπου στέκονταν αυτός ο οποίος αντλούσε το νερό, βρίσκεται 80 εκ. ψηλότερα από το δάπεδο της λεκάνης άντλησης. Και οι δύο λεκάνες διαθέτουν δάπεδο και τοίχους απολύτως στεγανούς.

Στο εσωτερικό της δεξαμενής συλλογής του νερού υψώνονται 35 λίθινοι κίονες, σε πέντε σειρές των επτά, διαμέτρου ο καθένας 50 εκ., με οκτάπλευρο κορμό και δωρικά κιονόκρανα, με οκτάπλευρο εχίνο και τετράγωνο συμφυή άβακα. Επάνω στους άβακες πατούσαν τα λίθινα επιστύλια όπου στηρίζονταν τα επιμήκη, λίθινα δοκάρια της επίπεδης στέγης η οποία ήταν σκεπασμένη με χώμα, για να μην σκονίζεται το νερό στις δεξαμενές συλλογής και άντλησης. Κάθε κίονας αποτελείται από τέσσερις σπονδύλους με συνολικό ύψος 5,20μ. Κατά μήκος της μεσαίας κιονοστοιχίας χαμηλά υψώνεται λεπτό θωράκιο ύψους 1,40μ., αποτελούμενο από όρθιους πλακαρούς λίθους, τρεις σε κάθε μεσοκιόνιο διάστημα. Έτσι η δεξαμενή χωρίζεται σε δύο μέρη, το δεξί και το αριστερό, καθένα από τα οποία διαθέτει μία λεκάνη συλλογής και μία λεκάνη άντλησης νερού. Κάθε μία δεξαμενή συλλογής διαθέτει μάλιστα τη δική της σωλήνα για τον εφοδιασμό με νερό, ώστε να αδειάζει και να γεμίζει ανεξάρτητα από την άλλη, καλύπτοντας τις εκάστοτε ανάγκες καθαρισμού.

Η σχετική τεχνική πρόκληση ήταν η κατασκευή τέτοιων διαχωριστικών τοίχων, ώστε όταν η μία δεξαμενή ήταν άδεια, να μπορούν οι τοίχοι να δέχονται την πίεση του νερού από την άλλη που θα ήταν γεμάτη. Το γεγονός αυτό επετεύχθη μέσω της διαμόρφωσης μίας λεπτής αλλά αποτελεσματικής κατασκευής, όπου οι δύο εξωτερικές πέτρινες πλάκες συνδέονταν με δύο επίπεδους μεταλλικούς συνδέσμους με τους κίονες, ενώ η τρίτη πλάκα στο κέντρο με τη μορφή σφήνας, σφηνώνονταν ανάμεσα στις δύο εξωτερικές πλάκες και συνδέονταν μαζί τους με σύνδεσμο Π, ώστε να μπορεί το σύστημα να αντέξει την πίεση του νερού.

Έχει υπολογιστεί με βάση και τις διαστάσεις του σωλήνα που εφοδίαζε με νερό τις δεξαμενές, ότι για να γεμίσει η κάθε δεξαμενή, χρειαζόταν εφτά ώρες, κατά τη διάρκεια της νύχτας. Με τον τρόπο αυτό υπήρχε πάντα επαρκής ποσότητα νερού στη δεξαμενή κατά τη διάρκεια της ημέρας, μιας και οι δύο στενές δεξαμενές άντλησης νερού, κάθε μία με δυνατότητα 11 κυβικών μέτρων, συνδέονται με σωλήνες με τις δεξαμενές συλλογής εξασφαλίζοντας έτσι μία συνεχή παροχή νερού.

Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι οι μπρούτζινοι μηχανισμοί ρύθμισης της ροής του νερού από τις δεξαμενές συλλογής προς τις δεξαμενές άντλησης, μηχανισμοί που θεωρούνται και οι παλιότεροι αυτού του είδους στον ελλαδικό χώρο. Τα υλικά κατάλοιπα στον πυθμένα της δεξαμενής συλλογής, στο πιο βαθύ σημείο της, αποκαλύπτουν το άνοιγμα μίας λεκάνης συνδετικής με τη λεκάνη άντλησης, με δύο εγκοπές στις δύο πλαϊνές πλευρές και ένα μπρούτζινο κάθετο πλατύ στέλεχος στον καθ’ ύψος άξονα. Και τα δύο αυτά μεταλλικά κομμάτια είναι συνδεδεμένα με μόλυβδο στην πέτρα (εικ. 3). Ο μηχανισμός αυτός παρομοιάζεται με μία μετατοπιζόμενη πλάκα, στερεωμένη μέσα στις εγκοπές και στις δύο πλευρές του ανοίγματος, που ρυθμιζόταν μ’ ένα μπρούτζινο ραβδί επάνω από την επιφάνεια του νερού (εικ. 4). Με τον τρόπο αυτό συνεπώς ρυθμιζόταν η ροή του νερού που έπεφτε μέσα στη δεξαμενή άντλησης μέχρι να αδειάσει τελείως η δεξαμενή συλλογής.

Συμπερασματικά, το κρηναίο οικοδόμημα των Μεγάρων εξυπηρετούσε μία διπλή λειτουργία. Αρχικά λειτουργούσε ως κινστέρνα για τη συγκέντρωση του νερού κατά τη διάρκεια της νύχτας και έπειτα ως κρήνη εξυπηρετούσε τους κατοίκους που έπαιρναν νερό για τις καθημερινές τους ανάγκες. Μπορούσε μάλιστα να εξυπηρετεί μεγάλο αριθμό ατόμων, διαθέτοντας στη δεξαμενή άντλησης πρόσοψη με άνοιγμα μήκους 14 μέτρων.

Για να μην υπάρχουν απώλειες νερού, τα περιμετρικά τοιχώματα της δεξαμενής ήταν καλυμμένα σε ύψος 1,37μ. με κονίαμα πάχους 1,2εκ. το οποίο περιλάμβανε και ερυθρά κομμάτια (τούβλο) που προστέθηκαν εκεί για λόγους υδραυλικής. Καθώς το δάπεδο της κρήνης ήταν κυρίως από φυσική γη, η σημασία της διαμόρφωσης ενός τόσο στεγανού δαπέδου δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών ανακαλύφτηκε ότι επάνω στο δάπεδο, αλλά και στο επίχρισμα του τοίχου υπήρχε στρώμα πίσσας ή ασφάλτου, το οποίο έφτανε σε ύψος 15εκ., συνολικής επιφάνειας 280 τ.μ. Η άσφαλτος αυτή, όπως προέκυψε από τη χημική ανάλυση, ήταν αναμεμειγμένη με ζωικό λίπος και είχε προφανώς στρωθεί ζεστή πάνω στην κονία. Η χρήση του ζωικού λίπους εξυπηρετούσε τη μείωση της θερμοκρασίας τήξης του μείγματος, με αποτέλεσμα το υλικό να γίνεται πιο ρευστό ώστε να απλώνεται πιο εύκολα με μία βούρτσα. Στη συνέχεια η επιφάνεια είχε στιλβωθεί μέχρι να γίνει καθρέφτης. Η καθαρή αυτή επιφάνεια και τα χημικά συστατικά της αδιάβροχης βαφής δεν επέτρεπαν να αναπτυχθούν τα συνήθη ασβεστιτικά στρώματα.

Η εν λόγω άσφαλτος δεν υπήρχε σε ελληνικό έδαφος και προέρχονταν από την Κασπία Θάλασσα ή τη Μεσοποταμία όπου η χρήση ασφάλτου σημειώνεται ήδη από την 6η χιλιετία π.Χ. σε δεξαμενές νερού, γεγονός που αποδεικνύει εμπορικές συναλλαγές της περιοχής με τη Μέση Ανατολή. Το παράδειγμα των Μεγάρων με χρήση ασφάλτου σε κτίριο υδροδότησης στην Ελλάδα είναι μοναδικό.

Χρήση

Μεγάλη κρήνη για τη συγκέντρωση και παροχή νερού στους κατοίκους των Μεγάρων.

Βιβλιογραφία

  1. Hellner N.,«The Krene in Megara. The Analysis of a thin black layer on the floor plaster», 172-178, στο Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία, 2ο Διεθνές Συνέδριο, Πρακτικά, Αθήνα 2006.
  2. Παπαχατζής Δ. Ν., Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Αττικά, τόμος 1ος, 1994.

Πηγές

Παυσανίας Ι, 40, 1

«Στην πόλη τους έχουν οι Μεγαρείς μία κρήνη που τους την έχτισε ο Θεαγένης, τον οποίο και πριν ανέφερα, για την κόρη του που την πάντρεψε με τον αθηναίο Κύλωνα. Αυτός ο Θεαγένης, όταν ήταν τύραννος, έχτισε την κρήνη που είναι αξιοθέατη για το μέγεθός της και για το πλήθος των κιόνων της. Το νερό που τρέχει μέσα στην κρήνη αυτή λέγεται Σινθίδων νυμφών. Οι Μεγαρείς λένε πως οι Σινθίδες νύμφες είναι ντόπιες και πως με μία απ’ αυτές συνευρέθηκε ο Ζευς «.

theancientwebgreece.wordpress.com

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ